Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Τρία ωραιότατα ποιήματα του Δημήτρη Α. Δημητριάδη



 Î‘ποτέλεσμα εικόνας για μποτίλια στο πέλαγος
Το φάντασμα της απέναντι όχθης

Εγώ η μποτίλια στο πέλαγος
ο κόμπος στο λαιμό
η σπασμένη φτερούγα.
Εγώ ο σπασμός
το πεταμένο κόκαλο
και η απόγνωση πάλι.
Εγώ ο βυθός
το ρημαγμένο σύνθημα και το καμένο χαρτί
η συνεχής διάβρωση
το φάντασμα της απέναντι όχθης

ψηλαφίζοντας στο σκοτάδι
στον ύπνο
το πρόσωπο της ψυχής σου
για να βεβαιωθώ πως υπάρχεις.

 Î‘ποτέλεσμα εικόνας για μαζικοποιηση
Αυτός ο πόλεμος δεν έχει τέλος

Δεν είναι πια ο ουρανός
το χώμα
το νερό
μα το νεκρό χρυσάφι
δεν είναι το ψωμί
ο ιδρώτας
η φλόγα στα μάτια
μα ένας αριθμός
μια υπογραφή
ο κήρυκας που παρελαύνει αλλάζοντας δέρμα

φίλε τι να σου γράψω
πως να ταρακουνήσω το τεράστιο μαύρο τίποτα
τι να σου πω για τα πισώπλατα χτυπήματα
τα ξεπουλήματα
γι’ αυτούς που δεν ακούνε
ούτε βλέπουν.

Αυτός ο πόλεμος δεν έχει τέλος.


Αποτέλεσμα εικόνας για πάνω σου γαντζώνω την ψυχή μου.
Πάνω σου γαντζώνω την ψυχή μου

Έξαλλη νύχτα
ανεξιχνίαστη
στοιχειωμένη από αρματωμένα φαντάσματα
κι αιματηρές κληρονομιές
φορτωμένη ερωτευμένα ξωτικά
ματωμένα φεγγάρια
και σελώματα

ανικανοποίητη νύχτα
η ανάσα μου δίχως αντοχή
δίχως αιχμή
λυγίζει
ξεριζώνεται
δεν υπάρχει πια φόβος
ένας τρόμος μονάχα ορμά
με πιάνει απ’ τα μαλλιά
με σέρνει
παιανίζει τα εμβατήριά του
διατυμπανίζει τη νίκη του
διατυμπανίζει την ήττα μου

νύχτα μου
με τον ακοίμητο καημό
και το σαράκι
ανένδοτη νύχτα μου
που αλωνίζεις με άλογα φτερωτά
οργανώνεις τις άμυνες
και βγαίνεις στην κόντρα επίθεση

πάνω σου γαντζώνω την ψυχή μου.

Δημήτρης Α. Δημητριάδης



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Ο Δημήτρης Α. Δημητριάδης γεννήθηκε το 1955 στο Τέμενος Παρανεστίου Δράμας. Συνεργάζεται με πολλά περιοδικά λόγου και τέχνης («Μανδραγόρας», «Ένεκεν», «3η χιλιετία» κ.α.) και με τις επιθεωρήσεις πολιτικής και πολιτιστικής παρέμβασης «Κοινωνική Επιθεώρηση» και «Πολίτες».
Έχει εκδώσει έντεκα ποιητικές συλλογές και τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Γαλλικά, Ιταλικά, Πολωνικά και Αγγλικά.





Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Η Εταιρία Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου μας προσκαλεί την Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018 στις 6:30μ.μ. στο Πολιτιστικό Κέντρο "Αντώνης Σαμαράκης", Μικράς Ασίας 24 και Παπαναστασίου, Κερατσίνι, να παρευρεθούμε σε Μουσική βραδιά αφιερωμένη στον ΤΟΠΟ ΜΑΣ και τους ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ του με έργα της Σταυρούλας Ζώρζου.


Εμφάνιση ΖΩΡΖΟΥ_ΤΕΛΙΚΗ.jpg


«ΙΝΔΑΛΜΑΤΑ» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη. Β' βραβείο ποίησης στον 18ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού του δήμου Κερατσινίου.



ΙΝΔΑΛΜΑΤΑ 

Οι ήρωες μου δεν παραιτήθηκαν ποτέ!
Αναγνωρίζουν τα παλιά μονοπάτια..
Ξέρουν  να επιμένουν. Να προχωρούν.
Πλάι  στις γκρεμισμένες χελιδονοφωλιές να παραστέκουν.
Να μαζεύουν ένα ένα τα θρυμματισμένα κομμάτια
του σβολιασμένου πηλού, του ζυμωμένου με αίμα.
Να  χτίζουν εκ νέου ελπιδοφόρες εστίες.

Οι ήρωες μου δεν  υποκύπτουν στην ανελέητη 
μοίρα των καιρών. Δεν θέλουν να  μένουν ανέστιοι.
Ανέλπιδοι. Ανοχύρωτοι. Με δίχως σκέπη στο κεφάλι.
Στα ιδρωμένα τους χέρια πλάθουν το ξεραμένο χώμα.
Ανοίγουν αυλακιές
να μπει το νερό στο αυλάκι. Να γένει το θαύμα της ζωής.
Μέσα  απ’ τα χαλάσματα να ζωντανέψει η ομόνοια.
Να ανθίζουν τα χρυσάνθεμα και οι δάφνες
στα  πληγωμένα στήθη των νεκρών. Να γουργουρίσει
ο ιδρώτας κάτω απ’ τον ζεστό ήλιο.
Να βγάλει φτέρωμα το περιστέρι  της ειρήνης.
Να φτερουγίσει η λευτεριά  στο γαλάζιο εύρος  του νου.
Να τιτιβίσει η ζωή  σα χελιδόνι με το χτίσιμο μιας καινούργιας  φωλιάς.

Οι ήρωες μου δεν παραιτήθηκαν ποτέ! Ακόμα προχωράνε.
Ξυπνούν την ανθρωπιά με τον αγώνα τους…
Βαραίνουν  συνειδήσεις…

Οι ήρωες μου δεν κοιμούνται ποτέ.
Διαβαίνουν θάλασσες και στεριές  γαζωμένοι από σφαίρες.
Από το τρύπιο τους ρούχο ξεχειλίζει το παράπονο:
του λεύτερου ανθρώπου η αδιαφορία…
 
Οι ήρωες μου δεν παραιτήθηκαν ποτέ.
Ανεγείρουν  συνειδήσεις. Ανεγείρουν ανθρωπιά. Ανεγείρουν δικαιοσύνη.

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη

ΥΓ:(Το ποίημα έχει ανθολογηθεί   σε  πεζόμορφη  γραφή στη συλλογή διηγημάτων υπό τον τίτλο:«Το χρυσάφι της γης μου» , Εκδόσεις «Το  Δόντι » , 2018). 


Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

«ΤΟ ΘΕΡΙΟ... » ένα μικρό διήγημα της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη



Αποτέλεσμα εικόνας για φωτιά

Ο άνεμος φυσούσε μανιασμένα  μα το θεριό έκρυβε το θυμό του. Κάτω απ' το λιοπύρι τρόχιζε τα λαμνισμένα  δόντια του. Στα μουλωχτά επιτέθηκε και τους έπιασε στον ύπνο. Ξύπνησαν  κι αυτοί όλοι αλαφιασμένοι, μισόγυμνοι και ανυπόδητοι, με την ψυχή στο στόμα να ριχτούν στον πόλεμο. Βάδιζαν στα τυφλά αγνοώντας πως προχωρούσαν ίσια στου λύκου το στόμα…
Η δημοσιά οδηγούσε σε αδιέξοδο τούνελ. Εκεί μαντρώθηκαν όλοι σαν αγρίμια κυνηγημένα από τον θηρευτή τους. Πρόωρα λαβώθηκαν από τα δόντια του Κέρβερου που καραδοκούσε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Πιασμένοι χέρι χέρι, στον ίδιο χορό λικνίζονταν  με τις φωτιές της κόλασης κι εκλιπαρούσαν σαν ζήτουλες τη σωτηρία τους.
Η έξοδος κινδύνου σφαλιστή. Πνιγμένη στην αιθάλη.  Πάνω της αποτεφρώθηκαν οι ψυχές τους. Έγιναν κάρβουνο τα κρινάκια της ζωής. Καμένη σάρκα μύριζε η τελευταία τους ανάσα…
Έκλαιγαν και οι εναπομείναντες θνητοί, θεοί να σβήσουν τη φωτιά με δάκρυα  και ιδρώτα. Κι εκείνο το αλμυρίκι που άκαυτο είχε μείνει, απέμεινε να συγκρατεί την τέφρα της ακτής μη γίνει στάχτη η θάλασσα… 

Παρασκευή, 5 Οκτωβρίου 2018

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη

Δύο ποιήματα του Θεοφάνη Παυλίδη

Σχετική εικόνα

ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΑΛΗΘΕΙΑ

Φουρτουνιασμένες ψυχές
υψούν ικέτες τα χέρια στο σύμπαν, κρώζοντας ωσαννά,
μα κείνο χωρίς ψυχής έρεισμα,
αέναα κινούμενο, αδιάφορα τις προσπερνά.
Απελπισμένα ζητάς βοήθεια στο Λόγο
μα κείνος, χωρίς Ηράκλειτο μέσα του, σιωπά,
επιτρέποντας την εναντιότητα να κυριαρχεί.   
Κοιμάσαι και ανάσες βαριές καρπίζουν όνειρα ζοφερά. 
Ξυπνάς και οράς το μαύρο του χθες να σε ντύνει
και σέρνεις το βήμα σου στο νεκροκρέβατο της μέρας
που άζωη σε νεκροφιλά.
Και ντυμένος στο ωχρόν της απόγνωσης, έπαψες να ζεις,
χωρίς οξυγόνωση της μόνης σου παραμυθίας, της Ελπίδας, 
που ντυμένη Πανδώρα,
με ροζ κενής, κοινής γυναίκας χρώμα,
κοινής γυναίκας άρωμα,
σε προσπερνά σαρκάζοντας,
δίνοντάς σου άγευστο έρωτα ζωής,
άμυρο ψευτιάς άρωμα.
Και διάβηκες, χωρίς να έλθεις,
χωρίς ίχνος του διάβα σου,
που εξαϋλωμένο εξατμίσθηκε, 
χωρίς βροχή να  γενεί.
Και έφυγες γιατί δεν είχες μέσα σου την Αλήθεια,
να σε οδηγεί στο Σύμπαν, στο Λόγο, στο Φως της μέρας,
να σου δίνει γεύση, άρωμα, έρωτα ζωής,
να σε κάνει διόσταλτη βροχή,
μυρωδιά βρεγμένης γης,
να σε στέφει με κλαδί ελιάς
στα κιτάπια της αθανασίας.



Φιάλη στο πέλαγος, πλανώμενος Οδυσσέας η αγάπη,
αποζητά, μάγεμα Κίρκης,
έρωτα αφοσίωσης,  έρωτα καταλαγής
στης Ιππόλυτης αντίκρισμα Θησέα,
στης Πηνελόπης κλώθισμα αργαλειού.

Σε ανεβοκατέβασμα κύματος,
απαντάς έρωτα ναρκισσισμού στης Ελένης το κοίταγμα,
έρωτα αρρωστημένο, μητροκτόνο, 
στης Μήδειας το ταραγμένο μυαλό
και ρωτιέσαι, αυτό είναι το ταξίδι;

Χωρίς απάντηση, συνεχίζεις,
ζητώντας να ειδείς μεταλλαγή
γενητήσιας αιμοσταλιάς Ουρανού,
σε αφρισμένο κύμα, σ΄αναδυόμενη Αφροδίτη,
εκεί στης Πάφος τα μέρη.

Περνάς διαβαίνεις δαντελωτές ακτές,
ονειρεμένα νησιά με γαλαζοπράσινους όρμους,
γιομάτους πατημασιές τουριστών,
που χαλνούν, με πρόσκαιρο ψεύτικο κάλεσμα,
τ΄όνειρο σου αγάπη.

Μα συ σφικτοκλεισμένη στο μπουκάλι περιπλάνησης
αναζητάς την απαντοχή σου,
πέρα από πλάνη πρόσκαιρων λόγων, ψευδών ματιών,
πέρα από πέταγμα αετού,
στης Άλκηστις ακούμπισμα,
όπου η αγάπη ξεφυλλίζει την αιωνιότητα.

Και όσο το ήθος αγάπης 
κρατάς ερμητικά άσβεστο, 
σε κίβδηλο Σειρήνων τραγούδι,
το φως της Ηούς δεν θ΄αργήσει να φανεί.

«ΑΤΙΤΛΟ» σύνθεση της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη





«ΧΕΙΜΩΝΑΣ» ένα ποίημα του Γεράσιμου Μ. Λυμπεράτου - 2ο βραβείο λογοτεχνικού διαγωνισμού Ελληνοαυστραλιανού Συνδέσμου Μελβούρνης 2018

Capture
ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Ν΄ανοίξει  την πόρτα του σπιτιού του
την λύπη με σπρωξιές  να διώξει θέλει.
Μα ο ερχομός του κακού χειμώνα
της φύσης και των ανθρώπων δεν τον αφήνει,
καθώς αυτός ζωγραφίζει
με παγωμένα χρώματα την κάθε τους  στιγμή.
Γκρίζα τα δειλινά, ωχρές οι ανταύγιές του,
μπόρες ακατάπαυτες, απελπισμένα πρόσωπα,
πτώσεις και σήψη  κίτρινων φύλλων,
κουρασμένα φτερουγίσματα πουλιών
και  αίμα να στάζει από παντού.
Μέσα στο σπίτι το υγρό
συναντιόνται τα προβλήματα με την γκρίνια,
έξω απ’ αυτό, η βροχή με την κουβέντα τους.
Κι όλοι
εξιστορούν  την φρικτή καθημερινότητά τους,
τις σφαγές και τον πόλεμο που τελειωμό δεν έχει.
Όμως αυτόν τον  βρίσκει σιωπηλό
ν’ αφουγκράζεται
το κλάμα της γυμνής λεύκας,
που εκλιπαρεί για λίγη ζεστασιά.
Όχι
δεν άντεχε άλλο, το ξεγύμνωμα της φύσης
και τον ανθρώπινο πόνο που άφηνε
η μίζερη ζωή στην χώρα του.
Που να αποθέσει  τώρα,
την τραυματισμένη του  ελπίδα;
Τα δάκρυα της Λεύκας
πάγωσαν  στο τζάμι του παραθύρου του.
Τα δάκρυα της λεύκας μίσος και κατάρα έγιναν.
Αχ. Να μπορούσε  με τα δυο του χέρια
να σταματήσει τους κακούς  χειμώνες!
Να μπορούσε να σπείρει σπόρους
για να φυτρώνουν κάθε στιγμή
λουλούδια και παιδικά χαμόγελα!
Μήπως κι ο κόσμος αλλάξει,
μήπως η τόση μεγάλη λύπη γίνει λίγη  χαρά!
Αχ να  μπορούσε να μετουσιωθεί σε Αλυσίβα…
ναι, σε Αλυσίβα,
που κάποια στιγμή
θα έπεφτε  κοσκινιστά  πάνω
σ’ ότι την ζωή τους ταλανίζει
για ν’ αστράψει τ’ όνειρο, η ελπίδα,
να φανεί και πάλι το ξάστερο καλό μέλλον!
Ο αγέρας βούιζε διαπερνώντας
τους κορμούς των γυμνών δέντρων.
Που είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης ο νοητός, Ελύτη!
Πόσο αργούν να σημάνουν οι καμπάνες, Ρίτσο!
Το περιγιάλι το κρυφό Σεφέρη, εξακολουθεί να υποφέρει!
«Ούτε γη ούτε νερό στους δολοφόνους των λαών»
Η τέφρα έχει απομείνει
με μια σπίθα αναμμένη,  περιμένει!
https://vrysoulesgnosis.wordpress.com/


Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

«ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΝΑΓΚΗΣ» ένα διήγημα της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη εμπνευσμένο από σκίτσα του Γεράσιμου M. Λυμπεράτου

εικοσι 20

Επιλογή ανάγκης.


Ο χαρταετός του δεν ήταν ένας συνηθισμένος  χαρταετός. Μέρες τον έφτιαχνε, με μεγάλο μεράκι,  για να εντυπωσιάσει τα παιδιά της γειτονιάς με το ταλέντο του.  Έκοψε τα ζύγια, τα μέτρησε και στο τέλος έραψε το ολοκέντητο καμπότο της γιαγιάς  στην πλάτη του -μια ασπρόμαυρη φιγούρα που δεν την έλεγες μήτε άνθρωπο,  μήτε πουλί∙ θα μπορούσε κανείς κάλλιστα   να την παρομοιάσει με  γυναίκα νυχτερίδα, αλλά αυτό δεν είχε σημασία… σημασία είχε  πως αυτή η μορφή με το σμπαραλιασμένο κορμί  έκανε ατέρμονες προσπάθειες  να ισορροπήσει στο ιπτάμενο πατίνι της  στέλνοντας μηνύματα ειρήνης  με ένα ελεύθερο ολόλευκο περιστέρι. Κι όταν πια η δουλειά ολοκληρώθηκε ο  μικρός τεχνίτης προσπάθησε να τον σηκώσει ψηλά∙ να δουν και  να θαυμάσουν  όλοι την τέχνη  του. Μα τι κρίμα…  ούτε μια ριπή ανέμου δεν φυσούσε  κι ο χαρταετός παρέμενε στα χέρια του  και η μορφή που απεικόνιζε του φαινόταν όλο και πιο θλιμμένη.  Τότε φοβήθηκε.  Τι θα έλεγε στη γιαγιά για το κατεστραμμένο καμπότο; «Θα την καλοπιάσω. Θα της ζωγραφίσω το ωραιότερο κάδρο του κόσμου!» αναθάρρεψε κι άρχισε να παίζει με τα κραγιόνια του.
Captureαριστο εξι 6
Γύρισε τον χαρταετό του από την ανάποδη πλευρά και άρχισε να χαράζει σχήματα: κύκλους, ημικύκλια, τρίγωνα και παραλληλόγραμμα. Έπειτα άρχισε να  γεμίζει τα καινούρια σχήματα με χρώματα φωτεινά, χρώματα γήινα, άλλα λιγότερο κι άλλα περισσότερο θερμά ή ψυχρά. Χρώμα που περιέκλειαν μέσα τους  τη χαρά της δημιουργίας και την ιδέα της ελεύθερης βούλησης. Το ασπρόμαυρο καμπότο της γιαγιάς είχε αποκτήσει άλλο πρόσωπο. Εξάλλου, τις  πένθιμες αποχρώσεις κανείς δεν τις  είχε σε  πρώτη προτίμηση. Ήταν επιλογή ανάγκης.
Άρχισε να σκαλίζει νότες και μουσικά όργανα να παίξουν οι απαίδευτοι φίλοι του, μήπως και ημερέψουν. Ζωγράφισε σκακιέρες, εύθραυστες κόκκινες γραμμές,  τραπέζια κυκλικά, σύμβολα  ειρηνικά κι έπειτα έβαλε ανθρώπους, ζώα,  πουλιά και ψάρια   να κατέχουν όλα μαζί  το ίδιο  σε έκταση κομμάτι στο κάδρο του.  Στο κέντρο έβαλε τον άνθρωπο. Μια γυναικεία μορφή  ακουμπισμένη στο κέντρο της δημιουργία του, να στοχάζεται  τις κινήσεις των παικτών στη σκακιέρα. Εδώ δεν είχε ελέφαντες, ιππικό, άρματα και πεζικό.  Όπλα του ήταν η μουσική και η ειρηνική συμβίωση.

Τετάρτη, 3 Οκτωβρίου 2018

     Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη