Κυριακή 17 Αυγούστου 2025

Ποιητική Κριτική στο «Ταξίδι» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη Από: Ριζάλ Ταντζούνγκ Rizal Tanjung

 

Μυριάδες ευχαριστίες στον Ινδονήσιο Ποιητή, Αρθρογράφο, Θεατρικό Συγγραφέα - Καλλιτέχνη και Κριτικό Τέχνης για την Ποιητική - Ποιοτική Κριτική των στίχων μου υπό τον τίτλο: ΤΑΞΙΔΙ
Επίσης, ευχαριστώ την εκλεκτή φίλη Ποιήτρια
Eva Petropoulou Lianoy για τις γέφυρες επικοινωνίας που χτίζει, φέρνοντας σε επικοινωνία τους ποιητές του κόσμου!
Ο Θεός μαζί σας!
 
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Σιωπώ κι αφουγκράζομαι ν' ακούσω,
τ' ανέμου το τραγούδι, ένας λυγμός...
Στα φύλλα της καρδιάς, γυμνός στρατός,
οι λέξεις λαχταρούνε να τις ντύσω!... 
 
Στο φως λικνίζονται... σαν στάχυα στον αέρα,
άτια ατίθασα, γυρνούν τη μανιβέλα...
Τα κύματα της θάλασσας, ω ψυχή μου:
Σαν δελφινάκια σχίζουν την οδό της διαδρομής μου.
 
Πως νιώθω τα πανιά του καραβιού....
Σαν φουσκωμένα φλάμπουρα και τρέμει το τιμόνι!
Ξεθάβει η θάλασσα κοράλλια κι ανεμώνη.
Στα βράχια κρύβω τις φωλιές των μαραμπού!...
 
Και να 'μαι μόνος... με τη δίνη να με παίρνει,
ως άχυρο ακυβέρνητο, σ' αλώνι!....
Του καρχαρία με αρπάζει το σαγόνι,
με το φτερό, κατάρτι , να με σέρνει!...
 
Και γδέρνομαι.. κι αιμορραγώ... και να 'μαι πάλι!
Κόντρα στον άνεμο... να ξεκινάω ταξίδι!
Για μιαν Ιθάκη που ζητάει να τη ζήσω:
Με διαμαντόπετρα, τιμόνι θα κουρδίσω!..
.
Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη 
 
Ποιητική Κριτική στο «Ταξίδι» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη
Από: Ριζάλ Ταντζούνγκ
 
Το ποίημα Ταξίδι της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη είναι ένα εσωτερικό τοπίο που κινείται ανάμεσα στη σιωπή και το κύμα, ανάμεσα στο φως και την πληγή. Δεν αφηγείται απλώς την ιστορία ενός πλου, αλλά ζωγραφίζει το εσωτερικό προσκύνημα ενός ανθρώπου που, αν και πολλές φορές ρίχνεται κάτω, συνεχίζει να υψώνει το πανί προς την Ιθάκη — αιώνιο σύμβολο αναζήτησης του νοήματος, πνευματικής πατρίδας και κορύφωσης της υπαρξιακής πορείας.
Η πρώτη στροφή ανοίγει με μια αιχμηρή σιωπή: «Σιωπώ κι αφουγκράζομαι ν’ ακούσω, τ’ ανέμου το τραγούδι, ένας λυγμός...»
Η σιωπή εδώ δεν είναι απλώς απουσία ήχου, αλλά εσωτερική κατάσταση έτοιμη να δεχθεί την λεπτή αποκάλυψη του σύμπαντος. Το τραγούδι του ανέμου είναι η κοσμική μουσική που φέρει σημάδια, ενώ «ένας λυγμός» υπονοεί τον πόνο που ρέει μέσα σε κάθε ανάσα του κόσμου. Και όταν η ποιήτρια γράφει: «Στα φύλλα της καρδιάς, γυμνός στρατός, οι λέξεις λαχταρούνε να τις ντύσω!», δημιουργεί μια όμορφη μεταφορά — οι λέξεις ως εύθραυστα πλάσματα που περιμένουν να τυλιχτούν με νόημα, όπως τα γυμνά σώματα που τρέμουν και περιμένουν το ρούχο τους. Εδώ, η δημιουργική πράξη παρουσιάζεται ως φροντίδα και προστασία.
Η δεύτερη στροφή κυλά με κίνηση και φως: «Στο φως λικνίζονται... σαν στάχυα στον αέρα, άγρια άλογα, γυρίζοντας τη μανιβέλα της ζωής...»
Το φως γίνεται η πηγή της κίνησης, τα στάχυα συμβολίζουν την απλή ζωή που τρέφει, ενώ τα άγρια άλογα είναι η αδάμαστη παρόρμηση της ψυχής. Ο πλους, συμβολισμένος από τα κύματα και τα δελφίνια, δεν είναι απλώς γεωγραφικό ταξίδι, αλλά εσωτερική πορεία τολμηρή, εύστροφη, που σπάζει την επιφάνεια της πραγματικότητας για να φτάσει σε κάτι βαθύτερο.
Η τρίτη στροφή είναι μια γιορτή της αίσθησης και της αφής: «Πόσο νιώθω το πανί... σαν σημαίες που φουσκώνουν, και το τιμόνι τρέμει!»
Υπάρχει μια οικεία χαρά εδώ — σαν κάποιον που κρατά σφιχτά το τιμόνι της ζωής του, νιώθοντας κάθε δόνηση της κατεύθυνσης που θα πάρει. Έπειτα η θάλασσα, ως αρχιτέκτονας των αναμνήσεων, «σκάβει ξανά τα κοράλλια και τις ανεμώνες», ανασύροντας το παρελθόν που κρύβεται στον βυθό της συνείδησης. Η φωλιά του μαραμπού πάνω στα βράχια γίνεται εικόνα αντιθέσεων: ένα ξένο, επιβλητικό αλλά μελαγχολικό πουλί που φτιάχνει σπίτι στην άκρη μιας σκληρής θάλασσας — σαν την ψυχή της ποιήτριας που στήνει φωλιά στην επικράτεια της καταιγίδας.
Η τέταρτη στροφή κορυφώνεται σε κρίση: «Και να ’μαι εδώ, μόνη... παρασυρμένη στον στρόβιλο, σαν άχυρο χωρίς τιμόνι, στο αλώνι!»
Εδώ, η ποιήτρια τοποθετεί τον εαυτό της στο πιο εύθραυστο σημείο: χωρίς κατεύθυνση, χωρίς έλεγχο, ένα μικρό σώμα στη μέση μιας μεγάλης δύναμης που το συνθλίβει. Η εικόνα του σαγονιού του καρχαρία που αρπάζει είναι απεικόνιση της σκληρότητας της ζωής — όχι μόνο ως φυσική απειλή, αλλά και ως εσωτερικός πόνος που κατασπαράζει. Τα φτερά και οι ιστός που κανονικά θα στήριζαν, εδώ σέρνουν το σώμα, σαν τα ίδια τα όνειρα να γίνονται παγίδα.
Όμως η τελευταία στροφή είναι ανάσταση: «Ξυσμένη... ματωμένη... κι όμως εδώ είμαι ξανά! Αντιμέτωπη με τον άνεμο... αρχίζοντας ξανά το ταξίδι!»
Υπάρχει δύναμη που γεννιέται από την πληγή. Η Ιθάκη — ο προορισμός στην Οδύσσεια — δεν είναι μόνο το τέλος, αλλά σύμβολο της ίδιας της πορείας. Με πολύτιμους λίθους, θα σφίξει το τιμόνι: μια εικόνα εσωτερικής νίκης, όπου οι δυσκολίες μετατρέπονται σε κάτι όμορφο και πολύτιμο, και η κατεύθυνση ξαναβεβαιώνεται.
Η Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη, που είναι επίσης ζωγράφος, γράφει σαν να ζωγραφίζει πάνω στον καμβά της θάλασσας. Οι λέξεις της είναι πινελιές φωτός, αλλά και χαράγματα σκοτεινού μαχαιριού. Το Ταξίδι είναι διάλογος ανάμεσα στο θάρρος και την απελπισία, ανάμεσα στο κύμα και το τιμόνι, ανάμεσα στον εύθραυστο άνθρωπο και το αιώνιο κάλεσμα της Ιθάκης.
Αυτό το ποίημα δεν διδάσκει μόνο ότι ο αληθινός πλους είναι να ξεκινάς ξανά και ξανά μετά το ναυάγιο, αλλά και ότι κάθε πληγή που κουβαλάμε είναι ένας μυστικός χάρτης προς το τελικό λιμάνι. Στους παλμούς των στίχων του, ο αναγνώστης νιώθει ότι η θάλασσα της ζωής δεν εξημερώνεται ποτέ πλήρως, αλλά ακριβώς εκεί βρίσκεται η αξία του ταξιδιού: να παλεύεις με τον άνεμο, να αγκαλιάζεις την καταιγίδα, και να συνεχίζεις να στρέφεις την πλώρη προς το φως που καλεί από μακριά.
 
Δυτική Σουμάτρα, 2025.
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου