ΟΤΑΝ ΣΒΗΝΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ: Μια Φιλοσοφική και Ποιητική Ανάγνωση του Ελληνικού Ποιήματος της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη Από: Rizal Tanjung
---
Η ελληνική ποίηση - αρχαία ή σύγχρονη - έζησε πάντα ανάμεσα σε δύο αιωνιότητες: την αιωνιότητα του λόγου και την αιωνιότητα της θάλασσας.
Στο ποίημα «Όταν σβήνουν τα φώτα…» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη, μιας σύγχρονης Ελληνίδας ποιήτριας και διάσημης ζωγράφου, αυτές οι δύο αιωνιότητες συγκλίνουν σε ένα ενιαίο συναισθηματικό τοπίο: την ανήσυχη θάλασσα του νου και τον ακλόνητο φάρο της μνήμης και της αλήθειας. Αυτό το άρθρο είναι μια μακρά, πολυεπίπεδη και βαθιά στοχαστική ανάγνωση του ποιήματός της - μια γέφυρα μεταξύ της ελληνικής κλασικής φιλοσοφίας, της σύγχρονης ποιητικής αισθητικής και της εσωτερικής ευθραυστότητας της ανθρώπινης λαχτάρας.
Τα Πολεμικά Κύματα της Σκέψης: Ηρακλείτικες Ηχώ στις Αρχικές Στίχους
Το ποίημα ξεκινά με ένα όραμα που θυμίζει αμέσως τον ποταμό του Ηράκλειτου:
> «Παλεύουν οι σκέψεις με τα κύματα της ταραγμένης θάλασσας, του νου…»
«Thoughts wrestle with the waves of the troubled sea of the mind…»
Εδώ, η σκέψη δεν είναι πλέον ένας ήρεμος καθρέφτης‧ γίνεται μια ταραγμένη θάλασσα — μια τέλεια ενσάρκωση του πάντα ρέει, του ηρακλείτιου ρητού ότι όλα ρέουν. Ωστόσο, η Μαρία επεκτείνει αυτή την αρχαία φιλοσοφία: το μυαλό δεν ρέει απλώς, αγωνίζεται, σαν κάθε κύμα να κουβαλάει ένα θραύσμα μνήμης, φόβου και άλυτης λαχτάρας.
Στην ελληνική τραγική παράδοση, η θάλασσα (sea) έχει πάντα διπλή σημασία: είναι τόσο η φυσική θάλασσα που μεταφέρει τα πλοία στο σπίτι, όσο και η εσωτερική θάλασσα όπου συγκρούονται το πεπρωμένο, η αγωνία και η επιθυμία.
Το άνοιγμα της Μαρίας αντηχεί έτσι: την καταιγίδα του Οδυσσέα, την ηθική αναταραχή του Ορέστη, και την πνευματική ένταση της Αντιγόνης. Το ποίημα εισέρχεται αμέσως στο βασίλειο της ελληνικής τραγικής ψυχολογίας, όπου η ίδια η συνείδηση είναι ένα πεδίο μάχης.
Ο Φάρος: Το Βασίλειο των Μορφών του Πλάτωνα σε ένα Σύγχρονο Ποίημα
Ξαφνικά, η εικονοποιία μετατοπίζεται:
> «μα ο φάρος, ακλόνητος, περιμένει στο λιμάνι». «But the lighthouse, unwavering, waits at the harbor.»
Ο φάρος στέκεται ως ο μεταφυσικός άξονας του ποιήματος— σταθερός, ακίνητος, ανέγγιχτος από την καταιγίδα της ανθρώπινης σκέψης. Αυτό είναι αναμφισβήτητα πλατωνικό: ο φάρος = η Μορφή της Αλήθειας, η φουρτουνιασμένη θάλασσα = ο κόσμος των ψευδαισθήσεων, το λιμάνι = η ψυχή που αναζητά την επιστροφή στην ουσία της.
Στην γνωσιολογία του Πλάτωνα, η αλήθεια δεν βρίσκεται στο στροβιλιζόμενο χάος της αντίληψης‧ η αλήθεια είναι η σταθερή φωτεινότητα που μας οδηγεί πίσω στον εαυτό μας. Ο φάρος της Ρουμελιώτη είναι και τα δύο: ένα κυριολεκτικό μεσογειακό σύμβολο, και μια φιλοσοφική μεταφορά για μια αλήθεια που παραμένει όταν η αγάπη καταρρέει.
Το όνειρο της προδοσίας: A Modern Echo of Medea’s Pain
Τότε το ποίημα κατεβαίνει σε μια ωμή, ονειρική εξομολόγηση:
> «Χθες βράδυ είδα όνειρο ότι δε μ’ αγαπούσε…
Με την κακιά γειτόνισσα, κρυφά με απατούσε!»
“Last night I dreamed that he did not love me…
With the wicked neighbor he secretly betrayed me!”
Η ελληνική λογοτεχνία - από την αρχαία τραγωδία στη σύγχρονη ποίηση - αντιμετωπίζει τα όνειρα όχι ως ψευδαισθήσεις, αλλά ως προφητείες της καρδιάς. Με αυτή την έννοια, το όνειρο της Μαρίας αντηχεί την τραυματισμένη πρόγνωση της Μήδειας, που προβλέπει την προδοσία πριν αυτή υλοποιηθεί πλήρως.
Ο «πονηρός γείτονας» βασίζει το ποίημα στην καθημερινότητα, ωστόσο το συναισθηματικό βάθος ανήκει στη σφαίρα της τραγωδίας. Αυτό το μείγμα του οικιακού και του μεταφυσικού είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης— στην παράδοση του Σεφέρη, του Ελύτη και του Καβάφη.
Γιασεμί και Κερί: Το Σώμα ως Τόπος Τραγωδίας
Η εικονοποιία γίνεται απτή, οικεία, σχεδόν σωματική:
> «και λιώνω σαν κεράκι» - «I melt like a candle.»
«μαράθηκε το γιασεμί» - «the jasmine has withered».
—
Στον ελληνικό συμβολισμό: το γιασεμί είναι η αγνότητα, η εύθραυστη ελπίδα, το κερί είναι η εφήμερη φύση του ανθρώπινου συναισθήματος. Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική ισχυρίστηκε ότι η τραγωδία προκαλεί λύπη και φόβο (eleos and phobos), και εδώ η Μαρία συμπιέζει και τις δύο σε δύο απλές εικόνες: το κερί που λιώνει (φόβος να χάσει κανείς τον εαυτό του- fear of losing oneself), το μαραμένο γιασεμί (λύπη για κάτι που κάποτε ήταν όμορφο- pity for something once beautiful).
Οι μεταφορές αποκαλύπτουν μια βαθιά συναισθηματική διάβρωση: ένα σώμα και μια ψυχή που διαλύονται κάτω από τη ζέστη του ανεκπλήρωτου έρωτα.
Χαμηλωμένα Μάτια, Αιμορραγούντα Εσωτερικά Όργανα: Αντεστραμμένη Στωική Ηθική
> «Χαμήλωσα τα μάτια μου…
Τα σπλάχνα αιμορραγούσαν.»
«I lowered my eyes…
My insides were bleeding.»
«Χαμήλωσα τα μάτια μου… Το εσωτερικό μου αιμορραγούσε.»
Στη Στωική ηθική, το χαμήλωμα του βλέμματος υπονοεί έλεγχο, αξιοπρέπεια, συγκράτηση. Αλλά εδώ, σημαίνει παράδοση— κατάρρευση του εαυτού. Η λέξη «Σπλάχνα» είναι μια αρχαία ελληνική λέξη που αναφέρεται στα βαθύτερα συναισθηματικά όργανα, την έδρα της θλίψης, του πάθους και του ενστίκτου. Το ότι «αιμορραγούν» αρθρώνει μια μεταφυσική της θλίψης. Δεν είναι απλώς θλίψη· είναι υπαρξιακή αιμορραγία.
Κρατάει η Καρδιά Ακόμα Φως; Ένα Νεοπλατωνικό Ερώτημα Η Μαρία ρωτάει:
> «Έχει η καρδιά φώτα ανοιχτά ή όλα μέσα άλλαξαν;» «Does the heart still keep its lights lit, or has everything inside changed?»Αυτό είναι το πιο φιλοσοφικό ερώτημα του ποιήματος. Στη νεοπλατωνική σκέψη, το φως είναι η ίδια η ουσία της ψυχής. Αν τα φώτα της καρδιάς σβήσουν, τότε η σύνδεσή της με το Καλό, το Αληθινό, το Ωραίο διακόπτεται. Η ποιήτρια δεν αναρωτιέται μόνο για την αγάπη— αναρωτιέται αν το φως που ζωντανεύει την ύπαρξη έχει σβήσει μέσα της.
Η Επιθυμία να Γίνει Αέρας, Δροσιά και Ηλιακό Φως: Νεοελληνική Μεταμόρφωση
> «Να γίνω αγέρι και δροσιά… καύτη του ήλιου αχτίδα…» «To become breeze and cool dew…a burning ray of the sun…»
Αυτή η μεταμορφική λαχτάρα αντηχεί τη νεοελληνική ποιητική παράδοση του Ελύτη: το σώμα διαλύεται στη φύση, η λύπη γίνεται άνεμος, η λαχτάρα γίνεται φως. Στον αρχαίο ελληνικό μύθο, η μεταμόρφωση είναι σωτηρία.
Στο ποίημα της Μαρίας, πρόκειται για μια απεγνωσμένη προσπάθεια να παραμείνει κανείς κοντά στον αγαπημένο του με οποιαδήποτε μορφή— ακόμα και ως σκιά, αεράκι, ηλιαχτίδα. Εισερχόμενος από τη ρωγμή της πόρτας: Ο μαγικός ρεαλισμός της ελληνικής νεωτερικότητας > «να μπω απ’ τη χαράδα… κάτω απ’ τη φεγγαράδα.» «to enter through the crack… beneath the moonlight.»
Εδώ το ποίημα γλιστράει σε έναν απαλό μαγικό ρεαλισμό, όπου ο οικιακός χώρος γίνεται διαπερατός, το φως του φεγγαριού γίνεται αποκάλυψη, και η λαχτάρα γίνεται ένα απαλό στοιχείωμα. Η ραγισμένη πόρτα είναι μια μεταφορά για μια αγάπη που είναι κλειστή αλλά όχι εντελώς σφραγισμένη— έναν οριακό χώρο όπου η μνήμη εξακολουθεί να επιβιώνει.
Επιστροφή στον Φάρο: Λόγος ή Ναυάγιο;
Στους τελευταίους στίχους, το ποίημα επιστρέφει στο πρώτο του σύμβολο:
> «Σκέφτομαι και αναπολώ το φάρο στο μουράγιο…»
«I think and I recall the lighthouse on the harbor…»
«Έχει τα φώτα ανοιχτά ή έχει γίνει ναυάγιο;»
«Are its lights still lit, or has it become a shipwreck?»
Αυτό είναι ταυτόχρονα κυριολεκτικό και μεταφυσικό. Ο φάρος συμβολίζει: τον αγαπημένο, τη μνήμη, την αλήθεια, την εσωτερική πυξίδα της ψυχής. Το ερώτημα είναι συγκλονιστικό: Λάμπει ακόμα η εσωτερική αλήθεια, ή μήπως η αγάπη έχει καταρρεύσει σε ερείπια; Σε ελληνικούς φιλοσοφικούς όρους: φάρος = λόγος, ναυάγιο = χάος. Το ποίημα δεν τελειώνει με απελπισία, αλλά με μια ερώτηση— την πιο αγνή μορφή της ελληνικής φιλοσοφίας. Όταν η Αγάπη Ξεθωριάζει, η Ποίηση Γίνεται ο Φάρος Το «Όταν σβήνουν τα φώτα…» δεν είναι απλώς ένα ποίημα θλίψης. Είναι μια φιλοσοφική χαρτογραφία της ψυχής: Ο ρέων κόσμος του Ηράκλειτου, Το ακίνητο φως του Πλάτωνα, Το τραγικό σώμα του Αριστοτέλη, Η στωική ηθική ανεστραμμένη, Η νεοπλατωνική μεταφυσική του φωτός, και το νεοελληνικό τοπίο του ανέμου, της θάλασσας και του σεληνόφωτος.
Η Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη γράφει ως ποιήτρια και ζωγράφος. Οι γραμμές της λάμπουν σαν πινελιές σε έναν καμβά λαχτάρας —η θάλασσα και ο φάρος, το όνειρο και η πληγή, το γιασεμί και η αιμορραγούσα καρδιά. Σε έναν κόσμο όπου τα φώτα συχνά σβήνουν, η ποίηση γίνεται ο τελευταίος φάρος— μια ακλόνητη λάμψη που μας οδηγεί πίσω στη μνήμη, την αλήθεια και το εύθραυστο θαύμα του ανθρώπινου συναισθήματος.
--- Δυτική Σουμάτρα, Ινδονησία, 2025.



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου