ΟΙ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΤΗΣ
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ
i.
Στο παραγώνι καθόσουν,
ακουμπισμένος στο πεζουλάκι
κι αντίκρυ σου, η μάνα.
Ακουμπισμένη ήσουν κι εσύ
στο πεζουλάκι
κι αντίκρυ σου, ο πατέρας.
Πίνοντας ώρες -ώρες τ’
αμίλητο νερό
κι άλλες φορές τη θάλασσα.
Έστριβες το τσιγάρο
σου στο φύλλο του καλαμποκιού
κι εμείς σου γαργαλούσαμε
τις πατούσες.
Κι έλεγες:
«Το γέλιο με
τρελαίνει! »
Χτένιζες τα μακριά σου
μαλλιά,
τα έκανες πλεξούδες,
τα τύλιγες σαν φίδια στο
κεφάλι σου.
Έγνεθες την ζωή στην
ηλακάτη
φτιάχνοντας την προίκα της,
κρουστή κλωστή,
κι έλεγες:
«Η ζωή κουβαλάει
αγκομαχώντας την προίκα της! »
Πλανεύαμε την ζωή με
ψίχουλα
και την φωτιά μας με νερό.
Ανάποδα τα βλέπαμε τα
πράγματα στην παραζάλη της φλόγας.
Κι εσείς λέγατε:
«Τα ψίχουλα είναι κόπος και το νερό
ιδρώτας.
Μην τα σπαταλάτε! »
Κι εμείς γελούσαμε…
Γελούσατε κι εσείς με την
άγνοιά μας.
Μπούκωνες το στόμα με
ξερόψωμο,
μπούκωνε κι αυτή με
απομεινάρια.
Το δικό μας, καψαλιστό το
κάνατε
να νοστιμέψει.
Και λέγατε κι οι δυο με μια
φωνή:
«Οι περιστέρες δίνουν
πρώτα στα παιδιά τους».
Πώς να μην νοσταλγώ
την γλύκα του ψωμιού σας;
Στο πεζουλάκι το φτωχό
δίπλα στο παραγώνι,
εκεί μοιράζατε την πίτα της
ζωής,
κι εκεί,
τα παραμύθια της.
Και λέγατε:
«Παραμύθι είναι η ζωή
κι ο άνθρωπος υφάντρα!
»
Κι από τις χαραμάδες το
παραθύρου,
οι ασημαχτίδες του φεγγαριού
ξεγελούσαν την σκοτεινιά
μας!
«Μην το φοβάστε το
φεγγάρι» λέγατε,
«λούζει την σκέψη! »
Αγράπιδα μας ψήνατε
να δοκιμάσουμε της ζωής την
στιφάδα
μυρίζοντας την οσμή της.
Γλυκόξινη οσμή και
γεύση!
Κι εγώ,
μικρό παιδί που βύζαινε το
δάχτυλό του,
έβλεπα τον καπνό να
ανεβαίνει
στην τρύπα της σκεπής.
Έτσουζαν τα μάτια μου,
κόκκινα γίνονταν
σαν θυμωμένου γύφτου.
Έσφιγγες τα δόντια εσύ,
έσφιγγε κι η μάνα το
μαντίλι της.
Και λέγατε:
«Τον καπνό να αποφεύγεις,
θολώνει τα μάτια και
δεν βλέπουν καθαρά! »
κι ανοίγατε την πόρτα να
ξεθολώσει το τοπίο.
O ουρανός καθρέφτης,
γυάλιζε σαν το νερό της
λίμνης στο φεγγαρόφωτο.
Ασημένιος καθρέφτης,
κρεμασμένος στον αέρα με
δίχως καρφί
που τώρα καθρεφτίζονται οι
ψυχές σας.
Μου είχες πει θυμάμαι καθώς
κρατούσα ρόδι στα χέρια:
«Περσεφόνη, σκόρπα
ροδόσπορο στην γη
να θυμηθεί να
ανθίσει
ροδιές να ριζώσουν
στα περιβόλι της ζωής,
μνημόσυνο να κάνεις
με ροδόκαρπο και στάρι! »
Την φοβηθήκατε την λησμονιά
κι οι δυο σας.
Όμως,
οι σπόροι ρίζωσαν
θυμίζοντας την προσταγή
σας!
Τώρα κλαδεύω τα κλωνάρια
της,
θεόρατα γινήκαν με τα
χρόνια
και τα ρόδια της ακόμα πιο
μεγάλα.
Παρηγοριά μου δίνουν
σαν τα κοιτώ
και νοσταλγώ στο πεζουλάκι
να σας δω ξανά,
τα αγράπιδα τα στυφά να
γεύομαι
κι όχι της μνημοσύνης τον
καρπό…
Στο παραγώνι καθόσουν,
ακουμπισμένος στο πεζουλάκι
κι αντίκρυ σου η μάνα.
Ακουμπισμένη καθόσουν στο
πεζουλάκι
κι αντίκρυ σου ο πατέρας.
Χρονοάφθαρτη εικόνα ανάμνησης!
Αναπολώ τα χρόνια
εκείνα
κι έγινα περιηγητής εικόνων
μνήμης!
Μου ‘λεγες μαντέματα και
προφητείες
κι η μάνα, αλήθειες και
ψέματα
την διαφορά να ξεχωρίσω.
Και λέγατε κι οι δυο με μια
φωνή:
« Ένα ψέμα, είναι μισή
αλήθεια,
κι η αλήθεια, είναι
η αλήθεια ολάκερα ακομμάτιαστη! »
Πώς να ‘μπαινα μες στο
μυαλό σας;
Κι εγώ αθέλητα προσπαθούσα
να σας ξεγελάσω,
επαναλαμβάνοντας μαντέματα
και προφητείες,
αλήθειες και ψέματα…
Σαν μαγνητοφωνάκι!
Αναπολώ τα χρόνια εκείνα.
Τα βάζω ψηλά!
Είναι χρόνια άφθαρτα.
Γεμάτα εικόνες.
Στίχους θα ήθελα να γράψω
για εσάς.
Να τους τραγουδώ την νύχτα
μες τη σιγαλιά,
να τους παίρνει τ’ αηδόνι
και να τους κάνει μελωδία.
Κάποτε, θυμάμαι ότι μου
είπατε:
«Οι νεκροί δεν έχουν
αφτιά.
Τα έλιωσε το χώμα…»
και θλίβομαι...
Σκορπάω ροδόσπορους
στο μνήμα
να φυτρώσει της μνημοσύνης
το δεντρί
αλλά, ξανά θυμάμαι:
«Οι νεκροί δεν
ανασταίνονται…»
Κι αυτό είναι ψέμα.
Ψέμα ολάκερο, ακομμάτιαστο!
Και το ‘χω μεταλλάξει σε
αλήθεια
που θέλω να πιστεύω.
Την αλήθεια την ολάκερη την
ακομμάτιστη!