Αν τον κάθε ένα μας κι όλους μαζί μας όριζε η μοίρα, η
ιστορία μας απλά θα ήταν μια καταγραφή των πεπραγμένων της μοίρας, έτσι όπως
αυτά εξιστορούνται από την συγγραφέα Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη στο μυθιστόρημά
της «ΑΛΦΕΣ», εκδόσεις «ΤΟ ΔΟΝΤΙ», Δεκέμβριος 2016.
Η καταγραφή αυτής της μοίρας που παράγεται από αφηγήσεις,
διαλόγους και βιώματα συγγενικών ανθρώπων κλειστών κοινωνιών σε επαρχία της
Πελοποννήσου κατά τις αρχές του περασμένου αιώνα και πάρα πέρα, αντανακλά στο
λεγόμενο πεπρωμένο και ό,τι σ’ αυτό συνεπάγεται, με το δράμα της αγροτικής
οικογένειας, την τραγικότητα των στιγμών, την αδιάκοπη πάλη για επιβίωση, τις
αντιπαραθέσεις του καλού και του κακού, του ηθικού και ανήθικου, του μίσους και
της αγάπης, σε τελευταία ανάλυση όλα αυτά που τα καθορίζει η μοίρα.
Ανοίγοντας μια παρένθεση, τονίζουμε πως αυτές οι εξιστορήσεις
-προς τιμή της συγγραφέως, ξεπερνούν το θετικό όριο αφήγησης που έχει σχέση με
την αμεσότητα, τον ρεαλισμό και την ακριβή εικόνα των συμβάντων από τους ήρωες
του μυθιστορήματος. Δεν προσπαθεί να κρύψει κάτι όσο οδυνηρό κι αν αυτό είναι.
Λέει: Tα
σύκα σύκα και την σκάφη σκάφη.
Ένα μόνο σημαντικότατο στοιχείο λείπει: H σύνδεσή του με τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες του
καιρού εκείνου που θα έδειχνε στο τέλος την αιτία όλων αυτών των θετικών ή
αρνητικών φαινομένων των κλειστών κοινωνιών. (Αν έμπαινε αυτό το κομμάτι, τότε
σίγουρα δεν θα μιλούσαμε για μοίρα ή πεπρωμένο, αλλά για τους νόμους της
αναγκαιότητας που εισάγει την κοινωνική εξέλιξη. Ξεφεύγοντας από το παλιό παίρνοντας
μαζί μας τα θετικά του μόνο, εισερχόμαστε στο νέο με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Όμως, και χωρίς αυτό το στοιχείο, διαβάζοντας τις «Άλφες», ο καθένας μπορεί να
υποθέσει. Ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι που σε μεγάλο βαθμό έχουν και τις σχετικές εμπειρίες).
Κλείνοντας την παρένθεση επανερχόμαστε σε ένα άλλο στοιχείο
που εμπλέκεται κι αυτό: «…Είναι η αγάπη
μια ουράνια ευχή» μας λέει κάπου δια του στόματος της ηρωίδας της, η
συγγραφέας. Άρα, έχουμε από την μια μεριά την μοίρα - το πεπρωμένο, και κοντά
σ’ αυτά ουράνιες δυνάμεις. Όλα αυτά κυριαρχούν στις «ΑΛΦΕΣ» και διαμορφώνουν
τις υποταγμένες στην μοίρα και τις ουράνιες δυνάμεις, ανθρώπινες σχέσεις.
Διαμορφώνουν και τις αξίες και απαξίες. Είναι όμως έτσι; Ο 20ος αιώνας από τις πρώτες δεκαετίες βρίσκει την
Ελλάδα σε εξαιρετικά πολύπλοκες καταστάσεις. Ιδιαίτερα την επαρχία που ζει με
κατάλοιπα ηθικής φεουδαρχικής και οθωμανικής προέλευσης, θρησκευτικές
δεισιδαιμονίες και ιατρικών κομπογιαννίτικων προκαταλήψεων, έλλειψη παιδείας,
πνευματικής ανάπτυξης.
Ο αποκλεισμός μέρους της Ελληνικής περιφέρειας από το
γίγνεσθαι του καιρού εκείνου, αναγκάζει τις κλειστές κοινωνίες να υποταχτούν
στα κατάλοιπα που προαναφέραμε, επηρεάζοντας την οικογένεια βάναυσα. Η ηθική
του καιρού εκείνου θέλει θελημένα τη γυναίκα σκλάβα του εαυτού της, σκλάβα της
οικογένειας, σκλάβα της κοινωνίας. Η παρθενική της υπόσταση και το
«ευκατάστατο» τη θέλει ως υποψήφια νύφη, το εναντίον θα είναι η ατιμασμένη, το
παραπέταγμα που όλοι θα την περιφρονούσαν.
Ο ξεσηκωμός στο Κιλελέρ το 1910 οι αγροτικές επαναστάσεις
σ’ όλη την Ελλάδα όπως μας τις περιγράφει ο ιστορικός Γ. Κορδάτος, τα ορμητικά
ποτάμια που ξεχύθηκαν με την Ρωσική προλεταριακή Οκτωβριανή επανάσταση το 1917
άρχισαν να διαμορφώνουν νέες καταστάσεις από χώρα σε χώρα. Νέες ιδέες, νέα
συνθήματα, κοινωνική δικαιοσύνη, απελευθέρωση της γυναίκας, δουλειά για όλους,
μόρφωση, ανθρώπινη διαβίωση, φιλία, συντροφικότητα, που όμως αυτά και ακόμη
περισσότερα δεν είχαν πρόσβαση σε πολλές κλειστές κοινωνίες στην Ελλάδα, όπου
ζούσαν τον «κόσμο τους»: Εγκλωβισμένοι στις όποιες χρόνιες αξίες ή απαξίες του
καιρού εκείνου, στην σκληρή κληροδοτημένη πραγματικότητα που διαιωνιζόταν με το
γάλα της μάνας στο παιδί, χωρίς ν’ αλλάζει τίποτε. Ο θάνατός σου η ζωή μου ή η προσπάθεια επιβίωσης κάτω απ’ τις
χειρότερες συνθήκες. Με πιο τραγικό τον ρόλο της γυναίκας που καταπιεζότανε από
παντού, «θεούς και δαίμονες». Όλα
αυτά με κάθε δυνατή λεπτομέρεια αναφέρονται στο βιβλίο «ΑΛΦΕΣ». Ωστόσο η ουσία
κατά την γνώμη μας στο τελικό συμπέρασμα που μας προδιαθέτει η συγγραφέας,
είναι το ζήτημα της αγάπης αλλά και οι ορμήνιες για το ξέβγασμα στο φως από το
τούνελ.
Τελικά τα παιδιά άνοιξαν τα φτερά τους παίρνοντας κάποια υγιή
στοιχεία από το παλιό -κάθε εποχή είχε και κάποια υγιή στοιχεία- δια μέσω της
μητέρας, αλλά και από τις διαμορφωμένες νέες σύγχρονες αξίες που όρισε η
αναγκαιότητα δια μέσω της τεχνολογικής και ανθρώπινης κοινωνικής επανάστασης
και της διάδοσης των νέων ιδεών που είχαν μεγάλη απήχηση.
Συμπερασματικά βλέπω τις «Άλφες» σαν μια μαρτυρία τραγικής
έμπνευσης αποκομμένης όμως από τον πλατύτερο περίγυρο των συντελουμένων
αλλαγών, που θα μας ανάγκαζαν να μιλούσαμε με την γλώσσα της κοινωνικής
εξέλιξης. Ωστόσο, η λογοτεχνική δεινότητα της συγγραφέως, μας υποχρεώνει να
αναγνωρίσουμε την επιτυχία της να μας μεταφέρει στο πνεύμα των κλειστών κοινωνιών
της εποχής εκείνης. Μας βοηθά να καταλάβουμε την εποχή εκείνη, έστω κι έτσι. Και
το φως στο τούνελ που μας δίδεται να μαρτυράει πως η ζωή συνεχίζεται και καθήκον
όλων μας είναι να την κάνουμε καλύτερη.
Ακόμη, εμείς, πρέπει να τονίσουμε πως η αγάπη που «δεν έχει φράκτες και όρια», η
πανανθρώπινη αγάπη σχετίζεται με αγώνες, με κοινωνική δικαιοσύνη, με την
κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Αν δεν υπάρχει αυτός ο
συσχετισμός, τότε μπορεί να είναι αγάπη περιστασιακή, ατομική, το πολύ για την οικογένεια
μου και τα παιδιά μου, στην βάση πιθανόν των οικ. συμφερόντων και τίποτε
περισσότερο. Θα είναι μια αγάπη εντός ορίων που δεν βοηθάει συνολικά ν’ απαλλαγεί
ο κόσμος από τα δεσμά του για να μην είναι υποχρεωμένος ο κάθε ένας να αφήνει
απολογητικές Άλφες για να τις βρουν
κάποιοι μετά θάνατο, αλλά η κοινωνία να αναλαβαίνει να χειραγωγεί σωστά τον
κάθε άνθρωπο.
Η τελική μου εκτίμηση για το βιβλίο Άλφες είναι πως, η
συγγραφέας μπόρεσε να προσεγγίσει με αρκετή σαφήνεια μια άλλη εποχή δωρίζοντας
στο μυθιστόρημά της μορφή και περιεχόμενο. Επίσης, το βιβλίο ΑΛΦΕΣ έχει
πολλαπλή χρησιμότητα για τις νέες γενιές ιδιαίτερα και για τα φιλοσοφικά
ζητήματα που απορρέουν από αυτή τη γραφή. Το πάντρεμά της με την ποίηση,
αποτελούν θετικό κέντρισμα για πλατύτερες συζητήσεις.
Αν όμως θέλαμε παρά ταύτα να προσφέρουμε λίγα λουλούδια
χωρίς κουβέντα παραπανίσια, θα τα προσφέραμε νοητά πρώτα στην έννοια μάνα, την
αιώνια μάνα της οικογένειας, της κοινωνίας και κατά δεύτερο στην συγγραφέα για
το φτιάσιμο μιας τέτοιας μάνας, που μας κράτησε με ανοιχτό το στόμα ως την
τελευταία σελίδα του βιβλίου.
28 Ιουλίου 2017
Γεράσιμος Μ. Λυμπεράτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου