ΜΠΛΕΓΜΕΝΟΙ ΣΕ ΙΣΤΟΥΣ ΑΡΑΧΝΗΣ
της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη
Σκοτεινιασμένα καταφύγια με αράχνης ιστό τυλιγμένα. Δίχως χαραμάδα ελπίδας. Με άδεια πιάτα στη γωνιά. Μοναχικά κειμήλια, παλαιωμένα.…
Στείρα η γεύση του χαμόγελου. Στα τάρταρα ορκίστηκε η χαρά… Δεν την άγγιξε η γλύκα του ψωμιού και η μητρική ανάσα. Μαρμαρωμένες έγνοιες στου μεροκάματου τη στράτα…
Μανταλωμένα τα παραθυρόφυλλα. Κλέφτρες οι έγνοιες, τρυπώνουν, μ’ άγρυπνα μάτια, κατακόκκινα, ματωμένα. Δίχως άστρα, φεγγάρια κι ονειρέματα ν’ ανατέλλουν σε τούτο το αντάμωμα....
Τσακισμένα σκηνικά σε θάλασσες αγριεμένες. Τρέμει το φυλλοκάρδι, ανήμπορο. Στο ξεροβόρι και στην άπνοια ίδιος ο θάνατος παραφυλάει να κλέψει του ανδρειωμένου τα σπαθιά!
Άσπερμος ο σπόρος της γενιάς. Με λανθασμένες διαγνώσεις εκτέλεσαν πισώπλατα τη κονιοποίηση τους. Ευνουχισμένος σπέρνεται σ’ εμπλουτισμένο χώμα με κόκκαλα και αίμα.
Και χρωστούμε συγνώμη γι αυτήν τη γενιά…
Συγνώμη ήταν λάθος, τούτης της περιφρονημένης διαδρομής η εξέλιξη. Εμείς οι γεροντότεροι, βολεμένοι και καλοταϊσμένοι αφεντάδες, δίχως μετάνοια, πορευτήκαμε... Δε ρίξαμε μια ματιά πίσω, μα ούτε κι εμπρός, να δράξουμε της ετοιμόγεννης δόξας το στεφάνι∙ τ’ άρματα να κρατήσουμε και τα ετοιμοπόλεμα σπαθιά που τροχισμένα περίμεναν∙ παρά τ’ αφήκαμε να σκουριάσουν, κρεμασμένα κειμήλια στις προθήκες της ακάματης γενιάς μας.
Αθώρητες έμειναν οι πληγές στα μάτια μας. Καμιά παλιά περηφάνια δεν τις γιάτρεψε αφού αξιοθρήνητα δούλεψαν τα μυαλά και τα μπράτσα εκείνων που ορκίστηκαν για πίστη…
Ας έλειπαν τα τραπεζώματα που έγιναν για στέρηση δική σας. Χρέη μας φόρτωσαν και υποθήκευσαν αιώνια τις ψυχές μας. Είλωτες, δούλοι δικοί τους μια ζωή γενήκαμε. Να υπηρετούμε αφεντικά σε ξενικό και ντόπιο χώμα.
Μόλις που γευτήκαμε κάτι από λίγη δόξα… Κατέβηκε για λίγο στο λαρύγγι μας, την κοινωνήσαμε. Μας κάθισε η μπουκιά καταμεσής του φάρυγγα. Ούτε δύναμη να ξεφυσήσουμε, να διώξουμε το βάσανο που κάρφωσε σαν κόκκαλο ψαριού την ψυχή μας!..
Σπασμωδικές χειρονομίες και υποκλίσεις στους σώστες μας για μια στάλα ψωμί που δεν αρκεί μήτε για λειτουργιά και μνημόσυνο στους ατίμητους ήρωες. Τραγικές οι διαπιστώσεις, μας πνίγουν. Τάχα τι περιμένετε για απολαβή; Η θεία δίκη τελμάτωσε. Κλεισμένες πόρτες παντού. Κι εκείνα τα τρανά συμπόσια, σπανίσανε. Οι γάμοι, οι γιορτές και τα βαφτίσια στροβιλίστηκαν σαν ανεμοσκόρπισμα… Ζουν το ολοκληρωτικό τους ξερίζωμα. Η φυλή ορφάνεψε από γενναίους μαχητές. Μονάχα εδώ κι εκεί ετοιμοθάνατες ανθρώπινες φιγούρες αντιστέκονται του δήμιου, παρέα με κάτι ορδές βαρβάρων που σπάζουν σε κομμάτια τη δόξα, μεταπουλώντας την….
Τ’ αμπέλια, οι ελιές και τα χρυσά χωράφια ορφάνεψαν από αμπελουργούς και κτηματίες. Κι ήταν άναρχη εκείνη η παραίτηση και η αποκοπή από της γης το σώμα. Δίχως σέβας. Δίχως πιστευτά προσχήματα. Έτσι… για τη μεγάλη ζωή που ‘ταζαν οι μεγάλοι!
Κουλουριαστήκαν τα κορμιά στη μαλθακότητα. Τράνεψαν τα απραγματοποίητα όνειρα με την απουσία του ήλιου. Ταξίδεψαν με δανεικό παρά χορταίνοντας την αθεράπευτη περηφάνια τους. Μια ψεύτικη περηφάνια που ξεχείλισε αλλόφρονα κι αφόρμισε τις πληγές μας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου