Μυριάδες ευχαριστίες στον Ινδονήσιο Ποιητή, Αρθρογράφο, Θεατρικό Συγγραφέα - Καλλιτέχνη και Κριτικό Τέχνης για την Ποιητική - Ποιοτική Κριτική των στίχων μου υπό τον τίτλο: ΤΑΞΙΔΙ
Επίσης, ευχαριστώ την εκλεκτή φίλη Ποιήτρια
Eva Petropoulou Lianoy για τις γέφυρες επικοινωνίας που χτίζει, φέρνοντας σε επικοινωνία τους ποιητές του κόσμου!
Ο Θεός μαζί σας!
Σιωπώ κι αφουγκράζομαι ν' ακούσω,
τ' ανέμου το τραγούδι, ένας λυγμός...
Στα φύλλα της καρδιάς, γυμνός στρατός,
οι λέξεις λαχταρούνε να τις ντύσω!...
Στο φως λικνίζονται... σαν στάχυα στον αέρα,
άτια ατίθασα, γυρνούν τη μανιβέλα...
Τα κύματα της θάλασσας, ω ψυχή μου:
Σαν δελφινάκια σχίζουν την οδό της διαδρομής μου.
Πως νιώθω τα πανιά του καραβιού....
Σαν φουσκωμένα φλάμπουρα και τρέμει το τιμόνι!
Ξεθάβει η θάλασσα κοράλλια κι ανεμώνη.
Στα βράχια κρύβω τις φωλιές των μαραμπού!...
Και να 'μαι μόνος... με τη δίνη να με παίρνει,
ως άχυρο ακυβέρνητο, σ' αλώνι!....
Του καρχαρία με αρπάζει το σαγόνι,
με το φτερό, κατάρτι , να με σέρνει!...
Και γδέρνομαι.. κι αιμορραγώ... και να 'μαι πάλι!
Κόντρα στον άνεμο... να ξεκινάω ταξίδι!
Για μιαν Ιθάκη που ζητάει να τη ζήσω:
Με διαμαντόπετρα, τιμόνι θα κουρδίσω!..
.
Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη
Ποιητική Κριτική στο «Ταξίδι» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη
Το ποίημα Ταξίδι της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη είναι ένα εσωτερικό τοπίο που κινείται ανάμεσα στη σιωπή και το κύμα, ανάμεσα στο φως και την πληγή. Δεν αφηγείται απλώς την ιστορία ενός πλου, αλλά ζωγραφίζει το εσωτερικό προσκύνημα ενός ανθρώπου που, αν και πολλές φορές ρίχνεται κάτω, συνεχίζει να υψώνει το πανί προς την Ιθάκη — αιώνιο σύμβολο αναζήτησης του νοήματος, πνευματικής πατρίδας και κορύφωσης της υπαρξιακής πορείας.
Η πρώτη στροφή ανοίγει με μια αιχμηρή σιωπή: «Σιωπώ κι αφουγκράζομαι ν’ ακούσω, τ’ ανέμου το τραγούδι, ένας λυγμός...»
Η σιωπή εδώ δεν είναι απλώς απουσία ήχου, αλλά εσωτερική κατάσταση έτοιμη να δεχθεί την λεπτή αποκάλυψη του σύμπαντος. Το τραγούδι του ανέμου είναι η κοσμική μουσική που φέρει σημάδια, ενώ «ένας λυγμός» υπονοεί τον πόνο που ρέει μέσα σε κάθε ανάσα του κόσμου. Και όταν η ποιήτρια γράφει: «Στα φύλλα της καρδιάς, γυμνός στρατός, οι λέξεις λαχταρούνε να τις ντύσω!», δημιουργεί μια όμορφη μεταφορά — οι λέξεις ως εύθραυστα πλάσματα που περιμένουν να τυλιχτούν με νόημα, όπως τα γυμνά σώματα που τρέμουν και περιμένουν το ρούχο τους. Εδώ, η δημιουργική πράξη παρουσιάζεται ως φροντίδα και προστασία.
Η δεύτερη στροφή κυλά με κίνηση και φως: «Στο φως λικνίζονται... σαν στάχυα στον αέρα, άγρια άλογα, γυρίζοντας τη μανιβέλα της ζωής...»
Το φως γίνεται η πηγή της κίνησης, τα στάχυα συμβολίζουν την απλή ζωή που τρέφει, ενώ τα άγρια άλογα είναι η αδάμαστη παρόρμηση της ψυχής. Ο πλους, συμβολισμένος από τα κύματα και τα δελφίνια, δεν είναι απλώς γεωγραφικό ταξίδι, αλλά εσωτερική πορεία τολμηρή, εύστροφη, που σπάζει την επιφάνεια της πραγματικότητας για να φτάσει σε κάτι βαθύτερο.
Η τρίτη στροφή είναι μια γιορτή της αίσθησης και της αφής: «Πόσο νιώθω το πανί... σαν σημαίες που φουσκώνουν, και το τιμόνι τρέμει!»
Υπάρχει μια οικεία χαρά εδώ — σαν κάποιον που κρατά σφιχτά το τιμόνι της ζωής του, νιώθοντας κάθε δόνηση της κατεύθυνσης που θα πάρει. Έπειτα η θάλασσα, ως αρχιτέκτονας των αναμνήσεων, «σκάβει ξανά τα κοράλλια και τις ανεμώνες», ανασύροντας το παρελθόν που κρύβεται στον βυθό της συνείδησης. Η φωλιά του μαραμπού πάνω στα βράχια γίνεται εικόνα αντιθέσεων: ένα ξένο, επιβλητικό αλλά μελαγχολικό πουλί που φτιάχνει σπίτι στην άκρη μιας σκληρής θάλασσας — σαν την ψυχή της ποιήτριας που στήνει φωλιά στην επικράτεια της καταιγίδας.
Η τέταρτη στροφή κορυφώνεται σε κρίση: «Και να ’μαι εδώ, μόνη... παρασυρμένη στον στρόβιλο, σαν άχυρο χωρίς τιμόνι, στο αλώνι!»
Εδώ, η ποιήτρια τοποθετεί τον εαυτό της στο πιο εύθραυστο σημείο: χωρίς κατεύθυνση, χωρίς έλεγχο, ένα μικρό σώμα στη μέση μιας μεγάλης δύναμης που το συνθλίβει. Η εικόνα του σαγονιού του καρχαρία που αρπάζει είναι απεικόνιση της σκληρότητας της ζωής — όχι μόνο ως φυσική απειλή, αλλά και ως εσωτερικός πόνος που κατασπαράζει. Τα φτερά και οι ιστός που κανονικά θα στήριζαν, εδώ σέρνουν το σώμα, σαν τα ίδια τα όνειρα να γίνονται παγίδα.
Όμως η τελευταία στροφή είναι ανάσταση: «Ξυσμένη... ματωμένη... κι όμως εδώ είμαι ξανά! Αντιμέτωπη με τον άνεμο... αρχίζοντας ξανά το ταξίδι!»
Υπάρχει δύναμη που γεννιέται από την πληγή. Η Ιθάκη — ο προορισμός στην Οδύσσεια — δεν είναι μόνο το τέλος, αλλά σύμβολο της ίδιας της πορείας. Με πολύτιμους λίθους, θα σφίξει το τιμόνι: μια εικόνα εσωτερικής νίκης, όπου οι δυσκολίες μετατρέπονται σε κάτι όμορφο και πολύτιμο, και η κατεύθυνση ξαναβεβαιώνεται.
Η Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη, που είναι επίσης ζωγράφος, γράφει σαν να ζωγραφίζει πάνω στον καμβά της θάλασσας. Οι λέξεις της είναι πινελιές φωτός, αλλά και χαράγματα σκοτεινού μαχαιριού. Το Ταξίδι είναι διάλογος ανάμεσα στο θάρρος και την απελπισία, ανάμεσα στο κύμα και το τιμόνι, ανάμεσα στον εύθραυστο άνθρωπο και το αιώνιο κάλεσμα της Ιθάκης.
Αυτό το ποίημα δεν διδάσκει μόνο ότι ο αληθινός πλους είναι να ξεκινάς ξανά και ξανά μετά το ναυάγιο, αλλά και ότι κάθε πληγή που κουβαλάμε είναι ένας μυστικός χάρτης προς το τελικό λιμάνι. Στους παλμούς των στίχων του, ο αναγνώστης νιώθει ότι η θάλασσα της ζωής δεν εξημερώνεται ποτέ πλήρως, αλλά ακριβώς εκεί βρίσκεται η αξία του ταξιδιού: να παλεύεις με τον άνεμο, να αγκαλιάζεις την καταιγίδα, και να συνεχίζεις να στρέφεις την πλώρη προς το φως που καλεί από μακριά.
Δυτική Σουμάτρα, 2025.
A Poetic Review of The Journey by Maria Kolovou Roumelioti
By: Rizal Tanjung
Maria Kolovou Roumelioti’s
The Journey is an inner landscape moving between silence and waves, between light and wounds. It does not merely recount the tale of a voyage; it paints the spiritual pilgrimage of a human being who, though cast adrift time and again, still raises the sails toward Ithaka—an eternal symbol of the search for meaning, the homeland of the soul, and the summit of existential travel.
The opening stanza begins in a sharp stillness:
“I fall silent and sharpen my hearing, longing to catch the song of the wind, a sob…”
Here, silence is not simply the absence of sound, but a state of being prepared to receive the universe’s subtle revelations. The song of the wind is cosmic music carrying signs, while “a sob” suggests the suffering that flows within each breath of the world. And when the poet writes, “On the leaves of my heart, a naked army, words longing for the garments I will clothe them in!”, she crafts a luminous metaphor—words as fragile beings, shivering in their nakedness, waiting to be wrapped in meaning. The act of creation here is seen as one of care and protection.
The second stanza moves with light and motion:
“In the light, they sway… like grains of wheat in the air, wild horses, turning the crank of life…”
Light becomes the animator of motion; the grains of wheat are symbols of the simple life that sustains us, while the wild horses are the untamable drives of the soul. The voyage—symbolized by waves and dolphins—is not merely geographical, but a voyage of the spirit: agile, courageous, breaking through the surface of reality toward something deeper.
The third stanza is a celebration of sensation and touch:
“How I feel the ship’s sails… like swelling banners, and the rudder trembles!”
Here lies an intimate joy—like one who holds tightly to the helm of life, feeling every tremor of the course ahead. Then the sea, as an architect of memory, “digs again at corals and anemones”, bringing forth the past stored in the depths of consciousness. The marabou bird’s nest on the rocks becomes a striking image: a foreign bird, stately yet melancholic, making its home on the harsh edge of the ocean—like the poet’s soul building its nest where storms are always near.
The fourth stanza reaches crisis:
“And here I am, alone… dragged into the whirlpool, like straw without a helm, on the threshing floor!”
The poet places herself at her most fragile point: without direction, without control, a small body amid the great forces grinding her down. The image of the shark’s jaws closing is the embodiment of life’s ferocity—not only physical threat, but also the tearing of the inner self. Wings and sails that should support instead drag her under, as though the very weight of her dreams has become a snare.
Yet the final stanza is one of resurgence:
“I am cut… bleeding… yet here I am again! Against the wind… beginning the journey anew!”
There is strength born of wounds. Ithaka—the destination island of the Odyssey—is not merely an endpoint, but the symbol of the journey itself. With gemstones, she will fasten the helm: an image of inner triumph, in which hardship is transformed into something precious, and the course is once again set firm.
Maria Kolovou Roumelioti, also a painter, writes as one painting upon the canvas of the sea. Her words are brushstrokes of light, yet also the incisions of a dark blade. The Journey is a dialogue between courage and despair, between waves and the helm, between the fragile human being and the eternal call of Ithaka.
This poem teaches not only that the truest voyage is to depart again and again after shipwreck, but also that every wound we carry is a secret map leading to the final harbor. In the trembling of its stanzas, the reader feels that the sea of life is never entirely tame—but therein lies the worth of the journey: to fight the wind, embrace the storm, and keep the helm fixed toward the distant light that calls from afar.
West Sumatra, 2025.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου