Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017

«ΤΟ ΣΜΙΛΑΡΙ ΤΗΣ ΕΝΑΡΓΕΙΑΣ» διήγημα της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη




ΤΟ ΣΜΙΛΑΡΙ  ΤΗΣ ΕΝΑΡΓΕΙΑΣ

Ένας ονειροπόλος ζωγράφος  είχε  πάρει τα πινέλα του να ζωγραφίσει το πρόσωπο  της πολιτείας. Μες  την ατέρμονη   φαντασίωση του  πολύχρωμες  νότες, εκστατικές,  χόρευαν αλλόφρονα  σαν πεινασμένα πιράνχας στο βαρύτιμο  πλάνο του μυαλού του. Έδινε τίτλους στα ανολοκλήρωτα σκίτσα του. Παρηγορούνταν καθώς τα σύνεργα του   ανεβοκατέβαιναν πάνω σε τείχος πανύψηλο απεικονίζοντας την ατέρμονη αγωνία του για αναγνώριση και προβολή. «Ο  επιμένων νικά!» διαβεβαίωνε τον εαυτό του και συνέχιζε να ακονίζει το μυαλό ως την ώρα που αποτέλειωσε τα χρώματα που με τόσο κόπο είχε συλλεγμένα από το χρονοντούλαπο της πολυτάραχης ζωής του.  Και τούτη η πράξη δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η κατακλείδα μιας ακόμη ματαιόδοξης προσπάθειας, μιας ενέργειας που δεν συνταιριάχτηκε  με τη ζωή παρά μόνο με την αθεράπευτη φιλοδοξία του!....
Από τότες πέρασαν χρόνοι πολλοί. Εκατοντάδες ονειροπόλοι ζωγράφοι και ποιητές ακολούθησαν την τρέλα του προσπαθώντας κι εκείνοι να ζωγραφίσουν με χρώματα και λέξεις, το πρόσωπο  της πολιτείας. Δεν είχαν καταλάβει οι δυστυχείς πως η κοινωνία των ανθρώπων είναι παμπάλαια όσο παμπάλαιο είναι το γονίδιο του ανθρώπου να βλέπει και να παραβλέπει μονάχα αυτά που το συμφέρει…. Έτσι όλοι παρέμειναν για χρόνια ονειροπόλοι  κυνηγοί  του ωραίου και του αληθινού, χωρίς ποτέ να ανταμωθεί η δική τους ματιά με τη ματιά της πολιτείας. Δυο κόσμοι ξένοι αναμεταξύ τους που ο καθένας έβλεπε   και ερμήνευε  σε διαφορετική γλώσσα την πολύχρωμη παλέτα της ζωής και των γεγονότων  που την καθόριζαν….  
Απελπισμένοι, λοιπόν, οι ζωγράφοι άρχισαν απ’ αρχής να βουτάνε τις βούρτσες και τα πινέλα τους μέσα στους κουβάδες με τα χρώματα∙  και οι γραφιάδες άρχισαν κι αυτοί με τη σειρά τους να ακονίζουν τα μολύβια τους… Χρώματα και γραφίτες άρχισαν να καλύπτουν το μοναδικό άγραφο χαρτί τους. Είχανε φοβηθεί πως αν τα παρατούσαν, θα τους κυνηγούσαν αιώνια οι Ερινύες  για το ανολοκλήρωτο χρέος τους. Γι αυτούς, δεν υπήρχαν χαμένες υποθέσεις παρά μόνο εκείνες που εγκατέλειπαν.  
Μερόνυχτα   δούλευαν δίχως να κλείσουνε βλέφαρο. Πέρασαν  χρόνοι πολλοί με αυτή τους την ενασχόληση ώσπου  κάποια μέρα,  έκαναν συμβούλιο κι αντί να ξεκουραστούν, αποφάσισαν να συνεχίσουν εκ νέου με τρομερή επιμονή, υπομονή και φαντασία να συνταιριάξουν τα κομμάτια του παζλ της νέας τους δημιουργίας. Έδωσαν  λοιπόν σαφέστερη μορφή  στα σχήματα που είχαν δημιουργήσει στο μοναδικό άγραφο χαρτί που τους είχε απομείνει, και το επίπονο έργο τους είχε αποκτήσει την τελική του μορφή. Ήταν ένα δημιούργημα γεμάτο ηλιαχτίδες. Η επιμονή τους είχε γίνει η τωρινή τους νίκη. Μέσα στο πρόσωπο της επιμονής και της υπομονής  είχε σχηματιστεί το πρόσωπο  της πολιτείας λουσμένο στη λάμψη του ήλιου. Τα ακονισμένα μολύβια τους είχαν μεταλλαχτεί σε σμίλη  που είχε σμιλέψει την ασχημάτιστο σκληρό βράχο της αδράνειας και της απραξίας∙ και καθώς στάθηκαν να κοιτάζουν την καινούργια  εικόνα που φάνταζε σαν επαναστατημένο λάβαρο μπροστά τους, αναφώνησαν ικανοποιημένοι: «Ο  επιμένων νικά!».

Πέμπτη, 30 Νοεμβρίου 2017

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου