Τούτο το νεαρό ζευγάρι μου έδινε στα νεύρα. Τι ήθελαν και νοίκιασαν μια
villa house σε μια περιοχή που κατοικούν συνταξιούχοι; Δεν εύρισκαν αλλού να
πάνε; Τους βόλευε… είπαν, η δουλειά τους απείχε μόλις μερικά χιλιόμετρα. Αυτό
ακούγεται σωστό. Εκείνο όμως που δεν είναι σωστό και με βγάζει από τα ρούχα μου
είναι η παντελής έλλειψη σεβασμού από μέρους τους. Νομίζουν πως έχουν το
δικαίωμα να συμπεριφέρονται όπως-όπως. Φωνάζουν, ανοίγουν στη διαπασών τη
μουσική ή την τηλεόραση, κτυπούν ασυλλόγιστα δυνατά τις πόρτες, κάθονται μέχρι
αργά το βράδυ στη μικρή τους αυλή -που συνορεύει με την δική μου- και
χασκογελούν επί ώρες ή θορυβούν απεριόριστα με το «κινητό».
Τα Σαββατοκύριακα μάλιστα οργανώνουν και γλέντια. Παίζουν μια κιθάρα, τραγουδούν
και χορεύουν ακατάπαυστα, μέχρι ¨τελικής πτώσης.¨ Αλλά και τα πρωινά, στις πιο
γλυκές στιγμές του ύπνου μου με ξυπνούν εφιαλτικά. Αφήνουν σε λειτουργία το
αυτοκίνητό τους έξω από το παράθυρό μου και κοντά να φύγουν «μαρσάρουν» συνεχώς.
Τώρα τελευταία σαν να μην έφθαναν όλα αυτά μου κουβάλησαν και μια σκυλίτσα
που η αφιλότιμη γαυγίζει νύχτα μέρα.
Είναι βέβαιο πως μου στερούν τον ύπνο μου, την ηρεμία μου, με τον χειρότερο
τρόπο και με αναγκάζουν να ασχολούμαι διαρκώς με αυτούς. Τι άλλο να πω; Θα
καταλάβατε ότι έχω να κάνω με τύπους που περιφρονούν τα πάντα γύρω τους. Τόσα
σημειώματα άφησα κάτω από την πόρτα τους. Να σεβαστούν τα γηρατειά μου,
απαίτησα. Κι αυτοί, τι λέτε μου απάντησαν: «-σας παρακαλούμε κι εσείς να
σεβαστείτε τα νιάτα μας». Αυτή κι αν δεν ήταν απάντηση! Θύμωσα πολύ. Η υπομονή
μου είχε εξαντληθεί. Εκμεταλλεύονται την καλοσύνη μου… σκέφτηκα. Αν ήταν άλλος
στην θέση μου θα είχε ειδοποιήσει την αστυνομία…
Όμως ως εδώ και μή παρέκει. Δεν άντεξα. Ένα απόγευμα τον περίμενα έξω από
την πόρτα του σπιτιού του. Ήμουν αποφασισμένος να δώσω ένα τέλος στο μαρτύριο
αυτό. Όταν επέστρεψε από την εργασία του, του ρίχτηκα. Τον έπιασα από τον γιακά
και τον απείλησα.
-Άκουσε νεαρέ μου, κι η υπομονή έχει τα όριά της…
Αυτός αρχικά αιφνιδιάστηκε. Ίσως να μη περίμενε μια τέτοια χειρονομία. Δεν
έχασε όμως το θάρρος του. Με κοίταξε στα μάτια -μάλλον με συμπόνια- τράβηξε το
χέρι μου από πάνω του και με ήρεμο τρόπο μου πρότεινε πως το καλύτερο θα ήταν
να συζητήσουμε σαν άνδρες.
Σ’ αυτή την απρόσμενη εξέλιξη, είπα να δώσω τόπο στη οργή και για τελευταία
φορά να δείξω κατανόηση. Με κάποιους δισταγμούς ακολούθησα το νεαρό στο σαλόνι
του σπιτιού του ο οποίος μου πρόσφερε ένα κάθισμα και μου ζήτησε ¨συγνώμη¨
για ένα-δύο λεπτά της ώρας και θα επέστρεφε.
Στο μουγκό αυτό διάστημα άρχισα άθελά μου να περιεργάζομαι τον χώρο του
σαλονιού. Ε, τι να σας πω. Τέτοια ακαταστασία δεν είχα ξαναδεί. Ο θεός να βάλει
το χέρι του… Οι τοίχοι γιομάτοι αφίσες, βιβλία, φλιτζάνια του καφέ, διάφορα
άλλα αντικείμενα παρατημένα παντού. Από ένα γάντζο λίγο πιο κει, κρεμόταν και
το κύριο αντικείμενο της ἐριδας, η κιθάρα αυτή που με βάναυσο τρόπο έπαιζαν και
ούρλιαζαν νομίζοντας ότι τραγουδούσαν.
Κείνη ακριβώς τη στιγμή έκανε την εμφάνισή της κι η νεαρή σύζυγος. Ήταν μια
όμορφη γλυκιά κοπέλα απ’ αυτές που σε σκλαβώνουν με την πρώτη ματιά. Την
κοιτούσα με λοξές ματιές κι ομολογώ πως με είχε γοητεύσει αφάνταστα. Δεν
έμοιαζε με την κοπέλα που υποπτευόμουν ότι ήταν. Φαίνεται όμως πως στις νέες
μου εκτιμήσεις έπεσα έξω αφού πριν καλά-καλά συστηθούμε μου "έβγαλε
γλώσσα".
– Τι θέλετε από εμάς; Γιατί κάθε τόσο και λιγάκι τα βάζετε μαζί μας; Δεν
μπόρεσα ν’ απαντήσω. Κείνο το απαλό νεανικό και διάφανο βλέμμα της με σημάδευε
σαν πιστόλι που δεν μου άφηνε περιθώριο ν’ αντιδράσω. Έκανα πως δεν άκουσα… Ο
ίδιος όμως αισθανόμουνα πως είχα παγιδευτεί στο "κάλλος". Στο κάλλος
που ανατρέπει τα πάντα, που είναι η αιτία ν’ αρχίσει ή να σταματήσει ακόμη κι
ένας πόλεμος.
Ο νεαρός μου πρόσφερε μια κρύα μπύρα που την κατέβασα μονορούφι ένεκα της
αφόρητης ζέστης του καλοκαιριού. Η μπύρα με επανέφερε στις αρχικές μου
διαθέσεις, ίσως με κάποιους ενδοιασμούς… να τους ζητήσω μ’ ευγένεια να πάψουν
να με ενοχλούν ή να τους τρίξω τα δόντια για να καταλάβουν πως με έχουν φέρει
στο Αμήν;
Πριν όμως καλά-καλά ανοίξω το στόμα μου με πρόλαβε ο νεαρός που ορθώνονταν εμπρός μου περισσότερο σαν ένας φιλόσοφος παρά
σαν ένας ταραξίας.
-Νοιώθετε ότι σας ενοχλούμε; Μήπως όμως μας αδικείτε; Ή μήπως πρέπει
να μας ευχαριστήσετε που με την δική μας νεανική συμπεριφορά σας αποσπάμε
από την φρικτή σας-φανταζόμαστε-αναμονή της αιώνιας ησυχίας κι ανάπαυσης;
Είχα απομείνει μ’ ανοιχτό το στόμα. Δεν
καταλάβαινα αν αυτός ο νεαρός με περιέπαζε ή όχι…-Εμείς όμως κύριε, είμαστε
πολύ ευχαριστημένοι από τις καθημερινές σας αντιδράσεις. Αυτές δείχνουν άμεσο
ενδιαφέρον για την ζωή. Εμείς απλά σας δίνουμε ερεθίσματα για να απαλλαγείτε
από τις μισητές τανάλιες της «ανίας» και της «μοναξιάς» που κάθε στιγμή σας
περισφίγγουν. Γιατί, κάθε φορά που συντάσσετε ένα σημείωμα παραπόνων για μας,
τα σύνεργα της μοναξιάς σας, όπως το τσάι ή ο χαμόμηλος, δεν σαν είναι πλέον
χρήσιμα.
-Σας ενοχλούν τα τραγούδια μας… Είστε περίεργοι οι πιο πολλοί από εσάς τους
ηλικιωμένους. Δεν σαν ενοχλούν οι μπόμπες των πολέμων που σκοτώνουν καθημερινά
δεκάδες αθώες υπάρξεις. Δεν σας ενοχλούν οι φωνές των παιδιών του κόσμου που
εκλιπαρούν για λίγο ψωμί. Δεν σας ενοχλούν οι φωνές αυτών που χάνουν τη δουλειά
τους και τα σπίτια τους εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης, το αβέβαιο και
ανασφαλές μέλλον των νέων… Σας ενοχλούν όμως τα τραγούδια μας που στο κάτω-κάτω
μειώνουν ευεργετικά τις ώρες του ύπνου σας. Ξέρετε τι λέω; Γυρίσατε
χωρίς ουσιαστικό λόγο την πλάτη σας στη ζωή και το μόνο που κάνετε τώρα είναι
να συμβιβαζόσαστε συνεχώς με την ιδέα του θανάτου.
-Κι απομένει το ξημέρωμα… Τι άλλο θα μπορούσε για σας να είναι ένα ξημέρωμα
εκτός από μια παρότρυνση για ένα περίπατο στο μέρος που ζείτε κι αγαπάτε; Θα
ξυπνήστε, θα ντυθείτε, θα πιείτε το ροφημά σας, θα βρεθείτε κοντά στη φύση, θα
γεμίστε τα στήθεια σας με ζωογόνο οξυγόνο, κάποιος θα σας πει «καλημέρα» ίσως
ένας άνθρωπος, ένα πουλί, ένα θρόισμα φύλλου, μια πρώτη ηλιαχτίδα, ή ένας
ψίθυρος της θάλασσας. Άλλωστε τη θάλασσα στα πόδια μας την έχουμε. Υπάρχει
λόγος που ποτέ δεν σας είδαμε να περπατάτε πάνω στη βρεγμένη άμμο, κοντά στους
γλάρους και στα κύματα; Γιατί εμείς διαπιστώνουμε πως είστε υγιής, περπατάτε
σταθερά, ακόμη και μυϊκή δύναμη διαθέτεται κι η απόδειξη είναι πως… λίγο ακόμη
και θα μας τις "βρέχατε…"
Όλο αυτό το καιρό που μιλούσε ο νεαρός, η σύζυγός του μου πρόσφερε ακόμη
μια μπύρα. Μάλιστα με πρωτοβουλία δική της έβαλε να παίζει κι ένα CD με RAP
μουσική. Ήταν αυτή η ίδια μουσική που μου έδινε στα νεύρα.. Όμως παράξενο, αυτή
τη φορά δεν με εξαγρίωνε. Απεναντίας τη βρήκα πολύ διασκεδαστική, τόσο που οι
άκρες των ποδιών μου κτυπούσαν ρυθμικά το χαλί πάνω κάτω και η κεφαλή μου σαν
¨εκρεμές ρολόι¨ κουνιόταν δεξιά κι αριστερά.
-Συγχαρητήρια κύριε… Παρατηρώ πως είστε έτοιμος για χορό… Και γιατί όχι… Ελάτε,
θα χορέψουμε κι οι τρείς μαζί. Θα γιορτάσουμε την επιστροφή σας στις
διαδικασίες της ζωής. Την επιστροφή σας στην κίνηση, τη φασαρία, τη διασκέδαση.
Αλλά πριν το κάνουμε αυτό θα πρέπει ν’ ακούσουμε κι εσάς… γιατί ασφαλώς κι
εσείς κάτι θα έχετε να μας πείτε…
Κοντά στο αλκοόλ, τα φιλοσοφημένα λόγια του νεαρού, προστέθηκαν και οι
δικές μου θύμησες. Λες κι εγώ δεν υπήρξα νέος. Λες κι εγώ στα νειάτα μου ήμουν
πάντα αγγελούδι. Λες και δεν έζησα την εποχή των Μπητλς, την μόδα του μακριού
μαλλιού, τους πολέμους στο Βιετνάμ, την εποχή των αμφισβητήσεων, τα ολονύχτια
γλέντια. Άλλωστε και την συμβία μου σε ένα τέτοιο άκρως θορυβώδη πάρτι την είχα
γνωρίσει. Την συμβία μου που με άφησε πριν δυο χρόνια, στερώντας μου την
τελευταία πηγή χαράς που μου είχε απομείνει. Που ξαφνικά βρέθηκα μόνος
απομονωμένος σ αυτό το σπίτι, απογοητευμένος που δεν υπήρχε κάποιο χέρι να
πιαστώ, π’ άρχισα ν’ αποχτώ ελαττώματα, καθώς όλα με πείραζαν , όλα και
όλοι μου έφταιγαν.
-Λοιπόν τι έχετε να μας πείτε κύριε;
-Για ποιό πράγμα; Α, ναι ξεχάστηκα… Όχι, όχι, δεν έχω κάτι να σας πω. Απλώς
παρεξήγησα κάποια πράγματα… συγνώμη γι’ αυτό. Στο σημείο αυτό η νεαρή κοπέλα με
μια κίνηση που με εξέπληξε, ήρθε κοντά μου, μ’ αγκάλιασε, με φίλησε στο μάγουλο
και μου είπε:
-Ε, αφου δεν έχετε τίποτα να μας πείτε, τότε ας χορέψουμε… ξέρετε, σήμερα
γιορτάζουμε την πρώτη επέτειο των γάμων μας.
Όταν γύρισα στο σπίτι μου ήταν περασμένα
μεσάνυχτα. Μπαίνοντας μέσα, στάθηκα μπροστά στον καθρέπτη της εισόδου κι
ομολογώ πως είδα το προσωπό μου περισσότερο νεανικό απ’ ότι η μοναξιά μου με
ήθελε. Έπεσα στο κρεβάτι ανάλαφρος όσο ποτέ άλλοτε. Μέσα στο Είναι μου μια
απροσδιόριστη ευφορία με έκανε να νοιώσω σαν μικρό παιδί. Αυτά τα «άμυαλα νιάτα»
που πολλές φορές τα χαρακτηρίζουμε «σημερινή κατάντια της νεολαίας» με
επανέφεραν στο νόημα της ζωής. Με έπεισαν πως αξίζει κανείς να την ζει τη ζωή
ακόμη και τότε που αυτή μας οδηγεί στα «χιόνια του χρόνου». Πως η ζωή δεν
συμβιβάζεται με τον θάνατο, αλλά παλεύει με νύχια και δόντια για να νικήσει το
θάνατο. Κάθε λεπτό παράτασης ζωής αποτελεί και μια νίκη ενάντια στο
θάνατο.Έκλεισα τα μάτια, μα ύπνος δεν με έπαιρνε. Σκεπτόμουν το γλυκό ξημέρωμα
τούτης της νύχτας, το πρώτο «μαρσάρισμα» τ’ αυτοκινήτου των εκλεκτών γειτόνων μου για
να ξυπνήσω, να ντυθώ, να πιώ το ρόφημά μου. Να κάνω τον περίπατό μου, να
γεμίσουν τα στήθια μου με ζωογόνο οξυγόνο, ν’ ακούσω μια καλημέρα, ίσως από ένα
άνθρωπο, ένα πουλί, ένα θρόισμα φύλλου δέντρου, μια πρώτη ηλιαχτίδα ή από ένα
ψίθυρο της θάλασσας.
Θα είναι τότε που η
ακατανίκητη ζωή -κάθε φορά που μου αναθέτει ένα ρόλο- θα με προστάζει να φωνάζω
δυνατά… ΑΝΤΙΟ ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ!
Βιογραφικό: Ο Γεράσιμος Μ. Λυμπεράτος γεννήθηκε στην Πάτρα από γονείς Κεφαλλονίτες. Το 1964 μεταναστεύει στο Σύδνει της Αυστραλίας όπου ρίχνεται στο σκληρό αγώνα της επιβίωσης κύρια ως λιμενεργάτης. Η παρουσία του στην κοινωνική,πολιτιστική, και πολιτική δραστηριότητα της Ελληνικής ομογένειας του Σύδνει είναι πολύχρονη, έντονη, και σημαντική, ιδαίτερα στο χώρο της Ελληνικής κοινότητας Σύδνει και Ν.Ν.Ο. Αυτοδίδακτος,φιλομαθής, με προοδευτικές ιδέες,ασχολήθηκε και με την λογοτεχνία όπου ποιήματά του ως και διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σ’όλα τα έντυπα της ομογένειας του Σύδνευ. Παράλληλα επανειλημμένα ποιήματα και διηγήματα του ιδίου έχουν βραβευθεί σε Ελληνο-αυστραλιανούς και Ελληνικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Ο Γεράσιμος Μ.Λυμπεράτος είναι μέλος της Ε.Ε.Λ.Κ. Αυστραλίας και συνεχίζει ως τα σήμερα την λογοτεχνική του παρουσία στα ομογενειακά δρώμενα. g.lymberatos@hotmail.com
|
Ταξιδιώτης ο άνθρωπος σε ένα Κοσμικό ταξίδι. Αστρική σκόνη που στροβιλίζεται και χορεύει στα ρεύματα και στις δίνες του Απείρου...
Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015
"ΑΝΤΙΟ ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ" του Γεράσιμου Μ. Λυμπεράτου - (1ο βραβείο Λογοτεχνικού διαγωνισμού Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών Καλλιτεχνών Αυστραλίας 2010)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου