«ΖΕΥΓΑΡΙ» Ιδιότυπη Ελαιογραφία της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη |
«Η ΑΠΟΥΣΙΑ»
(Απόσπασμα από την υπο έκδοση Νουβέλα " ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΟΣ" της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη)
Αγριεμένος
άνεμος σάρωνε τα κιτρινισμένα καρυδότσουφλα της
γυμνωμένης καρυδιάς κι ο
Αδάμαστος για πολλοστή φορά σφράγισε την
εξώπορτα γυρίζοντας τέσσερις φορές το κλειδί στην κλειδαρότρυπα. Χρόνια, τώρα, παρέμενε
αμπαρωμένος στην κατακόμβη του βιώνοντας
τα πιο πένθιμα κι αφέγγαρα βράδια της ζωής του. Η θαλπωρή της
συντροφικότητας είχε εκπνεύσει προ
πολλού κι αναζητούσε παρηγοριά στα
απομεινάρια του τζακιού. Πηχτή μαυρίλα πλάκωνε την ψυχή του και σαν μαδημένο
γέρικο πουλερικό, με φτερούγες τσακισμένες, εκλιπαρούσε μια μικρή απόδραση από
την τυραννία της μοναξιάς. Στη σύντομη ζωή του, δεν πρόφτασε να καταλάβει
το πόσο γρήγορα είχαν
ξενιτευτεί η νιότης κι η
λεβεντιά. Τώρα καλείται να την αποχαιρετήσει
με δίχως συντροφιά και συμπόνιας χάδια‧ με δίχως φιλία ‧ με δίχως λόγια
παρηγορητικά να ζεσταίνουν την κόλαση
του.
Πικρός εκείνος ο
ξενιτεμός! Ολοζώντανο θυμάται το τελευταίο φλεβαριάτικο απόγευμα στο περιβόλι
με την Εύα: προσπαθούσε να του προσφέρει
λίγες νότες χαράς κι αισιοδοξίας, αλλάζοντας για λίγο τη διαδρομή που η μοίρα
τους είχε ετοιμάσει.
Ήταν χειμώνας.
Εκείνη, χάιδευε τα μπουμπουκάκια της ανθισμένης μυγδαλιάς και χαμογελούσε
καθώς είχαν σηκώσει ανάστημα στη θαλπωρή
του χειμωνιάτικου ήλιου. Θαρρείς κι ήταν ανάστερα χερουβίμ ζωσμένα με ροδόχρωμες αχτίδες.
Χάιδευε κι ο Αδάμαστος το ροζιασμένο
κορμό του γέρικου δέντρου, αναθάρρευε λες κι
ήταν παιδί που επιθυμούσε το χάδι του πατέρα για να ανδρωθεί και να
ανθοβολήσει. Εκείνη, άφησε τα μάτια της
απ’ τον Αδάμαστο, κάρφωσε το βλέμμα στα ανθισμένα κλωναράκια της
μυγδαλιάς κι ονειροπολούσε μαζί τους.
«Έτσι ομιλούνε,
Αδάμ, τα μπουμπουκάκια, στον Παράδεισο! Να, έτσι, όπως ομιλούν τούτα τ’ ανθάκια
του Θεού, αναμεταξύ τους. Σαν άγγελοι ηλιοφώτιστοι μπρος στον Δημιουργό τους»
στράφηκε στον Αδάμαστο με πάλλευκη στωικότητα η Εύα. Τ’ αναθυμήθηκε τούτο ο
Αδάμαστος και σαν τσακισμένη κληματόβεργα έγειρε το κεφάλι στις απαλάμες και
ποτάμια δάκρυα αυλάκωσαν το ραγισμένο πρόσωπό του.
Από τότε,
ολάκερες νύχτες, βολόδερνε στο άδειο σπίτι. Χάιδευε σπιθαμή σπιθαμή ό,τι
πρωτύτερα είχαν αγγίξει τα χέρια της αγαπημένης του Εύας. Μαρμάρωναν τα κάστανα μάτια του μπρος στο μπογιατισμένο
πορτρέτο της νιότης. Εκείνη, είχε χώσει
τα ντελικάτα ακροδάχτυλά της στα
κατάξανθα κυματιστά μαλλιά του, εκείνος κρατούσε εκστατικά τ’ αναμμένο τσιγάρο στα χείλη.
«Χεράκια μου,
αγιασμένα… Μαλλάκια μου, αγγελικά...
Πρόσωπο θεϊκό και τίμιο…» μονολογούσε και φιλούσε τις μπογιές που εικόνιζαν χέρια, μαλλιά και πρόσωπο της αγαπημένης του. Άγγιζε και
φιλούσε τις μπογιές σαν να φιλούσε παρθενικά κάλλη.
Μιλούσε...
Φιλούσε… Έκλεγε… Γελούσε…
«Τούτα μ’
απέμειναν, τούτα φιλάω απ’ εσένα, καλή
μου!...» έλεγε και ξανάλεγε λες
κι η Εύα ήτανε πλάι του και δεχόταν παθητικά κι αμέτοχα τα φιλιά και τα χάδια του.
Φώναζε τ’ όνομά
της. Εκλιπαρούσε το γυρισμό. Η φωνή χτυπούσε του τέσσερις τοίχους κι
επέστρεφε αφιλόξενη κι αγριεμένη‧ βροντούσε τζάμια, παραθυρόφυλλα, ατσάλινους μεντεσέδες‧
μπουσούλαγε σαν ερπετό στα πατώματα‧ ανέβαινε στα
σανίδια του γέρικου κρεβατιού‧ χωνόταν στα
παγωμένα κλινοσκεπάσματα κι έκανε τον Αδάμαστο να ανατριχιάζει.
Οι χτύποι του ρολογιού σαν σφήκα κέντριζαν την καρδιά του. Διέστελλαν τις κόρες των ματιών κι έκαναν τα κόκαλά του να τρίζουν. Θα ‘θελε
να ‘χε φτερά να πετούσε για λίγο κοντά της, να βρισκόταν στο πλάι της, να τη
φιλούσε, να της μιλούσε, να της φανέρωνε την αγάπη του.
«Στρατεύομαι,
καλή μου. Στρατεύομαι! Όπου να ‘ναι, σου
‘ρχομαι! Κοντός ψαλμός, Αλληλούια…», παραλόγιαζε.
«Θα ‘ρθω να σε
βρω, όπου και να ‘σαι! Τι κι αν βοριάδες, κεραυνοί κι ανεμοθύελλες, τσακίζουν
το σακάτικο σκαρί μου; Τούτο το σώμα λυσσομανά. Τρέμει τη θάλασσα της απουσίας σου. Πιθύμησε
η ψυχή να πιάσει λιμάνι στων αστερισμών
τη φωτοχυσία. Λαχτάρισε το σμίξιμο μαζί
τους. Βιάζομαι. Δεν μου απέμεινε καιρός. Η μυγδαλιά μας ξεράθηκε δίχως το χάδι και
το χαμόγελό σου. Ξεχάστηκε, ξεσκέπαστη στου κόσμου την αδιαφορία.
Αγρίεψε η γλυκύτητα του ύπνου. Σε μονό προσκεφάλι νανουρίζεται ο στρατηλάτης
πόνος και με αντάρα ο μονάρχης καβαλάρης, αφουγκράζεται…».
Χρόνια γεμάτα
απουσίες… Η απουσία της, τον είχε τυλίξει με ολόμαυρο σάβανο. Καμιά χαραμάδα
δεν είχε ξεμείνει ανοιχτή να μπει λίγη ελπίδα, λίγη φωτεινή παρηγοριά. Σα ναυαγός, που βρέθηκε δίχως τη θέλησή του να κολυμπά σε αγριεμένα
πέλαγα, συντροφιά με τα σπασμένα κουφάρια που κάποτε κουβαλούσαν ζωή και τώρα
κουβαλούν φορτίο αγωνίας, ξεβρασμένο στα κοφτερά βράχια της Μοίρας…
Κάποτε, του είχε
μιλήσει: «Ο άνθρωπος, όσο είναι στη γη,
έχει τη ζωή που του αξίζει!... Αν δεν ανέβει στους Ουρανούς να δει τους όμορφους ωκεανούς του Σύμπαντος
που αποπνέουν κύματα Αγάπης, ποτέ δεν θα
μπορέσει η ανήμερη ψυχή να ευτυχίσει. Στα χέρια του Θεού, μεταπλασμένη σε άστρο, θα σταματήσει τις
μικρότητες απέναντι στον άνθρωπο. Θα εμβολίσει τα πάθη της, θα κεντήσει τις
θλίψεις. Θα ελευθερωθεί απ’ τα δεσμά και μέσα απ’ τα φίλτρα του Θείου Νου, θα
ξεχάσει και θα ζευγαρώσει με τη γαλήνη. Θα αφεθεί στον Πλάστη της κι Εκείνος θα κανονίσει την θέση της μαζί
Του!»
Τα αναθυμήθηκε
όλα τούτα, ο Αδάμαστος. Τον έπιασε παράπονο. Ακόμη και η προσπάθεια της ανασαιμιάς του είχε γίνει
ανυπόφορη. Δίχως την Εύα πλάι του, ζούσε σε έναν κόσμο άκοσμο, βουτηγμένο στα
τάρταρα. Η υπομονή είχε καταντήσει στείρα παλληκαριά. Πώς να οδηγηθεί στην
αποδοχή της Μοίρας του; Του ήταν αδύνατο! Συνέχεια ρωτούσε «Γιατί; Γιατί, Θεέ μου;…» και περίμενε απάντηση εκεί που ο Θεός είχε
δώσει την απάντησή Του∙ μα οι ωδίνες της ζήσης ήταν ανένδοτες. Του χαρίστηκαν
χωρίς να το θελήσει.
Από νωρίς η
μπάντα του δήμου έπαιζε ρυθμικά, μέχρι που αργά τ’ απόγιομα ο ψάλτης ήχος
ξεμάκρυνε κι απέμεινε ο Αδάμαστος έκθετος στη λιμασμένη απομόνωση. Πήγε
πλάι στο σβηστό τζάκι. Πήρε στα χέρια το
καρβουνιασμένο πατόξυλο κι άρχισε να σκαλίζει. Ξεθάρρεψαν μέσα του τα
φαντάσματα. Σάλεψε το μυαλό του. Το στόμα στέγνωσε. Μαράθηκαν τα χείλη ακόμη πιο πολύ.
Κιτρίνισε ολάκαιρος, σα φύλλο χινοπώρου κι όλοι οι αέρηδες έπιασαν κουβέντα μαζί του: «Όταν με χάσεις,
ψάξε με στην κατακόμβη! Θα σε περιμένω να εξερευνήσεις το άβατο της ψυχής μου»
του είχε πει κάποτε βουτηγμένη στα δάκρυα…
Σηκώθηκε. Βάδισε
μερικά βήματα μέχρι την κάμαρα. Πήρε
το μυστικό κλειδί και, άνοιξε το θησαυροφυλάκιο. Έβγαλε από
μέσα τα προσωπικά αντικείμενα της Εύας μαζί με μερικούς σφραγισμένους
φακέλους κι επέστρεψε πίσω στο σβηστό
τζάκι. Άφησε όλα τα ενθυμήματα
στο πάτωμα κι άρχισε να ανοίγει το φάκελο της πρώτης επιστολής.
«Άνθρωπέ
μου, σύντροφέ μου, αντιστύλι μου: Ο Θεός ημών, πολύ μας ευσπλαχνίστηκε και μοίρασε το σταυρό του μαρτυρίου μας
ισόποσα να κουβαλήσουμε, καθώς ανεβαίνουμε
το Γολγοθά της δικής μας Σταυρώσεως. Σε παρακαλώ, προσευχήσου, κι
ανταπέδωσε στην μεγάλη ευσπλαχνία Του δάκρυα μετάνοιας, για τα καλά που θα
μπορούσαμε να πράξουμε και δεν πράξαμε. Μαζί σου συμπάσχω, αφού κατατροπώθηκε η ψυχή από θεότητες κακότροπες
…
Με
δακρύβρεχτες προσευχές εκλιπαρώ το Θεό και Πατέρα μας: Της καμαρούλας μας να
κρατεί πάντα το φως αναμμένο με φεγγοβόλο κερί και μοσχολίβανο να καίει
πλάι στους αιώνιους όρκους της
αγάπης μας» διάβασε για λίγο κι αφέθηκε στο ταξίδι της περιπλάνησης…
Μια ανάμνηση, φορτίο πολύτιμο, μοιρασμένο στην αγάπη και στην οδύνη της μοναξιάς, στον ασύλληπτο πόνο της απουσίας, στην αναζήτηση της μορφής μέσα από ταξίδια της ψυχής.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤρυφερός, συναισθηματικός, λυρικός ο λόγος σου ανιχνεύει τις όμορφες στιγμές ακόμη και μέσα από την μαυρίλα που προκαλεί ο πόνος.
Η προσδοκία μιας υποψίας ελπίδας, μιας συνάντησης, η μόνη παρηγοριά στην απόγνωση.
Μαρία μου τούτο το απόσπασμα δεν έχει να κάνει με το θάνατο αλλά με την δύναμη της αγάπης με όλη την επίγνωση της τραγικότητας της μοίρας που ορίζει τα ανθρώπινα.
"...Σε παρακαλώ προσευχήσου..να κρατεί πάντα το φως αναμμένο με φεγγοβόλο κερί και μοσχολίβανο..."
Τι όμορφο το νόημα και υπενθύμιση για τους δύσκολους καιρούς που περνάμε.
Μαρία μου να είσαι καλά, καλό ξημέρωμα και καλή Σαρακοστή!