Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

Ταξιδεύοντας στις σελίδες της ποιητικής συλλογής «Η ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΗΣ ΑΝΤΟΧΗΣ» του Δημήτρη Α. Δημητριάδη, εκδόσεις 24 γράμματα ( Γράφει η Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη)


Αποτέλεσμα εικόνας για η κλίμακα της αντοχής του δημήτρη δημητριάδη 

Ταξιδεύοντας στις σελίδες της ποιητικής συλλογής «Η ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΗΣ ΑΝΤΟΧΗΣ». του Δημήτρη Α. Δημητριάδη, εκδόσεις 24 γράμματα  ( Γράφει η Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη)

 

Όταν πιάνω στα χέρια μου κάποιο βιβλίο, ο τίτλος του, ιδίως, μου προκαλεί το ενδιαφέρον να κατανοήσω το λόγο -το αίτιο και την αφορμή,  που κέντρισε την φαντασία του  συγγραφέα, με κατάληξη την περιπλάνηση του νου του σε συνεχόμενη ανηφορική πορεία. Το πόνημα που κρατώ στα χέρια μου αυτή τη στιγμή, φέρει τον τίτλο «Η κλίμακα της αντοχής». Είναι μια ποιητική συλλογή του Δημήτρη Α. Δημητριάδη, εκδοθείσα από τις εκδόσεις 24 γράμματα τον Σεπτέμβριο του  2019.  Άθελά μου, ζύγιασα στο μυαλό τη λέξη «κλίμακα» με τις λέξεις: μέτρο και όριο. Κάλλιστα θα μπορούσα να μεταλλάξω τον τίτλο της συλλογής «Η κλίμακα της αντοχής», σε ένα νέο που να φέρει το όνομα «Τα όρια της αντοχής» ή «Το μέτρο της αντοχής»...μα, καθώς ο νους ζυγιάζει τις λέξεις και κάνει  αυτές  τις ταλαντεύσεις, βγαίνει από τα χείλη μου η ευχή και παράκληση: Θεέ μου, ποτέ μη μας στείλεις, όλα εκείνα που μπορούμε να αντέξουμε!...

Ο ποιητής ξεκινά απολογητικά με μια κατηγορηματική - προσωπική αναφορά κι εξομολόγηση, εκφράζοντας τον ενδότερο πόνο του: «Μεγάλωσα/ πάλιωσα κι εγώ/με μαύρους κύκλους και φαγωμένα νύχια / σκάβοντας και μετρώντας /κομμένα μάτια και δάχτυλα… Αυτό που ψάχνω δεν το βρίσκω». Κι αναρωτιέμαι… τι είναι αυτό που ψάχνει ο ποιητής και δεν το βρίσκει;

«Ο βίος μου αβίωτος. / Μονάχα η σιωπή με γνωρίζει/ τρυφερά ψηλαφίζει το τραύμα μου…».  Στη σιωπή, μέσα στην απόλυτη φυσική ηρεμία, κάνει την ενδοσκόπηση του, την αυτοκριτική του, ψηλαφώντας  τις αόρατες απ’ τον κόσμο  πληγές του, ολοκληρώνοντας την αυτοεξέτασή σου. Ο φακός  του νου στρέφεται σε πυροβολεία, σε χαλάσματα, σε νταμάρια… με μια επιθυμία να γεννιέται στην ψυχή του ποιητή: αν μπορούσε, αν ήταν μπορετό να γυρνούσε στη μήτρα που τον γέννησε.

Νοσταλγεί τις  τρυφερές εικόνες της αθωότητας, το τζάκι του πατρικού  σπιτιού, την άνοιξη που μπουμπουκιάζει την παιδική και αγνή ψυχή. Τώρα, ξαπλώνει τις νύχτες και ύπνος δεν τον παίρνει. Σκέφτεται τα παιδιά του, τα παιδιά όλου του κόσμου που όταν απλώνουν το χέρι, αδελφικό χέρι τους το κόβει… που τινάζονται στον ύπνο τους και κλαίνε…

Ναι, σκληροί κι άγριοι οι καιροί!...Η πένα του ακουμπά σε αμοντάριστα πλάνα, ξεκαθαρίζοντας τις απόψεις και τις θέσεις   της ζωής, αποκόπτοντάς την απ’ τα σκοινιά της παράνοιας, από τα λάφυρα των φονιάδων της οικουμένης. Τα γεγονότα ανασκάπτουν τον ποιητή, αιμορροεί απ’ τις πληγές που άφησαν πίσω  απλυτόποδες εχθροί. Οι  λέξεις στάζουν αίμα. Αιμορραγούν μαζί του να αντέξουν το βάρος τ’ ανεπίδοτου πλαντάγματός του.

Στο ποίημα «Σκόρπισε με παράφορα» της σελίδας 18, ο ποιητής Δημήτρης Α. Δημητριάδης, γράφει: «Άλλο δεν είμαι/ πάρεξ του ολομόναχου κραυγή…», κι όταν σβήνει το φως κι ένας ανεμοστρόβιλος κατεβάζει τη λαμαρίνα της στέγης να του κάνει το σβέρκο χίλια κομμάτια …παρακαλεί, να τον επισκεφτεί ένα βαθύ σκίρτημα  πορφυρής στιγμής, με τις ρομφαίες και τα λευκά άλογα να χλιμιντρούν στο σκοτάδι κι ασυλλόγιστα να τον σκορπίσουν στον καθαρό και λαμπρό αιθέρα.(Όλοι οι στίχοι του ποιήματος φανερώνουν την έκδηλη ανάγκη του ποιητή για επικοινωνία με το Θείο).

Ως αναφορά στο  ποίημα «Τα δέντρα και οι ξυλοκόποι», έχω να επισημάνω πως είναι ένα ποίημα με έντονο συμβολισμό, το οποίο σκιτσάρει στο επακριβώς το πρόσωπο της σύγχρονης  κοινωνίας. Τα δέντρα που πρόσφεραν οξυγόνο ζωής,  αρρώστησαν, ρημάχτηκαν από μύκητες και ακάραια… όμως  ο ποιητής καλλιεργεί την ελπίδα πως οι ξυλοκόποι  οι παλιοί, βουνήσιοι  άνθρωποι, αποφασιστικοί, με τα χέρια τανάλιες και τα τσεκούρια ( με τη ρώμη του κορμιού και του μυαλού, βασιζόμενοι  σε παραδοσιακές μεθόδους) θα δώσουν την πρέπουσα  λύση.

Παραφράζοντας σε «ορμή» τη λέξη «ρωγμή» του ομώνυμου ποιήματος θα τολμούσα να πω: Ορμή, σημαίνει, να πέφτεις…, να σηκώνεσαι…, να ξαναπέφτεις και να δέχεσαι πως σου έχουν απομείνει αντοχές!... κι όλο να προχωρείς προσπαθώντας στου κόσμου το κουκούτσι να μπεις και τελικά να τα καταφέρνεις, ακούγοντας το νικητήριο σάλπισμα της ψυχής!

Μπορώ να πω με βεβαιότητα πως ο ποιητής με τη γραφίδα του έχει καταφέρει και μιλά τη γλώσσα όλων των ανθρώπων, κοιτά με τα μάτια μας και αφουγκράζεται  τους παλμούς όλης της κοινωνίας. Ξεδιψά  με το να διαλευκαίνει τις ενότητες του νου και της ψυχής τους μανδύες‧ για να μην απομείνουν τα βιώματα δακρύβρεκτες αναμνήσεις, σαν πελώριο εκκρεμές, ατέλειωτα μετρά τις στιγμές του, μέσα στο σύμπαν‧ αυτάρκης με τα μικρά, όπου μέσα τους φωλιάζουν τα μεγάλα‧ με άγρυπνο το μάτι της ψυχής προσπαθεί να κατανοήσει και να μάθει: Τι κάνουν άραγε οι γραφές όταν κλειδώνεις την πόρτα και φεύγεις; Τι κάνουν οι λέξεις και οι σκέψεις που άφησες πίσω; Αναρωτιέται και αυτομάτως δίνει και την απάντηση στο ποίημα «Της πέτρας η σιωπή»: «Μ’ άλλα φτερά πετά της πέτρας η σιωπή/ άλλα φτερά την ταξιδεύουν/ …ό,τι χάνεται και δεν χάνεται/ μέσα της πεθαίνει κι ανασταίνεται…» και θα συνεχίσει να μας κατατοπίζει υπαρξιακά με το ποίημα, «Αν δεν μπορείς», λέγοντας: «Ό,τι κι αν κάνεις/ ό,τι κι αν πεις/ αν δεν μπορείς να ξεχυθείς/παντού να μοιραστείς/ να πάρεις όλες τις μορφές/ να κατέβεις ως το βυθό του κόσμου/ αδιάβαστος θα πας.»

 Ως κατακλείδα,  ο λόγος του, λούζεται με νάματα φιλοσόφων‧ ο νου του λαμπαδιάζει με ανάμματα φλεγόμενων λέξεων. Ερωτεύεται την ποίηση- τη δημιουργία κι όλους αυτούς που αιωρούνται μοναχοί, βουβοί, ταπεινωμένοι. Θαυμάζει κι ερωτεύεται τις ελαφίνες ψυχές που ξέρουν να ζούνε ελεύθερες στον αρχέγονο   χώρο τους, μαθημένες να ερωτεύονται όσα φέρει και παίρνει η ζωή! Τραγουδά στίχους με την ψυχή του αφήνοντας να πορευτεί η ωραιότητα  της ελεύθερης σκέψης και η ευμορφία  της αγνότητας.


Κυριακή, 2 Φεβρουαρίου 2020
Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου