Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

«ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ...» ένα λαογραφικό διήγημα της Μαρίας Κολοβού-Ρουμελιώτη



   Μέρες πριν έρθουν οι Απόκριες, ο μακελάρης ακόνιζε το χατζάρι  και τραβούσε κατά το ποτάμι. Τα ζώα αφήνονταν στα χέρια του και θυσιάζονταν στο βωμό των Αποκριών.  Εκείνος έδιωχνε μακριά τα παιδιά να μην ακούνε το θρήνο καθώς σπάραζαν ξαπλωμένα τη στιγμή που  τους αφαιρούσε  τη ζωή. Μα αμέσως το σοκ απ’ τα ουρλιαχτά το υποδεχόταν η σιωπή και η ευχή για καλές Απόκριες. Έπειτα  ερχόταν  το πρώτο ποτηράκι κι ο μεζές στο πιρούνι,  πριν  ακόμη το σφαχτάρι  παγώσει και μπει στο τσιγκέλι. Ένα κομμάτι από τα σπλάχνα, συνήθως συκώτι, σπλήνα, νεφρό ή καρδιά, ριχνόταν στα κάρβουνα πριν ακόμη η ψυχή του ανέβει στον ουρανό.
  Ο νοικοκύρης έφερνε το σφαχτάρι στο σπίτι και το κρεμούσε ανάποδα  στο τσιγκέλι που ήταν περασμένο  στο πάτερο του σπιτιού.  Στρίμωχνε  κι ένα λεμόνι στο στόμα του και ξέμενε εκεί ωσότου η νοικοκυρά κάνει τις δικές της αλχημείες.
Ολόκληρο  χρόνο έτρεφαν εκείνο  το σφαχτάρι για τις μέρες των Αποκριών. Το καλοκαίρι το έδεναν κάτω από την αχλαδιά. Του έδιναν πλιγούρι με τυρόγαλο να τρώει, αχλάδια από τις αχλαδιές, σύκα, κολοκύθια και χόρτα από τον κήπο τους. Συγκρίνοντας τη ζωή του χοιρινού με τη δική τους ζωής, το ζωντανό περνούσε σαν βασιλιάς κι εκείνοι σαν υπηρέτες του! Όλη αυτή η περιποίηση που του πρόσφεραν την αντάλλασε στο τέλος με τη ζωή του!..
Περίμεναν  λοιπόν πως και πως να έρθουν οι Απόκριες, να αρτυθούνε λίγο κρέας και να γευτούν τα  εδέσματα που ετοίμαζαν οι γυναίκες από το χοιρινό. (Το παστό,  τις τσιγαρίδες,   τα αυγά ομελέτα με λιπαρά κοψίδια, τις ουματιές με το στάρι και τις σταφίδες).
Το Σάββατο των τελευταίων Αποκριών, καμία δεν το ‘κανε ρούπι απ’ το μαγειρειό. Άνοιγαν  φύλλα  κι ετοίμαζαν μυτζηθρόπιτα και γαλακτομπούρεκα.
Κι η μάνα του Τζανή, άνοιγε ένα – ένα τα φύλλα  στο σοφρά και τα περνούσε με βούτυρο μυρωδάτο. Γέμιζε λουκάνικα με κοψίδια, στάρι και σταφίδες, πορτοκάλι και κανελογαρύφαλλα. Ετοίμαζε  στη γάστρα το ψητό˙ το έψηνε κάτω στη γωνιά του τζακιού με χωνεμένα κάρβουνα και μοσχομύριζε όλος ο τόπος.
Με νοσταλγία θυμόταν  εκείνες τις Αποκριές.
Ήταν  γεμάτες ατόφιες γεύσεις, λουσμένες με ήχους κι αρώματα μιας άλλης εποχής και φοβόταν καθώς είχε πια γεράσει…πως εκείνες οι εικόνες θα  ξεθώριαζαν  κάτω απ’  τον ίσκιο  των χρόνων, αν κάποιος δεν βρισκόταν να τις ξαναζωντανέψει. Γι αυτό, ενενήντα χρόνια αργότερα απ’ εκείνες τις Αποκριές, αποφάσισε να τις μοιραστεί με τ’ αγγόνια του όταν τον φιλοξένησαν στο διαμέρισμά τους στην πόλη για να αναρρώσει μετά τη σύντομη νοσηλεία του σε νοσοκομείο.
« Παιδιά μου», τους είπε,  « μαζί σας θα μοιραστώ κείνα τα χρόνια της ξεγνοιασιάς, τα γεμάτα  μνήμες παραμυθένιες. Θα ζωντανέψουν για μια ακόμη φορά μέσα στο σύθαμπο της καρδιάς μου. Και τούτα που θα σας πω, να ξέρετε,  πως είναι πέρα για πέρα αληθινά».
 Φορώντας την τραγιάσκα του (ποτέ του δεν την αποχωριζόταν), καθισμένος στο εβένινο ανάκλιντρο που κρατούσε περίοπτη θέση   μπροστά στο αναμμένο τζάκι, απολάμβανε τη χαρά τη συντροφιάς και την εκτίμηση των νιάτων. Έπινε τον γλυκύ βαρύ  καφέ του  γουλιά -γουλιά. Πύρωνε τα χέρια του και κοιτούσε με θαυμασμό την πολυτελώς   διακοσμημένη σάλα της  οικείας.
«Τυλιγμένες σε γεύσεις τυριού  ψημένο στη λαδόκολλα κι αυγά  που ίδρωναν  στη σειρά πλάι  στο τζάκι με τη θράκα, θυμάμαι. Γέλια π’ ανθούσαν σαν πασχαλιές στα ολόδροσα χείλη των παιδιών καθώς έβγαιναν σεργιάνι στις στράτες του χωριού  φορώντας ανάποδα το μακρύ σώβρακο του παππού, ή τη μακριά ρόμπα  της γιαγιάς. Κι  όσο για μάσκες… φορούσαν τη μαύρη μαντίλα της Γιανναρούς. Εκείνη τη μέρα των αποκριών τη δάνειζε μετά χαράς στα παιδιά γιατί ήθελε να τα βλέπει να ροβολάνε το λιθόστρωτο χαρούμενα και να ξεκουφαίνουν στη γειτονιά με τα χωρατά τους. Αυτή η μέρα, ήταν η μόνη  ημέρα που είχε αποδράσει από την μονοτονία όλων των υπόλοιπων ημερών. Ήταν  τις εποχές εκείνες που οι γειτονιές αναστατώνονταν ευχάριστα με τα γέλια, τα παιγνίδια και τα καμώματα των μικρών παιδιών.
Ήταν χήρα η Γιανναρού˙ με παιδιά κι εγγόνια ξενιτεμένα. Ήτανε μόνη κι ‘χε κάνει τα παιδιά ολόκληρου του χωριού δικά της. Ό,τι κι αν της ζητούσαν τους το έδινε κι εκείνα την αγαπούσαν γιατί ήταν καταδεχτικός άνθρωπος.
Βγαίναμε στο μαχαλά  νωρίς το πρωί. Περνούσαμε απ’ το νεκροταφείο του χωριού κι ανάβαμε τα καντήλια όλων των  συγγενών και συγχωριανών. Ήταν που έπιανε η Σαρακοστή. Έπειτα  γυρνούσαμε  χαρούμενα και χτυπούσαμε το ρόπτρο της πόρτας της, τραγουδώντας:

Θειά Γιαννιά, Θειά Γιαννιά
απ’ την Πάνω γειτονιά
φέρε κόσκινο,  για ντέφι
για να κάνουμε κουρμπέτι.

Η κυρά Γιανναρού έβγαινε στην εξώπορτα με το χαμόγελο  στο πρόσωπό της φωτεινό σαν ήλιο κι ας την βασάνιζε η θλίψη κι μοναξιά όλες τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου. Μας έδινε την μπροστέλα της και την ολόμαυρη σκέπη της και μας έλεγε:

Πάρτε παιδιά τα κύμβαλα
πάρτε και τα νταούλια
τους λόγκους πιάστε τρέχοντας
να φύγουνε τα ζούδια
και κελαηδήστε  σαν πουλιά
γιατί τα νιάτα φεύγουν.

Παίρναμε τότες  τα «λάφυρα» της Γιανναρούς και τραβούσαμε κατά το φουρναριό. Ψάχναμε τις στάχτες για κανένα σβηστό κάρβουνο. Μουντζουρώναμε το πρόσωπό μας. Ζωγραφίζαμε ήλιους, πούλιες και του Αράπη την ομορφιά ηλιοκαμένη στα μάγουλά μας.
Μπαίναμε  και στο χειμωνιάτικο δωμάτιο˙ εκεί που φύλαγε η μανά τα τεντζερέδια, τα καζάνια της πάστρας και της μαγειρικής, και παίρναμε τα καπάκια απ’ τα κατσαρόλια, τα κουτάλια απ’ το ντουλάπι,  τις κουτάλες κι ότι μεταλλικό κουτί  και κλαπατσίμπαλο μπορούσε να κάνει θόρυβο και βγαίναμε στη ρούγα  τραγουδώντας. 
Τραγούδια σκωπτικά, ειπωμένα με αγαθοσύνη από στόματα μικρών και μεγάλων. Τραγούδια του γλεντιού και της χαράς που  έδιναν ένα ξεχωριστό τόνο την ημέρα των Αποκριών˙ μα τη κυρά Γιανναρού τη σεβόμασταν  γιατί  ήτανε χήρα και μόνη.
Νωρίς  τ’ απόγιομα της προσφέραμε πεσκέσι καλοψημένες πίτες, καλομαγειρευμένα κοψίδια και καμιά μπουκάλα κρασί «για το καλό» που λένε. Εκείνη τα έπαιρνε με χίλιες ευχές στα χείλη της κι εμείς της τραγουδούσαμε το τραγούδι που μας  είχε μάθει ο Γιάνναρος, ο αποθανόντας  σύζυγος της.

Το μάθατε αμπελουργοί
τι έγινε με τον Κράσο;
Τρείς μέρες εμπεκρόπινε
κι έριξε η μέθη λάσο˙
και τις Μαινάδες έπιασαν
που κράταγαν το θύρσο
που μες τ’ αμπέλια μ’ ένα νιο
τραγούδαγαν το λίνο.

Οι ληνοβάτες στο ληνό,
τις βότρυες πατούσαν
κι όλοι οι γλεντζέδες με ψητό
και κέφι την περνούσαν.

Ψήσου γίδα! Ψήσου!
Και ροδοκοκκινίσου!
Μέχρι να έρθει ο Κράσος
να σε ξεκοκαλίσω.

Να, ο Κράσος! Έρχεται!
Με τ’ άλογο καβάλα!
Για πάρτε τα ποτήρια σας
να πιούμε καμιά στάλα.

Εβίβα! Εβίβα, ρε κρασοπατέρα!
Τ’ αμπέλια  εκαήκανε
και πια κρασί δεν κάνουν!...

Ένας μπεκρής ανέβηκε
επάνω στα βαγένια
και τον θεό παρακαλεί
για να σωθούν τ’ αμπέλια
Και νέτα σκέτα μίλησε
στου λογικού τη γλώσσα
κι έστειλε μία  προσευχή
στου Διόνυσου την πόρτα:

Σε τρεις κρατήρες θα νερώνω το κρασί!
Στον πρώτο: Για μια υγεία ποθητή!
Στον δεύτερο: Για έναν έρωτα με γεύση!
Στον τρίτο: Για  έναν ύπνο ήρεμο -βαθύ!

Των άλλων, των ανέρωτων κρατήρων το κρασί,
θα το κρατήσω για τις ύβρεις και για τις Μαινάδες˙
το τρίκλισμα θα το κεράσω σ’  ένα Σιληνό μπεκρή,
στους Σάτυρους, στον Πάνα και στους πάντες,
Και όλα τα άλλα τα καλά:
Σε όλους εσάς που μετράτε τους βαθμούς του οινοπνεύματος!!!

“ Εις Υγείαν,  θεία  Γιανναρού! Εις Υγείαν !!!”.
“Και του χρόνου, παιδιά μου! Και του χρόνου”, έλεγε εκείνη και γιούρια εμείς  τα παιδιά για την τελευταία μας εξόρμηση στο χωριό.
Της επιστρέφαμε  τα λάφυρά αργά το βράδυ,  την ώρα που θα έμπαινε στο ησυχαστήριό της. Και το ησυχαστήριο της δεν ήταν τίποτε άλλο από μια καμαρούλα 2Χ2 που μαζί της είχε μοιραστεί ολόκληρη τη νιότη  και τα γερατειά.
Τ’ απόγιομα της Κυριακής τα λεύτερα κορίτσια ετοίμαζαν την αλμυροκουλούρα. Την έψηναν στη χόβολη και  τη ροκάνιζαν μπουκιά μπουνιά ωσότου βασιλέψει ο ήλιος χωρίς να βάλουν γουλιά νερό στο στόμα τους. Πίστευαν πως το βράδυ, καθώς θα έπεφταν διψασμένες να κοιμηθούν, θα τους φανερωνόταν ο νιός που θα κάνουνε άντρας τους! Θα  έπαιρνε την εκλεκτή της καρδιά του και θα την  οδηγούσε στην πηγή με τα κρυσταλλένια νερά.  Θα ξεδιψούσαν  με τα γάργαρα νερά  της αγάπης, κάτω απ’ το φως του ολόγεμου φεγγαριού.
 Κατά το σούρουπο,  ρίχνονταν στη  φωτιά τα πιο χοντρά κούτσουρα.
Ο πατέρας αφού πρώτα θα έψηνε μερικό κρέας πασπαλισμένο με μπόλικη ρίγανη κι αλάτι, έβαζε ένα -ένα τα αυγά στην άκρη της γωνιάς κι έλεγε:
“ Του νοικοκύρη! Της νοικοκυράς!...Του παππού!…Της γιαγιάς!…” , και συνέχιζε ονοματίζοντας όλα τα μέλη της οικογένειας.
Τ’ αυγά ψήνονταν στη λάβρα και κάθε τόσο τα γυρίζαμε για να μη σκάσουν και να ψηθούν ομοιόμορφα. Ίδρωνε και κανένα κατά την ώρα του ψησίματος και λέγαμε: όποιου ιδρώνει το αυγό, ιδρώνει και  κουράζεται στη ζωή περισσότερο από κάθε άλλο μέλος της  οικογένειας. Κατά παράδοξο τρόπο το μόνο αυγό που ίδρωνε περισσότερο, ήτανε εκείνο του πατέρα.
Την μεγαλύτερη χαρά την κάναμε όταν κάποιο απ’ τ’ αυγά έσκαγε. Τότε λέγαμε:
“Σκάνε οι εχθροί μας!!!”
και πιστεύαμε πως με το σκάσιμο του αυγού, έσκαγαν οι ζηλόφθονοι γειτόνοι μας!...
Έπειτα  έπιανε δουλειά ο παππούς.
Η δουλειά του δεν ήτανε άλλη από το να ξορκίζει τους λύκους και τα τσακάλια για να μη εξοντώσουνε τις στάνες με τα ζωντανά. Μα τούτο το ξόρκι δεν το θυμούμαι…Θυμούμαι μόνο το ξόρκι της γιαγιάς που πάντρευε τις νυφίτσες φτιάχνοντας τη προίκα τους στην ηλακάτη για να μην έρχονται στα κοτέτσια και αποδεκατίζουνε τα πουλερικά. Τούτο το ξόρκι το έκανε μεσημέρι της καθαρής Δευτέρας. Ετοίμαζε το υλικό της κι έβγαινε γύρα στα κοτέτσια… Έγνεθε σε κάτι μικροσκοπικές ρόκες   το μαλλί κι έλεγε το ξόρκι της.
“Γνέθω, γνέθω…” , έλεγε.
“Τι γνέθεις;”,  της φωνάζαμε εμείς από  την άλλη άκρη της αυλής.
“Της νυφίτσας τα προικιά!”
“Και πού την στέλνεις ;”
“Στου Διαβόλου τη μάνα!...”, έλεγε στο τέλος αγανακτισμένη για τις απώλειες του κοτετσιού.
Τους έφερνε προξενιά από μακριά. Μακριά να φύγουν απ’ τον τόπο για να γλυτώσουν τα κοτέτσια απ’ τις επιδρομές της νυφίτσας και της αλεπούς. Τις πάντρευε σε γειτονικά χωριά ή σε μακρινά κοτέτσια. Αν  ήταν καλό το ριζικό τους: δεν πείραζαν ποτέ αλεπούδες και νυφίτσες τα κοτέτσια μας…Κάποτε θυμάμαι, το είχε πει  η μάνα, πως είχε δει νυφίτσα να παίζει με την κλώσα και τα κλωσόπουλά χωρίς καθόλου να τα πειράζει!!!...
Οι εποχές άλλαξαν!
Μπήκε ξενόφερτη κουλτούρα κι έκλεισε στ’ αμπάρι με δίχως ναφθαλίνη, τα δικά μας έθιμα. Ξενομανείς μια ζωή, αφήσαμε να αλλοτριωθούμε από ξενόφερτους ήρωες. Τα παλιά έθιμα ξεχάστηκαν. Πήραν τη θέση τους μεγαλοπρεπή άρματα που παρελαύνουν με ανθρώπινες φιγούρες που τους λείπει το χιούμορ και η φαντασία. Το ξόρκι της γιαγιάς απεβίωσε μαζί της!..
 Και σας τα λέγω όλα αυτά, γιατί πιστεύω πως, τέτοιες Απόκριες λίγοι θα έχουν ζήσει όπως τις έζησα εγώ», είπε ο αιωνόβιος γέροντας, πίνοντας μια ακόμη γουλιά απ’ τον καφέ του που είχε ίδει παγώσει.
«Θύμισες  σαν παραμύθι!!!», είπε κι άπλωσε τα χέρια του στη θαλπωρή της φωτιάς. «Θύμισες σαν παραμύθι!!! Δεν τις ξεχνώ!...».
   
Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη 

(«σαν παραμΥθι …» Β΄ Βραβείο Διηγήματος «Σικελιανά» 2013).
                       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου