Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

«Η ΔΡΑΚΑΙΝΑ ΤΟ ΔΡΑΚΑΚΙ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ» ένα παραμύθι της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη. (3ος Έπαινος κατά τον Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Διηγήματος και Παραμυθιού που διοργάνωσε το Σωματείο Λόγου και Τέχνης «ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ», 2018).


Σχετική εικόνα
Η δράκαινα το δρακάκι και οι καλοί άνθρωποι
(Το παραμύθι αγγίζει το ευαίσθητο θέμα της αναδοχής και της υιοθεσίας)

Ζούσε κάποτε στις όχθες ενός μικρού ποταμού ένα ανδρόγυνο  πολύ αγαπημένο, αλλά, τι κρίμα, δεν είχαν παιδιά. Χρόνια προσπαθούσαν πηγαίνοντας στους γιατρούς  και παιδάκι δεν είχαν καταφέρει να αποκτήσουν οποιαδήποτε  συμβουλή  κι αν ακολούθησαν. Έτσι, δεν τους είχε απομείνει τίποτα  άλλο από το να προσεύχονται νύχτα μέρα στο Θεό  να τους χαρίσει ένα παιδάκι  για να το έχουν στήριγμα στα γεράματα τους. Αλλά, ούτε ο Θεός τους άκουσε γιατί  οι προσευχές τους  δεν είχαν  καταφέρει να φτάσουν στα αυτιά Του… Τότε άρχισαν τα δύσκολά.  Η γυναίκα ξεκίνησε να παίρνει τα δάση και τα βουνά, τις λίμνες και τα ποτάμια. Ο άντρας της, δυστυχής,  προσπαθούσε να την παρηγορήσει αλλά εκείνη δεν είχε παρηγοριά. « Αχ άντρα μου» του λέει μια μέρα «ας είχαμε ένα παιδάκι κι ας ήταν και δρακάκι!» «Τι να το κάνουμε  το δρακάκι, γυναίκα μου; Να το μεγαλώσουμε και να μας φάει;» της αποκρίθηκε εκείνος παραξενεμένος. «Κάνεις λάθος άντρα μου. Γιατί να μας φάει; Ακόμη και στο μεγαλύτερο θηρίο αν φερθείς με αγάπη θα γαληνέψει και θα σε αγαπήσει» του απάντησε  εκείνη συμπονετικά. «Καλά…» της είπε εκείνος «πάρε το σακουλάκι σου και πάμε μια βόλτα στο βουνό να μαζέψουμε χορταράκια να μαγειρέψουμε το μεσημέρι, να πάρουμε  και λίγο καθαρό αέρα  να συνέλθουμε κι έχει ο Θεός!...»
Την επομένη ημέρα, η γυναίκα πήρε το σακουλάκι της  κι ο άντρας το ραβδάκι του  και ξεκίνησαν  νωρίς νωρίς  για το αντικρινό βουνό. « Καλέ, άντρα μου» λέει η γυναίκα, «τόσα ανάξια ανδρόγυνα έχουν παιδιά κι εμείς οι δυστυχείς που είμαστε τόσο αγαπημένοι δεν έχουμε ούτε ένα… Βλέπεις πόσο άδικα μοιράζει ο Θεός τη  χαρά και την ευτυχία;» «Μην απελπίζεσαι, γυναίκα μου. Έχει  ο Θεός!... Έχει  ο Θεός για όλους » απάντησε εκείνος παραπονεμένα.
Συνέχισαν το δρόμο τους  για ώρα πολλή και καθώς περνούσαν από ένα φαράγγι  άκουσαν μέσα σε μία σπηλιά  κάτι να ουρλιάζει και να γογγύζει. «Κάποιος πονάει άντρα μου! Δεν πάμε κατά τη μεριά που ακούγονται τα γογγυτά να δούμε τι συμβαίνει; » είπε εκείνη κι άνοιξαν δρόμο προς την σπηλιά. Με αγωνία και περιέργεια προχωρούσαν κρατώντας ο άντρας  γερά στο χέρι το ραβδί του και η γυναίκα  το σακούλι της. Με έκπληξη αντικρίζουν    στην είσοδο μια δράκαινα, καταϊδρωμένη και ολομόναχη να γεννάει  το δρακάκι της.  Το ανδρόγυνο την λυπήθηκε έτσι όπως την είδαν πονεμένη -κι όπως η δράκαινα ήταν ξαπλωμένη καταγής, η γυναίκα έβγαλε το κεφαλομάντηλο της  και της σκούπισε τον ιδρώτα. Η δράκαινα γαλήνεψε και δάκρυα άρχισαν να καταβρέχουν το πρόσωπό της: «Αχ καλή μου γυναίκα, γεννώ ολομόναχη το δρακάκι μου γιατί ο δράκος με παράτησε για μια άλλη δράκαινα. Από τότε έσβησε η φωτιά απ’ το στόμα μου και δεν μπορώ να διώξω τους εχθρούς μου μακριά. Βοήθα να γεννήσω και θα σου ανταποδώσω το καλό που θα μου κάνεις.» «Τι θέλεις να σου κάνω δράκαινά μου; Εγώ δεν έχω γνώση από γέννες. Πες μου τι θες κι εγώ θα σου το κάνω!» απάντησε καλόγνωμα η γυναίκα.  Η δράκαινα πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Κάθε φορά που θα με ακούς να ουρλιάζω» είπε στη γυναίκα, «θα λες: Πάρε δύναμη από πέτρα και την φλόγα ξαναμέτρα κι από τη δική μου γνώση γέννα πριν καλά νυχτώσει. Ο πόνος να πάει στα βουνά  στα αλαργινά ρουμάνια».
Κάθε φορά που ούρλιαζε η δράκαινα από πόνο η γυναίκα έλεγε το ξόρκι. Το είπε μια… το είπε δυο… το είπε τρεις… Με την τέταρτη φορά  και πριν καλά καλά αποτελειώσει τα λόγια που της είχε μάθει η δράκαινα, βλέπει να γεννιέται ένα δρακάκι με κατακόκκινα μαγουλάκια.
Ο άντρας έπιασε απαλά  το νεογέννητο στα χέρια του για να μην πέσει απότομα στο χώμα και χτυπήσει και πήγανε  στη βρυσούλα που έτρεχε καθαρό νερό και το πλύνανε.  Πήρε η γυναίκα το σακούλι της και το σκούπισε∙ ξέπλυνε το σακούλι με το τρεχούμενο νερό  και το άπλωσε πάνω σε κάτι κλαδιά να στεγνώσει  κι έπειτα επέστρεψαν στη δράκαινα με το δρακάκι κατακάθαρο. Σαν τους είδε η δράκαινα άρχισε να κλαίει σπαρακτικά: «Τι να το κάνω, καλοί μου άνθρωποι, το άμοιρο δρακάκι μου; Έχει στεγνώσει η φωτιά  από το στόμα μου και δεν μπορώ η δόλια να το μεγαλώσω. Πάρτε το δρακάκι μου, το όμορφο παιδάκι μου και να το μεγαλώσετε με αγάπη, έτσι όπως το πονώ και το αγαπώ. Κι άμα μεγαλώσει  και γίνει δυνατός δράκος να μου το φέρετε πίσω να του δώσω την ευχή μου και την συμβουλή μου». «Να το πάρουμε το παιδάκι σου, το δρακάκι σου και να το μεγαλώσουμε, αλλά εμείς δεν έχουμε παιδάκι  και δεν ξέρουμε πώς να το μεγαλώσουμε!» απάντησε παραξενεμένο το ανδρόγυνο. «Δεν σας φοβάμαι» τους είπε η δράκαινα. «Πάρτε το! Θα ακολουθήσετε όμως τη συνταγή: Να το αγαπάτε, αλλά να μη σας πάρει τον αέρα. Αν σας πάρει τον αέρα, θα γίνει δράκος και θα σας φάει. Αν του πάρετε τον αέρα, θα γίνει άνθρωπος και θα σας τιμάει!»
Έβαλαν στο σακούλι  τους το δρακάκι, αποχαιρέτησαν τη δράκαινα και πήραν το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι∙ όμως, είχαν ξεχάσει να ρωτήσουν τι να το ταΐζουν…
«Τι να το ταΐσουμε άντρα μου το παιδάκι μας;»  ρώτησε η γυναίκα το σύζυγό της.  «Εγώ δεν έχω γεννήσει για να κατεβάσω γάλα και να το ταΐσω!» «Μη στεναχωριέσαι» της αποκρίθηκε εκείνος «θα ζητήσω λίγο γάλα από τη γαϊδουρίτσα του γείτονα  και θα το ταΐσουμε.» «Δεν θα μας δώσει! Η γαϊδουρίτσα το γάλα της το έχει για το γαϊδουράκι της κι αν εμείς της το πάρουμε, θα μείνει νηστικό το παιδάκι της» είπε η γυναίκα κι εκείνη τη στιγμή ήρθε μία ιδέα στο μυαλό του άντρα:
«Πάνω στην αμυγδαλιά μας  πάνε οι καρδερίνες και ταΐζουν τα  παιδιά τους με  του πουλιού το γάλα. Θα πηγαίνουμε κάθε μέρα  και θα τους ζητάμε από λίγο. Τα πουλιά πετάνε ελεύθερα! Γνωρίζουν  χίλιους τρόπους και συνήθειες! Εμείς θα τα αφήνουμε να κουρνιάζουν στην αμυγδαλιά μας και θα τους δίνουμε σπόρους και νερό κι εκείνα θα μας δίνουν λίγο από το γάλα τους. Θα δίνουμε λίγο από το γάλα τους στο παιδάκι μας μέχρι να μεγαλώσει.» «Αν  το κακομάθουμε και μας φάει;» αναρωτήθηκε τρομαγμένη η γυναίκα. «Μη φοβάσαι. Θα βουτάμε μέσα στο γάλα ένα σκοινί και θα του δίνουμε λίγο λίγο να πιπιλάει∙ με αυτόν τον τρόπο, δεν θα μπορεί να μας δαγκώσει! Κι αν το  παιδάκι μας θέλει να φάει κι άλλο, θα του λέμε:  Μη το τραβήξεις το σκοινί γιατί το γάλα θα χυθεί και νηστικό θα μείνεις.  Αν θέλεις πάλι για να φας μάθε λιγάκι να μασάς να μη παραπαχύνεις!»
Το είπαν και το έκαναν! Βουτούσαν   σιγά σιγά το σκοινί μέσα στη δακτυλήθρα με το γάλα κι έδιναν στο δρακάκι  λίγο λίγο να πιπιλάει  για να μη παραφουσκώσει. Με το πέρασμα του χρόνου έγινε ένα όμορφο και καλό παιδάκι.
Κάποια μέρα, αφού το παιδάκι τους είχε μεγαλώσει αρκετά και καταλάβαινε τη γλώσσα των ανθρώπων, οι γονείς είπαν την αλήθεια  της καταγωγής του και ξεκίνησαν μαζί και οι τρεις να βρουν τη δράκαινα για να δώσει την ευχή της και την συμβουλή της. Σαν έφτασαν μετά από ώρες πεζοπορίας κοντά  στις δρακότρυπες το αγόρι άρχισε να καλεί τη μάνα του: «Μανίτσα μου δρακίτσα μου έλα στην αγκαλίτσα μου. Δώρο μας έστειλαν οι θεοί δυο ανθρωπάκια απ’ τη γη.»
Η δράκαινα άκουσε τη φωνή. Κατάλαβε  πως ήταν το παιδί της και βγήκε γρήγορα από τη σπηλιά. Απ’ τη χαρά της άρχισε να βγάζει φλόγες απ’ το στόμα για να προστατέψει το δρακάκι της. Μα αντίς για δρακάκι  ένα όμορφο και καλοσυνάτο αγόρι παρουσιάστηκε μπροστά της. Η αγάπη των ανθρώπων που το είχαν μεγαλώσει το είχε μεταμορφώσει σε άνθρωπο. Το ανδρόγυνο  φοβήθηκε πως η δράκαινα θα τους έκαιγε ζωντανούς με τις φλόγες της  και καθώς της έδωσαν νερό από  το παγούρι τους της λένε: « Πάρε νερό δρακίτσα μου να σβήσει η φωτίτσα. Θυμήσου όσα έλεγες την ώρα που μας έδινες  μια  τρυφερή αγκαλίτσα. Μπροστά σου έχεις το παιδί σου για να δώσεις την ευχή σου.» Ήπιε η δράκαινα νερό και η φωτιά  έσβησε. Αγκάλισε το παιδάκι της, το δρακάκι της, το όμορφο παλληκαράκι  της. Έπειτα αγκάλιασε και τους καλούς ανθρώπους που την βοήθησαν να γεννήσει μέσα στη δρακότρυπα και τους είπε: «Τώρα ήρθε η ώρα να δώσω την ευχή μου και τη συμβουλή μου. Μπροστά μου έχω το παιδί μου για να του δώσω τη ζωή μου. Μην ατιμάσεις ούτε  θεριό ούτε  άνθρωπο. Να μη θυμώσεις  μήτε με φίλο  μήτε με εχθρό. Ευχή να έχεις τις χαρές και τις καλές τις ώρες. Με υπομονή να προσπερνάς τις δυνατές τις μπόρες». Έπειτα το φίλησε κι  έτσι όπως ήταν συγκινημένη απ’ την ανέλπιστη συνάντηση, άρχισαν να φυτρώνουν φτερά στο κορμί της  και πέταξε ψηλά στον ουρανό. Από εκεί εύχεται και προσεύχεται  για το δρακάκι της -το παιδάκι της, το όμορφο  παλληκαράκι της. Κι έζησαν εκείνοι καλά κι εμείς καλύτερα,  τρώγοντας ψωμί  από πίτουρα!

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη 


2 σχόλια:

  1. Συγχαρητήρια Μαρία μου!
    "Μην ατιμάσεις ούτε θεριό ούτε άνθρωπο"
    Εδώ στάθηκα! πρόσεξε πόσα μηνύματα κρύβει αυτή τη ευχή-προτροπή.
    Έχεις μεγάλη τρυφερότητα έτσι ώστε να δημιουργήσεις αυτό το παραμύθι. Δεν είναι καθόλου εύκολο κάτι τέτοιο.
    Το να γράφει κάποιος παραμύθι απαιτεί πολλά χαρακτηριστικά.
    Με συγκίνησε και μου άρεσε πάρα πολύ.
    Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κ. Γιάννη, σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
    Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε αυτή η πλευρά της γραφής μου! Επίσης, χαίρομαι ιδιαίτερα που μέσα στο παραμύθι αυτό εντόπισες και χαρτογράφησες με το σχόλιό σου την δύναμη που εμπνέει η ανθρωπιά και η τιμιότητα.
    Καλή σου ημέρα! και καλή συνέχεια σε ό,τι κι αν κάνεις!
    Με όλο μου το σεβασμό!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή