Θυμήθηκα… και τι δεν θυμήθηκα... Θυμήθηκα της Ιστορίας όλα τα παλιά, από όσα μπορούσα να θυμηθώ, τους μαχητές, τους ήρωες τους νέους και τους παλαιούς και τους Μακεδονομάχους.
Έτσι γίνεται σε τούτες τις δύσκολες στιγμές… ξυπνάνε μνήμες...
Θυμήθηκα συγχωριανούς, πατριώτες, συγγενείς που θυσία έπεσαν για την ιδέα την μεγάλη, στης ελευθερίας την πάλη. Και μπροστάρης ήτανε ο λοχαγός ο Δημητριός Τρουπής που και αυτός στο δήθεν, το δάσκαλο έκανε εκεί επάνω στην Μακεδονία και τα άλλα γράμματα [πράγματα] τους μάθαινε, το πώς να ξεσηκωθούνε… και έκανε και αυτός τον δάσκαλο χωρίς σε πολύ σχολειό να πάει, μα πολύ καλά «αυτά» τα δίδασκε, ως πως τα μολογάνε.
Ο νους μου ήρθε και σταμάτησε στον στρατηγό τον Μέγα! …
Τον μεγάλο στρατηλάτη!….. Τον Αλέξανδρο! Όχι για τα κατορθώματά του….. που αυτά πια είναι γνωστά και όλοι τα ξέρουν, αλλά περισσότερο για αυτό που είπε και έμεινε άφθαρτο, αιώνιο και για τον δάσκαλό του.
"Εις μεν τους γονείς μου οφείλω το ζην, εις δε τους δασκάλους μου το ευ ζην".
Με αυτά τα απλά, λιτά και μεστά περιεχομένου λόγια, απάντησε ο νεαρός τότε Αλέξανδρος, σε ερώτηση που του έγινε.
«Σε ποιόν οφείλεις μεγάλη χάρη και ευγνωμοσύνη ;»
Και είπε το ανωτέρω διά το μέχρι τότε διάβα της ζωής του, το οποίο σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει:
Την ζωή μου, την ύπαρξή μου, την φυσική μου ύπαρξη, την χρεωστώ εις την δημιουργία της φύσης , στους φυσικούς μου γονείς, [τον πατέρα μου τον Φίλιππο και την μάνα μου την Ολυμπία] που με δημιούργησαν, με γέννησαν και μου παρείχαν με φροντίδα και αγάπη την υλική τροφή, απαραίτητη για την ζωή μου, τους οποίους σέβομαι, αγαπώ και τους οφείλω ευγνωμοσύνη, ζωής.
Εις τους δασκάλους μου, [ένας εκ των οποίων ήταν ο Αριστοτέλης, ο μέγας φιλόσοφος της αρχαίας Ελλάδος] οφείλω, χρεωστώ, την ευζωία, την καλή ζωή.
Με την λέξη ευζωία, ο Μέγας Αλέξανδρος, εννοεί την μεστή, γεμάτη περιεχομένου, ζωή. Την ζωή της γνώσης, της επιστήμης, της φιλοσοφίας, της αλήθειας. Των αρετών, του ήθους, του θάρρους, της ανδρείας, του φιλότιμου, της ντομπροσύνης, της φιλοπατρίας, και του ηρωισμού. Της ψυχικής ισορροπίας, της γενναιοδωρίας, της μεγαλoψυχίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αρμονίας ύλης και πνεύματος, της αρμονικής συνύπαρξης σώματος και ψυχής, της συμβατικής συμφιλίωσης του εφήμερου και του αιώνιου.
Υλικά αγαθά, υλικά απόλαυσης, πλουσιοπάροχα, εκ καταγωγής του τα παρείχε η μακεδονική γη [η πατρική περιουσία], τροφή και για να ζήσει, όπως έθρεφε όλα τα πλάσματά της και τα γοργοπόδαρα άλογα [άτια].
Πνευματική τροφή, τροφή συναισθημάτων, ψυχικών παρορμήσεων και αρετών, του εμφύτευσε, ως τροφή, ο δάσκαλός του. Δίδαξε τον Αλέξανδρο, ο Αριστοτέλης, τους τρόπους γνώσης, μάθησης και συμπεριφοράς, αρετής, ανδρείας, γενναιοδωρίας, ψυχικής ικανοποίησης, και ισορροπίας.
Συστατικά άφθαρτα ευζωίας- καλής και ευχάριστης ζωής, πνευματικής και ψυχικής ευθυμίας.
Η ζωή χωρίς ήθος, ιδανικά και αρετές είναι κατάντημα, ζωώδης ζωή, ζωή δίχως σκοπό και νόημα. Διά αυτήν την ευζωία ο Μ. Αλέξανδρος ομολόγησε την οφειλή, απέδειξε και απόδωσε εν ζωή εις τον διδάσκαλό του την ομολογούμενη χάρη και οφειλόμενη ευγνωμοσύνη.
Ο Αλέξανδρος ήταν ευγνώμων και όχι αχάριστος.
Αυτά σκεπτόμουνα ένα βράδυ, τώρα που είμαι τεμπέλης, αργόσχολος, που δεν με κυνηγάνε οι δείκτες του ωρολογίου, συνταξιούχος, χορτάτος από ύπνο… Το μυαλό μου στριφογύριζε σαν σβούρα, στα λίγα, στα πολλά, στα παλιά και στα καινούργια. Και είπα:
Καλά ο Αλέξανδρος, καλό παιδί, καλός νέος, θαυμαστός και θαυμαστά τα έργα του και τα κατορθώματά του, αλλά αυτός ευτύχησε να έχει μάνα, την Ολυμπία και πατέρα τον Φίλιππο, που του έδωσαν για δάσκαλό του τον μεγάλο φιλόσοφο, τον Αριστοτέλη. Δηλαδή γεννήθηκε ο Μ. Αλέξανδρος από βασιλείς, σε βασιλικά παλάτια και έτσι είχε όλες τις προϋποθέσεις να ανατραφεί και να μορφωθεί σωστά, είχε από τους γονείς του γόνατα και από τους δασκάλους γνώση.
Με αυτά όλα χαιρόμουνα, για λίγο όμως, έπειτα με έπιασε το παράπονο, συλλογισμός στο νού μου μπήκε και ο νους μου έκανε το ερώτημα, δεν ξέρω πως του ήρθε, και αν ήταν πρέπον, λογικό. Μα να το ξεστομίσει! Μα νους, σκέψη είναι αυτή και χαλινούς δεν έχει!
Αμέσως το ξεμπούκαρε και να, τι είπε, με τα ερωτηματικά του !
Εμείς, εμείς καμπόσοι τι; Τι είμαστε;
Από τι, πώς και πού και πότε και γιατί;
Μήπως, μήπως το μήπως, το λάθος έγινε; το λάθος το μεγάλο;
Με αυτές τις σκέψεις, τα ερωτήματα, θυμήθηκα όλα τα περασμένα, έκανα προσκλητήριο μνήμης πραγμάτων, γεγονότων και ανθρώπων... Ήρθε και η σειρά των παιδικών μου χρόνων, των παιδιών, θυμήθηκα τους συνομήλικους, που πηγαίναμε μαζί σχολείο. Θυμήθηκα πρόσωπα, πράγματα, γεγονότα, τους θυμήθηκα όλους, δεν πιστεύω να μου ξέφυγε κανένας. Και άρχισα από την γειτονιά, από τον Λιά του Ντόρου, τον Θοδωρή της Διαμαντούς, τον Θοδωρή της Κυριακής και τον Βασίλη του Γιωργάκη… Τον Φώτη του Αγγελάκου και όλους τους άλλους που τότε παίζαμε, όταν είμαστε παιδιά.
Και σαν τέλειωσαν τα παιδιά, θυμήθηκα και τους δασκάλους του χωριού, για άλλη μια φορά, μαζί και τον δάσκαλό μου, αλλά τούτη την φορά, τους θυμήθηκα αλλιώτικα από τις άλλες. Χρόνο πολύ είχα στην διάθεσή μου, κανένας δεν με κυνήγαγε, ούτε του ρολογιού οι δείκτες, ο χρόνος δικός μου ήτανε, μπροστά μου, τον ένοιωθα, τον είχα, εγώ ήμουνα ο αφέντης, αφέντης πραγματικός, ο αφέντης που ό,τι θέλει κάνει και σε κανέναν λογαριασμό δεν δίνει…
Με πήραν τα χαράματα… και τι με νοιάζει; και τούτη ημέρα που καλά έφυγε και αυτή που έρχεται και η άλλη και η παρά άλλη που θα έρθει και οι άλλες, σαν θέλει ο Θεός καλές να τις στείλει, και εγώ αφέντης του εαυτού μου είμαι, με άλλους αφέντες και για άλλους τον αφέντη, στους άλλους εγώ δεν κάνω!
Σκεφτόμουνα, σχολίαζα, έκρινα και συνέκρινα, κατέκρινα και εκτιμούσα.
Και μέχρι εδώ καλούτσικα τα βρήκα. Ο μέγας Αλέξανδρος ήταν αυτός που ήταν. Από την δόξα του παίρνουμε, δεν μας παίρνει και αυτή δεν λιγοστεύει, είναι σαν το πηγάδι το βαθύ, που όσο τραβάς νερό, αυτό πάντα γεμάτο είναι. Αυτός είχε γονιούς αυτούς που είχε. Και δάσκαλο τον Αριστοτέλη. Και οι γονείς του πέθαναν, σκοτώθηκε, όπως λένε, ο Αλέξανδρος, πέθανε και ο Αριστοτέλης .
Έξω πίσω τους, τί άφησαν; ο καθείς τους;
Οι γονείς άφησαν τον Αλέξανδρον και αυτός την δόξα του την μεγάλη και τα κατορθώματά του και ο Αριστοτέλης την σοφία του, με τα διδάγματά του και τώρα έλα εσύ και κρίνε τους, συμπέρασμα να βγάλεις, το ποιος είναι ο σπουδαιότερος από όλους ;
Ο πιο μεγάλος, τρανός, ωφέλιμος σε τούτη την πλάση ;
Τα κατορθώματα χαθήκανε… πάλι για να γίνουν, σαν δύσκολο μου φαίνεται, από όσα καταλαβαίνω με το μυαλό που έχω. Και οι σοφίες, οι διδαχές μείνανε, τον κόσμο να καθοδηγούν!
Εσείς του κόσμου οι σοφοί και οι γραμματισμένοι και όλοι οι γραμματιζούμενοι [με τις πολλές περγαμηνές και τα πολλά πτυχία] με δύο λόγια ξάστερα, αυτό θέλω να μου ξεκαθαρίστε, χωρίς πολλές κουβέντες, για να κατασταλάξουν στο μυαλό, που τα έχω μπερδεμένα.
Ποιός είναι ο καλύτερος ; ωφέλιμος, στον κόσμο; στην πλάση;
Και αν είναι να μου τα μπερδέψετε περισσότερο αφήστε τα όπως είναι!...
Και εμείς κάποιοι είμαστε, από κάποιους γονιούς γεννηθήκαμε και είχαμε κάποιους δασκάλους. Άρχισα τις σκέψεις, τις σκέψεις τις σοβαρές, τους διαλογισμούς, τους υπολογισμούς, τους απολογισμούς και τους καταλογισμούς.
Να ιδούμε στο τέλος τι θα βγάλει, στο κάτω μέρος, στη σούμα, το κοντύλι...
Τους οφείλουμε ή μας οφείλουνε; Ή μήπως είμαστε στο πάτσι; Σε ποιους ; τι; και πόσα τους οφείλουμε; Τους οφείλουμε, μας οφείλουν, μας χρεωστάνε ή τους χρεωστάμε; Από πού; τι; και πόσα; και σε ποιούς;
Και στους υπολογισμούς και καταλογισμούς επάνω…
Να, έφτασε και η σειρά του δασκάλου…..
Ας αφήσω στο ανυπολόγιστο τους γονείς, γιατί εκεί δεν θα βρεθεί η άκρη… και μήπως βγάλει μεγάλο λάθος ο λογαριασμός και αυτό δεν κάνει….. και γράμματα… δεν ξέρανε. Φοβάμαι και μη τους ρίξω στο λογαριασμό και το άδικο δεν το θέλω.
Τότε, ας αρχίσω από τους δασκάλους μου, αυτούς που ξέρουν τα γράμματα και μόνοι τους, τους λογαριασμούς τους κάνουν, [και ας αφήσω έξω τους αλογάριαστους] και έτσι όπως μας/μου τους έμαθαν, έτσι και εγώ αυτούς [τους λογαριασμούς] θα κάνω, με κάθε ειλικρίνεια !
Και αν λάθος τους κάνω και λάθος θα βγουν, πάλι εγώ δεν φταίω. Αυτοί, με αυτά τα γράμματα που μου έμαθαν, έτσι θα τα υπολογίσω.
Και από αυτούς θα αρχίσω...
Καλοί ήσαν και οι δυό τους [μακαρίτες τώρα πια, ο Θεός να τους συγχωρέσει].
Για αυτόν τον δάσκαλο θα γράψω και θα ειπώ, για αυτόν θα εξιστορήσω, όπως τον έβλεπα τότε μικρό παιδί και τώρα τον βλέπω και τον θυμάμαι, με της ψυχής τα μάτια. Και αν κάνω λάθος και τον αδικώ, ας μου το συγχωρέσει.
Προσωπική θύμηση και κρίση μου είναι.
Αυτός είχε παράστημα αγέρωχο, ρωμαλέο, είχε το πρόσωπό του γελαστό, μάτια σπινθηροβόλα, το μέτωπο ήταν φαρδύ, γυαλιστερό, φρύδια μεγάλα καμπυλωτά σαν δύο φαρδιές καμάρες. Βλέμμα αστραφτερό, φωνή βροντώδης, σταθερή σαν της καμπάνας, κοφτή, αποφασιστική.
Είχε συμπεριφορά αρχηγική, μορφή σε ηρεμία αγγελική, τρόπους ευγενικούς… καλοσυνάτος… μπροστάρης ήταν πάντοτε σε όλες τις εκδηλώσεις τις κοινωνικές. Της κοινωνίας του χωριού, συμβουλάτορας, αρωγός, καθοδηγητής και οδηγός.
«Γκέσος» ήταν το παρατσούκλι του και, όπως τώρα το σκέφτομαι, ήταν πετυχημένο το προσωνύμιο που το επινόησαν οι απλοϊκοί άνθρωποι, συμπατριώτες μας, παρμένο, δανεισμένο εκ της ποιμενικής ζωής. Όπως το γκεσέμι στα κοπάδια [γιδοπρόβατα] πηγαίνει μπροστά και ακολουθούν ξοπίσω του τα άλλα, έτσι και ο δάσκαλός μου, μπροστάρης ήτανε σε όλα του, και πρώτος σε όλες τις λύπες και χαρές, σε όλες τις δυσκολίες της κοινωνικής ζωής του χωριού...
Δάσκαλος, γνώστης, καθοδηγητής και αναμορφωτής της κοινωνικής ζωής, της κοινωνίας του χωριού.
Χαρακτήρας ντόμπρος, με μπέσα και ειλικρίνεια. Παιδαγωγός, για τα παιδιά εμψυχωτής, δίκαιος, αυστηρός, όχι κακός και εμπαθής!
Μας δίδαξε με τον τρόπο του και την συμπεριφορά του, το θάρρος, την αυτοπεποίθηση, την υπομονή και επιμονή, τον τρόπο για την μάθηση της γνώσης, την τίμια ζωή και υπερηφάνεια!
Τι να θυμηθώ και τι πρώτα να εξιστορήσω; Το μάθημα της Ιστορίας, που όταν το δίδασκε βούρκωνε, την έλεγε με υπερηφάνεια ;
Την Γεωγραφία, τα πειράματα της Φυσικής, την άνοδο του Αρχιμήδη που με την ζυγαριά την μάθαμε στο αυλάκι της Τρανής Βρύσης και μέσα στην στέρνα έριξε τον κουβά και είδαμε όλοι πως επιπλέει!
Μετρήσαμε στην ζυγαριά την άνοδο!
Ποτέ δεν ΤΗΝ και δεν ΤΟΝ ξεχνάμε, και της Χημείας τα πειράματα, πώς γίνεται το σαπούνι και από την ζύμωση το ψωμί και το κρασί και πώς μετράνε την οξύτητα στο λάδι. Κανένας, όπως μας έλεγε, να μη μας κοροϊδεύει... Και στην Γεωμετρία και Αριθμητική ήθελε να είμαστε πρώτοι !
Χωρίς να κόψουμε τις λεύκες, τις καρυδιές, μας έμαθε να τις μετράμε, το ύψος να υπολογίζουμε και με την περιφέρεια την διάμετρο και το μισό της την ακτίνα, τον κυβισμό να βρούμε.
Και τα εργαλεία ήσαν… μια μαγκούρα χρήσιμη, στο μέτρο μετρημένη, και ο ίσκιος του ήλιου που έλαμπε το ντάλα μεσημέρι και η πλάκα το κοντύλι…
Αυτά ήσαν τα εργαλεία του… και ο κυβισμός να γίνεται στην ακρίβειά του !
Που τώρα, για τον βρουν τον κυβισμό, χρειάζεται, ίσως πολυτεχνείο…!
Και όλα αυτά τα βρίσκαμε με το μυαλό και με τον Πυθαγόρα και το θεώρημά του.
Όλα αυτά είναι γνώσεις, χρήσιμες, προσόντα μεγάλα !
Η μεγαλύτερη όμως προσφορά του δεν είναι τα γράμματα που μας έμαθε ! Άχρηστα θα πήγαιναν…
Ήταν η καθοδήγηση, η παρακίνηση που έκανε, και τις περισσότερες φορές και με το ζόρι, στους αγράμματους γονείς μας για περισσότερη μόρφωση και γράμματα, να μάθουνε στα παιδιά τους.
Χρησιμοποιούσε τον διάλογο ο δάσκαλος, την κουβέντα, την πειθώ, καμιά φορά τον θυμό, την φωνή, και την αντάρα… για να παρακινήσει τους γονείς μας να μας στείλουν στα Λαγκάδια στο Γυμνάσιο. Πίεζε με υπομονή και επιμονή, με θυμό και πείσμα. Πολύ περισσότερο επέμενε για τα αγόρια, δεν άφηνε παιδί να μη μάθει λίγα γράμματα, έστω γραφή και ανάγνωση.
[Τώρα οι νέοι που ίσως τα διαβάσουν αυτά θα τους φαίνονται παράξενα και ίσως εμένα που τα γράφω με νομίζουν…. βαρεμένο και όμως ήταν πολυτέλεια τα γράμματα, να μάθουν τότε τα παιδιά, όχι τα πολλά… ακόμα και η λίγη γραφή και ανάγνωση…]
Για τα αγόρια για όλους μας την ώρα την κατάλληλη έλεγε στους γονείς μας ότι είμαστε καλοί, έξυπνοι, φωστήρες !
Και ας μας έβαζε μικρό βαθμό.
Και οι γονείς, του έλεγαν: « Με τέτοιο βαθμό που έχουμε δεν κάνουμε για πιο πέρα…».
Ο δάσκαλος την απάντηση την είχε έτοιμη για να τους αποστομώσει:
« Δεν τους βάνω μεγάλο τον βαθμό για να μη τους τεμπελιάζω».
Να δείτε, στο γυμνάσιο θα περάσουν από τους πρώτους!
[Ήταν η εποχή που για να εγγραφεί κάποιος στην πρώτη τάξη του γυμνασίου έδινε εξετάσεις και πλήρωνε και εξέταστρα].
Όταν οι γονείς μας πρόβαλλαν δικαιολογίες την φτώχεια, την ανέχεια, την μεγάλη οικογένεια και ότι το παιδί [το αγόρι] έπρεπε να σταματήσει το σχολειό, για να δουλέψει στην μαστοριά, να προσφέρει στο σπίτι, τα άκουγε αυτά, με ένα φαρδύ χαμόγελο.
Προσπαθούσε να τους πείσει.
Και όταν αυτοί δεν έπαιρναν από διάλογο και από πειθώ, χαμπάρι, αυτός επάνω κατά επάνω. Θύμωνε, στενοχωριόταν, εκνευριζόταν, μάλωνε, συνέχεια… επιμονή και υπομονή, μέχρι να τον βαρεθούνε και να του κάνουνε την χάρη.
Σούρουπα, το βράδυ και απρόσκλητος, πήγαινε στα σπίτια και κουβέντιαζε για τα παιδιά, όταν από την μαστοριά ερχόντουσαν οι πατεράδες.
Όταν και από εκεί εύρισκε αντίδραση, του έλεγε:
- «Είναι φωστήρας το παιδί, κρίμα να πάει χαμένο!»
- Τι φωστήρας είναι δάσκαλε το παιδί; Έξη εσύ του έχεις βαλμένο! Το έξη δέκα έξη δεν γίνεται, μα δεν γίνεται ούτε και τα διπλά, δώδεκα, όσο και να πασκίσει… το δέκα μπορεί με το ζόρι να το πιάσει, να το ζυγώσει… είναι όμως αυτός βαθμός για προκοπή, ή για να μας κοροϊδεύουν; Τώρα το ξέρουν ποιοι είμαστε, εγώ και εσύ, ταχιά με αυτά που μου λες, θα μας μάθουν και οι πιο πέρα, θα μας μάθουνε και οι δώδεκα… είμαι εγώ για τέτοιες προσβολές ;
Άιντε μου, δάσκαλε στο καλό σου, μη μας βάζεις σε τέτοιες έγνοιες, φασαρίες και μπελάδες! Δεν είμαστε εμείς για τέτοια.!
«Καλά είναι, δάσκαλε, τα φαρδομάνικα… Τα φοράνε οι δεσποτάδες!»
Και ο δάσκαλος με υπομονή και επιμονή επάνω κατά επάνω, γουρλώνοντας τα μάτια του, με σταθερή και βροντερή φωνή τους λέγει: «Άκουσε ρέ….[λέει το όνομά του] και εσύ μωρή… [της λέγει το όνομά της] εγώ να ωφεληθώ, ή να βλαφθώ, αν μάθει ή δεν μάθει το παιδί σας γράμματα, δεν έχω!
Για σκεφτείτε το λιγάκι, είναι ωφέλεια δική μου ή δική σας εάν μεθαύριο με το καλό γίνει καλός άνθρωπος ;
Εσείς θα έχετε και ωφέλεια και θα υπερηφανεύεστε και εγώ το μόνο… που θα τον καμαρώνω, που τον έμαθα τα γράμματα...
Έτσι θα το σκεφθείτε και θα αποφασίσετε.
Και ένα άλλο να σκεφθείτε για καλά:
Ότι τον κασμά και το φτυάρι, το αλέτρι και το ζυγονώμι, το δρεπάνι, την βίτσα με το ξυόνι, δεν τα χάνει, θα τα βρει!...την πόρτα στο γυμνάσιο… την χάνει!
Θα την κοιτάει από έξω και πάντα κλειστή για το παιδί σας θα είναι !
Όσο για το σφυρί και το μυστρί, [τα σφυρόμυστρα] μη μου ειπείς … καταλαβαίνω, από διπλά τα έχεις…. Το ένα κρέμεται έτοιμο… στην αστράχα!
Κρέμονται, δεν χάνονται! Όποτε τα θέλεις, τα βρίσκεις, τα κατεβάζεις και του τα δίνεις, για προίκα του να τα έχεις…
Άστα! Άστα αυτά που ξέρεις και ετοίμασε το παιδί για τα Λαγκάδια.
Γελούσε, καληνυχτούσε και έφευγε.
Οι γονείς όλη νύχτα κουβέντιαζαν για να βγάλουνε την άκρη, τριβέλι τους είχε βάλει ο δάσκαλος στο μυαλό το τι θα κάνουνε με το παιδί !
Το είπε ο δάσκαλος ότι είναι φωστήρας, έλεγε ο ένας στον άλλο, ναι έλεγε ο άλλος, αλλά πού ; Στις φωλιές, στην σφεντόνα και στον τσίλικα πρώτος ! Αυτός δεν ανοίγει την φυλλάδα καθόλου ! Όπως την πάει την σάκα στο σχολειό, έτσι και την φέρνει, στο σπίτι δεν την βγάζει την φυλλάδα, δεν την ανοίγει καθόλου, φοβάται μη την λερώσει και την πάρει ο αέρας, κρυολογήσει και την πιάσει η πούντα…
Δεν είναι για γράμματα το παιδί, μη μας παίρνει ο δάσκαλος στο λαιμό του !
Πάρε το για μαστοριά, έχουμε και άλλα από πίσω, ας γραμματιστούνε τα άλλα, έλεγε η μάνα.
Δεν ξέρω τι κάνει, ασύδοτο παιδί είναι, εσένα ούτε που σε φοβάται ούτε σε υπολογίζει το παιδί, και καλά κάνει!
Ας είναι ζωηρός, είδε πατέρα ; δεν είδε πατέρα ! Τι θα γινότανε; και καλά συφέρνεται το παιδί ! Κάθε Χριστούγεννα με βλέπει και καμιά φορά της Παναγιάς ή στο σπαρτό.
Και πάλι καλός είναι.
Είναι σαν να είναι από πατέρα ορφανό, το μόνο που δεν του λείπει, το ψωμί. Μα να τον πάρω για μαστοριά ; Δεν το θέλω, το λυπάμαι… εσύ βλέπεις τα χέρια μου, τσουρούλια είναι γινομμένα… σαν της χελώνας… και πού είναι τα χαΐρια μου ; Και πού είναι η προκοπή τους; Όσο και να δουλεύουνε !
Τέτοια ζωή θα κάνει ; σαν την δικιά μου ; με το σάϊσμα στο ώμo στην Μεσσένια ; Για δουλειά ; δεν το θέλω.
Στο τέλος, τα ξημερώματα, κατέληγαν και έλεγαν:
Αφού το είπε και ο δάσκαλος ότι είναι φωστήρας και επιμένει, ήρθε τόσες φορές στο σπίτι μας και τέτοια ώρα ! ούτε μπουκιά, ούτε γουλιά κρασί, σήμερα, τούτη φορά, δεν έβαλε στο στόμα του, τον σκάσαμε τον άνθρωπο με την ξεροκεφαλιά μας !
Κάτι παραπάνω από εμάς θα βλέπει και θα ξέρει!
Εσύ τι λες;… ας τον ακούσουμε, μη του χαλάσουμε και το χατίρι !
Δεν είδες πώς επέμενε;
λες και μας ζητούσε χάρη! Λες και ήτανε δικό του το παιδί ! Δεν μπορούμε να κάνουμε και αλλοιώς δε θα έχουμε πια μούτρα να τον ξαναδούμε, ούτε για ερώτηση να τον πλησιάσουμε, ούτε κάτι για να του ειπούμε !
Και είναι χρειαζούμενος ο δάσκαλος… Τί να κάνουμε τώρα ; Τι…;
Στο τέλος συμφωνούσαν και έλεγαν και οι δύο, με βαριά καρδιά, ας του κάνουμε του δάσκαλου το χατίρι, ας δοκιμάσουμε και βλέπουμε, δύο ημέρες είναι που θα πάνε στράφι, στα Λαγκάδια, ας πάει για να μη μας βλαστημάει, όχι ότι θα κάνει τίποτα, αλλά να έχουμε και εμείς τον λόγο μας ! Να μη μας το κοπανάει μεθαύριο, ότι τον αλλοικοτήσαμε και τον καταστρέψαμε και ότι θα γινότανε και αυτός, τάχα τες μου, κάποιος !… το κάτι !… μεγάλος…. Τρανός ….. δικηγόρος…. γιατρός… και ότι, θέλει θα λέει πια και ότι δεν τον στείλαμε… του φράξαμε τον δρόμο !
Ας … Ας πάει… !
Είτε από ντροπή στο δάσκαλο, είτε ότι τους έπειθε, είτε από τους προβληματισμούς τους, έστειλαν το παιδί στα Λαγκάδια στο Γυμνάσιο να δοκιμάσει να εξεταστεί. Όταν επιτύγχανε το παιδί στο Γυμνάσιο, το πράγμα για το δάσκαλο ήταν τελειωμένο.
Ήταν μεγάλη ντροπή να μη το στείλουν πια στο Γυμνάσιο και ας είχαν μεγάλη ανέχεια… Όλοι οι γονείς τα έστελναν.
Δεν θυμάμαι παιδί που έστελναν, οι δάσκαλοι τότε στο γυμνάσιο και να μην πετύχει!
Ο δάσκαλος το είχε σε προσβολή μεγάλη !
Βλέπετε τότε υπήρχε ο συναγωνισμός, ποιανού δάσκαλου οι μαθητές θα είναι οι καλύτεροι, από όλα τα άλλα τα χωριά θα είναι πρώτοι, και από ποιο χωριό θα περάσουν τα περισσότερα παιδιά και από πού και ποιανού δασκάλου θα είναι και μετά οι καλύτεροι μαθητές…
Ευχαριστημένος, χαρούμενος, με φαρδύ γέλιο, έλεγε:
« Το είδες, το είδες, που σου είπα ότι το παιδί είναι φωστήρας και δεν ήθελες να με ακούσεις ! Θα το άφηνες το παλιόπαιδο θεόστραβο, να παιδεύεται και να παλεύει όλη του την ζωή με τις λάσπες και τα λιθάρια !
Τα βλέπουμε και τα χαϊρια της ασημότεχνης…
Τώρα… θα βρεθεί μια μπουκιά ψωμί καλύτερο να φάει!
Μέχρι εδώ οι δάσκαλοί μας, ένοιωθαν ευχαριστημένοι που τα κατάφεραν και τα παιδιά άξια, ικανά, με την αξία τους πέρναγαν στο Γυμνάσιο. Και όταν έβγαιναν τα αποτελέσματα, τις περισσότερες φορές ο δάσκαλος κέρναγε στο χωριό, στα μαγαζιά, για την επιτυχία των παιδιών !
Οι πατεράδες των παιδιών έλειπαν στην μαστοριά. Ποιος άλλος ήταν τότε να κεράσει; Οι μανάδες ;
Καταραμένη φτώχεια, δεν υπήρχε η δεκάρα… αλλά... ήσαν και τσιγκούνες… οικονόμες… την δεκάρα.. εικοσάρα… και κάτι παραπάνω… ήθελαν να την κάνουνε!
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΛΑΓΚΑΔΙΑ
Η προετοιμασία για το γυμνάσιο ήταν ολοχρονίως. Μεγαλύτερη προσοχή, φροντίδα έδινε ο δάσκαλος στα αγόρια. Τα κορίτσια έξυπνες, καλές κοπέλες ήσαν, προκομμένες όλες τους, αλλά ο καιρός, οι εποχές ήσαν λοβές, κακές για τέτοια πράγματα, για τέτοιες πολυτέλειες, που, και ο δάσκαλος να ήθελε να τις προετοιμάσει για το γυμνάσιο, ποιος τις άφηνε; για τέτοια, ποιός ;
Ο προορισμός τους ήταν το νοικοκυριό, η οικογένεια, εκεί έπρεπε να δώσουν αυτές, τις εξετάσεις τους ! Και να επιτύχουν ! Ήταν τότε σπάνιο το φαινόμενο να πάει στο γυμνάσιο κορίτσι εκείνη την εποχή!
Μόνο η Νίτσα της δασκάλας, η Αθανασία του Κερμπεσιώτη, η Γιαννούλα του Κωστάκη, η Άννα του Μπορόγιαννη και η Αθανασία του Μιχάλη θυμάμαι να πήγαν στο γυμνάσιο την εποχή εκείνη στην σειρά μου.
Απολογιστικά αν εξετάσουμε τα πράγματα, όλες οι κοπέλες της εποχής εκείνης επιτυχημένες είναι, προκομμένες είναι, διότι δημιούργησαν από πολύ ενωρίς όλες τους καλές οικογένειες, απέκτησαν καλά παιδιά, γαμπρούς, νυφάδες και εγγόνια και τώρα από νωρίς μπορούν να χαίρονται με την προκοπή τους...
Και ας μη το έχουνε παράπονο, δεν έχασαν και πολλά… και αν έχασαν και κάτι, κέρδισαν στην ζωή πολύ περισσότερα από τις άλλες που σπούδασαν και τώρα που σπουδάζουν… και κάνουν τι…;
Ο δάσκαλος και μετά τις εξετάσεις τον Ιούνιο που έκλεινε το σχολείο μας μάζευε έξω στους κήπους, στα χωράφια, πότε στου Δεμοκίτη, πότε στην Τρανή Βρύση και μας έκανε συνέχεια μάθημα, σαν σε φροντιστήριο με χωρίς την πληρωμή του.
Δεν μας άφηνε χωρίς να μας διαβάζει και να μας εξετάζει μέχρι τον Σεπτέμβρη που θα πηγαίναμε στα Λαγκάδια και μέχρι την πόρτα του Γυμνασίου μας πήγαινε, για εξετάσεις στα Λαγκάδια. Από κοντά τον είχαμε, τον νιώθαμε και μας είχε.
Και να, πώς τα έκανε ο δάσκαλός μας από όσα εγώ θυμάμαι.
(Και αν θα ξεχάσω το κάτι τις, εγώ πάλι θα φταίω, γιατί αυτά από νωρίς πρέπει να γράφονται, για να μένουν, να μην ξεχνιούνται, και όχι όταν αρχίζει να φυραίνει ο νους, γιατί τότε, σίγουρα, κάποιο λάθος θα κάνει… αλλά και τώρα πάλι καλά μου φαίνεται σαν να είναι) και ας συνεχίσω να τα λέω, όπως εγώ θυμάμαι και καταλαβαίνω.
Την παραμονή της ημέρας που θα πηγαίναμε στα Λαγκάδια στο γυμνάσιο για εξετάσεις αποβραδίς πέρναγε από σπίτι σε σπίτι o δάσκαλος και έπαιρνε την διαβεβαίωση από την μάνα ότι το παιδί θα το ξύπναγε νωρίς [μπονώρα] και θα το έστελνε το πρωί με τα απαραίτητα τρόφιμα μέσα στο σακούλι.
Δεν ξέρω, μου φαίνεται ότι θα πήγαινε για την συνεννόηση και στους Αράπηδες, κοντά μια ώρα δρόμο με τα πόδια, για να έχει και από εκεί την διαβεβαίωση των γονιών τους.
(Τα αγάπαγε οι δάσκαλος τα Αραπιοτόπουλα, περισσότερο από τα άλλα, γιατί και αυτά καθημερινά έκαναν πολλές φορές αυτόν τον ίδιο δρόμο, για να μάθουν την άλφα-βήτα με κρύα, βροχές και χιόνια…).
Η συνάντηση ήταν νύχτα, αχάραγα, το πρωί, στης εκκλησιάς το τουράκι, της Αγίας Παρασκευής, στην Τρανή Βρύση, δίπλα στα κυπαρίσσια. Εκεί μαζευτήκαμε, μας έβαλε στην σειρά ο δάσκαλος, φώναξε τον κατάλογο, είμαστε όλοι παρόντες, με τα σακούλια μας, που μέσα είχανε τα βιβλία και το ψωμί με το τυρί δεμένο στην πετσέτα, τα επιθεώρησε, τα βρήκε όλα σε τάξη.
Το σακούλι του δάσκαλου ήταν κάτι το διαφορετικό, δεν ήταν υφαντό του αργαλειού, όπως ήσαν όλα τα άλλα. Το χρώμα του ήταν χακί με λουρίδα και χαλκάδες.
Μου φαίνεται πως ήταν το σακίδιο στρατιωτικό. Θα το είχε φέρει αυτό το ίδιο που το είχε σαν αξιωματικός που ήταν, από τον πόλεμο του σαράντα, της Αλβανίας το ενθύμιο! Και για αμοιβή του στης λευτεριάς την μάχη...
Βάλαμε τα σακούλια μας ντραβιντσίκα, μας έβαλε τους κοντούς και αδύνατους μπροστά, έναν-έναν, και έδωσε το παράγγελμα:
«Προσοχή ! Ανάπαυση! Προσοχή!».
Κάναμε την προσευχή και μετά το παράγγελμα:
«Βάδην! Εμπρός Μάρς!».
Και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε στου Ντελί στο Σφενταμάκι, στην Kερσίζα, στην Λεσιά.
Άρχισε να χαράζει και εκεί ο καθένας μας φάνηκε με τι ενδυμασία ήταν ντυμένος. Όλοι από τα ίδια φοράγαμε, το ντρίλινο παντελόνι και το πουκάμισο τον αλατζιά, από τον αργαλειό [τον λάκκο] υφασμένο και αυτό των περισσοτέρων, από την Νταρομαρία, την μοδίστρα, ήταν ραμμένα.
Όλα ήσαν καθαρά και στο κεφάλι τα μαλλιά, με την χοντρή την μηχανή ήταν φρεσκοκουρεμένα. Και τότε είδα τα σακούλια στον ώμο να κρέμονται, καλά θυμάμαι… και το καλύτερο ήταν, του ξαδέλφου μου του Νιόνιου το σακούλι.
Ήταν καινούργιο, κεντημένο, στον αργαλειό φτιαγμένο, με φούντες στα μπουζάνια του, είχε καινούργιο το προβάζι. Ήταν το σακούλι το καλό στο γιούκο φυλαγμένο, που μέσα εκεί βάζανε της νύφης την κουλούρα, όταν πήγαιναν στο συμπεθεριό, στο σπιτικό της νύφης, να πάρουν τα προικιά. Και από παπούτσια, από ότι, θυμάμαι, οι περισσότεροι φοράγαμε τις προκαδούρες, αρβύλες με βακέτα. Μόνο ο Λιάς του Ντόρου φόραγε το κόκκινο καφέ σκαρπίνι.
Μόλις ανεβήκαμε την Λεσιά περάσαμε το Κατσεπέικο χωράφι, ανηφορίσαμε λιγάκι, περάσαμε δίπλα στου Αντριόπουλου το αλώνι και μετά από λίγο φτάσαμε στη στροφή που πάει, στα Παλιογούβια και πήραμε το σούρμα, που περνάει στην βρύση, στον Πλατανάκο και εκεί αντικρίσαμε τα Λαγκάδια.
Οι περισσότεροι από εμάς δεν είχαμε πάει στα Λαγκάδια, από μακριά τα βλέπαμε, από τον Αρτοζήνο, από το Βουνό από την Κάπελη στα αμπέλια. Από εκεί αγναντεύαμε τα αυτοκίνητα, που έτρεχαν στον δρόμο, απέναντι τον Λαγκαδιανό γρήγορα και εμείς λέγαμε, όταν είμαστε μικρότερα, να πως τρέχουνε … οι άλλες χελώνες...!
[Δεν είχαμε ιδεί αυτοκίνητο από κοντά και το νομίζαμε, τότε ότι ήσαν… αλλιώτικες χελώνες].
Είχαμε ακούσει ιστορίες για τα Λαγκάδια και ο καθένας μας με την φαντασία του, την έπλαθε όπως επιθυμούσε. Ήταν μπονόρα- γλυκοχάραμα, η ώρα που ρόδιζε η ανατολή, και ξύπναγαν στην δύση και φάνηκαν απέναντι μακριά, τα Λαγκάδια. Τα φανταστήκαμε σαν την γη της Χαναάν και τον δάσκαλο σαν τον Μωυσή που οδηγούσε τους μαθητές, τον λαό στην γη της επαγγελίας.
Μας σταμάτησε, μας έδωσε το παράγγελμα, βαθιές αναπνοές, με τα χέρια στην έκταση, και έκανε τον έλεγχο ρωτώντας μας, είμαστε όλοι εδώ, λείπει κανένας;
Εδώ, με μια φωνή απαντήσαμε, όχι δεν λείπει… κανένας.
Από ότι τώρα καταλαβαίνω, δεν περίμενε από εμάς να του ειπούμε ότι είμαστε όλοι εκεί καλά, αυτός με μια ματιά, όλα τα έβλεπε, όλα τα έλεγχε, ήθελε να μας ελέγχει, κατά πόσο εμείς, είμαστε υπεύθυνοι, να προσέχει ο ένας τον άλλον, μας είχε δώσει εντολή, διαταγή ο καθένας μας θα ήταν υπεύθυνος για τον συμμαθητή του που ήταν μπροστά του, δίπλα του και πίσω του, θα το προσέχει να μη πάθη κάτι, θα τον παρακολουθεί που πηγαίνει και αμέσως θα το αναφέρει και έτσι όλοι μας φρόντιζε, ο ένας το άλλον και είμαστε όλοι καλά και οργανωμένοι.
Εκεί μετά τις εισπνοές και τον έλεγχο μας μίλησε για τα Λαγκάδια, σύντομα και για την ιστορία τους, για τους Δεληγιανναίους και άλλα πολλά.
Μετά μας έδωσε την εντολή, να τραγουδήσουμε το τραγούδι, εμβατήριο <<Η δόξα με τα αθάνατα φτερά >> ήταν το αγαπημένο του τραγούδι, εμβατήριο.
Και το γράφω όπως τώρα το θυμάμαι, από τότε για να το θυμηθούν και άλλοι φίλοι και συμμαθητές. Αν δεν το θυμάμαι καλά, να το θυμηθούνε και άλλοι, να το θυμηθούμε και να το συμπληρώσουμε. Τώρα όσο ο καιρός περνάει τόσο μου αρέσουν περισσότερο τα παλιά.
<<Η δόξα με τα αθάνατα φτερά
που στην Ελλάδα πάντα περιπατεί- περιπατεί,
στεφάνια πλέκει θαλερά- θαλερά
και στεφανώνει κάθε νικητή- νικητή.
Χαρά στον κάθε νικητή-νικητή,
οπού στο μέτωπο –στο μέτωπο η νίκη, στεφάνι του φορεί- του φορεί…! >>
Μόλις τέλειωσε το τραγούδι με φωνή, βροντερή, σταθερή, ηγετική. Είπε:
Ακούτε;
Ναι ε ε ε! Ήταν η απάντηση.
Με αστραφτερό-σπινθηροβόλο βλέμμα μας κοιτάζει όλους και είπε:
Όλοι σας είσαστε άξιοι και θα πετύχετε… !
Όταν σας ρωτάνε οι καθηγητές θα απαντάτε δυνατά, τόσο δυνατά, όπως, ακριβώς τραγουδήσαμε τώρα και όποιος μπορεί ακόμα περισσότερο, τόσο που από την φωνή να σπάσουν τα τζάμια από τα παράθυρα!
Μη φοβηθείτε ρε, από την ζημιά, για τα τζάμια που θα σπάσουν, εγώ θα είμαι εκεί θα τα πληρώσω, εγώ θα τα αγοράσω αμέσως από το μαγαζί του Κωστή του Ανθούλη, και θα τα βάλουμε …
Όλοι σας πρέπει να περάσετε στις εξετάσεις και όπως τώρα πηγαίνουμε, τραγουδώντας, έτσι πρέπει να γυρίσουμε πίσω στο χωριό τραγουδώντας και καμαρώνοντας.
Κοιτάτε, ρε… μη με ντροπιάσετε, μη με προσβάλετε και με κάνετε ρεζίλι!
Πώς θα γυρίσουμε πίσω στο χωριό; Θα μας κοροϊδεύουν!..
Όχι… είπε μου φαίνετε ο Λιάς του Ντόρου, που ήταν τότε, ο ποιο κοντός και μικρόσωμος και απαντήσαμε και όλοι οι άλλοι με μια φωνή, όχι.
Τότε δεν θα είναι να ξαναπατήσουμε πίσω, το χωριό, θα είναι να πάμε να βρούμε τρούπα να κρυφτούμε. Πρέπει να σιάξουμε, όχι, προς κατά το χωριό, αλλά, προς κατά τα βράχια, στα βράχια στους Αρουλιάκους! Είπε ο δάσκαλος.
Όχι, είπαμε όλοι με μία φωνή. Τότε όλοι μας θυμηθήκαμε, αυτό που δίδασκε,
το << Η τάν ή επί τάς>> ! Με πείσμα μέσα μας μεγάλο να πετύχουμε όλοι !
Ο δάσκαλος, σφύριξε με την σφυρίχτρα και έδωσε το παράγγελμα:
Προσοχή! Ανάπαυση! Προσοχή! Εμπρός Μαρς!.
Αρχίσαμε και ροβολέναμε την πλαγιά στα παλιογούβια, προς την Aπάνω Tσικούλα.
Μπροστά πήγαινε ο δάσκαλός μας, ο δρόμος, ήταν στενός και κακοτράχαλος μας έλεγε, να πατάμε όλοι στην ίδια πατημασιά, όπου πατάω εγώ, στα αχνάρια τα δικά μου μας έλεγε,
Στα αχνάρια μου !… Στα αχνάρια μου ….!
Διάλεγε τον δρόμο και που θα πατήσουμε, ο δάσκαλος μας να είναι σταθερή, η περπατησιά, να μη γυρίσει καμιά πέτρα και στραμπουλίξουνε κανένα πόδι ή πάθουμε κάτι το κακό.
Μέχρι και πώς να περπατάμε και να συνεργαζόμαστε, να προσέχει ο ένας το άλλον μας μάθαιναν τότε οι δάσκαλοι !
Εμείς όμως αγριοκάτσικα όλοι μας τότε, μαθημένοι από τέτοια, γελούσαμε κρυφά από μέσα μας με την μεγάλη φροντίδα του για εμάς !
Τότε δεν ξέραμε, τώρα αντιλαμβανόμαστε την υπευθυνότητα, το ότι, δεν έπρεπε να συμβεί κάτι που θα ήταν σε βάρος του αποτελέσματος των προσπαθειών όλων μας.
Τέτοιοι ήταν οι δάσκαλοί μας. Έτσι ήσαν και πρέπει να είναι οι αρχηγοί έτσι πρέπει να είναι οι δάσκαλοι, οι ηγέτες !
Στα αχνάρια μου ! Στα αχνάρια μου !….
Στα αχνάρια τους και στην περπατησιά τους….!
Στο δρόμο μας έκανε ανακατωμένες ερωτήσεις, Ιστορίας , Γεωγραφίας , Θρησκευτικά, Αριθμητική, Φυσική, Χημεία, Γεωμετρία και ερωτούσε όλους για όλα, χωρίς να το περιμένεις και έπρεπε να έχεις τα αυτιά σου ανοικτά και το μυαλό σου να δουλεύει, σε τι μάθημα θα σε ερωτήσει, αμέσως να απαντήσεις, γιατί αν δεν απαντούσες αμέσως, και γρήγορα, αμέσως τον άλλον, ρώταγε και σε άφηνε στην ααα, για την επόμενη φορά, που θα είχες ξυπνήσει και έτσι μας είχε όλους ξύπνιους και στην τσίτα… στο ζόρι…!
"Το ζόρι βγάζει το λάδι", όπως έλεγε.
Και με τις ερωτήσεις που μας έκανε, όλα στριφογυρίζανε στο μυαλό μας, λαλούσαν τα μαθήματα και χόρευαν οι σελίδες, στο τι θα μας ρωτήσει; Την άλωση της Τριπολιτσάς την άλωση της Πόλης; Την μάχη της Γραβιάς ή για τον Λεωνίδα της Σπάρτης, τον Μυστρά με το Παλαιολόγο την μάχη του Πέτα και της Βέργας τα Δερβενάκια η την Ναυμαχία του Ναυαρίνου ;
Από την Xημεία την ένωση του οξυγόνου και υδρογόνου που κάνουν το νερό, την ηλεκτρόλυση και τις ζυμώσεις ;
Και από την Aριθμητική, τα κλάσματα, τους συμμιγείς, τους τόκους ;
Και από την Γεωμετρία, το τετράγωνο, το τρίγωνο, το κύκλο, την σφαίρα και πως βρίσκουμε τον κυβισμό στα δέντρα, χωρίς να τα κόψουμε, με τον Πυθαγόρα ;
Μα αυτό μακάρι να σας το ρώταγαν, όλοι το ξέρετε, θα το απαντούσατε πρώτοι!... και για την άνωση του Αρχιμήδη. Θα είσαστε όλοι πρώτοι δεν θα είναι από πουθενά, αλλού να τα ξέρουνε καλύτερα από εσάς, θα είσαστε οι φωστήρες…!
Υπάρχει κανένας που δεν το θυμάται;
Το θυμάσαι Γιάννη του Σταύρου ; Ναι είπαν όλοι ! Και εγώ βιαστικά είπα:
"Tην μαγκούρα τον ίσκιο και το τετράγωνο της υποτείνουσας".
Όλοι γέλασαν… O δάσκαλος μας και εγώ μαζί, με όλους και μου είπε:
Ναι αλλά εκεί, όμως, θα τα ειπείς καλύτερα !
Ναι, απαντήσαμε.
Τότε όλοι φουσκώναμε, ότι είμαστε οι καλύτεροι, οι μοναδικοί…! Οι φωστήρες…!
Σε λίγο φτάσαμε σε πλάτωμα, σε ίσιωμα, στο πλάτωμα στην Επάνω Τσικούλα, σταματήσαμε και μαζευτήκαμε γύρο του, λίγο να ξαποστάσουμε, να πάρουμε μια ανάσα, εκεί μας είπε:
Tώρα που θα αρχίσουμε να κατηφορίσουμε θα ιδούμε τα ονόματα… !
Και εμείς εμείναμε με την απορία σαν τι;
Τί ονόματα είναι που θα ιδούμε;
Είναι Ηρώων, μαχητών, παλιών ή καινούργιων;
Είναι σε μάρμαρο γραμμένα και πότε έγινε η μάχη;
Φρέσκια είναι η μάχη ή παλιά και εμείς δεν την διδαχτήκαμε και αυτή την μάχη της ιστορίας δεν την ξέρουμε και μπορεί να μας την ρωτήσουν !
Κρύος ιδρώτας μας έπιασε και ας φυσούσε ο δροσερός αέρας.
Ο δάσκαλος μας συνέχισε να λέει και την απορία μας αρχίζει να την λύνει.
Τι μάχες είχαν γίνει;
Να έρθει το μυαλό μας στην θέση του.
Από αυτό τον δρόμο ρεεέ παιδιά, που τώρα εμείς, περπατάμε, πέρασαν και άλλα παιδιά σαν και εσάς και πήγαν στο Γυμνάσιο στα Λαγκάδια, και έμαθαν γράμματα και έγιναν άνθρωποι, χρήσιμοι, ωφέλιμοι, καλοί, μεγάλοι και τρανοί!
Ακούτε, βρέ, για να το βάλετε καλά μέσα στο μυαλό σας και να το θυμάστε πάντα ότι:
<<άνθρωπος αγράμματος, είναι ξύλο απελέκητο>> και όσα περισσότερα γράμματα θα μάθετε τόσο περισσότερο καλό θα είναι, για τον εαυτό σας, τον πατέρα σας, τα αδέλφια σας, το χωριό μας και το έθνος μας .
<<Όποιος δεν ξέρει γράμματα είναι σαν τον κασμά χωρίς στειλιάρι>>.
Δεν σκάβει, δεν μπορεί να σκάψεις τον κήπο να βάλεις πατάτες, κρεμμύδια, φασόλια, ντομάτες, αγγούρια, λάχανα ….
Πρέπει πρώτα να πας στο λόγγο να ψάξεις να βρεις το ξύλο να φτιάξεις το στειλιάρι να το βάλεις στο κασμά για να σκάψει. Έτσι είναι και τα γράμματα….
Τα ακούτε βρέεε ; Ναι εεε ! η απάντηση με μία φωνή. Και συνέχισε:
Είναι γραμμένα στο ακόνι στις πλάκες και δεν σβήνουνε ποτέ…
Σταμάτησε για λίγο, ξεροκατάπιε, σιγή, μόνο ο αέρας που φύσαγε ανακάτευε τα μαλλιά του και εμείς ακόμα μέναμε τις σκέψεις που έκανε ο νους μας, δεν ξέραμε τι ονόματα, γραμμένα ήσαν ;
Όλοι μας φανταστήκαμε ότι εκεί στο ξέφωτο στην ανηφορίτσα θα έγινε καμιά μάχη μεγάλη με της πατρίδας τους οχτρούς και έγραψαν κάποιοι από αυτούς που έζησαν έπειτα τα ονόματα των μαχητών, ηρώων, ποτέ να μη ξεχνιούνται.
Και όλοι μας περιμέναμε με ανυπομονησία να ιδούμε και να ακούσουμε τι είναι αυτά τα ονόματα, ποίοι ήσαν αυτοί οι άνθρωποι, από πού και τι σπουδαίο –μεγάλο και τρανό, καλό κατόρθωμα έκαναν;
Ο δάσκαλός μας με μία κίνηση του χεριού του, έφτιασε τα μαλλιά του και με την βροντερή, καμπανιστή σταθερή φωνή συνέχισε να λέει:
Είπε το εμπρός μάρς και αρχίσαμε με την σειρά μας την κανονική πάλι να ροβολαίνουμε.
Ο ήλιος ξεπρόβαλε από την πλαγιά του Αρτοζήνου και χάϊδεψε τα μέτωπά μας. Το μέτωπο του δάσκαλου με την λίγη φαλάκρα γυάλιζε ακτινοβολούσε και τα μάτια του στο ήλιο σπινθηροβολούσαν επιβλητικά και μας μετάδιναν θέληση τόλμη θάρρος.
Εφτάσαμε στις στροφές ο δρόμος μονοπάτι. Εδώ, είναι οι πλάκες…
Εδώ είναι τα ακόνια… Εδώ είναι τα ονόματα !.. το είπε με θαυμασμό μεγάλο…
Εδώ είναι τα ονόματα αυτών που περάσανε από αυτό το δρόμο, το μονοπάτι, από τον δρόμο της Τσικούλας.
Απάνω, κάτω, πήγαιναν στα Λαγκάδια στο Γυμνάσιο και έμαθαν τα γράμματα και έγιναν καλοί και χρήσιμοι άνθρωποι στον εαυτόν τους και στην κοινωνία.
Τότε η καρδιά μας ήρθε στην θέση της…
Δεν ήταν ιστορία που θα μας την ρωτάγανε εκεί που θα πηγαίναμε... ! και δεν θα ξέραμε…!
Εδώ είναι οι εργάτες, οι μαχητές, οι ήρωες, όχι του πολέμου και της καταστροφής, είναι οι ήρωες, της ειρήνης, της αγάπης και της προόδου….
Και άρχισε να διαβάζει τα ονόματα, τώρα θαρρώ, πως απέξω τα έλεγε, από εδώ πέρασε ο γιατρός μας, ο Γιάννης Δημόπουλος [ο γιατρός ο Δήμος], ο αδελφός του Πάνου Δήμου, για να καταλάβετε, έμαθε γράμματα πολλά, έγινε γιατρός καλός άνθρωπος και πολύ βόηθησε και φτιάχτηκε το σχολείο μας, το κάτω Δημοτικό και μάθατε εσείς και θα μαθαίνουν και άλλα παιδιά γράμματα.
Έφτιαξε και την βρύση, «του Γιατρού την Βρύση» που ξέρετε στην δημοσιά, πίνουν νερό και ξεδιψάνε οι αποσταμένοι ζευγολάτες με τα ζα τους και η εργατιά που έρχονται από τα χωράφια, τον Αρτοζήνο και οι στρατολάτες και μας έδειξε τα γράμματα τα αρχικά στο ακόνι χαραγμένα. Τον γιατρό δεν τον ξέραμε δεν τον είχαμε ιδεί οι περισσότεροι μας μέχρι τότε και καθένας μας το έφτιαχνε από τις περιγραφές με τα δικά του μάτια, της φαντασίας του.
Να εδώ και το όνομα του δάσκαλου του Μήτσου Σχίζα.
Να και εδώ είναι του παιδιού του Νίκου Σχίζα που έγινε στρατιωτικός γιατρός …
Να και εδώ είναι του δάσκαλου του Χρήστου Δάρα που το παιδί του ο Στάθης τώρα βγήκε γιατρός, τον είδατε της Παναγίας στο χωριό, να και το όνομά του, που είναι γραμμένο….
Εδώ σε τούτη πλάκα είναι των δασκάλων πού είχατε, όλα μαζί, είναι γραμμένα των δασκάλων σας, του Λεωνίδα Παππαθωμόπουλου, της Γεωργίας Στρίκου, του Γιώρη του Αναστασόπουλου και του Βασίλη Δάρα. Να και το δικό μου μικρούτσικο είναι γραμμένο. Τότε που το έγραψα ήμουνα μικρός κοντός και αδύνατος, δεν μπόραγα φαίνεται, να το γράψω…..
Εδώ είναι του Μήτσιου Δάρα του Τελώνη και του αδελφού του Γιώργη. Και μόλις άκουσα την λέξη Τελώνης, σαν κάτι κακό, μου φάνηκε πως ήταν, δεν την ήξερα, μόνο στην εκκλησιά την είχα ακούσει, ετούτη την κουβέντα [στην παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου]. Τότε, λούμωξα, το βούλωσα, δεν ρώτησα για να μη με αποπάρει, δεν ήταν ώρα για τέτοια, μετά ερώτησα και έμαθα πως καλό πράγμα είναι και τούτη η λέξη και καλός άνθρωπος την είχε, και πολύ ύστερα που έμαθα περισσότερα πολύ καλά την λέξη [το αξίωμα] την/το, τίμησε, ας την/το τιμούσαν και τώρα…. οι άλλοι.
Να αυτό είναι του Θοδωρή του Δημόπουλου του Σιώκου και αυτό του Θοδωρή του Τρουπή του Γιωργιού, του Μήτσιου του Δημόπουλου του Μητροσπήλιου που είναι αξιωματικοί της χωροφυλακής και τούτο εδώ Ν.Α.Σ είναι του Νίκου Σχίζα του παππά, αυτός είναι στην γεωπονική σχολή, θα γίνει γεωπόνος καλός την Γη μας, να φροντίζει να κάνει άφθονους, καλούς, καρπούς, για να χορτάσει η πλάση.
Και αυτό Χ.Α.Π είναι του Χρίστου του Παναγόπουλου, του Θανασάκου, που και αυτός ήταν, πολύ καλός, στα γράμματα, στο γυμνάσιο και πέρασε στην πιο καλύτερη σχολή, στο Πολυτεχνείο, θα φτιάχνει καλλιτεχνήματα , σχολειά και εκκλησιές, κτήρια μεγάλα, δρόμους και γεφύρια στέρεα, για να κυκλοφορεί ο κόσμος με ασφάλεια, χωρίς να κινδυνεύει να πνιγεί, περνώντας μέσα στα ποτάμια.
Για κοιτάτε εδώ τι γράφει; Και έδειξε με την χοντρή την βέργα!..
Ι. Γ.Δ Ο Γιάννης του Γιόκου Δάρα είναι αυτός.
Από αυτό τον δρόμο πέρασε και αυτός και έμαθε γράμματα και τώρα στην Σχολή Ευελπίδων είναι Εύελπις, θα γίνει αξιωματικός του στρατού, και Στρατηγός, μεγάλος. Τον ξέρετε, τον είδατε της Παναγιάς την εκκλησιά στο πανηγύρι, στην περιφορά της εικόνας, με την άσπρη την στολή του, το καπέλο του και το σπαθί να κρέμεται στο πλάι… Είδατε πως ήταν ψηλός, ωραίος, λυγερός και περπάταγε με καμάρι.
Μαζί του ήταν και ο Χρήστος ο Μαραγκός, αυτός είναι Ίκαρος, θα γίνει αεροπόρος, αξιωματικός ακόμα πιο μεγάλος αυτός που πέτυχε στη Σχολή Ικάρων είναι έξυπνος, διάβασε πολύ και έχει μεγάλο θάρρος …
Τους είδατε και τους δύο σε αυτούς να μοιάστε και να πετύχετε, όχι μόνο τώρα, εδώ χάμου …που δεν είναι τίποτα … αλλά και παρέκει…
Και συνέχισε να λέει και άλλα πολλά ονόματα του Ηλία Χρήστου Παπαγεωργίου και άλλα….. και μετά είπε ακούστε βρε και τώρα κάτι, και όλοι τεντώσαμε τα αυτιά μας να ακούσουμε και τι ακούσαμε το Θ. Κ. Τ.
Τι λέει αυτό μας ρώτησε. Κανένας δεν απάντησε …!
Αυτό είπε είναι το όνομα του Θοδωρή του Τρουπή της Μυλωνούς που από μικρός πολύ μικρός έμεινε ορφανός, και με την θέληση που είχε έγινε δάσκαλος από τους πρώτους …! Kαι αυτή είναι η Μαρία Παναγοπούλου καλή ήταν θα γινόταν και αυτή κάτι καλό το κακόμοιρο αρρώστησε... και διάβαζε και έλεγε για τον καθένα από κάτι.
Περίμενα, περίμενα, με τεντωμένα όλη την ώρα τα αυτιά μου και είχα ιδρώσει από την αγωνία μου μήπως μου ξεφύγει να ακούσω και το όνομα κάποιου Βέργου …!
Δεν το άκουσα… Bουρκώσανε τα μάτια μου πολύ μου κακοφάνηκε [τώρα το εξομολογούμαι] και απόκρυφα έκανα το σταυρό μου…! Και είπα από μέσα μου, βοήθα με θεέ μου να γραφτεί και το δικό μου και κάποια άλλη φορά να ακουστεί εδώ και το όνομα Βέργος. Και βόηθησε ο Θεός και γίναμε τρείς οι Γιάννηδες Βεργαίοι που τέλειωσαν πρώτα το Γυμνάσιο. Τις δύο προηγούμενες χρονιές είχαν περάσει στο Γυμνάσιο οι δύο Βεργαίοι Γιάννηδες. Ο Γιάννης Βέργος του Νικολάου [του Κογκρέσου] και ο Γιάννης Βέργος του Δημητρίου και μετά ακολούθησαν πολλοί.
Και άλλα πολλά ονόματα στα γρήγορα διάβασε σαν να έκανε προσκλητήριο ηρώων και αγωνιστών της ειρήνης της αγάπης της προκοπής και της προόδου ψυχικά ευχαριστημένος και μία σκέψη του πέρασε από τον νου τον έφερε στα πίσω και σκυθρωπό το πρόσωπο είπε παιδιά τώρα πάμε μην αργήσουμε εκεί δεν μας περιμένουν και άλλη φορά λέμε περισσότερα.
Κινήσαμε και κατεβαίναμε και ο δάσκαλος ψιθυριστά μονολογούσε:
Καταραμένη φτώχεια, ανέχεια πόσα και πόσα έξυπνα γρήγορα μυαλά πεδουκλώνεις και μοιάζουν και περπατάνε σαν τα βαρβάτα τα άλογα που είναι καρφοπιασμένα και σε όλους φαντάζουν πως είναι βλάκες…!
Μετά από λίγο πάλι άρχισαν οι ερωτήσεις. Κατεβήκαμε την Τσικούλα και φτάσαμε στο ποτάμι το Μπούφι και περάσαμε με προσοχή, νερό πολύ δεν είχε.
Μόλις περάσαμε μας είπε γιατί τον λένε Μπούφι και νομίζω πώς ήταν δική επινόηση και η εξήγηση, της ονομασίας.
Αυτή η ιστορία ήταν, διδακτική καλή, για την περίσταση, χρήσιμη, πάντοτε να την θυμόμαστε, όταν πλησιάζαμε, τον ποταμό, το Μπούφη να περάσουμε. Και είπε :
Να προσέχουμε!...Να μη του πάμε , «σαν στον μπούφη, το πουλί » και συνέχισε:
Ο μπούφης είναι ένα τεμπέλικο πουλί, μοιάζει το χρώμα του με τα ξερά κλαδιά των δέντρων, σε αυτά τα κλαδιά κάθεται και περιμένει ακούνητο με ανοικτό το στόμα, τα πουλιά που δεν προσέχουν νομίζουν πως το ράμφος του είναι ξηρό κλαδί, πηγαίνουν κάθονται στο ράμφος και αυτό χωρίς κόπο τα πνίγει και τα τρώγει.
Έτσι και το ποτάμι, κάθεται και εάν δεν προσέξουμε πριν μπούμε μέσα, μήπως κατεβάσει και δεν πάρουμε προφυλάξεις θα πνιγούμε, και δεν θα φταίει ο Μπούφης το ποτάμι, αλλά εμείς, που δεν προσέχουμε!
Πάντοτε τα θυμόμαστε αυτά, όταν πλησιάζαμε να περάσουμε τον Μπούφη και προσέχαμε, και δεν του πήγαμε κανένας « σαν στο μπούφη, το πουλί», όταν, γυμνασιόπαιδα τον περνάγαμε συνέχεια και με το σακούλι φορτωμένα.
Πήραμε το μονοπάτι την ακροποταμιά, περάσαμε την εκκλησιά του Άγιου Νικόλα κάνοντας το σταυρό μας και συνεχίσαμε, περάσαμε στο μύλο της Ελένης και ποιόν πάνω στου Βουτυριά το μύλο πιάσαμε την ανηφόρα και οι δύο μύλοι αλέθανε το φρέσκο το σιτάρι και συναυλία έκανε, στην ρεματιά των μύλων, το βαρδάλι.
Σιγά-σιγά ανηφορίσαμε, και όσο, ανεβαίναμε, σιγά-σιγά οι ερωτήσεις από τον δάσκαλο λιγόστευαν.
Δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε γιατί είχαμε λαχανιάσει, η ανηφόρα αυτή, είναι μεγάλη και απότομη.
Φτάσαμε στα πρώτα σπίτια των Λαγκαδίων στο Άγιο Γιώργη, εκεί σταματήσαμε, καθίσαμε, κάτω στην μάντρα στο πεζούλι, βγάλαμε ο καθένας μας από το σακούλι του το ψωμότυρο και φάγαμε, μια μπουκιά. Σε ποιόν πήγαινε κάτω από την αγωνία μας, αλλά ο δάσκαλος που ήξερε, επίμενε για να φάμε, τρώγετε γρήγορα μας είπε και όλους μας παρακολουθούσε να φάμε μια φέτα, τουλάχιστο ψωμοτύρι.
Ήπιαμε από την βρύση εκεί νερό, μπήκαμε σε τριάδες, φτιαχτήκαμε και μας είπε, να περπατάμε όχι σβαρνίζοντας, αλλά πατώντας όπως, εγώ σας έχω μάθει την περπατησιά, πατώντας πρώτα το τακούνι και ψιλά το κεφάλι, όχι φοβισμένα, ζωηρά, περήφανα, καμαρωτά και από τώρα και μετά, θέλω να μη με αναγκάσετε, να μεταχειριστώ την βέργα !
Τα ακούς Γιάννη του Σταύρου;
Ναι, απάντησα και εγώ μαζί με τους άλλους, εμένα όμως, κοίταγε, ο δάσκαλος δεν μπορώ να ειπώ πως με είχε και άχτι, γιατί αυτός τους γονείς μου παρακίνησε, στα γράμματα να με στείλουν !
Η προκαδούρα της αρβύλας μας ακουγόταν ρυθμικά, πατώντας στο καλντερίμι, φτάσαμε στην δημοσιά και εκεί συναντηθήκαμε με άλλα παιδιά, που και αυτά ερχόταν στην γραμμή συντεταγμένα, ήσαν λιγότερα από εμάς και όπως μετά έμαθα, ήσαν από το Ρεκούνι και ο δάσκαλος ήταν ο Χούπας.
Ήταν από τους καλούς και είχε και αυτός καλή την φήμη. Χαιρετηθήκανε μιλήσανε οι δάσκαλοι και ο ένας κοίταγε, τα παιδιά του άλλου, για τους δικούς τους λόγους.
Τότε υπήρχε, συναγωνισμός, η αξιολόγηση, σε όλους και σε όλα!
Δεν ήτανε μπαιριάνι !
Έπαιρνε ο καθένας την αμοιβή του, τα μπράβο, τους επαίνους του κατά την αξία του και την δούλεψή του !
Ήθελαν να καταλάβουνε να μαντέψουν, οι δάσκαλοι, ποιανού παιδιά φέτος, είναι καλύτεροι μαθητές και θα περνάγανε στις εξετάσεις πρώτοι ;
Με αυτούς συναγωνιζόμαστε εμείς και οι δάσκαλοί μας. Και όπως έμαθα μετά, στις εξετάσεις ήρθαμε και οι δύο μας από ίσια και πρώτοι.
Προχωρήσαμε, μας είχε βάλει στα δεξιά του δρόμου και αυτός στα αριστερά μας, προφυλαγμένοι να είμαστε από τα λίγα αυτοκίνητα που περνούσαν που οι περισσότεροι τώρα τα βλέπαμε από κοντά... Τι λογά είναι... και τα θαυμάζαμε με απορία.
Στην πλατεία όταν φτάσαμε είδαμε το Γυμνάσιο να στέκεται στην πλαγιά πελεκητό ψιλό περήφανο αγέροχο γενναίο, ανεβήκαμε τα φαρδιά σκαλοπάτια και μπήκαμε στο προαύλιο βάλαμε κάτω τα σακούλια μας με την σειρά που είχαμε. Εκεί και άλλα παιδιά ήσαν μαζεμένα από τα άλλα χωριά και περιμέναμε.
Εφ όσον είπα και έγραψα για δύο τρείς, είναι άδικο, όλους πρέπει να μνημονεύσω και λάθος θα προσπαθήσω να μη κάνω, προ πάντων να μην ξεχάσω κανέναν και αν γράψω κανέναν παραπάνω που δεν ήταν εκείνη την χρονιά μπορεί αυτό να προέρχεται και να εξηγείται από από το γεγονός ότι στην τρίτη τάξη του Γυμνασίου, από την μεγάλη την μαγκιά ….έμεινα στην ίδια, για να τα… εμπεδώσω και με έφτασαν οι επόμενοι. 'Ετσι κάπως ανακατεύονται οι σειρές, καλά δεν τα θυμάμαι, από το να μη γράψω τίποτα, ας γράψω και αν είναι λάθος, άλλος ας τα διορθώσει.
Εδώ είναι δύο ή μια σειρά μπρός πίσω, που περάσανε από της Τσικούλας το δρόμο.
Βέργος Ιωάννης του Νικόλα και της Σοφιάς [Κογκρέσος], Σχίζας Γεώργιος του Πανάγου, Βέργος Διονύσιος του Ιωάννου, Σχίζας Νίκος του Στέλιου, Βέργος Γεώργιος του Ιωάννου, Στρίκος Δημήτριος του Πανάγου, Στρίκος Ανδρέας του Παρασκευά, Ρουσιάς Ευθύμιος του Στάθη, Δημόπουλος Γεώργιος του Νικόλα, Δημόπουλος Ιωάννης του Νικόλα, Μπόρα Άννα του Ιωάννου, Σχίζας Ιωάννης του Γεωργίου, Κουτσανδέας Θεόδωρος του Ανδρέα, Μπόρας Ηλίας του Ιωάννου, Βέργος Ιωάννης του Σταύρου, Τρουπής Ιωάννης, Απόστολος, Γεώργιος του Θεοδώρου [Αλούπη], Παππαθωμόπουλος Γεώργιος, Ιωάννης του Κων/νου [Κοσιμίας], Παππαθωμοπούλου Γιαννούλα, Ελένη, του Κωστάκη, Τρουπής Θεόδωρος του Γεωργίου [Γκράβαρης], Δημητρόπουλος Χρήστος του Ευθυμίου, Δάρας Ιωάννης, Παναγιώτης, Κωνσταντίνος, του Νίκου, Κωνσταντοπούλου Αθανασία του Μιχάλη, Κωνσταντόπουλος Ηλίας του Παναγή, Αναστασόπουλος Χρήστος του Ιωάννου, Παγκράτης Κων/νος του Ευαγγέλου, Βέργος Θεόδωρος του Νικόλα [Μάρκος], Λιατσόπουλος Παναγιώτης του Ιωάννου[Ζευκιλής], Μαραγκός Νίκος, Χρήστος, του Ιωάννου, Χειμώνας Ηλίας του Θεοδώρου, Χρονόπουλος Κων/νος του Ιωάννου.
Μετά από λίγο, ένας άνθρωπος βγήκε στην βεράντα του προαυλίου, με το χέρι κούναγε το μεγάλο κουδούνι και μας καλούσε να μπούμε στις τάξεις για εξετάσεις. Σε κάθε τάξη έμπαιναν τα παιδιά του χωριού όπως είχαν προγραμματίσει. Άρχισαν οι εξετάσεις οι προφορικές με τον Κατάλογο όπως τον είχαν φτιάξει, χωριό-χωριό, μπροστά σε όλους τους καθηγητές και στα παιδιά. Όλοι οι καθηγητές κάνανε τις ερωτήσεις τους καθένας στο μάθημά του στον εξεταζόμενο μαθητή και ακούγανε οι καθηγητές και οι μαθητές πως απαντούσε.
Ο καθένας έβαζε τον βαθμό του, το μόνο που οι καθηγητές τον γράφανε στο χαρτί και οι μαθητές, το έγραφαν στο μυαλό τους. Νομίζω ότι και οι μαθητές, εάν τον γράφανε τον βαθμό στο χαρτί, δεν θα έπεφταν πολύ έξω, τον ίδιο βαθμό θα βάνανε με τους καθηγητές!
Φαινόταν η αξία του καθενός μας !
Η πρώτη ημέρα των εξετάσεων ήταν τα προφορικά και ήταν ποιο δύσκολα γιατί εμείς τα χωριατόπουλα δεν είχαμε όπως λέμε βγει, σε κόσμο και όσο και θάρρος να μας ενέπνεε ο δάσκαλος στην πράξη αλλιώς τα πράγματα ήσαν και κάπου την θεωρία την ξεχνούσαμε και την μπερδεύαμε λίγο στην πράξη, αλλά μόλις το καταλαβαίναμε, αμέσως το λάθος διορθώναμε, και ζωηρεύαμε περισσότερο από πρώτα.
Για εμάς καλύτερη ημέρα ήταν η δεύτερη γιατί οι εξετάσεις ήσαν γραφτά Έκθεση, Αριθμητική, Γεωμετρία και άμα ήθελες σήκωνες τα μάτια σου να ειδής το καθηγητή, κοιτούσες, μόνο το χαρτί σου και έγραφες.
Το βράδυ της πρώτης ημέρας όλοι μας φιλοξενηθήκαμε σε φιλικά σπίτια, και η φιλοξενία ήταν πολύ καλή, μας φιλέψανε και γλυκό του κουταλιού, που μέχρι τότε οι περισσότεροι δεν είχαμε δοκιμάσει, το θεωρούσαν οι Λαγκαδινοί την εποχή εκείνη, τιμή τους να φιλοξενήσουν ένα μαθητή στο σπίτι τους.
Το μεσημέρι της δεύτερης ημέρας επήραμε τον δρόμο της επιστροφής, είμαστε όλοι μας ευχαριστημένοι από τις εξετάσεις και όλοι μας συζητούσαμε για τις ερωτήσεις που έκαναν οι καθηγητές και χωρίς να το καταλάβουμε φτάσαμε στην Τσικούλα στα «Ονόματα».
Τότε σταματήσαμε και ο δάσκαλος μας μίλησε και είπε:
Εδώ θα γραφτούνε φέτος και άλλα ονόματα και νομίζω ότι θα γραφούνε όλα τα δικά σας. Εκεί καταλάβαμε ότι κάτι περισσότερο από εμάς ήξερε ο δάσκαλός μας, και συνέχισε να λέει:
Όλοι σας θα γίνεται καλοί και μακάρι να γεμίσουνε από ονόματα, όλα τούτα τα ακόνια και από άλλους που θα έρθουνε μετά από εσάς, τόσοι ώστε να μη χωράνε και οι πέτρες. Να περάσω καμιά φορά και εγώ από εδώ με την μαγκούρα μου να τις ιδώ, εδώ, όλες γεμάτες να χαρεί η ψυχή μου. Τότε θα αλλάξει η παλιοζωή, σίγουρα θα φύγει η κακομοιριά και θα χαθεί η φτώχεια!
Με δυνατότερη αγανακτισμένη φωνή συνέχισε να λέει:
Ανάθεμα την ανέχεια...!
Καταραμένη φτώχεια...! και σαν να βούρκωσαν τα μάτια του.
Δεν ξέρω αν πέρασε με την μαγκούρα του από εκεί, δεν ξέρω αν όλα τα ονόματα γράφτηκαν εκεί, δεν ξέρω ακόμα, εάν γέμισαν όλες και οι πέτρες με ονόματα και δεν χωράνε, όπως το επιθυμούσαν οι τότε δάσκαλοι που το πάσκιζαν και το ευχότανε !
Ένα ξέρω με σιγουριά, ότι τα λόγια του και τα λόγια τους τότε που μας είπε και μας λέγανε ο τότε δάσκαλος, οι τότε δάσκαλοι, δεν πέσανε κάτω δεν πατηθήκανε και δε τα πήρε ο αέρας σαν εκείνον που φυσούσε το χειμώνα στο Διάσελο που ήταν ο αέρας ο δροσερός σαν εκείνον της Τσικούλας εκείνη ημέρα!
Και έπιασαν τόπο !...
Προκόψαμε όλοι μας, όλοι μας τίμια στην ζωή και την κοινωνία αλλάξαμε τα του χωριού προς το καλύτερο.
Και ο καλός Θεός του έδωσε χρόνια καλά και αρκετά και μας είδε όλους τους μαθητές του πολύ καλά προοδευμένους και χαιρότανε, και χαιρόσαντε πολύ, από καρδιάς τους.
Έδειξε/έδειξαν, έδωσε/έδωσαν το παράδειγμα εκείνοι οι δάσκαλοι, τον ίδιο δρόμο και με την ίδια περπατησιά και στα ίδια αχνάρια περιπάτησαν και όλοι οι επόμενοι δάσκαλοι που υπηρέτησαν στο σχολείο του χωριού μου.
Έμαθαν τα παιδιά γράμματα και έγιναν καλοί άνθρωποι και με την βοήθεια ο ένας στο άλλον και όλοι μας με τον ιδρώτα μας και την αξιοσύνη μας γίναμε όλοι στο τομέα μας καλοί και προκομμένοι που τα ονόματά μας δεν χωράνε να γραφτούνε στις πέτρες, και μακάρι να μη χωρέσουν ούτε και σε βιβλίο και μακάρι να συνεχίσουμε έτσι να μη χωράμε!
Έτσι με την μόρφωση και όταν βοηθάει ο ένας το άλλον όπως τότε ο κόσμος θα γίνει καλύτερος !
Τώρα καθένας μας, μαζί ή μόνος του, μνήμης μνημόσυνο τους κάνει, ευγνωμοσύνης και με σεβασμό στην μνήμη τους ανάβει κερί, καίει λιβάνι, κοντά, μαζί με τους δικούς του ανθρώπους.
Αφιερώνεται σε όλους, όσους κουβάλησαν το σακούλι ντραβιντσίκα πάνω κάτω στην Λεσιά και στην Τσικούλα για κάτι το καλύτερο…!
Γιάννης Στ. Βέργος - Γορτύνιος
ΛΕΞIΛΟΓΙΟ
-Μπροστάρης= Αυτός που πηγαίνει μπροστά και είναι οδηγός να ακολουθήσουν οι άλλοι, γνωρίζει τον δρόμο ή τον εμπιστεύονται ότι θα φθάσουν με ασφάλεια στον προορισμό τους και υπακούουν σε αυτόν. Είναι ο αρχηγός της ομάδας .
-Χαλινούς =χαλινάρια= είναι ειδικό εργαλείο που προσαρμόζουν στην καπιστριάνα του αλόγου που το βάζουν μέσα στο στόμα του και το καθοδηγούν τραβώντας ανάλογα, αριστερά, δεξιά, ή να σταματήσει και γίνεται υπάκουο.
-Ξεμπούκαρε= μπούκα = στόμα, άνοιγμα =έξω μπούκα, έξω από το στόμα, ξεστομίζω, το λέω απότομα, αυθόρμητα χωρίς δισταγμό και χωρίς να υπολογίσω ίσως κάποιες συνέπειες.
-Καμπόσοι= μερικοί, χωρίς να καθορίζονται περίπου πόσοι.
-Σούμα= η άθροιση- η συγκέντρωση του λογαριασμού, το τέλος, τέλος της πρόσθεσης.
-Πάτσι= ίσια-ίσια-το ίδιο ποσό μου χρεωστάει το ίδιο ποσό του χρεωστάω, [πάτσι] αλληλόχρεος λογαριασμός, που το άθροισμα της χρέωσης και της πίστωσης είναι το ίδιο ποσό και αντιστρόφως, που εάν γίνει πρακτικά ο λογαριασμός παίρνεις από το άλλον όσα ακριβώς του δίνεις.
-Συμβουλάτορας= αυτός που συμβουλεύει σωστά.
-Μπέσα= εμπιστοσύνη, μεγαλύτερη, έμπιστος από χαρακτήρα όχι από το πρέπει.
-Ζόρι =επιβεβλημένη πίεση για εργασία, καταναγκασμός από κάποιον με βία. Κάνω κάτι χωρίς να το θέλω που με στενοχωρεί, αλλά το κάνω.
-Χαμπάρι= είδηση, ελάχιστη νοημοσύνη, ή καθόλου νόηση μίας είδησης.
-Πασκίσει= πασκίζω- προσπαθώ να κάνω κάτι με μεγάλη θέληση, αλλά δεν τα καταφέρνω και προσπαθώ … Κάτι παραπάνω από τις δυνάμεις μου και στην προσπάθεια υποφέρω και τα μισά καταφέρνω.
-Άιντε= πήγαινε, πήγαινε γρήγορα, φύγε να μη σε βλέπω, φύγε γιατί γίνεσαι ενοχλητικός, ανεπιθύμητος.
-ζυγώσει= ζυγώνω= πλησιάζω κοντά και τόσο κοντά σαν στο ζυγό.
-γουρλώνοντας= γουρλώνω = ανοίγω τα μάτια μου περισσότερο από το κανονικό- θέλω να εκφράσω επιβολή, φοβέρα, εκδίκηση, απορία.
-μπελάδες = μπελάς= φασαρία κόπος, έξοδα και δουλειά χωρίς αποτέλεσμα, με ζημιά και στενοχώριες.
-ζυγονώμι= ζυγός+ ώμος= εργαλείο χρήσιμο για την ζεύξη των αλόγων, εφαρμόζεται στο σβέρκο των αλόγων, μουλαριών στο λαιμό και στην πλάτη εκεί κρέμονται τα λουριά για να τραβήξουν την άμαξα ή το αλέτρι.
Βίτσα= καμουτσίκι, είναι ξύλινο ραβδί στο οποίο κρέμεται λουρί λεπτό δερμάτινο με το οποίο κτυπούν τα άλογα για να τρέξουν.
-ξυόνι= ξύστρα εργαλείο. Η μικρή σπάτουλα που εφαρμόζεται στην βίτσα του ζευγά να ξύνει και να διώχνει το χώμα που κολλάει την αλετροπόδα κατά το όργωμα.
-αστράχα = το ψηλότερο μέρος του μέσα μέρος του τοίχου που ακουμπάει επάνω του η σκεπή του σπιτιού.
-τριβέλι= αυτό που τρίβει, αυτό που στενοχωρεί, ήταν δύο πέτρες εκ των οποίων η μία σταθερή και άλλη γύριζε με χειροκίνητο μοχλό απάνω στην άλλη να τρίψει και να αλέσει το σιτάρι και άλλα δημητριακά και ήταν πολύ κουραστικό. Κάτι κουραστικό στο μυαλό.
-τσουρούλια= κομμάτια ακανόνιστα άσχημα κομμένα, σκάσιμο
-στράφι= δουλειά χωρίς ωφέλη, αποτέλεσμα, χαϊμένη.
-χαϊρι= το χάϊ= καλό, καλοσύνη, προκοπή.
-αλλοικοτήσαμε= εμποδίζω, φέρνω σε κάποιον δυσκολία για να μη κάνει κάτι για καλό του με υστεροβουλία.
-ασημότεχνη = η τέχνη που φέρνει ασήμι-λεφτά-χρήματα. Εδώ είναι η μαστορική τέχνη, η τέχνη του κτίστη.
-λοβές= λοβός= άσχημος, κακοφτιαγμένο, άρρωστος, κακοτυχιασμένος [λόβα= κακιά αρρώστια, αδιευκρίνιστη]
-φυραίνει = φυραίνω, φυρός= λίγος, λιγοστεύω, ζαρώνει, φθείνει, χαζεύει δεν είναι έξυπνος.
-Μπονόρα =νύκτα, πρωί-πρωί, πριν την ώρα που είναι για να ξυπνήσουμε, περίπου μία ώρα νύκτα πριν ξημερώσει
-τουράκι= χαμηλό πέτρινο κτιστό κάθισμα, μέσα η απέξω από το περίβολο των εκκλησιών ή των πλατειών.
-ντραβιτζίκα=τρόπος που κρέμεται το σακούλι [σακίδιο], περασμένο από το δεξί ώμο να κρέμεται στο αριστερό πλευρό ή αντιθέτως, ώστε τα χέρια να είναι ελεύθερα όταν περπατάμε για κάθε χρήση και ασφάλεια στήριξης του εαυτού μας.
-ντρίλι= ύφασμα, κατωτέρας ποιότητας, για εργατικά ενδύματα
-μπουζάνι= η άκρη, η γωνία του σακουλιού.
-προβάζι= σχοινί, κατάλληλο να κρέμεται το σακούλι
-σούρμα= πολύ μικρό, στενό δρομάκι επικίνδυνο. [κατσικόδρομος], περνάνε μόνο κατσίκια.
Σιάξουμε= ίσια φτιάγνω, ίσια πηγαίνουμε, πηγαίνουμε προς μία κατεύθυνση, χωρίς να έχουμε επιλογή να πάμε από άλλο δρόμο.
-ροβολέναμε= ροβολάω= κατεβαίνω σε πλαγιά βουνού από δρομάκι, από σούρμα, ανάμεσα σε θάμνους σε κατηφόρα.
-αχνάρια= το ίχνος το αποτύπωμα που αφήνει το πέλμα του άνθρωπο ή των ζώων στο έδαφος κατά το περπάτημα.
-λούμωξα= λουμώνω= ακούω, αντιλαμβάνομαι κάτι και δεν κουνιέμαι δεν μιλάω προσπαθώ επιμελώς να μη γίνω αντιληπτός, από φόβο μη πάθω κακό η μου κάνουν κάτι κακό.
-το βαρδάλι= είναι εργαλείο εξάρτημα στο νερόμυλο, είναι ξύλινο εργαλείο τόξο που εφαρμόζεται στο κασόνι και στο επάνω λιθάρι του μύλου, που όταν κινείται το λιθάρι δονείται και μεταφέρει την δόνηση στο κασόνι με το σιτάρι και πέφτει για να αλεστεί. Από την κίνηση αυτή παράγεται χαρακτηριστικός ήχος.
-λαχανιάζω= αναπνέω γρήγορα και κοφτά από κούραση. Και δυσκολεύομαι στην ομιλία.
-σβαρνίζοντας= σβαρνίζω= σούρνω, περπατάω κουρασμένα σαν γέρος τεμπέλικα.
-Μπαιριάνι= ανεμπόδιστο, κακό νοικοκυρεμένο, μισό εγκαταλειμμένο, όποιος θέλει μπαίνει, και όποιος και όποτε θέλει βγαίνει από το κτήμα του άλλου και δεν ρωτάει κανέναν και δεν υπολογίζει κανέναν και δεν σέβεται κανέναν.
Αναδημοσίευση
Πηγή: Αναμνήσεις - Ιστοσελίδα servou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου