Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

ΟΤΑΝ ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ: Μια Φιλοσοφική και Ποιητική Ανάλυση του Ελληνικού Ποιήματος της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη Από: Rizal Tanjung

 


ΟΤΑΝ ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ: Μια Φιλοσοφική και Ποιητική Ανάγνωση του Ελληνικού Ποιήματος της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη Από: Rizal Tanjung
 

---

Η ελληνική ποίηση - αρχαία ή σύγχρονη - έζησε πάντα ανάμεσα σε δύο αιωνιότητες: την αιωνιότητα του λόγου και την αιωνιότητα της θάλασσας.

Στο ποίημα «Όταν σβήνουν τα φώτα…» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη, μιας σύγχρονης Ελληνίδας ποιήτριας και διάσημης ζωγράφου, αυτές οι δύο αιωνιότητες συγκλίνουν σε ένα ενιαίο συναισθηματικό τοπίο: την ανήσυχη θάλασσα του νου και τον ακλόνητο φάρο της μνήμης και της αλήθειας. Αυτό το άρθρο είναι μια μακρά, πολυεπίπεδη και βαθιά στοχαστική ανάγνωση του ποιήματός της - μια γέφυρα μεταξύ της ελληνικής κλασικής φιλοσοφίας, της σύγχρονης ποιητικής αισθητικής και της εσωτερικής ευθραυστότητας της ανθρώπινης λαχτάρας.

Τα Πολεμικά Κύματα της Σκέψης: Ηρακλείτικες Ηχώ στις Αρχικές Στίχους 

Το ποίημα ξεκινά με ένα όραμα που θυμίζει αμέσως τον ποταμό του Ηράκλειτου:

> «Παλεύουν οι σκέψεις με τα κύματα της ταραγμένης θάλασσας, του νου…»

«Thoughts wrestle with the waves of the troubled sea of the mind…»

Εδώ, η σκέψη δεν είναι πλέον ένας ήρεμος καθρέφτης‧ γίνεται μια ταραγμένη θάλασσα — μια τέλεια ενσάρκωση του πάντα ρέει, του ηρακλείτιου ρητού ότι όλα ρέουν. Ωστόσο, η Μαρία επεκτείνει αυτή την αρχαία φιλοσοφία: το μυαλό δεν ρέει απλώς, αγωνίζεται, σαν κάθε κύμα να κουβαλάει ένα θραύσμα μνήμης, φόβου και άλυτης λαχτάρας.

Στην ελληνική τραγική παράδοση, η θάλασσα (sea) έχει πάντα διπλή σημασία: είναι τόσο η φυσική θάλασσα που μεταφέρει τα πλοία στο σπίτι, όσο και η εσωτερική θάλασσα όπου συγκρούονται το πεπρωμένο, η αγωνία και η επιθυμία.

Το άνοιγμα της Μαρίας αντηχεί έτσι: την καταιγίδα του Οδυσσέα, την ηθική αναταραχή του Ορέστη, και την πνευματική ένταση της Αντιγόνης. Το ποίημα εισέρχεται αμέσως στο βασίλειο της ελληνικής τραγικής ψυχολογίας, όπου η ίδια η συνείδηση ​​είναι ένα πεδίο μάχης. 

Ο Φάρος: Το Βασίλειο των Μορφών του Πλάτωνα σε ένα Σύγχρονο Ποίημα

 Ξαφνικά, η εικονοποιία μετατοπίζεται:

> «μα ο φάρος, ακλόνητος, περιμένει στο λιμάνι». «But the lighthouse, unwavering, waits at the harbor.»

Ο φάρος στέκεται ως ο μεταφυσικός άξονας του ποιήματος— σταθερός, ακίνητος, ανέγγιχτος από την καταιγίδα της ανθρώπινης σκέψης. Αυτό είναι αναμφισβήτητα πλατωνικό: ο φάρος = η Μορφή της Αλήθειας, η φουρτουνιασμένη θάλασσα = ο κόσμος των ψευδαισθήσεων, το λιμάνι = η ψυχή που αναζητά την επιστροφή στην ουσία της.

Στην γνωσιολογία του Πλάτωνα, η αλήθεια δεν βρίσκεται στο στροβιλιζόμενο χάος της αντίληψης‧ η αλήθεια είναι η σταθερή φωτεινότητα που μας οδηγεί πίσω στον εαυτό μας. Ο φάρος της Ρουμελιώτη είναι και τα δύο: ένα κυριολεκτικό μεσογειακό σύμβολο, και μια φιλοσοφική μεταφορά για μια αλήθεια που παραμένει όταν η αγάπη καταρρέει.

Το όνειρο της προδοσίας: A Modern Echo of Medea’s Pain

Τότε το ποίημα κατεβαίνει σε μια ωμή, ονειρική εξομολόγηση: 

> «Χθες βράδυ είδα όνειρο ότι δε μ’ αγαπούσε…

Με την κακιά γειτόνισσα,  κρυφά με απατούσε!» 

“Last night I dreamed that he did not love me…

With the wicked neighbor he secretly betrayed me!” 

Η ελληνική λογοτεχνία - από την αρχαία τραγωδία στη σύγχρονη ποίηση - αντιμετωπίζει τα όνειρα όχι ως ψευδαισθήσεις, αλλά ως προφητείες της καρδιάς. Με αυτή την έννοια, το όνειρο της Μαρίας αντηχεί την τραυματισμένη πρόγνωση της Μήδειας, που προβλέπει την προδοσία πριν αυτή υλοποιηθεί πλήρως.

Ο «πονηρός γείτονας» βασίζει το ποίημα στην καθημερινότητα, ωστόσο το συναισθηματικό βάθος ανήκει στη σφαίρα της τραγωδίας. Αυτό το μείγμα του οικιακού και του μεταφυσικού είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης— στην παράδοση του Σεφέρη, του Ελύτη και του Καβάφη.

Γιασεμί και Κερί: Το Σώμα ως Τόπος Τραγωδίας

Η εικονοποιία γίνεται απτή, οικεία, σχεδόν σωματική:

> «και λιώνω σαν κεράκι» - «I melt like a candle.»

 «μαράθηκε το γιασεμί» - «the jasmine has withered».

Στον ελληνικό συμβολισμό: το γιασεμί είναι η αγνότητα, η εύθραυστη ελπίδα, το κερί είναι η εφήμερη φύση του ανθρώπινου συναισθήματος. Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική ισχυρίστηκε ότι η τραγωδία προκαλεί λύπη και φόβο (eleos and phobos), και εδώ η Μαρία συμπιέζει και τις δύο σε δύο απλές εικόνες: το κερί που λιώνει (φόβος να χάσει κανείς τον εαυτό του- fear of losing oneself), το μαραμένο γιασεμί (λύπη για κάτι που κάποτε ήταν όμορφο- pity for something once beautiful).

Οι μεταφορές αποκαλύπτουν μια βαθιά συναισθηματική διάβρωση: ένα σώμα και μια ψυχή που διαλύονται κάτω από τη ζέστη του ανεκπλήρωτου έρωτα. 

Χαμηλωμένα Μάτια, Αιμορραγούντα Εσωτερικά Όργανα: Αντεστραμμένη Στωική Ηθική 

> «Χαμήλωσα τα μάτια μου…

Τα σπλάχνα αιμορραγούσαν

«I lowered my eyes…

My insides were bleeding.» 

«Χαμήλωσα τα μάτια μου… Το εσωτερικό μου αιμορραγούσε.»

Στη Στωική ηθική, το χαμήλωμα του βλέμματος υπονοεί έλεγχο, αξιοπρέπεια, συγκράτηση. Αλλά εδώ, σημαίνει παράδοση— κατάρρευση του εαυτού. Η λέξη «Σπλάχνα» είναι μια αρχαία ελληνική λέξη που αναφέρεται στα βαθύτερα συναισθηματικά όργανα, την έδρα της θλίψης, του πάθους και του ενστίκτου. Το ότι «αιμορραγούν» αρθρώνει μια μεταφυσική της θλίψης. Δεν είναι απλώς θλίψη· είναι υπαρξιακή αιμορραγία. 

Κρατάει η Καρδιά Ακόμα Φως; Ένα Νεοπλατωνικό Ερώτημα Η Μαρία ρωτάει: 

> «Έχει η καρδιά φώτα ανοιχτά ή όλα μέσα άλλαξαν;» «Does the heart still keep its lights lit, or has everything inside changed?»Αυτό είναι το πιο φιλοσοφικό ερώτημα του ποιήματος. Στη νεοπλατωνική σκέψη, το φως είναι η ίδια η ουσία της ψυχής. Αν τα φώτα της καρδιάς σβήσουν, τότε η σύνδεσή της με το Καλό, το Αληθινό, το Ωραίο διακόπτεται. Η ποιήτρια δεν αναρωτιέται μόνο για την αγάπη— αναρωτιέται αν το φως που ζωντανεύει την ύπαρξη έχει σβήσει μέσα της.

Η Επιθυμία να Γίνει Αέρας, Δροσιά και Ηλιακό Φως: Νεοελληνική Μεταμόρφωση

 > «Να γίνω αγέρι και δροσιά… καύτη του ήλιου αχτίδα…» «To become breeze and cool dew…a burning ray of the sun…»

Αυτή η μεταμορφική λαχτάρα αντηχεί τη νεοελληνική ποιητική παράδοση του Ελύτη: το σώμα διαλύεται στη φύση, η λύπη γίνεται άνεμος, η λαχτάρα γίνεται φως. Στον αρχαίο ελληνικό μύθο, η μεταμόρφωση είναι σωτηρία.

Στο ποίημα της Μαρίας, πρόκειται για μια απεγνωσμένη προσπάθεια να παραμείνει κανείς κοντά στον αγαπημένο του με οποιαδήποτε μορφή— ακόμα και ως σκιά, αεράκι, ηλιαχτίδα. Εισερχόμενος από τη ρωγμή της πόρτας: Ο μαγικός ρεαλισμός της ελληνικής νεωτερικότητας > «να μπω απ’ τη χαράδα… κάτω απ’ τη φεγγαράδα.» «to enter through the crack… beneath the moonlight.»

Εδώ το ποίημα γλιστράει σε έναν απαλό μαγικό ρεαλισμό, όπου ο οικιακός χώρος γίνεται διαπερατός, το φως του φεγγαριού γίνεται αποκάλυψη, και η λαχτάρα γίνεται ένα απαλό στοιχείωμα. Η ραγισμένη πόρτα είναι μια μεταφορά για μια αγάπη που είναι κλειστή αλλά όχι εντελώς σφραγισμένη— έναν οριακό χώρο όπου η μνήμη εξακολουθεί να επιβιώνει.

Επιστροφή στον Φάρο: Λόγος ή Ναυάγιο; 

Στους τελευταίους στίχους, το ποίημα επιστρέφει στο πρώτο του σύμβολο:

> «Σκέφτομαι και αναπολώ το φάρο στο μουράγιο…»

«I think and I recall the lighthouse on the harbor…» 

«Έχει τα φώτα ανοιχτά ή έχει γίνει ναυάγιο;»

«Are its lights still lit, or has it become a shipwreck?»

Αυτό είναι ταυτόχρονα κυριολεκτικό και μεταφυσικό. Ο φάρος συμβολίζει: τον αγαπημένο, τη μνήμη, την αλήθεια, την εσωτερική πυξίδα της ψυχής. Το ερώτημα είναι συγκλονιστικό: Λάμπει ακόμα η εσωτερική αλήθεια, ή μήπως η αγάπη έχει καταρρεύσει σε ερείπια; Σε ελληνικούς φιλοσοφικούς όρους: φάρος = λόγος, ναυάγιο = χάος. Το ποίημα δεν τελειώνει με απελπισία, αλλά με μια ερώτηση— την πιο αγνή μορφή της ελληνικής φιλοσοφίας. Όταν η Αγάπη Ξεθωριάζει, η Ποίηση Γίνεται ο Φάρος Το «Όταν σβήνουν τα φώτα…» δεν είναι απλώς ένα ποίημα θλίψης. Είναι μια φιλοσοφική χαρτογραφία της ψυχής: Ο ρέων κόσμος του Ηράκλειτου, Το ακίνητο φως του Πλάτωνα, Το τραγικό σώμα του Αριστοτέλη, Η στωική ηθική ανεστραμμένη, Η νεοπλατωνική μεταφυσική του φωτός, και το νεοελληνικό τοπίο του ανέμου, της θάλασσας και του σεληνόφωτος.


Η Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη γράφει ως ποιήτρια και ζωγράφος.
Οι γραμμές της λάμπουν σαν πινελιές σε έναν καμβά λαχτάρας —η θάλασσα και ο φάρος, το όνειρο και η πληγή, το γιασεμί και η αιμορραγούσα καρδιά. Σε έναν κόσμο όπου τα φώτα συχνά σβήνουν, η ποίηση γίνεται ο τελευταίος φάρος— μια ακλόνητη λάμψη που μας οδηγεί πίσω στη μνήμη, την αλήθεια και το εύθραυστο θαύμα του ανθρώπινου συναισθήματος.

  --- Δυτική Σουμάτρα, Ινδονησία, 2025.

Rizal Tanjung


https://www.facebook.com/groups/778523819147346

WHEN THE LIGHTS GO OUT:

A Philosophical and Poetic Reading of Maria Kolovou Roumelioti’s Greek Poem
By: Rizal Tanjung
---
Greek poetry—ancient or modern—has always lived between two eternities:
the eternity of logos, and the eternity of the sea.
In the poem “Όταν σβήνουν τα φώτα…” (When the Lights Go Out) by Maria Kolovou Roumelioti, a contemporary Greek poet and celebrated painter, these two eternities converge into a single emotional landscape: the restless sea of the mind, and the unwavering lighthouse of memory and truth.
This article is a long, layered, and deeply reflective reading of her poem—
a bridge between Greek classical philosophy, modern poetic aesthetics, and the intimate fragility of human longing.
The Battling Waves of Thought:
Heraclitean Echoes in the Opening Lines
The poem begins with a vision that instantly recalls the river of Heraclitus:
> “Παλεύουν οι σκέψεις με τα κύματα
της ταραγμένης θάλασσας, του νου…”
“Thoughts wrestle with the waves
of the troubled sea of the mind…”
Here, thought is no longer a tranquil mirror;
it becomes a turbulent sea—
a perfect embodiment of panta rhei, the Heraclitean dictum that everything flows.
Yet Maria extends this ancient philosophy:
the mind does not simply flow, it struggles,
as if each wave carries a fragment of memory, fear, and unresolved longing.
In Greek tragic tradition, the sea (thalassa) always holds dual meaning:
it is both the physical sea that carries ships home,
and the inner sea where destiny, anguish, and desire collide.
Maria’s opening thus echoes:
the storm of Odysseus,
the moral turmoil of Orestes,
and the spiritual tension of Antigone.
The poem steps immediately into the realm of Greek tragic psychology,
where consciousness itself is a battlefield.
The Lighthouse: Plato’s Realm of Forms in a Modern Poem
Suddenly, the imagery shifts:
> “μα ο φάρος, ακλόνητος, περιμένει
στο λιμάνι.”
“But the lighthouse, unwavering, waits
at the harbor.”
The lighthouse stands as the poem’s metaphysical axis—
steady, immovable, untouched by the storm of human thought.
This is unmistakably Platonic:
the lighthouse = the Form of Truth,
the stormy sea = the world of illusions,
the harbor = the soul seeking return to its essence.
In Plato’s epistemology, truth is not found in the swirling chaos of perception;
truth is the fixed luminosity that guides us back to ourselves.
Roumelioti’s lighthouse is both:
a literal Mediterranean symbol,
and a philosophical metaphor for a truth that remains when love collapses.
The Dream of Betrayal:
A Modern Echo of Medea’s Pain
Then the poem descends into a raw, dreamlike confession:
> “Χθες βράδυ είδα όνειρο
ότι δε μ’ αγαπούσε…
Με την κακιά γειτόνισσα,
κρυφά με απατούσε!”
“Last night I dreamed
that he did not love me…
With the wicked neighbor
he secretly betrayed me!”
Greek literature—from ancient tragedy to contemporary poetry—
treats dreams not as illusions, but as prophecies of the heart.
In this sense, Maria’s dream echoes Medea’s wounded foreknowledge,
anticipating betrayal before it fully materializes.
The “wicked neighbor” grounds the poem in the everyday,
yet the emotional depth belongs to the realm of tragedy.
This blend of the domestic and the metaphysical
is a signature trait of modern Greek poetry—
in the tradition of Seferis, Elytis, and Kavafis.
Jasmine and Wax:
The Body as a Site of Tragedy
The imagery becomes tactile, intimate, almost corporeal:
> “και λιώνω σαν κεράκι” — “I melt like a candle.”
“μαράθηκε το γιασεμί” — “the jasmine has withered.”
In Greek symbolism:
jasmine is purity, fragile hope,
wax is the ephemeral nature of human emotion.
Aristotle in Poetics claimed that tragedy evokes
pity and fear (eleos and phobos),
and here Maria compresses both into two simple images:
the melting candle (fear of losing oneself),
the withered jasmine (pity for something once beautiful).
The metaphors reveal a profound emotional erosion:
a body and soul dissolving under the heat of unrequited love.
Lowered Eyes, Bleeding Inner Organs:
Stoic Ethics Reversed
> “Χαμήλωσα τα μάτια μου…
Τα σπλάχνα αιμορραγούσαν.”
“I lowered my eyes…
My insides were bleeding.”
In Stoic ethics, lowering one’s gaze implies control, dignity, restraint.
But here, it signifies surrender—
a collapsing of the self.
“Splanchna” (σπλάχνα) is an ancient Greek word
referring to the deepest emotional organs,
the seat of sorrow, passion, and instinct.
That “they bleed” articulates a metaphysics of heartbreak.
It is not merely sadness;
it is existential hemorrhage.
Does the Heart Still Hold Light?
A Neo-Platonic Question
Maria asks:
> “Έχει η καρδιά φώτα ανοιχτά
ή όλα μέσα αλλάξαν;”
“Does the heart still keep its lights lit,
or has everything inside changed?”
This is the poem’s most philosophical question.
In Neoplatonic thought, light is the very substance of the soul.
If the heart’s lights are extinguished,
then its connection to the Good, the True, the Beautiful is severed.
The poet wonders not merely about love—
she wonders whether the light that animates existence
has dimmed within her.
The Wish to Become Air, Dew, and Sunlight:
Modern Greek Metamorphosis
> “Να γίνω αγέρι και δροσιά…
καυτή του ήλιου αχτίδα…”
“To become breeze and cool dew…
a burning ray of the sun…”
This metamorphic yearning echoes
the modern Greek poetic tradition of Elytis:
the body dissolves into nature,
sorrow becomes wind,
longing becomes light.
In ancient Greek myth, transformation is salvation.
In Maria’s poem, it is a desperate attempt
to remain close to the beloved in any form—
even as a shadow, a breeze, a sunbeam.
Entering Through the Crack of the Door:
The Magical Realism of Greek Modernity
> “να μπω απ’ τη χαραμάδα…
κάτω απ’ τη φεγγαράδα.”
“to enter through the crack…
beneath the moonlight.”
Here the poem slips into gentle magical realism,
where domestic space becomes permeable,
moonlight becomes revelation,
and longing becomes a soft haunting.
The cracked door is a metaphor
for a love that is closed yet not completely sealed—
a liminal space where memory still survives.
Return to the Lighthouse:
Logos or Shipwreck?
In the final lines, the poem returns to its first symbol:
> “Σκέφτομαι και αναπολώ
το φάρο στο μουράγιο…”
“I think and I recall
the lighthouse on the harbor…”
> “Έχει τα φώτα ανοιχτά
ή έγινε ναυάγιο;”
“Are its lights still lit,
or has it become a shipwreck?”
This is both literal and metaphysical.
The lighthouse symbolizes:
the beloved,
memory,
truth,
the inner compass of the soul.
The question is devastating:
Does the inner truth still shine, or has love collapsed into ruins?
In Greek philosophical terms:
lighthouse = logos,
shipwreck = chaos.
The poem ends not with despair, but with a question—
the purest form of Greek philosophy.
When Love Fades, Poetry Becomes the Lighthouse
“Όταν σβήνουν τα φώτα…” is not merely a poem of heartbreak.
It is a philosophical cartography of the soul:
Heraclitus’ flowing world,
Plato’s unmoving light,
Aristotle’s tragic body,
Stoic ethics inverted,
Neoplatonic metaphysics of light,
and the modern Greek landscape of wind, sea, and moonlight.
Maria Kolovou Roumelioti writes as a poet and a painter.
Her lines shine like brush strokes on a canvas of longing—
the sea and the lighthouse, the dream and the wound,
the jasmine and the bleeding heart.
In a world where lights often go out,
poetry becomes the last lighthouse—
a steadfast glow guiding us back
to memory, truth, and the fragile miracle of human feeling.
---
West Sumatra, Indonesia,2025.
 
ΌΤΑΝ ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ... 
 
(Παλεύουν οι σκέψεις με τα κύματα
της ταραγμένης θάλασσας, του νου…
μα ο φάρος, ακλόνητος, περιμένει
στο λιμάνι!....) 
 
Χθες βράδυ είδα όνειρο,
ότι δε μ’ αγαπούσε…
Με την κακιά γειτόνισσα,
κρυφά με απατούσε! 
 
Δεν με κοιτά.... Δεν με θωρεί
και λιώνω σαν κεράκι‧
μαράθηκε το γιασεμί,
το απότιστο δεντράκι.
 
Χαμήλωσα τα μάτια μου
που όλο, ψηλά, κοιτούσαν‧
για να τον ‘δω, όταν περνώ.
Τα σπλάχνα αιμορραγούσαν !
 
Σκέφτομαι και αναπολώ
τα χρόνια που περάσαν
Έχει η καρδιά, φώτα, ανοιχτά
ή όλα, μέσα, αλλάξαν; 
 
Δεν με κοιτά... Δε μ’ αγαπά...
Καημό μεγάλο το ‘χω:
Να μου μιλήσει, όπως, παλιά,
να λυτρωθώ απ’ τον πόνο!... 
 
Να γίνω αγέρι και δροσιά‧
καυτή του ήλιου αχτίδα‧
τον ίσκιο του να ακολουθώ
κι όσα καλά του, είδα! 
 
Κι αν είναι η πόρτα του κλειστή,
να μπω απ’ τη χαραμάδα‧
να δω τι κάνει άγρυπνος,
κάτω απ’ τη φεγγαράδα.
 
Σκέφτομαι και αναπολώ
το φάρο στο μουράγιο:
Έχει τα φώτα ανοιχτά
ή έγινε ναυάγιο;
 
Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη
 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου