Μεγάλο
δοβλέτι κατείχε υπό την εποπτεία του ο Αλή Μπουρντάν κι έτριβε τις απαλάμες του κάθε φορά που αρμένιζε
ν’ αποπερατώσει τις διάταξες του μεγάλου
σουλτάνου καβάλα στο γιοργαλίδικο μικρόσωμο ντόνκι. Πάμμαχος έφερνε γύρα, φορώντας
το εμπροστογεμισμένο μουσκέτο στο ζουνάρι του και το βαρύτιμο μεταξωτό καμουχά
τυλιγμένο κομψά στην κεφαλή του. Θαρρείς πως τότε δέντρωνε πιότερο ριζωμένη
βαθιά η ανωτερότητα της ράτσας του και λιποψυχούσε στη
θέα του η ράτσα του ραγιά.
Παραμονές της Κοίμησης της Παναγιάς
ο Nτουλγκέρης,
ένας απ’ τους δεκάδες ξυλουργούς του μικρού χωριού, είχε αφήσει για λιγοστές
μέρες το πελέκημα του βαρελιού, του πλαστηριού και της σκάφης∙ είχε αφήσει στη
γούρνα του μικρού αστείρευτου ποταμού τα κουτσουρεμένα κορμιά του πλάτανου να
κρατήσουν το δάκρυ τους κι έτσι νοτισμένα θα τα πελεκούσε μετά το πέρας της
εορτής. Κείνες τις μέρες του Τρυγητή, με το λυκαυγές
έβγαλε το κοπάδι του να βοσκίσει στα
βακούφικα του μοναστηρίου. Όντας απλώθηκαν
τα πρόβατα στη βοσκή, εκείνος έκοψε βήμα γοργό για την εκκλησιά. Σαν σίμωσε, ακούμπησε
στο ξώθυρο την αγκλίτσα του, έβγαλε τα τσαρούχια του, το κόκκινο φεσάκι κι έφτασε σούρνωντας το κορμί στο κόνισμα της Αγιασωτήρως. Μέσα του πλάνταζε
η ψυχή και σπαρταρούσε το σώμα. Αναθυμόταν τα θάματα της Παναγιάς∙ αναθυμόταν
το αγγελικό φουρφούρισμα του φουστανιού Της
στο πλάι του: όταν μικρό γραικόπουλο κινδύνεψε να αποθάνει απ’ την
ελονοσία κι η Παναγιά το έσωσε. Πολλά θα ‘θελε να Της κουβεντιάσει, μα η γλώσσα του ήταν ξερή. Ό,τι
ήταν να Της πει, ό,τι ήταν να Της ζητήσει: Tης το ‘λεγε κάθε μέρα με βουβό κλάμα
και σιωπή. Η δυνατότητα της σιωπηρής
προσευχής κι η ευλογία να περιπατεί και να βόσκει τα χώματα που περιπατεί η
Παναγιά του: ήταν για τον Ντουλγκέρη το καθημερινό θαύμα της Αγιασωτήρως.
Λειψός, μα ουσιαστικός ο χρόνος στο
προσευχητάρι. « Η Αγιασωτήρω δεν περιπαίζει με τις ψυχές που βασανίζονται.
Εκείνη νογάει το σαράκι που μας κατατρώει και κουφώνει τη ψυχή μας» αναλογίστηκε
και σηκώθηκε ν’ ανάψει στην Αγία τράπεζα το καντηλέρι της Μεταμορφώσεως του
Σωτήρα ημών Ιησού Χριστού και της
Παμμήτωρ Μαρίας.
Αύγουστος του 1815. Μήνας νηστείας
για χριστιανούς ∙ μήνας ραμαζανιού για μουσουλμάνους. Η γης έκαιγε∙ τα
τζιτζίκια τραγουδούσαν την ομορφιά και
τη γαλήνη του τοπίου. Σε τρεις μέρες οι
χωρικοί του Μπουρντάν θα εόρταζαν το
Πάσχα της Παναγιάς τους. Οι γυναίκες θα φορούσαν τα μαχλάμια με τις ολοκέντητες μπόλιες∙ οι άντρες τις γιορτινές φουστανέλες,
τις πουκαμίσες, τα τσαρούχια -θα άφηναν δυο τρία ασημόκουμπα ανοιχτά να
φαίνεται από το γιανελί τους το δασύτριχο στήθος τους, θα πήγαιναν τα τάματά
τους: λάδι για τα καντήλια, κρασί για τη μετάληψη, λαμπάδες και μελισσοκέρι∙ τα
κορίτσια θα πάγαιναν πρόσφορα, βασιλικά, τσετσέκια και λιβανωτά στο εικόνισμα
του Χριστού και στην ποδιά της Παναγίας να μοσχοβολήσει θυμίαμα ο
τόπος και να χορτάσουν ψωμί οι προσκυνητές.
Είχε φτάσει ντάλα μεσημέρι όταν άνοιξε
το ξωθύρι της εκκλησιάς.
«Το πως πέρασε η ώρα δεν το νόησα
καθόλου» συλλογίστηκε και φόρεσε βιαστικά
τα τσαρούχια και το φέσι του∙ άρπαξε και
την αγκλίτσα και προχώρησε γλήγορα- γλήγορα κατά τον ίσκιο που στάλιζαν τα
πρόβατά του για να τα σπρώξει στη βοσκή.
Ο δυνατός ήλιος σκοτείνιασε τους
οφθαλμούς του Ντουλγκέρη κι ευθύς έκλεισε τα ματόκλαδά του να συνεφέρουν∙ μα σαν
τ’ άνοιξε, από το διάσελο ξεπρόβαλε η
μορφή του αφέντη Αλή Μπουρντάν.
Ταραχή, σύγκρυο τον κυρίεψε:
« Φύλαξε Άγια μου Σωτήρω∙ μεγάλος
μπελάς με περιμένει! Τούτος ο ζεβζέκης
τέτοιες ώρες αναχαράζει κάτω απ’ την κληματαριά∙ δεν βγαίνει με τον ντάβανο στη
γύρα…» του πέρασε σαν κεραυνός η σκέψη στο μυαλό κι αποκρουνίστηκε με ορμή.
Δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει το
συλλογισμό του κι ο αφέντης βρέθηκε ομπρός του σ’ απόσταση αναπνοής. Αφού
περιεργάστηκε με αινιγματική ματιά τον Ντουλγκέρη, αναχάραξε:
«Πολύ γιαβουκλή σε βρίσκω με την
Αγιασωτήρω σου βρε γιουνάν! Για μάζεψε λιγάκι τα μυαλά σου! Τι πράγμα, μωρέ,
Της κουβεντιάζεις και Κάθεται και σ’ Ακούει; Δεν μου αρέσκουν τα σινάφια Της
μαζί σου!».
Μπλάβιασε ολάκερος ο φτωχός!
Προσπάθησε να πάρει τα ίσα του:
«Μεγάλη η Χάρη Της αφέντη μου,
μεγάλη και τρανή και η δική σου αφεντιά!» απολογήθηκε τρεμάμενος. «Ποιος καλός
δρόμος σε ‘βγαλε τέτοια ώρα στα λημέρια του Θεού; Για κόπιασε να κάτσουμε
δαμάκι∙ να πάμε στον ίσκιο να πάρεις μιαν ανάσα, να βάλεις στο στόμα μια μπουκιά, να πιείς και
μία στάλα! Με τέτοιο ντάβανο, θα λιγοψυχήσεις αφέντη μου!»
«Άσε τα καλοπιάσματα βρε γκιουλέκα!
δε πιάνουνε τόπο μα θες! Εγώ ‘μαι γκλάβας, κι αν μου μπει κάτι στο μυαλό… δε
μου ξεφεύγει».
«Μα το Μεγάλο Προφήτη, αφέντη μου,
και την Αγιασωτήρω που μας γλέπει! δε σε καταλαβαίνω» κόμπιασε κι άπλωσε
ικετευτικά τα χέρια στα ουράνια και συνέχισε:
«Μα πες στο δόλιο, τι σου συμβαίνει;»
Ο Αλή Μπουρντάν περιεργάστηκε με
λαμνισμένη ματιά τον Ντουλγκέρη∙ έκανε να φύγει με το ντόνκι μα πισωγύρισε
μετανοιωμένος:
«Όλα τα έμαθα ορέ γιουνάν! Όλα! Μου τα
ξεστόμισε στη ρούγα ο Καλαντζής. Είπε, πως έχεις πολλά σουρταφέρτα με τη χάρη
Της και σου κάνει όλα τα χατίρια. Πως κοιμάσαι στο σπίτι Της κρυφά κλεφτά και
κουβεντιάζεις σαν αερικό μαζί Της∙ μα όταν σε κοιμίσουν οι μελίρρυτοι ψαλμοί,
Εκείνη σβήνει τα καντήλια Της και μες σε συθέμελο τράνταγμα: φεύγει, αφήνοντας
μονάχα ν’ ακούγεται το φουρφούρισμα του φουστανιού Της καθώς σούρνεται στο
πλακόστρωτο της εκκλησιάς. Μπορείς να μου εξηγήσεις, βρε Ντουλγκέρη, τι
ανοησίες είναι αυτές που μου ακομπανιάρουν;»
«Αλήθεια σου είπε εφέντη μου, ψέματα
εγώ δε λέγω. Αλήθεια! Μεγάλη αλήθεια!» είπε και στάθηκε η ψυχή στα πόδια της.
«Τι λες εκεί ορέ άπιστε! Ποιος είσαι
εσύ που κουρμπανείς τόσο μεγάλα λόγια; ξεστόμισε με ανεξέλεγκτο θυμό ο Αλή
Μπουρντάν. «Απ’ ό,τι γλέπω: έχεις μεγάλη
γνώμη για το μπόι σου και θα τις γλυτώσεις τις καμουτσικιές.»
Κουβέντα τη κουβέντα, Ρωμιός και Τούρκος ήρθαν σε μεγάλη αντιγνωμία.
«Μα τον Αλλάχ και το Θεό που πιστεύω: άνθρωπος
του Θεού είμαι εφέντη μου όπως κι η αφεντιά σου∙ μα αν δε με πιστεύεις,
μπορούμε να δοκιμάσουμε» αναχάραξε με μεγάλη σιγουριά και πραότητα ο Ντουλγκέρης.
Έπειτα έκανε δυο βήματα, ξεκρέμασε απ’ το πλατάνι το ταγάρι με την πίτα και το
κρασοφλάσκι∙ ξεδίπλωσε το πεσκίρι που
ήταν διπλωμένα:
«Να, πάρε ένα φελί αλευρόπιτα να
στανιάρης, αφέντη μου∙ το ‘φτιαξε η κυρά μου στην πλάκα» είπε προσφέροντας ένα
κομμάτι και γέμισε το ξύλινο κουρούπι με κρασί:
«Ας με συγχωρνάει η αφεντιά σου κι
όλη σου η φαμίλια, θα σε κερνούσα κι απ’ το φλασκί μου λίγο κρασί, μα εγώ ξένο
αμάρτημα δε παίρνω στο λαιμό μου! Να, μόνο να γιομίσω το κιουπάκι μου και πάμε να προσευχηθούμε ο καθείς
χωριστά. Έπειτα, σάματις τελέψουν τα προσευχήματά μας: φτεροκοπάμε το ολόγιομο
κουρούπι στον αέρα∙ εκείνου που θα μείνει ανέγγιχτο κι ολόγεμο θα κουτουλίσει
το πρόσωπο της γης: μόνο εκείνου ο λόγος
είναι αρεστός στο Θεό κι ο Θεός του είναι πρόθυμος να Του κάνει ό,τι ζητήσει η
ταπεινή ψυχή του».
Ο Αλή Μπουρντάν μπήκε σε μεγάλο
πειρασμό κι ανεξέλεγκτη σκέψη περί πίστεως κι απιστίας και θέλησε να δοκιμάσει
την απόκοτη τούτη πρόκληση τού άπιστου γιουνάν:
«Χαλάλι σου ορέ Ντουλγκέρη! Χαλάλι
σου!» είπε και κατέβηκε μ’ ένα σάλτο απ’ το μικρόσωμο ντόνκι κι έδεσε απ’ το πλατάνι,
θηλιά το καπίστρι. Γονάτισε, έστρεψε το κορμί κατά την ιερή πόλη του μεγάλου προφήτη και άρχισε να σκούφτει
το πρόσωπο στη γης και να κάνει μετάνοιες αρθρώνοντας σιγαλόφωνες προσευχές:
«Μεγάλος Είσαι Θεέ μου, Μεγάλος και
Τρανός ο Μεγάλος προφήτης που σκύφτει
και θεραπονεί την ελεεινή πλάση του ανθρώπου∙ κι αν είναι να αντιμάχομαι μεταξύ
πίστης κι απιστίας: ξεδιάλυνε τούτο το νεφέλιο, γιατί εγώ ταμένη έχω τη ψυχή
μου να Σε υπερασπίζεται».
Ο Ντουλγκέρης είχε κόψει δρόμο κατά
την εκκλησιά. Γονάτισε εμπρός στο εικόνισμα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα ημών
Ιησού Χριστού, έστρεψε τους οφθαλμούς να κοιτάζουν το αιωρούμενο κορμί κατά τον
ουρανό κι άρχισε να προσεύχεται. Ρονιές ρονιές ‘τρεχαν
τα δάκρυα στα αυλακωμένα από τη δούλεψη μάγουλα:
«Μεγάλος Είσαι Θεέ μου, Μεγάλη και Τρανή η χάρη της Μητρός που υπηρετώ και προσεύχομαι. Κάνε
το θαύμα Σου και φέρε στο δρόμο Σου την ψυχή που ολιγοπιστεί κι ανταρεύεται
μεταξύ πίστης κι απιστίας. Ξεδιάλυνε τούτο το νέφελο της ψυχής του και δεν θα
λείψει μήτε κερί, μήτε λάδι απ’ τα
καντηλέρια σου» παρακάλεσε και βγήκε από την εκκλησιά να δοκιμάσει την πίστη
του και την εύνοια του Χριστού.
Σάλεψαν τα μυαλά και των δύο:
« Έλα, ρίξε πρώτος!» πρότρεψε ο Αλή Μπουρντάν.
« Εσύ, εφέντη μου∙ εσύ!» αντιρρήθηκε
ο Ντουλκγέρης.
«Εσύ, ορέ Ντουλγκέρη, ρίξε πρώτος! Μέχρι να φτάσει η προσευχή στη
Μέκκα, θα νυχτώσουμε! Στο πλάι σου τον έχεις
το Θεό και την Αγιασωτήρω σου∙ ένα χοπ! κάνει το χέρι σου με το γιομάτο κύπελλο…
απλώνει Εκείνος το δικό Του, το αρπάζει και το κατεβάζει ολόγιομο στο πρόσωπο
της γης δίχως να καταβρέξει εκείνη τη μουτσούνα της!».
Πήρε ο Ντουλγκέρης το ‘λόγιομο
κουρούπι και με ένα τίναγμα στον αέρα: ανέγγιχτο κι ολόγεμο κουτούλησε το πρόσωπο
της γης. Έπειτα το ανασήκωσε τρεμάμενος, σταυροκοπήθηκε και χωρίς καμιά πρόποση
μετάλαβε τη θεία κοινωνία. Γέμισε απαρχής το κουρούπι με νέο κρασί και το ‘δωκε
ολόχαρος στο βλάμη του:
«Η σειρά σου εφέντη μου! Σειρά να βάλει χέρι κι ο δικό σου Θεός!».
Φοβήθηκε ο Αλή Μπουρντάν, είπε να μη
βάλει σε δοκιμασία την πίστη του.
« Έλα εφέντη μου, τι κώλωσες; Κλείσε τα βλέφαρα και ρίχτω!» πρότρεψε ακλόνητος αυτή τη φορά ο γιουνάν.
Ο Αλή Μπουρντάν πήρε το φίσκα κύπελλο∙ έστρεψε τα μάτια του
κατά την Ανατολή, και χοπ! κάνει το χέρι και ρίχνει το κρασί στον αέρα. Άργησε
ο Αλλάχ να βάλει το χέρι Του, να αρπάξει και να κατεβάσει ολόγιομο το σκουτέλι
στο πρόσωπο της γης δίχως να καταβρεχτεί η μουτσούνα της… Σχίστηκε πάνω σε μια
ξερολιθιά και το κρασί πότισε το βακούφικο χώμα. Σκοτίστηκε ολάκερο το πρόσωπό
του Αλή:
«Μεγάλη η πίστη σου ορέ Ντουλγκέρη∙
μεγάλη κι η προσευχή που έκανες∙ μα μένα αλαργινός είναι ο Θεός και όχι
συντοπίτης!.. Αν ήταν στο πλάι μου ο Αλλάχ, δε θα ‘λιωνε ο Γκιουλέν τόσον καιρό
στο στρώμα∙ θα Είχε κάνει Εκείνος το
θάμα Του και θα τον είχε αλαφρώσει απ’ το μαρτούριο. Τσότσο είναι μωρέ
γιουνάν!.. Μικρό παιδί στα σπάργανα! κι αφότου ο λόγος σου είναι αρεστός στο Θεό, κι ο Θεός σου είναι
πρόθυμος να σου κάνει ό,τι ζητήσει η ταπεινή σου ψυχή: ζήτα να μου γιατρέψει το
Γκιουλέν κι εγώ δε θα αφήκω ποτές δίχως κερί και λάδι το Κονάκι Της», είπε κι έλυσε το
ντόνκι απ’ το πλατάνι.
Πεζός κι αμίλητος πήρε να κατηφορίζει το δρόμο με τον μεταξωτό
καμουχά ανεμισμένο άκομψα στην κεφαλή. Πίσω ακολουθούσε το άλογο με αργό βήμα και μόνο σαν κόντεψαν οι δυο το
χωριό, στάθηκε να ιππεύσει το κοντόσωμο ντόνκι.
Όντας έφτασε στο κονάκι του στην
πάνω ρούγα του χωριού, στάβλισε το άλογο και
κατευθύνθηκε στο πλυσταριό που σαπούνιζε η Χανούμη. Πρώτη φορά έπιανε
τον εαυτό του να βρίσκεται σε τέτοια περισυλλογή και περίσκεψη..
«Σε
μεγάλη δοκιμασία μπήκε η πίστη μου αφέντρα μου, μα το Θεό που πιστεύουμε!
Τόσα χρόνια πιστός δούλος του Αλλάχ, κι Αυτός
με άφηκε να ταλαντεύομε αβοήθητος μεταξύ πίστεως κι απιστίας∙ ακόμη και το Γκιουλέν μας άφησε να
βασανίζεται αβοήθητο στην κόλαση της αρρώστιας. Ολιγοπίστησα αφέντρα μου! Ολιγοπίστησα! Κλονίστηκε το ψυχικό μου» είπε κι άρχισε να ιστορεί
τα καθέκαστα.
Όντας όλα ησύχασαν και το φεγγάρι αναφάνηκε ψηλά στον ουρανό, δυο μαύρες σκιές σαν ξωτικά ανηφόρισαν τη γιδόστρατα που οδηγούσε στα
βακούφικα. Ολόγεμο το πρόσωπο της Σελήνης άνοιγε χαμογελαστό την πόρτα του προσκυνήματος.
Μαραμένο γιασεμάκι ο Γκιουλέν στα χέρια του Αλή Μπουρντάν, χλωμό κεράκι που λαχταρούσε ν’ αναστηθεί
απ’ την αύρα του αγέρα που ακόμη δεν είχε γνωρίσει.
Η Χανούμη άνοιξε το ξωθύρι, έβγαλε
τα λιτά υποδήματα κι απόθεσε το μπόγο που κουβαλούσε καταγής. Πήρε στα χέρια το
παιδί, το ξάπλωσε στο σωρό με τα στρωσίδια
ενώ ο Αλή έτριψε τον πυριόβολο στην ίσκα. Φύσηξε, ξαναφύσηξε και μια σπιθίτσα
φως άστραψε στο σκοτάδι. Γέμισε λάδι το καντηλέρι∙ άναψε κερί και καντήλι. Προσμονή κι ελπίδα εναπόθεσε
στο πρόσωπο της Παναγιάς και του Γιού Της.
Άπλωσαν το μαχράμι και τα δυο
σάσματα πλάι στο μανουάλι και κοίμισαν το παιδί. Μέσα τους είχε γιγαντώσει η
πεθυμιά της προσευχής μα τώρα σε ξενικό Θεό πώς να ζητήσουν χάρη; Τι προσευχή να ειπούν;
« Αν ο Θεός είναι Ένας: τότε ο Ένας,
Ίδιος πάντα Θεός, νοιάζεται για όλους και για όλα. Άλλοι τον λέγουνε Χριστό,
Χανούμη μου, άλλοι τον λέγουν Βούδα∙ ο Ντουλγκέρης τον αναφωνεί και τον
καλεί Αγιασωτήρω… κι εμείς τον λέγουμε
Αλλάχ∙ ας μας συγχωρέσει στο λοιπόν ο
Αλλάχ και η Αγιασωτήρω» είπε ο Αλή Μπουρντάν
και βυθίστηκαν κι οι δυο τους στη βαθιά σιγαλιά του ναού.
Δεν μπόραγαν να κλείσουνε μάτι. Κι οι δυο χωριστά προσεύχουνταν
όπως η καρδιά τούς διέταζε. Κανείς δε γνωρίζει, πώς και πού. Σημασία έχει η Πίστη, η Θέληση, ο
Σκοπός!
Χρόνους μετρούσαν τα δευτερόλεπτα
παρέα με το χλωμό φως του καντηλιού. Αργά αργά τα μάτια βάρυναν, στέρεψε το πετάρισμα των βλεφάρων και τα
εξαντλημένα απ’ την αναμονή σώματα παραδόθηκαν στην ύπνωση του Μορφέα.
Κόντευε πια να τελέψει το λάδι απ’ τη
μεγάλη καντήλα και καθώς το φως τρεμόπαιζε κι ετοιμαζόταν να παραδώσει το πνεύμα του, συνέβη κάτι ανεξήγητο:
Άρχισε να σπιθίζει.. Να μεγαλώνει… Να μικραίνει… Να παραμεγαλώνει.. και ξαφνικά
η καντήλα άρχισε ένα τρελό χορό, πέρα δώθε, πέρα δώθε, μέχρι που το φως σβήστηκε
κι η εκκλησιά παραδόθηκε στο σκοτάδι.
Τότε, τρανός σεισμός τάραξε την
εκκλησιά.
Έτριζε το ταβάνι.. Οι τοίχοι.. Τα
εικονίσματα.. Άνοιξε η Ωραία Πύλη!
Ηλιοφώτιστη η Κυρά Παναγιά περπάτησε
μπροστά τους αφήνοντας να ακουστεί το αγγελικό σούρσιμο του φουστανιού της.
Σσσσσσσς σφύριζε, μέχρι που άνοιξε μονάχο το ξωθύρι και χάθηκε μέσα στη νύχτα.
Το
γοερό κλάμα του Γκιουλέν συντάραξε τα θεμέλια του ναού.
«Σσσσσσσσσστ…» ακούστηκε μακρόσυρτο
κι αλλόκοτα φοβισμένο το κάλεσμα του Αλή
Μπουρντάν και της Χανούμη.
«Σσσστ…» επανέλαβαν συριχτά κι όταν
συνήλθαν λιγάκι απ’ το μεγάλο σοκ αναφώνησαν:
«Η Αγιασωτήρω!… Η Αγιασωτήρω! Η μάνα του Χριστού!!!».
«Η Αγιασωτήρω! Μεγάλη η Χάρη της!!! Μας λυπήθηκε
κι έκανε το θαύμα της!...» είπαν κι οι δυο με μια φωνή που ‘σχιζε την καρδιά
και λύγισε τα γόνατα.
Τετάρτη, 28 Ιανουαρίου 2015
ΜΑΡΙΑ ΚΟΛΟΒΟΥ - ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ
(Λογοτέχνης- Εικαστικός)
ΠΑΤΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου