Την
λέγαν Ιωάννα, όμως όλοι τη φώναζαν Γιαννούλα. Στο χωριό σαν πέρναγε με τη
βουτσέλα φορτωμένη, περνάει η αλαφροΐσκιωτη έλεγαν. Εκείνη χαμογελούσε, ήταν το
παρανόμι της, αλαφροΐσκιωτη και δεν την ενοχλούσε. Στην αρχή ενοχλούσε τη μάνα
της. Μα ύστερα το πήρε και κείνη απόφαση, μοναχιά της θα μείνει η Γιαννούλα
της. Έτσι έγινε η δούλα στη νύφη της και ήταν και καλά γιατί η Μήτσαινα ήταν
καλή και πονετική γυναίκα. Κάθε μέρα φόραγε το ασπρορούτι της έβανε το ποκάμησο
και από πάνω το κοντογούνι. Στόλιζε τα μαλλιά της με το γιαννιώτικο μαντήλι
της, έβανε και την ποδιά της και αφού έβαζε ένα μικρό τοκά στη μέση άρχιζε τις
δουλειές. Όπου και να πήγαινε και με τα βόγια και για ξύλα έπρεπε να στολιστεί.
Μπορεί
να έρθει ο Γιάννος από το στρατό. Μπορεί και να τον απολύκουν κάποια στιγμή. Η
μάνα της στην αρχή φιδοζώνουνταν και περίμενε πως θα της περάσει. Δεν της
πέρασε όμως, όταν έμαθε ότι ο Γιάννος σκοτώθηκε στον πόλεμο, αυτή δεν το
πίστεψε, δεν πίστεψε κανέναν. Κάθε προυνό στολίζουνταν και όπου να ήταν πρόσεχε
μη τάχα έρθει και τη βρει όπως νάναι.
Τα
χρόνια περνούσαν για όλους βασανιστικά, οι καιροί ήταν δύσκολοι, και το ψωμί
ακόμα δυσεύρετο.
Μια
μέρα βρήκε τη μάνα της πάνω από την καρσέλα της που θα έπαιρνε μαζύ της όταν με
το καλό γύριζε ο Γιάννος και παντρεύουνταν. Είχε βγάλει έξω την ασημένια τοκάδα
της και την άλυσο με το δικέφαλο αετό.
Άρπαξε
από τα χέρια της μάνας της την ασημένια της τοκάδα που τη στόλιζαν κόκκινα και
πράσινα σμάλτα άρπαξε και τον Σταυρό με τις πέντε αλυσίδες και τους δυο
κλίτσους. Κοίτταξε την μάνα της άγρια, αυτά είναι δικά μου, μου τα έκανε ο
πατέρας μου μαζί με το σεγκούνι μου το χρυσοκεντημένο. Κοίτταξε ξανά στην
καρσέλα, το σεγκούνι της το καλό έλειπε. Έλειπε και η ποδιά της η κατηφένια που
την είχε κεντήσει δυο ολόκληρους χειμώνες. Άρπαξε τη μάνα της από τα μαλλιά και
τη χτύπησε με δύναμη στον τοίχο. Θα σε σκοτώσω της είπε αυτά είναι δικά μου,
δικά μου, όταν έρθει ο Γιάννος μου τι θα βάλω για να με πάει στην εκκλησιά;
Η
νύφη της έτρεξε αλαφιασμένη, έλα πάρε τα δικά μου να έξω τα έχω να σου τα δώσω.
Δεν
είπε ούτε ευχαριστώ ούτε τίποτε. Έκλεισε το στόμα της, έβαλε τα δυνατά της να
είναι καλή στη δουλειά της και κάθε βράδυ με το σούρουπο ανέβαινε στη μεγάλη
καρυδιά και χάζευε κατά το δρόμο. Περίμενε και όλο περίμενε.—– Τα χρόνια
περνούσαν, η μάνα της πέθανε, και τα ανήψια της πήγαν στρατιώτες. Όταν
έρχουνταν με άδεια από το στρατό τα ρώταγε με λαχτάρα μη τάχα είδαν το Γιάννο
της.
Δεν
τον είδαν της έλεγαν, μα εκείνη περίμενε. Κάποτε άρχισε να γερνάει. Τα πόδια
της βάραιναν. Δεν ανέβαινε πια στη μεγάλη καρυδιά πάρεξ μόνο κάθουνταν στα
σκαλοπάτια και έπλεχε μια ζακέτα μη λάχει και έρθει χειμώνα. Και κει στα
σκαλοπάτια τον περίμενε και λαχτάριζε η καρδιά της σε κάθε πέρασμα σε κάθε
άγνωστο που λάχαινε να περάσει από κει. Όλοι στο σπίτι την αγαπούσαν την αλαφροΐσκιωτη,
όλοι την αγαπούσαν, μα εκείνη κανέναν. Μονάχα σαν μια μηχανή έκανε τις δουλειές
μη τρώει το ψωμί τζάμπα. Εκείνη έναν αγαπούσε, το Γιάννο της και αυτός δεν ήταν
εδώ, δεν γύρισε ακόμα.. Όταν έρχουνταν τέτοιες σκέψεις στο κεφάλι της τις
απόδιωχνε. Αυτή θυμάται το λόγο του, άμα τελειώσω με το στρατό θα σε πάρω να
ανοίξουμε το σπίτι μας.
Όμως
τα πόδια της βαραίνουν, οι κοπέλες οι συνομόγληκες ήταν γιαγιάδες αυτή μονάχα
ήταν μοναχή.
Ο
γιατρός ο αγροτικός που την έβλεπε μια μέρα της είπε.
Θα
πάμε σε ένα μεγάλο σπίτι θα περνάς καλά και δεν θα κουράζεσαι.
Ποιος
τους είπε ότι κουράζουνταν; Πήγε στο μπαούλο της έβγαλε ότι είχε μέσα και τα
πήγε στο γιατρό. Πάρτα του είπε, εγώ δεν τα θέλω όμως μη με πας σ’ αυτό το
σπίτι. Θέλω να είμαι εδώ ίσως μια μέρα θα έρθει ο Γιάννος μου.
Θα
σου τον φέρω εγώ εκεί που θα ‘σαι της είπε ο αδερφός της. Κοίτταξε σα δαρμένο
σκυλί τη νύφη της.
Μη
μ’ αφήνεις να φύγω, κράταμε και δεν θα τρώω πάρεξ μόνο ψωμί και νερό.
Η
νύφη της δεν άντεξε. Γιατρέ μου θα μείνει μαζί μας όμως θα παίρνει τα φάρμακά
της. Από τότε κάθε πρωί στολίζεται και κάθεται κάτω από τη μεγάλη καρυά
πλέχοντας κάλτσες και τερλίκια. Εκεί κάποιο προυνό στολισμένη θα τη βρει ο
Γιάννος της ή ο θάνατος. Άρα είχε καταλάβει ότι ο Γιάννος είχε σκοτωθεί; Άραγε
το γνώριζε;
Είχε
ακούσει όταν μοιρολόγαγε η μάνα του και μονάχα όταν έβλεπε την αλαφροΐσκιωτη,
σκούπιζε τα μάτια της και της έλεγε. Καλώς τη νύφη μου, καλώς μου την, την
αλαφροΐσκιωτη. Και κείνη της φιλούσε με σεβασμό το χέρι και πάντα της κράταγε
δυο σύκα, δυο κοκόσιες, η κανένα λουκούμι που το κράταγε για την πεθερά της, τη
μάνα της.
Όταν
έφυγε ήσυχα από τούτη τη ζωή έφυγε γαλήνια λέγοντας στη νύφη της. Αν ο Γιάννος
πέθανε όπως έλεγε η μάνα θα τον βρω έτσι δεν είναι;
Θα
τον βρεις ψυχούλα μου, θα τον βρεις, στο χρωστάει ο Θεός.
Την
έντυσε με τα καλά της, της έβαλε κοντά της και την τοκάδα της και το
κλιτσιοζώναρο και το σταυρό με τις πολλές αλυσίδες. Να πάει στολισμένη και
όμορφη και έτσι να τη δει ο Γιάννος της. Ο παπάς του χωριού ακόμα μολογάει. Δεν
είδα κανένα που να φεύγει για τον άλλο κόσμο με τα μάτια γεμάτα χαρά. Στο χωριό
τη μέρα της κηδείας της άλλοι γέλαγαν και άλλοι έκλαιγαν. Θα τους έλειπε η
αλαφροΐσκιωτη, που και αν δεν μίλαγε και αν δεν τραγούδαγε με τη σιωπηλή της
παρουσία και την ευγενική της καρδιά, γέμιζε το χωριό.
Ακόμα
στο χωριό μιλούν για κείνη. Είναι σαν να είναι εκεί, σαν να έχει αφήσει το
αποτύπωμα από τη ζωή που δεν έζησε από την ζωή που περίμενε να ζήσει. Είναι
εκεί και προσμένει, προσμένει την αγάπη. Προσμένει να ζήσει το όνειρο της ζωής
με το Γιάννο της.
Στον
ίκιο της αλαφροΐσκιωτης έζησε η Λενιώ του Κώστα Γιώργη. Την πλάκωνε η παρουσία
της γιατί παιδί μικρό όταν αυτή έπαιζε στον οβορό με την ασπρούλα το μικρό της
κατσικάκι άκουγε τη βάβω της να λέει.
Γιατί
Αγία μου Παρασκευή μου έκανες αυτό το κακό. Πως να βγάλω μούτρο στον κόσμο; Και
ήταν αυτό που την έβαζε σε σκέψεις. Πρώτα πρώτα δεν καταλάβαινε πως αυτός ο
Άγγελος ο λιγομίλητος που δεν χάλαγε χατήρι σε κανέναν που έκανε τις πιο πολλές
δουλειές, που δεν ασχολιούνταν με κουτσομπολιά ,που τη βοήθαγε να κάνει όμορφες
πάνινες κούκλες ήταν κακό για το σπίτι τους. Και ήταν πάντα όμορφη και πάντα
είχε εκείνο το χαμόγελο της προσμονής και της λύτρωσης. Ποτέ τα παιδιά του
χωριού δεν την κορόιδεψαν όπως έκαναν με τον χαζό το ψωροφάνη. Αυτήν την
αγάπαγαν έτρεχαν κοντά της σαν την έβλεπαν και κείνη έβγαζε από την τσέπη της
ποδιάς της λίγα σπασμένα τσίγαλα και τους τάδινε. Κάπου κάπου τους έδινε και
κανένα γκόρτσο γινομένο, που αυτά δεν μπορούσαν να φτάσουν χωρίς να τρυπηθούν
από τα αγκάθια της γκορτσιάς. Όταν τα βράδια οι άλλοι ακούμπαγαν στο σιάδι να
κοιμηθούν εκείνη πήγαινε σιγά σιγά κοντά της και της έλεγε. Αλαφροΐσκιωτη θα
μου πεις παραμύθια; Και της έλεγε και δεν της έλεγε μόνο αυτά που ‘λέγαν όλοι,
αυτή έλεγε μια ιστορία που είχε μέσα της αγάπη και μάγια και ξόρκια, είχε μέσα
και λιβάδια με λουλούδια και πανηγύρια και κοπέλες που χόρευαν και περπάταγαν
στις ρούγες για να ρίξουν μια ματιά κρυφή στον καλό τους. Να πάρουν την ματιά
του και το χαμόγελό του και να το κάνουν γνέμα για τον αργαλειό και να το
βάψουν με φράξο και της καρυδιάς τα φύλλα, με σαφράν και κίσαρα και να το
υφάνουν και πάνω του να βάλουν το δέντρο της ζωής, τον ουρανό με τ’ άστρα, την
Πούλια και τον Αυγερινό. Και μέσα εκεί στα παραμύθια της ήταν και κείνη να
τραγουδάει με το Γιάννο της τη Τζαβέλαινα και την Ασημούλα. Και μέσ’ στα
παραμύθια της η Λενιώ του Κώστα Γιώργη έφκιαξε ένα κόσμο αλλιώτικο, ένα κόσμο
παράξενο, που μέσα του είχε την μεγαλύτερη και την καλύτερη θέση η
Αλαφροΐσκιωτη. Είχε θέση ένας έρωτας που μήτε έρωτας ήταν, μήτε παραμύθι, εκεί
μια φορά και έναν καιρό, στο μεσοχώρι της είπε, άμα γυρίσω από το στρατό θα
έρθω να σε ζητήσω και αν δεν σε δώσει η μάνα σου, θα έρθω να σε κλέψω. Αυτό
ήταν όλο. Η καρδιά της μέλωσε και το κορμί της ορθώθηκε Το είπε της μάνας της
το είπε και στη νύφη της και όλοι περίμεναν να έρθει από το στρατό ο Γιάννος
για να κρατήσει το λόγο του. Όμως ο Γιάννος δεν ήρθε, ήρθε μονάχα στη μάνα του
ένα χαρτί που κουβέντιαζε για τον Γιάννο που η πατρίδα είναι περήφανη για τον ήρωα
και της έστειλαν ένα μετάλλιο και της έβγαλε ο πρόεδρος και σύνταξη. Κοίταγε η
έρμη μάνα σε όλα τα σπίτια και από όλα σχεδόν έλειπαν τα βλαστάρια τους και το
χειρότερο άλλα ήρθαν σακατεμένα χωρίς πόδια χωρίς χέρια και χωρίς μάτια.
Και
δεν πίστευε η Αλαφροΐσκιωτη ότι κάτι συνέβει στο δικό της το Γιάννο γιατί σε
αυτήν, κανένας δεν έστειλε κανένα γράμμα και κείνη ήταν σίγουρη πως ο Γιάννος
της τους είχε πει. Εκεί στο χωριό με περιμένει η Αγάπη και είναι ψηλή και
λυγερή και έχει τις χάρες όλες ,έ αν πάθαινε κάτι δεν θα της έστελναν και αυτής
ένα γράμμα;
Έτσι
ή Λενιώ του Κώστα Γιώργη έμαθε τι θα πει αληθινή αγάπη, τι θα πει πίστη όχι
μόνο στο Θεό, μα και στον άνθρωπό μα πιο πολύ από όλα έμαθε την καρτερικότητα,
ήταν το μεγαλείο του ανθρώπου η παρεξηγημένη αλαφροΐσκιωτη και ήταν το πρότυπό
της και όταν και η ίδια έγινε γιαγιά, έλεγε στα εγγόνια της το παραμύθι της
αλαφροΐσκιωτης και τους έλεγε ακόμα πόσο όμορφη ήταν έτσι που τα μάτια της
κοίταζαν σιαπέρα στα βουνά με ελπίδα. Μια ελπίδα που ήταν η πηγή της ζωής της.
Και όταν ήρθε η ώρα του μεγάλου ταξιδιού η αλαφροΐσκιωτη έφυγε με μεγάλη χαρά,
τη χαρά πως τώρα το είχε σίγουρο πως θα βρει το Γιάννο της, πως θα ζήσουνε
μαζί. Τώρα το είχε σίγουρο πως θα έβρισκε το Γιάννο της, πως θα είναι με το
Γιάννο της, ανέγγιχτη όπως τη γέννησε η μάνα της και όχι μαλαγμένη και
ξετσίπωτη.
Αλήθεια
ποιος δεν θα δάκρυζε κάθε φορά που ακούει αυτό το παραμύθι; Αλήθεια ποιος δε
σκύβει ευλαβικά στο όνειρο που κράτησε όσο η ζωή και στην ευτυχία που έγινε
προσμονή και που η ολοκλήρωσή της ήρθε την ώρα του θανάτου, την ώρα της
απόλυτης σιωπής; Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει σε τόση μεγάλη αγάπη; Που μήτε
το χέρι της δεν ακούμπησε μον καθαρά και ξάστερα της είπε: – Θα έρθω να σε πάρω
και αν δεν σε δώσει η μάνα σου, θα σε κλέψω.
Και
τώρα η Λενιώ του Κώστα Γιώργη που αποφάσισε να γράψει παραμύθια είπε να γράψει
το καλύτερο. Είπε να γράψει για τη Λενιώ την Αλαφροΐσκιωτη.
Αλεξάνδρα
Παυλίδου-Θωμά.
Πηγή:
http://cheimarros.eu
(Το παρόν «έργο» έλαβε
Α΄ Πρώτο Βραβείο Διηγήματος στα πλαίσια του Ετήσιου
Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού που διεξήχθη
από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών κατά
το 2013).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου