«ΔΡΑΣΕΙΣ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ» της Μαρίας
Κολοβού Ρουμελιώτη
Δεν ξέρω αν μάταια πονώ ή δίκαια υποφέρω,
αν όντως είναι ωφέλιμα τα όσα λίγα ξέρω.
Όπου μ’ έσπειραν φύτρωσα, ρίζωσα μες τον ήλιο,
την ερημιά καλόπιανα για να την έχω φίλο.
Η μοναξιά με έτρεφε, του ανέμου το τραγούδι,
το βουητό της μέλισσας επάνω στο λουλούδι‧
κι επήρα αυτοδίδακτος το πρώτο μου πτυχίο,
όπου και με προβίβασε στης τάξης το θρανίο.
Απ’ το σχολειό στο όργωμα και πάλι ξανά πίσω,
σανό να ρίξω στα παχνιά, κοχλιούς να μπουρμπουλήσω‧
σφόδρα ν’ ανάψω τη φωτιά μήπως και δεν προλάβω
της σταύρωσής μου το σταυρό για μερτικό να λάβω.
Να γράψω καλλιγραφικά, να πάω να αρμέξω,
με του ανέμου το στοιχειό να τρέξω να παλέψω‧
κι έφτασα στα δώδεκα ψύλλο να καλιγώνω
και δυο ντουζίνες άλογα βαρβάτα να σελώνω!
Στα δώδεκα πεταλωτής και φούρναρης, επίσης,
των λουλουδιών ο κηπουρός και δαμαστής της φύσης‧
μ’ ένα θεριό στο πλάι μου πάντα να με επιβλέπει,
στο κάθε παραπάτημα στα ίσια να με φέρει.
«Άιντε, κόρη, ασ’ το νάζι και αρχίζει να βραδιάζει!
Άσε το κοντυλοφόρι... βάσταξε το πηλοφόρι!
Άγιασε τη βιοπάλη να γεμίσει το κουφάρι!
Ο άγιος φοβέρα θέλει δεξιά για να τα φέρει!»
κι έπαιρνα τα διπλώματα το ‘να μετά το άλλο
και κάτι όλο με ‘σπρωχνε να πάω παραπάνω.
Τα πόδια μου, ξυπόλυτα, στα αγκάθια πληγωμένα,
φιλούσαν τα παπούτσια μου τα χιλιομπαλωμένα!
Τύπωσα τα πτυχία μου μες του μυαλού τις θήκες
και χτύπησα αγόγγυστα της δούλεψης τις πύλες‧
μπροστά μου βρήκα το θεριό με το χαλκά στα χέρι:
«Η γνώση δεν είναι αρκετή ψωμί για να σου φέρει!
Θέλει κότσια από σίδερο, καρδιά από ατσάλι,
να σπάζεις βράχο με γροθιά, να μοιάζεις στο τσακάλι‧
να μη λιμπίζεσαι φαΐ, του ξένου τον ιδρώτα,
να ‘χεις βιασύνη άνεμου και τ’ άγιου τη ρότα.
Από το γρόσι το μισό, να κάνεις χίλια γρόσια
κι απ’ τα πτυχία που έκανες, να κάνεις κι άλλα τόσα!
Να σε θαυμάζουν οι εχθροί να σε ζηλεύουν ξένοι
κι απ’ το μισό φακόσπυρο, περίσσευμα να μένει!
Να ‘χεις τη γλώσσα σου μουγκή, τα μάτια τετρακόσια
κι απ’ όλα όσα έμαθες να μάθεις κι άλλα τόσα!
Του καραφλού την κεφαλή, μαλλί να την γεμίζεις,
χωρίς ανέμου δύναμη τον μύλο να γυρίζεις.
Άιντε, κόρη μου, προχώρα! Και προσπέρασε την μπόρα!
Άιντε, εμπρός και μη φοβάσαι, σαν λαγός όταν κοιμάσαι!»
Τρίτη, 5 Μαΐου 2020
Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη
Δεν ξέρω αν μάταια πονώ ή δίκαια υποφέρω,
αν όντως είναι ωφέλιμα τα όσα λίγα ξέρω.
Όπου μ’ έσπειραν φύτρωσα, ρίζωσα μες τον ήλιο,
την ερημιά καλόπιανα για να την έχω φίλο.
Η μοναξιά με έτρεφε, του ανέμου το τραγούδι,
το βουητό της μέλισσας επάνω στο λουλούδι‧
κι επήρα αυτοδίδακτος το πρώτο μου πτυχίο,
όπου και με προβίβασε στης τάξης το θρανίο.
Απ’ το σχολειό στο όργωμα και πάλι ξανά πίσω,
σανό να ρίξω στα παχνιά, κοχλιούς να μπουρμπουλήσω‧
σφόδρα ν’ ανάψω τη φωτιά μήπως και δεν προλάβω
της σταύρωσής μου το σταυρό για μερτικό να λάβω.
Να γράψω καλλιγραφικά, να πάω να αρμέξω,
με του ανέμου το στοιχειό να τρέξω να παλέψω‧
κι έφτασα στα δώδεκα ψύλλο να καλιγώνω
και δυο ντουζίνες άλογα βαρβάτα να σελώνω!
Στα δώδεκα πεταλωτής και φούρναρης, επίσης,
των λουλουδιών ο κηπουρός και δαμαστής της φύσης‧
μ’ ένα θεριό στο πλάι μου πάντα να με επιβλέπει,
στο κάθε παραπάτημα στα ίσια να με φέρει.
«Άιντε, κόρη, ασ’ το νάζι και αρχίζει να βραδιάζει!
Άσε το κοντυλοφόρι... βάσταξε το πηλοφόρι!
Άγιασε τη βιοπάλη να γεμίσει το κουφάρι!
Ο άγιος φοβέρα θέλει δεξιά για να τα φέρει!»
κι έπαιρνα τα διπλώματα το ‘να μετά το άλλο
και κάτι όλο με ‘σπρωχνε να πάω παραπάνω.
Τα πόδια μου, ξυπόλυτα, στα αγκάθια πληγωμένα,
φιλούσαν τα παπούτσια μου τα χιλιομπαλωμένα!
Τύπωσα τα πτυχία μου μες του μυαλού τις θήκες
και χτύπησα αγόγγυστα της δούλεψης τις πύλες‧
μπροστά μου βρήκα το θεριό με το χαλκά στα χέρι:
«Η γνώση δεν είναι αρκετή ψωμί για να σου φέρει!
Θέλει κότσια από σίδερο, καρδιά από ατσάλι,
να σπάζεις βράχο με γροθιά, να μοιάζεις στο τσακάλι‧
να μη λιμπίζεσαι φαΐ, του ξένου τον ιδρώτα,
να ‘χεις βιασύνη άνεμου και τ’ άγιου τη ρότα.
Από το γρόσι το μισό, να κάνεις χίλια γρόσια
κι απ’ τα πτυχία που έκανες, να κάνεις κι άλλα τόσα!
Να σε θαυμάζουν οι εχθροί να σε ζηλεύουν ξένοι
κι απ’ το μισό φακόσπυρο, περίσσευμα να μένει!
Να ‘χεις τη γλώσσα σου μουγκή, τα μάτια τετρακόσια
κι απ’ όλα όσα έμαθες να μάθεις κι άλλα τόσα!
Του καραφλού την κεφαλή, μαλλί να την γεμίζεις,
χωρίς ανέμου δύναμη τον μύλο να γυρίζεις.
Άιντε, κόρη μου, προχώρα! Και προσπέρασε την μπόρα!
Άιντε, εμπρός και μη φοβάσαι, σαν λαγός όταν κοιμάσαι!»
Τρίτη, 5 Μαΐου 2020
Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη
Μου αρέσει πολύ ο ρυθμός που έχει αυτή η μορφή ποίησης Μαρία. Και τον υπηρετείς με εξαιρετικό τρόπο. Ένα ποίημα "τραγουδιστό", που τρέχει τόσο όμορφα, τόσο ρυθμικά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην καλησπέρα μου καλή μου φίλη.
Η αυτογνωσία, η συνείδηση, η αίσθηση της ευθύνης, αυτό που σε μεταμορφώνει, σε ωριμάζει, σε καθορίζει σε στιγμές που κερδίζεις δίνοντας τον εαυτό σου σε αρετές ξεχασμένες, αυτό που σε μαθαίνει να χεις πάνω απ’ όλα καθαρή ψυχή αλλά και λόγο ύπαρξης, δεμένα σε πολύ όμορφο στίχο. Μπράβο Μαρία!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό βράδυ!