«Ο μπάρμπα Μαρίνης»
|
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ
ΚΟΥΡΟΥΠΟΥ
Από μικρή άκουγα διάφορες
ιστορίες για το στοιχειό του «Κουρουπού» στην Αρκαδία, στην ακριβή θέση «Κουρουπός» κατά
τους ντόπιους η οποία βρίσκεται στον
Λάδωνα ποταμό κοντά στην κοινότητα Πουρναριά.
Αποφασίσαμε λοιπόν ένα Σαββατοκύριακο να επισκεφτούμε με την οικογένειά μου τον άνθρωπο
που είχε την πρωτόγνωρη εμπειρία του
στοιχειού. Κι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι άλλος από τον μπάρμπα Μαρίνη, το μακροβιότερο γέροντα του χωριού κι αγαπητό
συγγενή μας. Στο χωριό όπου διαμένει μονίμως, τον φωνάζουνε «Μάριο Λούφα».
Αφού ήπιαμε έναν καφεδάκι μαζί του και φάγαμε το ωραιότατο ραβανί που
μας κέρασε η εγγόνα του Λάμπω, ζήτησα από τον Μάριο Λούφα να μου διηγηθεί την
ιστορία του όπως την έζησε και να μου
εκμυστηρευτεί τα όσα του έχουν μεταφέρει οι προγονοί του σχετικά με το
θέμα του Κουρουπού.
Έβγαλα τα σύνεργα της
καταγραφής: Ένα μαγνητοφωνάκι, την κάμερα για την βιντεοσκόπηση, ένα
σημειωματάριο και το στυλό μου και κατέγραψα
την ιστορία του.
Αφού τοποθέτησα την
βιντεοκάμερα με περίοπτη θέση για να έχω μια πανοραμική εικόνα του τοπίου,
καθίσαμε στη βεράντα του σπιτιού και άρχισε να μου αφηγείται την ιστορία του
στοιχειού. Μαζί με αυτή την μαρτυρία που
θα σας την παρουσιάσω ατόφια, δίχως φκιασίδια., μου διηγήθηκε κι άλλες ιστορίες του τόπου μας, που ίσως θα τις
καταγράψω στο τεφτέρι της λαογραφίας κάποια άλλη φορά. Επιθυμία του εκατόχρονου γέροντα ήταν: H παρουσίαση του γεγονότος να γίνει χωρίς λογοτεχνικά ρετουσαρίσματα
για να μείνει παρθένα από παρεμβάσεις. Γι αυτό ακριβώς το λόγο, η ακόλουθη
λαογραφική ιστορία έχει την αφκιασίδωτη
ομορφιά της αγνότητας.
Διαβάστε την, κι απολαύετέ
την!
« Κατά το μύθο που
έχω ακούσει από τον πατέρα μου, υπήρχανε δύο στοιχειά στην περιφέρεια. Ένα στα
καλύβια τα κερπινέϊκα, κι ένα στην περιοχή Κουρουπός, που βρίσκεται απέναντι από τον κάμπο του
Λάδωνα. Εκεί υπάρχει μια σπηλιά με βαθιά
τρύπα στο κέντρο. Το κερπινέϊκο
στοιχειό, ζούσε σε μια περιοχή που λέγεται Μαυρομαντιλού, που βρίσκεται
σε μακρινή απόσταση απ’ τον Κουρπό.
Τα στοιχειά αυτά,
βγαίνανε κάθε τόσο και παλεύανε νύχτα, κοντά στο Κομμένο Γεφύρι, για το ποιο θα νικήσει.
Το στοιχειό του Κουρουπού, παρουσιάστηκε κάποτε σε ένα γέρο
(ήταν λένε σε μέγεθος άνθρωπου
περίπου), και του είπε: Να βρει εφτά τόπια ξύγκι και να πάει την ώρα που
θα πάλευαν τα δυο στοιχειά σε μια
τοποθεσία που του όρισε το στοιχειό του Κουρπού. Την θυμάμαι αυτή την
τοποθεσία… μου την είχαν επισημάνει οι δικοί μου -ήταν κοντά σε κάτι μυγδαλιές.
Θα μεταμορφωνόντουσαν τα δυο τους σε εφτά διαφορετικά είδη για να παλέψουν. ( Σε
δυο κριάρια… Σε δυο βόδια… Σε φίδια...Σύνολο εφτά διαφορετικά
είδη!...).
Το στοιχειό, είπε στο γέρο, τι μορφή θα έπαιρνε για να
πετάει το ξύγκι στο άλλο στοιχειό για να καταφέρει να το νικήσει. Για
παράδειγμα: Όταν θα μεταμορφωνόντουσαν σε κριάρια, το στοιχειό του Κουρπού θα
ήταν το λάγιο (μαύρο) κριάρι… και το στοιχειό της Μαυρομαντιλούς, δηλαδή το
στοιχειό του άλλου χωριού, θα ήταν το άσπρο κριάρι.
Έτσι έκανε κι ο γέρος. Ακολούθησε τις συμβουλές του
στοιχειού για να το βοηθήσει και να κερδίσουν οι κάτοικοι του χωριού την εύνοιά
του.
Πήγε λοιπόν και πέταξε το ξύγκι στο κερπινεϊκο
στοιχειό. Αλλά η μάχη ήταν σκληρή
ανάμεσά τους και κανένα απ’ τα δύο στοιχειά δεν μπορούσε να νικήσει Τελευταία
επιλογή τους ήταν να μεταμορφωθούν σε φωτιές.
Η φωτιά η κόκκινη ήτανε το στοιχειό του Κουρουπού. Η φωτιά
η μελανή, ήταν το στοιχειό της Μαυρομαντιλούς. Πετάει το τόπι με το ξύγκι ο
γέρος κατά της ενδείξεις του στοιχειού που θα έπαιρνε την κόκκινη μορφή και
σβήνει την φωτιά την μελανή. Έτσι νικήθηκε το στοιχειό της Κερπινής.....και
βασίλευε στην περιοχή το στοιχειό του Κουρπού.
Εμείς είχαμε τα
καλύβια μας εκεί κάτω. Στον Κουρπό είχαμε ζήσει πολλά χρόνια. Η τρύπα του
στοιχειού είναι απέναντι απ’ το ποτάμι, ακριβώς πάνω από το μεγάλο πλατάνι που
βγαίνει το κεφαλόβρυσο . Εκεί κάποτε
είχε τσαμπούνα νερό και χόρταινε το ποτάμι. Τώρα όμως, δεν έχει πολύ...
Στην τρύπα έχω κατέβει κι εγώ, με τον ξάδερφό μου τον Φουλή.
Κατεβήκαμε δεκαπέντε μέτρα κάτω, αλλά δεν τελειώσαμε να δούμε σε πόσο βάθος
πάει. Φτάσαμε σε ένα σημείο που κατέβαινε το νερό και είχε δυο πλάκες στενές. Η
τρύπα υπάρχει… αλλά δεν πάει κανένας˙ έχει πέσει και μια πέτρα και δεν χωράς να
μπεις. Μάλιστα, πριν λίγα χρόνια πέρασε και η μπουλντόζα , άνοιξε δρόμο… πέσανε
λιθάρια από τη διάνοιξη, και η σπηλιά έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Μόνο οι
ντόπιοι που ξέρουν την ιστορία γνωρίζουν ακριβώς το σημείο της
εισόδου στο σπήλαιο.
Το στοιχειό το είχα ακούσει και εγώ και οι γέροι μου...( η
μάνα μου, ο πατέρας μου, ο πάππος μου). Όταν έσκουζε: Θα πέθαινε κάποιος
άνθρωπος, είτε από εμάς στον Κούφιο, είτε από τον Παλιόπυργο, είτε από την
Κοκαλιάρα, είτε απ’ το χωριό το δικό μας (την Πουρναριά Γορτυνίας). Έσκουζε
σαράντα ημέρες μπροστά και σαράντα μέρες πίσω. Άμα το ακούγαμε περιμέναμε
κάποιον θα πεθάνει. Το 1940 στον Κούφιο πεθάνανε πολλοί άνθρωποι και μπορώ να
σου ειπώ ότι το ακούγαμε κάθε δέκα ημέρες. Ιδιαίτερα όταν ήταν άρρωστος ο
μπάρμπας μου ο Χαραλάμπης ήρθε και έσκουζε κάτω στο κατώι του σπιτιού. Μετά από
τέσσερις ημέρες ο μπάρμπας μου πέθανε...
Όταν το άκουσα για πρώτη φορά, θα ήμουν τότες… δεκαπέντε
χρονών παλικαρόπουλο. Θυμάμαι πως ήταν καλοκαίρι και κοιμόμαστε με τον πατέρα
μου σε ένα καταράχι (για να φυσάει λιγουλάκι και να μην μας τρώνε τα κουνούπια που
έρχονταν απ’ το ποτάμι). Την νύχτα βγήκε… κι έσκουζε σε διάφορες μορφές.. Στην
αρχή έκανε σαν άνθρωπος που βόγκαγε.. μετά από 10 λεπτά σαν παιδί που
κλαίει… μετά σαν σκυλί που αρουλιέται… παρακάτω σαν βόδι που μουγκρίζει… μετά
σαν γουρούνι που το σφάζουνε. Διάφορες φωνές… μέχρι κάτω της Κυράς το
Γεφύρι αρουλιότανε και ξαναγύριζε τον
ανήφορο.
Εγώ σκιαζόμουνα! Το
άκουγα και σκιαζόμουνα! με ησύχαζε κι ο
γέρος μου για να μην σκιάζομαι. “Ψέματα
είναι! Δεν είναι τίποτα !... Άνθρωποι
είναι”, μου έλεγε.
Κανείς ποτές δεν είχε ιδεί τι ήτανε... Μόνο τα αρουλίσματα
ακούγαμε.
Κάποτε, οι γέροι οι δικοί μας που μένανε στον Κούφιο (μια
τοποθεσία πλάι στο ποτάμι του Λάδωνα), αποφασίσανε να περάσουνε πέρα από την
Βέργα, να δούνε τι είναι…˙ αλλά φοβηθήκανε όταν έσκουξε το στοιχειό από απέναντι και γύρισαν πίσω.
Ένας γέρος, ο
Μπάντος, είχε ένα χωράφι ποτιστικό εκεί στον Κουρουπό και το πότιζε. Του
μηνύσανε λοιπόν και του είπανε, τάχαμου, ότι είναι κάτι βόδια στο χωράφι του…
και κρυφοβόσκουν νυχτιάτικα. Σηκώθηκε λοιπόν ο άνθρωπος για να πάει να ιδεί. Τι
έγινε;… Τι είδε;… Αν απαντήθηκε με δαύτο, κανείς δεν ξέρει… Το πρωί βρέθηκε
άρρωστος και καταμέλανος….
Τον φορτώσανε σε ένα μουλάρι και τον πήγανε στην Γλαντσιά
(χωριό της Γορτυνίας). Έκατσε ένα μήνα
και παραπάνω, άρρωστος στο κρεβάτι,
μέχρι που πέθανε. Όσο ζούσε δεν έλεγε σε κανέναν τι είδε!..
Τον ρώταγες: “ Mπαρμπα Γιώργη τι
έγινε με το στοιχειό;” Κι εκείνος αποκρινόταν: “Άστη κουβέντα παιδάκι
μου!... Άλλη κουβέντα πιάσε...”. Έπαθε χουνέρι και δεν μαρτύρησε ποτές σε
κανέναν τι είδε. Ορισμένοι λένε τώρα, ότι όλα τούτα είναι μυθολογίες και ψέματα.... Εγώ το άκουσα
τουλάχιστον τέσσερις- πέντε φορές στη ζωή μου. Κάτι υπήρχε!... Περπάτημα όμως
δεν ακούγαμε. Μόνο τη φωνή του. Εγώ τα έχω ζήσει αυτά… και το έχω ακούσει να σκούζει
και εγώ, και η γριά μου, και οι αδερφές μου, ο πατέρας μου, και πολλοί άλλοι
που είχαν τα γρέκια τους στον Κουρουπό.. Αυτά ξέρω για τα δυο στοιχειά του τόπου μας... Με τά εμείς
φύγαμε από κει και ήρθαμε στην Ποδογορά. Τώρα δεν ξέρω τι γίνεται. Σκούζει
ακόμα;… Δεν σκούζει;… Δεν υπάρχει άνθρωπος να τ’ ακούσει. Άλλο τίποτα δεν ξέρω...».
Μαρία Κολοβού - Ρουμελιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου