Αν και η ζωή
μέρα με τη μέρα λιγοστεύει και λαχανιάζουν οι πνεύμονες, ο ποιητής Δημήτριος Α.
Δημητριάδης, πορεύεται με αίσθημα ευθύνης να παίξει την παρτίδα εκείνη που θα
φέρει την ρήξη και την επανάσταση στην
έρημο των ιδεών. Προτιμά την περιπλάνηση στης ερημιάς τον φώσφορο‧ να έχει τα μάτια του ανοιχτά στον ύπνο και στον
ξύπνιο‧ να ανασέρνει στάχτες και τραύματα… «από το χιόνι ως το βαθύ κόκκινο»
και να βιώνει εξαρχής τις στιγμές που
τον έχουν τσακίσει. Οδύρεται για τα
άχρηστα και τα ληγμένα διαβατήρια της ζωής, για τα ταξίδια εκείνα που δεν πήρε
ποτέ στα σοβαρά. Με ατέρμονη αγωνία και
λιμνασμένο πυρετό πορεύεται μέσα στα «ναρκοπέδια» της βιωτής, τραυματισμένος
από τα βαρετά, υποκρινόμενος ώρες ώρες
τον αλώβητο‧ χτίζει γέφυρες για να
δρασκελίσει και να καλύψει εμπράκτως τα κενά. Ταξιδεύει σε διαδρομές παλιών ημερών,
ενός εαυτού που βίαια μεγάλωσε κι ωρίμασε, σε μια ζωή που την είχε αφήσει πίσω‧ και καταγράφει τον
ήχο εκείνου του κόσμου που λείπει στις μέρες μας…
«…αλλάζω
αίματα κι αισθήσεις… γιατί θρυμμάτισαν το πρόσωπό μου/ σπάσαν την ψυχή μου με σφυριές/ και γυμνό με
πέταξαν σε σκοτεινούς καιρούς/ ν’ ακούω τριγμούς/ και σαλεμένους να σέρνουν
αλυσίδες…» μας λέει στις σελίδες 12 και 13 της ποιητικής του συλλογής.
Τον τρομάζουν τα σημεία των καιρών γιατί οι άνθρωποι δεν λένε ποιήματα πια, παρά
μονάχα σφάζουνε παιδιά… και τα πνίγουνε… και ο πόλεμος μαίνεται… με τους
νεκρούς ν’ ατενίζουν την έξαψη του αίματος. Στους στίχους του ενοικούν δικοί
του άνθρωποι μα και οι ξένοι, φορτωμένοι
ιστορίες και θραύσματα. Οι στίχοι του γεμάτοι ολοζώντανες εικόνες, χιμούν εντός
μας, παρασέρνουν και ξεσηκώνουν χωρίς να ησυχάζουν. Στροβιλίζουν τα σπλάχνα μας
και ριγήσουμε. Εντός του, φυλλορροεί κι ο ίδιος ο ποιητής. Νιώθει πως
χάνει τα λόγια του μιας και όσα περίμενε δεν έφτασαν ποτέ… «…φυλλορροώ χωρίς άλογα και σπαθιά/χάνω
τα λόγια στον αέρα…» μας
εξομολογείται στο ποίημα «Στον ύπνο του πουλιού» της σελίδας 17.
Το ποίημα «Μεθόριος» συγκλονίζει με την
ακριβή περιγραφή της σηψαιμικής κατάστασης που βιώνει η κοινωνία. Ο ποιητής δεν ησυχάζει‧ δεν επαναπαύεται‧ συνεχίζει
να διαμαρτύρεται με παράπονο, οργή, αγανάκτηση.
Με αμετανόητο λόγο, στεγνή αλήθεια- αμετακίνητη, μιλά για τα ψέματα, για την κλεψιά, την ηθική παρακμή.
Διατυμπανίζει το μεγάλο ενδημικό ρήγμα το οποίο ήρθε απρόβλεπτα, με σαρκοβόρα διάθεση να μας ρουφήξει το αίμα, να ξεριζώσει τα
σπλάχνα με αδιάκοπο ρυθμό, να απομονώσει τον καθένα στο καβούκι του αδιαφορώντας
για τον διπλανό του, αφήνοντας πάντα ελεύθερους τους «κεκράχτες» σελ: 21 να περνάει πάντα η μπογιά τους…. κι
εμάς να μας βρίσκει η κάθε μέρα ακόμη
πιο μπλοκαρισμένους, να μη μπορούμε να πιστέψουμε ό,τι γύρω μας βλέπουμε. «Η
πόλη που περπάτησα γέμισε χειρολαβές/ μικρόφωνα / κλητήρες και αστυνόμους/ και ύπουλα
σκυλιά/ παιδιά να πνίγονται στη λαοθάλασσα… κι ούτε ξέρω/ ούτε ξέρω/ πώς να ανασυντάξω
πάλι το κορμί μου» και το «σαμποτάζ» μέσα του δεν έχει
τελειωμό... Οι δαίμονές του κολυμπούν μέσα στο αίμα του κι ανατινάζουν το κουκούτσι
του πυρήνα του‧ και μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό σακάτεμα, σε αυτό το μακελειό, βλέπει
τα μακρινά τραγούδια της νιότης του να πέφτουν άηχα, γλείφοντας τα
πρόσωπα των επιζώντων. Ο ήχος της πέτρας που τρίβεται πάνω σε πέτρα συντροφιά
με τη σκουριά που συνηθίσαμε με το στανιό και μας αλέθουν, όταν
σφίγγουν οι νύχτες, κάποιο πνιγμένο μυστικό ψιθυρίζουν… και κάποιους τους βρίσκει
να τους δίνει ο Ιούδας το φιλί του, και κάποιους να τους δικάζουν φαρισαίοι και
τελώνες…
«Άφαντα
τα σημάδια που χαράξαμε… Μας ρήμαξαν μέχρι την τελευταία ηλιαχτίδα/ σκοτεινός ο
καημός μας/ κι έρημος /κυλά /παρασέρνοντας και το ενδεχόμενο αύριο», σελ:26
Μα καθώς η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, «Στο
βάθος», πίσω απ’ το τσιμέντο που μας
πλακώνει αναφαίνεται κάτι σαν πέταγμα, σαν παλλόμενη λάμψη: το σκίρτημα της ελπίδας της σελίδας
23 οπού
δεν μας αφήνει να χαθούμε, να πεθάνουμε από δίψα…
Υποκλίνεται σε πράξεις ζωής, σε σπάνιες ευφρόσυνες ιαχές
και αγγελικά ακούσματα, σε εικόνες μιας άλλης μέρας και νύχτας. Κατά βάθος, αναπάλλει
την αθωότητα, την καθαρότητα, την ευθύτητα, πάνω σε φωτεινές γωνιές μιας ώριμης
ανταρσίας. Πείσμονας πόνος και απροσποίητος
καημός δέρνει τις αιωρήσεις των καιρών. Ένας κόμπος στο λαιμό βρίσκει τον ποιητή,
να τον μασάει να τον κόψει. «Σπαρακτικά καλπάζουν μέσα στο θάνατο» οι
νεκροί του κι έρχονται μεσάνυχτα κουβαλώντας
μαζί τους κομμάτια φιλιών κι όσα σκορπίστηκαν στους πέντε δρόμους… με ένα νόμισμα στα κίτρινα
δόντια τους, -ως πληρωμή στις ψυχρές αέριες μάζες των ημερών. Παίρνει ανάποδη
στροφή κι ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι για τα ερχόμενα, για να αντιστρέψει στο
φως τους σκοτεινούς ορίζοντες.
Οι λέξεις
ακολουθούν τον μονόλογο της ψυχής και κανένας θόρυβος δεν μπορεί να τις καλύψει:
«Άλλο πράγμα η ποίηση» του! Απλώνεται στο χθες, στο τώρα, στο αύριο… και προχωρεί
σμίγοντας με τις σπίθες της χόβολης, μπαίνοντας σ’ άλλους ουρανούς, στροβιλίζοντας
το είναι μας, ανάβοντας άσβεστες φωτιές. Αφοσιωμένος στο δρόμο του, αφήνει ανοιχτή
τη μάχιμη σκέψη του, καταγράφοντας τους προβληματισμούς
του, δωρίζοντας το απόσταγμα της εμπειρίας του με ευθύτητα λόγου, καθαρότητα ψυχής. Από το Άλφα έως το Ωμέγα και «Από το χιόνι ως το βαθύ κόκκινο» οδοιπόρησε,
μέχρι που έγινε η μεγάλη έκρηξη και ξεχείλισε
η λάβα που κόχλαζε μέσα του. Το χιόνι έλιωσε…
έγινε χείμαρρος… και βάφτηκε κόκκινο απ’ τις απορροές του κόσμου. Ακροβατώντας πάνω σε λεπτό και φθαρμένο σχοινί, σκιρτεί
στην ομορφιά της ζωής και δηλώνει πως πάντα κλαρίτης θα παραμείνει για μία ανάσα,
για ένα τράνταγμα, για ένα φιλί, προσφέροντας σπονδή σε αυτούς που χάθηκαν για
τα όνειρα των άλλων, γνωρίζοντας την
προδοσία που τους επιφύλασσε ο Εφιάλτης!…
Και παρόλο που ο Εφιάλτης κολυμπά στο αίμα όλων και
αλύπητα μας ξεσκίζει ο καιρός, ο Δημήτριος Α. Δημητριάδης ακαταπόνητα εργάστηκε
εωσότου ακουστεί ο τουφεκισμός της σιωπής του, με τις σκέψεις του να παραμένουν
δρομαίες, αρνούμενες το θάνατο! Στροβιλίζει
την άπνοια, κρατώντας ζωντανή τη βροχή κι ένα φως να περιπολεί τον ύπνο μας μην
αφήνοντας τη φλόγα να σβήσει.
Πέμπτη, 20 Ιουνίου 2019
Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Δημήτρης Α.
Δημητριάδης γεννήθηκε το 1955 στο Τέμενος Παρανεστίου Δράμας. Πρωτοδημοσίευσε
κείμενά του στα εβδομαδιαία περιοδικά της Αθήνας «Επίκαιρα» και «Ταχυδρόμος»
και συνέχισε να γράφει σε διάφορα έντυπα: «Ομπρέλα», «Τραμ», «Απόπειρα» και
«Εμβόλιμον».
Τελευταία
συνεργάζεται με τις περιοδικές εκδόσεις λογοτεχνίας και τέχνης «Το Κοράλι»,
«Μανδραγόρας», «3η χιλιετία», «Ο Φαρφουλάς», «δίοδος» κ.α. και με τις
επιθεωρήσεις πολιτικής και πολιτιστικής παρέμβασης «Κοινωνική Επιθεώρηση» και
«Πολίτες».
Διατηρεί τη
μόνιμη στήλη «στην απέναντι όχθη» της εφημερίδας «Ενημέρωση» με θέματα
κοινωνικού ενδιαφέροντος και συμμετέχει σε διάφορες ηλεκτρονικές σελίδες.
Τιμήθηκε για το
έργο του από τον Δήμο Θεσσαλονίκης, τον Σύνδεσμο Εκδοτών Βορείου Ελλάδος, την
Πανελλήνια Εταιρία Λόγου και Τέχνης και κατ’ επανάληψη από την Πανελλήνια
Ομοσπονδία Ποντιακών Σωματείων.
Άρθρα και
μελέτες του μεταδίδονται από ραδιοφωνικές εκπομπές, ποιήματά του μελοποιήθηκαν,
μεταφράστηκαν στα Γαλλικά, Ιταλικά και Πολωνικά κι έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορες
ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις.
Έργα του:
(1983) Χωρίς
Σύνορα, Μαίανδρος
(1990) Τα ηχεία
του κίνητρου και της υποταγής, Ιθάκη
(2015) Απέναντι,
24 γράμματα
(2015) Τα μπλουζ
είναι κόκκινα, Πνοές λόγου και τέχνης
(2015) Cafe
Republic, Πυξίδα
(2016) Στη
σπηλιά της μεγάλης αγέλης, Ρώμη
(2016) Το αίμα
μένει, Ρώμη
(2017) Από
όνειρο και θάνατο, Ρώμη
(2017) Σελίδα
μισοφέγγαρη, 24 γράμματα
Υπήρξε τακτικό
μέλος της Ενωτικής Πορείας Συγγραφέων, είναι ιδρυτικό μέλος της Λαογραφικής
Εταιρίας Ν. Πέλλας και τακτικό μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και του
Συνδέσμου Ιστορικών Συγγραφέων.
«Οι λογοτεχνικές
του απόπειρες ακολουθούν τη γόνιμη παράδοση των συγγραφέων της Θεσσαλονίκης, με
γραφή λυρική, συναισθηματικά φορτισμένη, διάστικτη εμπνεύσεων και δονήσεων».
(Μάκης Αποστολάτος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου