Το παρόν κείμενο, είναι απόσπασμα από
το συγγραφικό έργο της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη: «ΑΛΦΕΣ_- ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ» .
Ποτέ της δεν κρατούσε
μπαστούνι η δική μου γιαγιά. Αλαφρό σαν πούπουλο το βάδισμά της, σαν πέρδικα
στη βοσκή, με το κεφάλι ψηλά σαν ν’ αντίκριζε τον ήλιο. Με την γιούρτα της
μακριά ως τον αστράγαλο και με το τσούγκινο γελέκι της βαμμένο με καρυομπογιά
μες στο λεβέτι, τις μέρες του καλοκαιριού. Φτιαγμένο με νέματα από κωλόκουρα
για να ‘ναι απαλό. Γνεσμένο στη ρόκα με το σφοντύλι. Στο κεφάλι
της η σκέπη ανάλαφρα ριγμένη τονίζοντας την καταδίκη της αρχοντιά. Η φούστα της μακριά κι αυτή, έκρυβε τα γυναικεία της καλάμια. Δίπλες –
δίπλες έκανε γύρω από τη μέση της, σαν να φορούσε φουρό και εμείς της βγάλαμε
το όνομα Φουρλούμπω από τις φούρλες που έκανε κατά το βάδισμά της.
Κατάσαρκα φορούσε το
βελέσι της και δεν το ‘βγαζε από πάνω της ποτέ. Ζεστό κρατούσε το κορμί της.
Υφασμένο στον αργαλειό με τη σαΐτα· ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της.
Κάτω, βρακί με βρακοζώνι
διπλό και λουρίδια στα πόδια που τα ‘δενε καλά για να μην της πέφτει.
Αγορασμένες από τον
πραγματευτή οι κάλτσες της, λεπτές και απαλές, γυαλίζανε στα πόδια της. Όχι,
δεν ήταν σαν εκείνες τις μάλλινες που τις έπλεκε μόνη της με τις βελόνες
τρογύρω – τρογύρω και κάνανε κόμπους και την τσιμπούσαν. Τις έδενε ψηλά με
καλτσοδέτες, μπας και πέσουν και φανεί ο ποδόγυρός της!
Τα
λαστιχένια της παντοφλίνια ήταν φερμένα από την πόλη, δώρο απ’ τα ξενιτεμένα της παιδιά. Ήταν
λουσάτα, του κουτιού! Τα φορούσε και καμάρωνε!
Ήταν ωραία γιαγιά,
χαιρόσουν να την βλέπεις. Είχε την αρχοντιά που σου προσφέρει η ζωή με το
πέρασμά της. Δεν ήταν σαν τις γιαγιάδες, που με τα κραγιόνια και με τα
κοκκινάδια παραμορφώνουν τη ζωντάνια και την ομορφιά της φύσης.
Ήταν ολάκερη,
αληθινή! Χωρίς φτιασίδια!
Μια αγκαλιά λιανάδια
κουβαλούσε στα δυο της χέρια. Μια πλωχεριά καρύδια έκρυβε μες στη μπροστοποδιά
της, κέρασμα στα εγγόνια της. Ήθελε να δει τι κάνουν, πως ξημερώθηκε η φαμίλια
της. Απ’ έξω φώναζε να την ακούσουν πως έρχεται. Βροντούσε την πόρτα. Έκανε πως
δυσκολευόταν ν’ ανοίξει, ν’ αργοπορήσει λιγάκι, να προλάβουν να σηκωθούν και να
της ανοίξουν.
Όχι πως ντρεπόταν να
μπει, παιδιά της ήταν! Και μέσα να μην ήταν κανείς, πάλι θα έμπαινε. Αλλά είχε
το κάτι τοις η γιαγιά μου!
Νωρίς
– νωρίς με το λάλημα του κόκορα ξυπνούσε και όλη τη μέρα βολόδερνε. Δεν είχε
αναπαμό πουθενά. Όλο κάτι ήθελε να κάμει κι ας ήταν γριά γυναίκα.
***
Ανοίγει την
πόρτα, μέσα μπαίνει.
Το φωτερό στον τοίχο
αναμμένο, η φωτιά στο παραγώνι καίει. Το τσουκάλι με το χαμόμηλο στη φωτιά
βράζει. Πάνω στην πυροστιά ο τέντζερης με τον τραχανά. Στην γαβάθα οι κόρες με
το ψωμί. Στο τηγάνι έτοιμο το γουρνάλειμμα για το άρτυμα.
Το λεχωνούδι στο βυζί
της μάνας του ρουφούσε τον πόνο της!
Κάτω
βάζει τα χαμόκλαρα, κοντά στο παραγώνι. Με τα δυο της χέρια, τη μέση της
βαστεί. Το μάτι της παίζει … το γυροφέρνει σαν αστρίτης! Την σκέπη της σάζει
στο κεφάλι για να μην της καλύπτει το πρόσωπο.
- Τι νύχτα ήταν η αποψινή; Μας βούλιαξε. Στιγμή δεν σταμάτηκε. Λιατσό η στρούγκα θα ‘γινε στο καλύβι!
- Τι νύχτα ήταν η αποψινή; Μας βούλιαξε. Στιγμή δεν σταμάτηκε. Λιατσό η στρούγκα θα ‘γινε στο καλύβι!
Θα
λούμπιαναν τ’ οργώματα! Θα σαπίσει ο σπόρος στο χωράφι, δεν πρόλαβε να βγάλει
φύτρο, κι έχουμε ακόμα σπορά.
Πότε θα στραγγίξει η γη, ν’ αφρατώσει το χώμα;
Σάμπως
σήμερα θα ξαναφανεί; Να βγάλουμε τα ζωντανά όξω. Να βυζάξουμε τα όψιμα.
Να αρμέξουμε και καμιά λαμπουδιά γάλα για τα παιδιά!
Τα ζωντανά, τα χωράφια,
τ’ οργώματα, τα παιδιά, τ’ εγγόνια τους, η περιουσία τους, τα κόπια τους, ο
ιδρώτας τους ήταν η ζωή τους όλη.
Κατεβάζει τον τέντζερη
απ’ την φωτιά, μέσα ρίχνει τις κόρες του ψωμιού, πάνω βάζει το τηγάνι να κάψει
τ’ άρτυμα.
Τσιντζιρίζει, καπνός
βγαίνει, μεργιάει, μέσα ρίχνει το γουρνάλειμμα, μοσχοβόλησε ο τόπος.
Μια βαθιά ανάσα και
φτάνει η μυρουδιά ως τα κόκαλα! Τρύπησε η τσίκνα τις μύτες των παιδιών. Ορθά
σηκώνονται απ’ το κρεβάτι, πιλάλα να προφτάσουν στο παραγώνι.
Με την τσίμπλα στο
μάτι, αράδα πιάνουν σειρά και κάθονται κατάχαμα. Χαυδαλωμένα στη φωτιά να
ζεσταθούν, πάνω στο κόζινο σάισμα. Ανοίγουν τα πόδια, χώρο κάνουν
για το πιάτο.
Στην πιατοθήκη η
κουτάλα και τα πιάτα, περιμένουν το δικό τους μερίδιο. Η γιαγιά μετρά τις
κουταλιές να φτάσει για όλους το φαΐ. Είναι πολλά τα πεινασμένα στόματα!....
Μαρία Κολοβού-Ρουμελιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου