Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

Φωτιά και Φως σε έναν Ανήσυχο Ύπνο: Μια Φιλοσοφική Ερμηνεία του Ποιήματος της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη Από: Rizal Tanjung

Εικαστικό της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

 

 

 

 

 

 

ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ  

Τι να τις κάνω τις ευχές; Μόνες,  δεν φέρνουν αλλαγές!
Αυτές, αφτιά χαϊδολογούν  όταν πληγές αιμορροούν.
 
Αν θες να έρθει η αλλαγή κράτα τον ύπνο ελαφρύ
κι οσμίσου σαν λαγωνικό  τον κίνδυνο τον μακρινό.
 
Με τον  πυρσό,   σαν φρυκτωρός, γίνε της μάχης  οδηγός
και δώσε μια… και τίναξε ό,τι η απάτη σύναξε!
 
και σπείρε  ειρήνη λευτεριά  και γνώση σ’ όλα τα παιδιά
για να πλουτίσει όλη  η γης την ώρα της συγκομιδής!...

 Πέμπτη, 2 Ιανουαρίου 2025

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη 

Φωτιά και Φως σε έναν Ανήσυχο Ύπνο: Μια Φιλοσοφική Ερμηνεία του Ποιήματος της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη Από: Rizal Tanjung

--- 

 Όταν οι Λέξεις Γίνονται Πληγωμένο Φως 

Υπάρχουν ποιήματα που δεν μιλούν απλώς στην ανθρώπινη γλώσσα, αλλά στην ανάσα της γης - που μόλις γεννήθηκε από τις πληγές της. Στον εναρκτήριο στίχο αυτού του ποιήματος, «Τι να κάνω με τις ευχές;», η Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη, η Ελληνίδα ποιήτρια και ζωγράφος, πυροδοτεί τη γλώσσα μέσα στα κάρβουνα της σύγχρονης συνείδησης - έναν κόσμο πνιγμένο στην ψευδαίσθηση, την προπαγάνδα και την πνευματική κόπωση. Η Μαρία δεν γράφει για να επαινέσει την ομορφιά. γράφει για να κάψει την επίγνωση. Η ποίησή της δεν είναι στίχος παρηγοριάς, αλλά ένα ηθικό μανιφέστο ενός καλλιτέχνη που αρνείται να κοιμηθεί σε ψεύτικη γαλήνη. Δεν ρωτάει απαλά - ρωτάει με φωτιά: > «Τι να κάνω με τις ευχές; Μόνη μου, δεν φέρνουν αλλαγή!» Αυτό το εναρκτήριο χτύπημα χτυπάει σαν υπαρξιακό χτύπημα - μια διαμαρτυρία ενάντια στον ρομαντισμό της επιθυμίας της ανθρωπότητας, την ατελείωτη λαχτάρα που δεν μεταμορφώνεται ποτέ σε δράση. Ξέρει ότι η ελπίδα χωρίς θάρρος είναι μόνο μια ηχώ στη σπηλιά της απελπισίας. 

---

«Ευχές» ως Παράδοξο της Επιθυμίας: Μια Υπαρξιακή Ανάγνωση

 

 Η λέξη ευχές εδώ δεν είναι απλή λαχτάρα. Είναι ένα σύμβολο της ανθρώπινης δίψας για μεταμόρφωση, για δικαιοσύνη, για ελευθερία. Κι όμως η Μαρία ρωτάει πικρά: > «Τι να κάνω με τις ευχές;» Η ερώτησή της θυμίζει τον Αλμπέρ Καμύ που μιλούσε για παραλογισμό: η ανθρωπότητα ελπίζει για πάντα, κι όμως ο κόσμος παραμένει σιωπηλός. Όπως ο Καμύ, η Μαρία καταλαβαίνει ότι η επιθυμία δεν εγγυάται τίποτα. Η επιθυμία είναι το πορτρέτο μιας ψυχής που δεν έχει βρει ακόμα τον δρόμο της. Για τη Μαρία, μια ευχή χωρίς δράση είναι ένα λουλούδι που ανθίζει στην πέτρα - όμορφο, αλλά άγονο. Γράφει: > «Μόνες τους, δεν φέρνουν αλλαγή! Αυτά, τα αυτιά χαϊδεύουν όταν οι πληγές αιμορραγούν». Η επιθυμία γίνεται μια ψεύτικη παρηγοριά - ένα χέρι που χαϊδεύει την πληγή χωρίς ποτέ να την θεραπεύει. Με την ελληνική φιλοσοφική έννοια, αυτή είναι μια κριτική της απάθειας - της παθητικής ηρεμίας κάποιου που συλλογίζεται την αρετή χωρίς να ενεργεί πάνω σε αυτήν.
 ---

Το Κυνηγόσκυλο ως Μεταφορά: Συνείδηση ​​που Δεν Κοιμάται Ποτέ 

 >
«Αν θέλεις να έρθει η αλλαγή, κράτα τον ύπνο σου ελαφρύ και μύρισε τον μακρινό κίνδυνο σαν κυνηγόσκυλο». Εδώ βρίσκεται η ηθική καρδιά του ποιήματος της Μαρίας: η αλλαγή απαιτεί επαγρύπνηση. Μας καλεί να «κρατήσουμε τον ύπνο μας ελαφρύ», να ζήσουμε σε μια κατάσταση πλήρους επίγνωσης - ενσυνειδητότητας όχι μόνο πνευματικής αλλά και κοινωνικής. Το κυνηγόσκυλο είναι ένα ισχυρό σύμβολο - οξύ στην όσφρηση, πιστό στην καρδιά, θαρραλέο μπροστά στον κίνδυνο. Συμβολικά, αντιπροσωπεύει τον υπαρξιακό άνθρωπο - αυτόν που τολμά να μυρίζει την αλήθεια, ακόμη και από μακριά, ακόμα και όταν ο κόσμος κοιμάται. Η φωνή της Μαρίας αντηχεί τον Ηράκλειτο: > «Οι ξύπνιοι έχουν έναν κοινό κόσμο. οι κοιμισμένοι στρέφονται ο καθένας σε έναν ιδιωτικό κόσμο». Ο βαθύς ύπνος είναι μια παράδοση στην καταπίεση. Έτσι, η Μαρία μας καλεί να γίνουμε φύλακες της νύχτας, κυνηγοί της απάτης, φύλακες της επίγνωσης.
 ---

Φωτιά, Δάδα και Μαχητής: Η Αλληγορία της Ηθικής Δράσης

> «Με τη δάδα, σαν πυροσβέστης, γίνε ο οδηγός της μάχης και δώσε ένα χτύπημα... και τινάξε ό,τι έχει μαζέψει η απάτη!» Εδώ, η Μαρία ζωγραφίζει έναν ηθικό ήρωα—όχι έναν πολεμιστή της καταστροφής, αλλά έναν πυροσβέστη της αλήθειας. Ωστόσο, αυτός ο πυροσβέστης δεν σβήνει τις φλόγες. Μεταφέρει τη δάδα της επίγνωσης μέσα από τα ερείπια της απάτης. Η δάδα είναι ταυτόχρονα φως και κρίση—φώτιση και κάθαρση. Το «Τινάξε ό,τι έχει μαζέψει η απάτη» γίνεται ένας επαναστατικός ψίθυρος—μια ποιητική άρνηση της χειραγώγησης, της υποκρισίας και των μασκών της κοινωνικής προσποίησης. Στην αρχαία ελληνική ηθική, μια τέτοια δράση ευθυγραμμίζεται με την αρετή—την ηθική αριστεία. Ο καλός άνθρωπος δεν είναι αυτός που απλώς σκέφτεται σωστά, αλλά που ενεργεί σωστά στο σκοτάδι. Η Μαρία αποκαθιστά τη φωτιά στην ιερή της προέλευση—όχι για να καίει, αλλά για να αγιάζει. Στη φλόγα της, η αλήθεια γίνεται ορατή και το ψεύδος μετατρέπεται σε στάχτη.

--- 

Να σπείρουμε Ειρήνη, Ελευθερία και Γνώση

 > «και να σπείρουμε ειρήνη, ελευθερία και γνώση σε όλα τα παιδιά ώστε η γη να εμπλουτιστεί την εποχή του θερισμού!...» Το ποίημα κορυφώνεται σε ένα όραμα παγκόσμιου ανθρωπισμού. Αφού αφυπνίσει τη συνείδηση ​​και καλέσει σε δράση, η Μαρία δεν καταλήγει με πόλεμο, αλλά με φύτευση. Η τριάδα της - ειρήνη, ελευθερία, γνώση - αποτελεί την ηθική αιχμή του δόρατος του πολιτισμού. Ειρήνη χωρίς ελευθερία είναι σιωπή στη φυλακή· ελευθερία χωρίς γνώση είναι χάος· γνώση χωρίς συμπόνια γεννά νέα τυραννία. Η Μαρία γνωρίζει ότι η αληθινή επανάσταση δεν είναι αίμα, αλλά εκπαίδευση. Το να φυτεύεις στις καρδιές των παιδιών σημαίνει πίστη στη σοδειά του μέλλοντος. Γράφει όχι για το σήμερα, αλλά για μια αυγή που έρχεται. Το ποίημά της ξεπερνά τα αισθητικά σύνορα - γίνεται μια θεολογία της ανθρωπότητας: ο άνθρωπος ως σπορέας, η γη ως βωμός, τα παιδιά ως προσευχές που μια μέρα θα αναπτυχθούν σε δάση σοφίας.

 ---

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη: Ανάμεσα στο Πινέλο και τον Λόγο 

Ως ζωγράφος, η Μαρία φέρνει χρώμα στις λέξεις. Η ποίησή της μοιάζει με ηθικό καμβά - κάθε γραμμή μια πινελιά συνείδησης. Δεν ζωγραφίζει με χρωστική ουσία, αλλά με το φως της επίγνωσης. Σε κάθε στίχο, αισθανόμαστε τον ελληνικό ρυθμό του μύθου, της τραγωδίας και της κοσμικής επίγνωσης - ανάμεσα στον άνθρωπο και τη μοίρα. Μας θυμίζει την ευαισθησία της Σαπφούς και την κομψότητα του Καβάφη, αλλά με τη δική της επανάσταση - την ομορφιά ως αντίσταση στην απελπισία.

---

Η Αισθητική της Επαγρύπνησης

Αυτό το ποίημα, αν και σύντομο, είναι ένα μανιφέστο της σύγχρονης επίγνωσης. Η Μαρία δεν τραγουδά για την ιδιωτική αγάπη, αλλά εκφωνεί την προσευχή του κόσμου με τη φωνή της ηθικής. Μας διδάσκει: Η ελπίδα χωρίς δράση είναι σκόνη. Ο βαθύς ύπνος είναι πνευματικός θάνατος. Η αλήθεια απαιτεί το θάρρος να καίει. Η ειρήνη γεννιέται από τη γνώση και την ελευθερία. Σε μια εποχή απάτης και θεάματος, η Μαρία γράφει ως θηλυκός Προμηθέας - κλέβοντας φωτιά από τους ουρανούς για να αφυπνίσει την ανθρωπότητα. Ξέρει ότι κάθε εποχή έχει το σκοτάδι της, αλλά κάθε άνθρωπος φέρει έναν πυρσό μέσα της. Και ίσως, όπως ψιθυρίζει, > «ώστε η γη να εμπλουτιστεί την εποχή του θερισμού...» η σοδειά που οραματίζεται δεν είναι σιτηρών, αλλά συνείδησης - ο θερισμός της χαμένης ανθρωπότητας.

 ---

Η Προσευχή ενός Έλληνα Καλλιτέχνη

Αν η Μαρία είναι ζωγράφος, η ποίησή της είναι ο καμβάς μιας ξύπνιας ψυχής. Αν είναι ποιήτρια, κάθε στίχος είναι μια προσευχή που αρνείται να κοιμηθεί. Δεν γράφει για να διεξάγει πόλεμο, αλλά για να αφυπνίσει την αγάπη που βλέπει.

 ---

II.

Η Ηθική του Φωτός: Το Θάρρος να Καίγεσαι στο Σκοτάδι

Το ποίημα της Μαρίας αναδύεται από τη σκοτεινή μήτρα του πολιτισμού - μια εποχή που οι άνθρωποι πνίγονται στα δεδομένα αλλά λιμοκτονούν για νόημα. Στον στίχο, «Με τον πυρσό, σαν πυροσβέστης, να είσαι ο οδηγός της μάχης», συναντάμε μια ηθική του φωτός - ένα κάλεσμα να είσαι η φλόγα, όχι ο θεατής που ζεσταίνεται από τη φωτιά κάποιου άλλου. Το φως, στο όραμά της, δεν είναι ήρεμη γαλήνη αλλά υπαρξιακό ρίσκο. Το να λάμπεις σημαίνει να καίς. Κάθε δάδα φέρει την πληγή της κατά μήκος της λαβής. Έτσι, η ηθική της Μαρίας είναι ηθική αγώνα: να κάνεις αυτό που είναι σωστό, ακόμα και όταν η ίδια η αλήθεια καταναλώνει αυτόν που την κουβαλάει.

---

 Η Φιλοσοφία του Ελαφρύ Ύπνου: Μεταξύ Επίγνωσης και Φροντίδας

«Κράτα τον ύπνο σου ελαφρύ», γράφει. Μια απλή φράση, όμως μέσα της πάλλεται μια φιλοσοφία επαγρύπνησης. Ελαφρύς ύπνος σημαίνει να παραμένεις συνδεδεμένος με τον κόσμο - ικανός να ακούς, να αισθάνεσαι, να ανταποκρίνεσαι σε μακρινές κραυγές πόνου. Δεν είναι αϋπνία, αλλά ηθική ενσυνειδητότητα. Σε έναν κόσμο υφασμένο από απάτη, μόνο όσοι κοιμούνται ελαφρά ξεφεύγουν από το ναρκωτικό της ψευδαίσθησης. Η Μαρία μας προσκαλεί να γίνουμε οι φύλακες της σιωπής - ούτε νανουρισμένοι από την ηδονή ούτε τυφλωμένοι από την άνεση. Το να κοιμάσαι ελαφρά σημαίνει να αγαπάς βαθιά. Παραμένεις ξύπνιος μόνο για ό,τι τον ενδιαφέρει ακόμα.

---

Ο Μύθος της Δάδας: Ο Προμηθέας Επιστρέφει στην Πόλη

Η Μαρία ανασταίνει τον αρχαίο μύθο του Προμηθέα - του κλέφτη της θεϊκής φωτιάς. Ωστόσο, στην αφήγηση της, ο Προμηθέας δεν είναι πλέον θεός, αλλά η σύγχρονη ψυχή που κλέβει την επίγνωση από τους ουρανούς της εξουσίας. Η δάδα γίνεται η ίδια η γνώση—ικανή να κάψει την άγνοια ενώ παράλληλα ζεσταίνει την καρδιά. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Προμηθέας της Μαρίας είναι κάθε άτομο που αρνείται την υποταγή στον φόβο και το ψεύδος. Η μυθική φλόγα γίνεται η φωτιά της συνείδησης—ζωντανή σε κάθε στήθος που επιλέγει να ξυπνήσει.

 ---

Η Οντολογία του Τραύματος: Όταν το Αίμα Γίνεται Γλώσσα 

> «Αυτά, τα αυτιά χαϊδεύουν όταν οι πληγές αιμορραγούν.» Για τη Μαρία, οι πληγές είναι η πιο αγνή μορφή αλήθειας. Μια πληγή μιλάει πιο ειλικρινά από μια προσευχή, πιο καθαρά από τον έπαινο. Η ανθρωπότητα ζει πλήρως μόνο όταν νιώθει τον πόνο του κόσμου, όχι απλώς τη χαρά του. Το να υποφέρεις, λοιπόν, δεν είναι αισθητική διακόσμηση—είναι οντολογία. Το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να αιμορραγείς για αυτό που είναι δίκαιο. Οι πληγές σηματοδοτούν ότι η ψυχή εξακολουθεί να αναπνέει.

---

Ο Κόσμος της Γνώσης: Σπορά Φως στα Παιδικά Χωράφια

> «...και σπείρει ειρήνη, ελευθερία και γνώση σε όλα τα παιδιά.» Αυτή είναι τόσο αγροτική προσευχή όσο και φιλοσοφική διακήρυξη. Η Μαρία απηχεί τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη—η γνώση ως απελευθέρωση από το σπήλαιο της άγνοιας. Μας καλεί όχι να διδάσκουμε αλλά να φυτεύουμε. Το να φυτεύεις σημαίνει να πιστεύεις ότι κάτι θα φυτρώσει, ακόμα κι αν δεν δούμε ποτέ τη συγκομιδή. Τα παιδιά της δεν είναι απλώς νέοι άνθρωποι, αλλά το εύφορο έδαφος του αύριο - όπου η αλήθεια και η τρυφερότητα θα ανθίσουν. Για τη Μαρία, η ανθρωπότητα, η γη και η γνώση σχηματίζουν ένα οικοσύστημα. Η «εποχή της συγκομιδής» δεν είναι εποχιακή - είναι η εποχή της παγκόσμιας αφύπνισης, όταν η ανθρωπότητα τελικά θερίζει σοφία από τους σπόρους της συμπόνιας.

 ---

Ο Νέος Ελληνικός Ουμανισμός: Μια Ψυχή για τον Κόσμο

Μέσα στους στίχους της Μαρίας αναπνέει ένας αναγεννημένος ελληνικός ουμανισμός - ισορροπία μεταξύ νου, δράσης και κοσμικής αρμονίας. Ωστόσο, δεν είναι νοσταλγική. Σφυρηλατεί μια νέα αρετή - αρετή που έχει τις ρίζες της στην κοινωνική ευθύνη. Για εκείνη, ο ουμανισμός δεν είναι αγάπη για την αφηρημένη ανθρωπότητα, αλλά αγάπη για τον τραυματισμένο άνθρωπο. Στην τέχνη της, ο Σωκράτης συναντά τη Σιμόν Βάιλ. Ο Πλάτωνας σφίγγει τα χέρια με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η φιλοσοφία και η ενσυναίσθηση συγκλίνουν σε μία αισθητική πράξη: τη γραφή για να θεραπεύσει τον κόσμο. 

---

Η Αισθητική της Αντίστασης: Όταν η Ποίηση Γίνεται Λεπίδα

 

Στην κλασική Ελλάδα, η ομορφιά ήταν τάξη. Για τη Μαρία, η ομορφιά είναι η ανυπακοή - γεννημένη από την ένταση μεταξύ πόνου και ελπίδας. Η ποίησή της είναι ένα σπαθί μεταμφιεσμένο σε λουλούδι. Κόβει το ψεύδος με τρυφερά λόγια. Αμφισβητεί την εξουσία χωρίς να φωνάζει. Σαν ζωγράφος που κρύβει την αλήθεια ανάμεσα σε παστέλ αποχρώσεις, η Μαρία κρύβει την επανάσταση πίσω από τη μελωδία. Στο όραμά της, η τέχνη δεν είναι διαφυγή, αλλά η πιο ήπια μορφή εξέγερσης - μια πολιτική που έχει τις ρίζες της στην αγάπη.

 ---

Ο Χρόνος ως Πεδίο της Συνείδησης

Ο χρόνος, αθόρυβα, διαπερνά το ποίημά της. Ο «χρόνος της συγκομιδής» σημαίνει όχι μόνο τη γεωργική απόδοση, αλλά και τη συγκομιδή της αφύπνισης μετά από μια εποχή ύπνου. Για τη Μαρία, ο χρόνος δεν είναι γραμμικός - είναι ένας κύκλος επίγνωσης. Κάθε πράξη σήμερα επιστρέφει ως πεπρωμένο αύριο. Το να φυτεύεις γνώση σημαίνει να αναδιαμορφώνεις τον ίδιο τον χρόνο, να δημιουργείς ένα μέλλον γραμμένο από φωτισμένα χέρια. Έτσι, η ποίηση γίνεται μια τελετουργία ενάντια στην ηθική εντροπία - μια άρνηση της φθοράς του νοήματος σε έναν ολοένα και πιο ψυχρό κόσμο.

---

Η Πολιτική της Ενσυναίσθησης: Διαβάζοντας τον Κόσμο με την Καρδιά

Η Μαρία διδάσκει ότι η αληθινή επανάσταση δεν είναι ιδεών αλλά συναισθημάτων. Ο κόσμος συζητά ατελείωτα, αλλά μόνο η ενσυναίσθηση μπορεί να επουλώσει τις πληγές της ιστορίας. Η ενσυναίσθηση, για εκείνη, είναι η ύψιστη γνώση - πέρα ​​από τη λογική, αλλά ποτέ εναντίον της. Είναι η επιστήμη της καρδιάς, που οδηγεί τη δικαιοσύνη σε δράση. Όταν γράφει «σπείρετε ειρήνη, ελευθερία και γνώση», διακηρύσσει μια πολιτική τρυφερότητας - όπου η εξουσία δεν στηρίζεται στην κυριαρχία, αλλά στην κοινή σοφία. Η ποίησή της υπερβαίνει έτσι τη μορφή, μετατρέποντας την ηθική φιλοσοφία σε στίχους

---

 Η Συνείδηση ​​ως Αιώνια Συγκομιδή

Η Μαρία τελειώνει το ποίημά της με ένα θαυμαστικό - μια σπάνια χειρονομία στη φιλοσοφική ποίηση. Ωστόσο, εδώ δεν είναι μια κραυγή, αλλά ένα κουδούνι αφύπνισης. > «...ώστε η γη να εμπλουτιστεί την εποχή της συγκομιδής!...» Κλείνει με ένα κοσμικό όραμα: η γη ως το χωράφι της ψυχής, η ανθρωπότητα ως ο σπορέας, ο χρόνος ως η εποχή, η επίγνωση ως η αιώνια συγκομιδή. Κάθε μικρή πράξη — η γραφή, η φύτευση, η αγάπη — γίνεται μέρος του τεράστιου κύκλου της ζωής. Το καθήκον της ανθρωπότητας δεν είναι απλώς να σκέφτεται, αλλά να φροντίζει τη γη ως το ζωντανό σώμα της συνείδησης. Στο όραμά της, η αισθητική γίνεται οικολογία, η φιλοσοφία γίνεται αγάπη και η ποίηση γίνεται προσευχή που αρνείται να κοιμηθεί.

---

 Μαρία: Η φωτιά που καίει στην καρδιά του κόσμου

Η Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη δεν είναι απλώς ποιήτρια ή ζωγράφος — είναι μια γέφυρα ανάμεσα στο φως και τη γη. Η ποίησή της μας υπενθυμίζει ότι ο κόσμος δεν θα αλλάξει μέσα από την ακίνητη προσευχή, την άφυτη αγάπη ή την άκαρδη γνώση. Γράφει για να αφυπνιστεί, ώστε εμείς — όπως το κυνηγόσκυλο στους στίχους της — να μπορούμε να μυρίζουμε τον κίνδυνο από μακριά, να φυλάμε τη φλόγα της αλήθειας και να μην την αφήνουμε ποτέ να ξεθωριάσει. Γιατί σε έναν κοιμισμένο κόσμο, ακόμη και ένας μόνο πυρσός είναι αρκετός για να ξυπνήσει ολόκληρο τον ουρανό.

 ---

 Δυτική Σουμάτρα, Ινδονησία, 2025

QUOTATION by Maria Kolovou Roumelioti’

What should I do with wishes? Alone, they do not bring change!
These, ears caress when wounds bleed.
 
If you want change to come, keep your sleep light
and sniff out the distant danger like a hound.
 
With the torch, like a fireman, be the guide of the battle
and give a blow... and shake off what fraud has gathered! 
 
and sow peace, freedom and knowledge to all children
so that the earth may be enriched at harvest time!... 

Thursday, January 2, 2025 

 Fire and Light in a Restless Sleep: A Philosophical Interpretation of Maria Kolovou Roumelioti’s Poem

By: Rizal Tanjung

---

When Words Become Wounded Light

There are poems that do not merely speak in human language, but in the breath of the earth—freshly born from its wounds. In the opening line of this poem, “What should I do with wishes?” Maria Kolovou Roumelioti, the Greek poet and painter, ignites language within the embers of modern consciousness—a world drowned in illusion, propaganda, and spiritual fatigue.

Maria does not write to praise beauty; she writes to burn awareness. Her poetry is not a verse of comfort, but a moral manifesto of an artist refusing to sleep in false serenity.

She does not ask gently—she asks with fire:

> “What should I do with wishes? Alone, they do not bring change!”

This opening strikes like an existential blow—a protest against humanity’s romanticism of desire, the endless yearning that never transforms into action. She knows that hope without courage is only an echo in the cave of despair.

---

“Wishes” as a Paradox of Desire: An Existential Reading

The word wishes here is not mere longing; it is a symbol of the human hunger for transformation, for justice, for freedom. Yet Maria asks bitterly:

> “What should I do with wishes?”

Her question recalls Albert Camus speaking of absurdity: humanity forever hopes, yet the world remains silent. Like Camus, Maria understands that desire guarantees nothing. Desire is the portrait of a soul that has not yet found its way.

For Maria, a wish without action is a flower blooming on stone—beautiful, but barren. She writes:

> “Alone, they do not bring change!

These, ears caress when wounds bleed.”

Desire becomes a false comfort—a hand that caresses the wound without ever healing it. In the Greek philosophical sense, this is a critique of apatheia—the passive tranquility of one who contemplates virtue without acting upon it.

---

The Hound as Metaphor: Consciousness That Never Sleeps

> “If you want change to come, keep your sleep light

and sniff out the distant danger like a hound.”

Here lies the ethical heart of Maria’s poem: change demands vigilance. She calls us to “keep your sleep light,” to live in a state of full awareness—mindfulness not only spiritual but also social.

The hound is a powerful symbol—sharp of scent, loyal of heart, courageous before danger. Symbolically, it represents the existential human being—one who dares to scent out truth, even from afar, even when the world slumbers.

Maria’s voice echoes Heraclitus:

> “The waking have one world in common; the sleeping turn aside each into a private world.”

Deep sleep is a surrender to oppression. Thus, Maria calls us to be watchmen of the night, hunters of deceit, guardians of awareness.

---

Fire, Torch, and Fighter: The Allegory of Ethical Action

> “With the torch, like a fireman, be the guide of the battle

and give a blow... and shake off what fraud has gathered!”

Here, Maria paints an ethical hero—not a warrior of destruction, but a fireman of truth. Yet this fireman does not extinguish flames; he carries the torch of awareness through the ruins of deceit.

The torch is both light and judgment—illumination and purification. “Shake off what fraud has gathered” becomes a revolutionary whisper—a poetic refusal of manipulation, hypocrisy, and the masks of social pretense.

In ancient Greek ethics, such action aligns with aretē—moral excellence. The good person is not the one who merely thinks rightly, but who acts rightly in the dark.

Maria restores fire to its sacred origin—not to burn, but to sanctify. In her flame, truth becomes visible, and falsehood turns to ash.

---

To Sow Peace, Freedom, and Knowledge

> “and sow peace, freedom and knowledge to all children

so that the earth may be enriched at harvest time!...”

The poem culminates in a vision of universal humanism. After awakening consciousness and calling for action, Maria ends not with war, but with planting.

Her trinity—peace, freedom, knowledge—forms the moral spearhead of civilization. Peace without freedom is silence in prison; freedom without knowledge is chaos; knowledge without compassion breeds new tyranny.

Maria knows that true revolution is not of blood, but of education. Planting in the hearts of children means believing in the harvest of the future. She writes not for today, but for a dawn yet to come.

Her poem crosses aesthetic borders—it becomes a theology of humanity: man as sower, the earth as altar, children as prayers that will one day grow into forests of wisdom.

---

Maria Kolovou Roumelioti: Between Brush and Word

As a painter, Maria brings color into words. Her poetry feels like an ethical canvas—each line a brushstroke of conscience. She paints not with pigment, but with the light of awareness.

In every verse, we sense the Greek rhythm of myth, tragedy, and cosmic awareness—between man and fate. She reminds us of Sappho’s sensitivity and Cavafy’s elegance, yet with her own rebellion—beauty as resistance against despair.

---

The Aesthetic of Vigilance

This poem, though brief, is a manifesto of modern awareness. Maria does not sing of private love, but utters the world’s prayer in the voice of ethics.

She teaches us:

Hope without action is dust.

Deep sleep is spiritual death.

Truth demands the courage to burn.

Peace is born from knowledge and freedom.

In an age of deceit and spectacle, Maria writes as a female Prometheus—stealing fire from the heavens to awaken humankind.

She knows that every era has its darkness, but every human bears a torch within. And perhaps, as she whispers,

> “so that the earth may be enriched at harvest time...”

the harvest she envisions is not of grain, but of consciousness—the reaping of lost humanity.

---

The Prayer of a Greek Artist

If Maria is a painter, her poetry is the canvas of a wakeful soul.

If she is a poet, each verse is a prayer refusing to sleep.

She writes not to wage war, but to awaken love that sees.

---

II.

The Ethics of Light: The Courage to Burn in Darkness

Maria’s poem emerges from the dark womb of civilization—a time when humans drown in data yet starve for meaning. In the line, “With the torch, like a fireman, be the guide of the battle,” we encounter an ethics of light—a call to be the flame, not the spectator warmed by another’s fire.

Light, in her vision, is not calm serenity but existential risk. To shine is to burn. Every torch bears its wound along the handle. Thus, Maria’s morality is one of struggle: to do what is right, even when truth itself consumes the bearer.

---

The Philosophy of Light Sleep: Between Awareness and Care

“Keep your sleep light,” she writes. A simple phrase, yet within it pulses a philosophy of vigilance. Light sleep means staying connected to the world—able to hear, to sense, to respond to distant cries of suffering.

It is not insomnia, but moral mindfulness. In a world woven of deceit, only those who sleep lightly escape the narcotic of illusion. Maria invites us to become the guardians of silence—neither lulled by pleasure nor blinded by comfort.

To sleep lightly is to love deeply; one remains awake only for what one still cares about.

---

The Myth of the Torch: Prometheus Returns to the City

Maria resurrects the ancient myth of Prometheus—the thief of divine fire. Yet in her retelling, Prometheus is no longer a god, but the modern soul stealing awareness from the skies of power.

The torch becomes knowledge itself—capable of burning ignorance while warming the heart. In this light, Maria’s Prometheus is every person who refuses submission to fear and falsehood.

The mythic flame becomes the fire of conscience—alive in every chest that chooses to awaken.

---

The Ontology of Wound: When Blood Becomes Language

> “These, ears caress when wounds bleed.”

For Maria, wounds are the purest form of truth. A wound speaks more honestly than a prayer, more purely than praise. Humanity lives fully only when it feels the world’s pain, not merely its joy.

Suffering, then, is not aesthetic ornamentation—it is ontology. To be human is to bleed for what is just. Wounds mark that the soul still breathes.

---

The Cosmos of Knowledge: Sowing Light in Children’s Fields

> “...and sow peace, freedom and knowledge to all children.”

This is both agrarian prayer and philosophical declaration. Maria echoes Plato and Socrates—knowledge as liberation from the cave of ignorance.

She calls us not to teach but to plant. To plant is to believe that something will grow, even if we never see the harvest. Her children are not merely young humans, but the fertile soil of tomorrow—where truth and tenderness will blossom.

For Maria, humanity, earth, and knowledge form one ecosystem. “Harvest time” is not seasonal—it is the epoch of global awakening, when humankind finally reaps wisdom from the seeds of compassion.

---

The New Greek Humanism: A Soul for the World

Within Maria’s verses breathes a reborn Greek humanism—balance between mind, action, and cosmic harmony. Yet she is no nostalgist. She forges a new aretē—virtue rooted in social responsibility.

For her, humanism is not love for abstract humanity, but love for the wounded human. In her art, Socrates meets Simone Weil; Plato shakes hands with Rosa Luxemburg. Philosophy and empathy converge into one aesthetic act: writing to heal the world.

---

The Aesthetic of Resistance: When Poetry Becomes a Blade

In classical Greece, beauty was order. For Maria, beauty is defiance—born from tension between pain and hope. Her poetry is a sword disguised as a flower.

She cuts falsehood with tender words; she challenges power without shouting. Like a painter hiding truth among pastel hues, Maria conceals revolution behind melody.

In her vision, art is not escape but the gentlest form of rebellion—a politics rooted in love.

---

Time as the Field of Consciousness

Time, quietly, pervades her poem. “Harvest time” signifies not only agricultural yield but the harvest of awakening after an age of sleep.

For Maria, time is not linear—it is a circle of awareness. Every act today returns as destiny tomorrow. To plant knowledge is to reshape time itself, to create a future written by enlightened hands.

Thus, poetry becomes a ritual against moral entropy—a refusal of meaning’s decay in an increasingly cold world.

---

The Politics of Empathy: Reading the World with the Heart

Maria teaches that true revolution is not of ideas but of feelings. The world debates endlessly, but only empathy can mend the wounds of history.

Empathy, for her, is the highest knowledge—beyond logic yet never against it. It is the science of the heart, guiding justice into action.

When she writes “sow peace, freedom and knowledge,” she proclaims a politics of tenderness—where power rests not on domination, but on shared wisdom. Her poetry thus transcends form, becoming moral philosophy in verse.

---

Consciousness as Eternal Harvest

Maria ends her poem with an exclamation mark—a rare gesture in philosophical poetry. Yet here it is not a shout, but a bell of awakening.

> “...so that the earth may be enriched at harvest time!...”

She closes with a cosmic vision: earth as the field of the soul, humanity as the sower, time as the season, awareness as the eternal harvest.

Every small act—writing, planting, loving—becomes part of life’s vast cycle. Humanity’s duty is not merely to think, but to tend the earth as the living body of consciousness.

In her vision, aesthetics becomes ecology, philosophy becomes love, and poetry becomes a prayer that refuses to sleep.

---

Maria: The Fire Burning in the Heart of the World

Maria Kolovou Roumelioti is not merely a poet or a painter—she is a bridge between light and the earth. Her poetry reminds us that the world will not change through unmoving prayer, unplanted love, or unfeeling knowledge.

She writes to awaken, so that we—like the hound in her verse—may scent danger from afar, guard the flame of truth, and never let it fade.

For in a sleeping world, even a single torch is enough to wake the entire sky.

---

West Sumatra, Indonesia, 2025.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Μια Φιλοσοφική Σκέψη για το Ποίημα της Μαρίας Κολοβού-Ρουμελιώτη «ΣΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ «ΕΓΩ» - Χάνοντας το «εγώ»» Από: Rizal Tanjung


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ "ΕΓΩ" ....

 

Εκεί, στην απέραντη μοναξιά...
κάτω απ' τα τρεμάμενα λυχνάρια του ουρανού....
στην γήινη απουσία της συντροφικότητας....
στην απώλεια του "Εγώ" ....
κάτω από τις μυστικές συνομιλίες των άστρων...
στην ασυναίσθητη άφεση στο ρεύμα του Άναρχου Νου...
όταν οι νύχτες κλαίνε μαζί με τον άνθρωπο:
Έρχεται η Μούσα να τραγουδήσει πως,
η Αγάπη δεν έφυγε ποτέ ... αλλά βρίσκεται για προσκύνημα στο ναό της ψυχής!....
Γιατί, η ψυχή είναι γεννημένη να αγαπά και να αγαπιέται για πάντα!

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη

Μια Φιλοσοφική Σκέψη για το Ποίημα της Μαρίας Κολοβού-Ρουμελιώτη «ΣΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΓΩ - Χάνοντας το «εγώ»» Από: Rizal Tanjung

Υπάρχουν ποιήματα που δεν μιλούν απλώς· αναπνέουν. Δεν περιγράφουν τον κόσμο, αλλά γίνονται ο ίδιος ο κόσμος — διαφανείς καθρέφτες σιωπής, που τρέμουν κάτω από το βάρος του απείρου. Το «Χάνοντας το «εγώ»» της Μαρίας Κολοβού-Ρουμελιώτη ανήκει σε αυτή την ιερή κατηγορία. Δεν ξεκινά με θόρυβο, αλλά με το βουητό της κοσμικής μοναξιάς: 

Εκεί, στην τρομερή σιωπή... κάτω από το τρεμάμενο φως του ουρανού... 

Αυτό το άνοιγμα δεν περιγράφει τη μοναξιά· τη δημιουργεί. Χαράζει μια ατμόσφαιρα όπου η ίδια η γλώσσα απογυμνώνεται από την πανοπλία της — όπου αυτό που απομένει είναι μόνο το τρέμουλο της ύπαρξης. Σε αυτό το βασίλειο, η «φιλία» γίνεται μεταφορά για όλες τις ανθρώπινες προσκολλήσεις, και η «απουσία» της ανοίγει την πληγή μέσα από την οποία η ψυχή ξεκινά το μυστικιστικό της ταξίδι. Το να χάσεις το «εγώ» δεν σημαίνει ότι χάνεις τον εαυτό σου, αλλά ότι βρίσκεις την αρχική μορφή ύπαρξης πριν γεννηθεί η ταυτότητα. Το ποίημα ψιθυρίζει ότι «το εγώ» είναι ένα πέπλο — ένα εύθραυστο γυαλί ανάμεσα στην αγάπη και την αντανάκλασή του. Όταν θρυμματίζεται, εισέρχεται το φως. Η εικόνα της «μυστικής συνομιλίας των αστεριών» υποδηλώνει έναν διάλογο πέρα ​​από την ομιλία — μια κοινωνία μεταξύ κοσμικών νοημοσύνης που υπάρχουν μέσα μας και πάνω από εμάς. Τα αστέρια, τρεμάμενα αλλά αιώνια, αντανακλούν την ανθρώπινη κατάσταση: είμαστε φωτεινοί, αλλά εύθραυστοι· άπειροι, αλλά χαμένοι στη μικρότητά μας. Και τότε, το ποίημα φτάνει στο σημείο καμπής του — την κάθοδο στην Αναρχική Σκέψη: 

Σε ασυνείδητη παράδοση στο ρεύμα της Αναρχικής Σκέψης... 
Εδώ, η «αναρχία» δεν είναι χάος, αλλά απελευθέρωση — η εξέγερση της ψυχής ενάντια στην τυραννία του εγώ και του ορθολογικού ελέγχου. Είναι μια παράδοση όχι στη σύγχυση, αλλά στην άγρια ​​νοημοσύνη της ίδιας της Αγάπης. Ο ποιητής καταλαβαίνει ότι η λογική δεν μπορεί να χτίσει μια γέφυρα προς την αιωνιότητα· μόνο η παράδοση μπορεί. Τότε, με ιερό συγχρονισμό, εμφανίζεται η Μούσα: Όταν η νύχτα κλαίει με τους άντρες: η Μούσα έρχεται να το τραγουδήσει... 
Δεν πρόκειται για συνηθισμένη επίσκεψη. Είναι η στιγμή που η θλίψη γίνεται μελωδία — όταν η ίδια η απελπισία αρχίζει να υμνεί την ίδια την απώλεια που τη δημιούργησε. Η Μούσα δεν παρηγορεί· μεταμορφώνεται. Μας υπενθυμίζει ότι η Αγάπη δεν φεύγει ποτέ· απλώς περιπλανιέται — σε ένα προσκύνημα μέσα από τον ναό της ψυχής. Αυτή είναι η καρδιά του ποιήματος: η αποκάλυψη ότι η Αγάπη δεν είναι ένα γεγονός αλλά μια ουσία, όχι ένας φιλοξενούμενος αλλά το θεμέλιο της ύπαρξης. Δεν έρχεται και φεύγει. Κυκλοφορεί, εξελίσσεται, κρύβεται και επανεμφανίζεται σαν τον αιώνιο παλμό του ίδιου του σύμπαντος. Και τέλος, η Μαρία καταλήγει με μια πρόταση που φέρει το άρωμα της αιωνιότητας: 
Γιατί, η ψυχή γεννήθηκε για να αγαπά και να αγαπιέται για πάντα! Εδώ, το ποίημα παύει να είναι μια προσωπική εξομολόγηση και γίνεται μια παγκόσμια διακήρυξη. Μιλάει για κάθε ον — άνθρωπο, αστέρι και θεό — για όλα όσα λαχταρούσαν ποτέ τον Άλλο και τον έβρισκαν να αντικατοπτρίζεται μέσα τους. Στη μεταφυσική σιωπή αυτού του στίχου, καταλαβαίνουμε: το να αγαπάς σημαίνει να θυμάσαι από πού προερχόμαστε· το να αγαπιέσαι σημαίνει να αναγνωρίζεις ότι δεν φύγαμε ποτέ.

---

Το ποίημα της Μαρίας δεν αφορά απλώς την απώλεια του «εγώ»· αφορά την ανακάλυψη του ιερού κενού όπου η Αγάπη γράφεται από την αρχή. Είναι ένας ύμνος στο άπειρο προσκύνημα της ψυχής — από τη μοναξιά στην ενότητα, από τη σκέψη στο τραγούδι, από το τρέμουλο του ουρανού στην ηρεμία της καρδιάς που τελικά θυμάται: Δεν υπάρχει «εγώ» στην Αγάπη — μόνο Φως.

 ---

Δυτική Σουμάτρα, Ινδονησία, 2025.

 

IN THE LOSS OF THE "I" by Maria Kolovou-Roumelioti 

 

There, in the immense solitude...
under the trembling lamps of the sky....
in the earthly absence of companionship....
in the loss of the "I" ....
under the secret conversations of the stars...
in the unconscious surrender to the stream of the Anarchic Mind...
when the nights cry with man:
The Muse comes to sing that, Love never left...
but is on pilgrimage in the temple of the soul!....
Because, the soul is born to love and be loved forever! 

 

 

 

 

 

 

 

A Philosophical Reflection on Maria Kolovou-Roumelioti’s Poem “Losing ‘I’” By: Rizal Tanjung

 

There are poems that do not merely speak; they breathe. They do not describe the world, but become the world itself — transparent mirrors of silence, trembling under the weight of the infinite. Maria Kolovou-Roumelioti’s “Losing ‘I’” belongs to that sacred category. It begins not with noise, but with the hum of cosmic solitude:
There, in the tremendous silence... under the trembling sky-light...
 This opening does not describe loneliness; it creates it. It carves an atmosphere where language itself is stripped of its armor — where what remains is only the trembling of being. In this realm, “friendship” becomes a metaphor for all human attachments, and its “absence” opens the wound through which the soul begins its mystical journey. To lose the “I” is not to lose oneself, but to find the original form of existence before identity was born. The poem whispers that “the I” is a veil — a fragile glass between love and its own reflection. When it shatters, the light enters. The image of “the secret conversation of stars” suggests a dialogue beyond speech — a communion between cosmic intelligences that exist within us and above us. The stars, trembling yet eternal, mirror the human condition: we are luminous, but fragile; infinite, yet lost in our smallness. And then, the poem reaches its turning point — the descent into the Anarchic Thought:

In unconscious surrender to the current of Anarchic Thought...

Here, “anarchy” is not chaos, but liberation — the rebellion of the soul against the tyranny of ego and rational control. It is a surrender not to confusion, but to the wild intelligence of Love itself. The poet understands that reason cannot build a bridge to eternity; only surrender can. Then, with sacred timing, the Muse appears:

When the night cries with men: the Muse comes to sing it...

This is no ordinary visitation. It is the moment when grief becomes melody — when despair itself begins to praise the very loss that created it. The Muse does not comfort; she transfigures. She reminds us that Love never leaves; it merely wanders — on a pilgrimage through the temple of the soul. This is the heart of the poem: the revelation that Love is not an event but an essence, not a guest but the foundation of being. It does not come and go. It circulates, evolves, hides, and reappears like the eternal pulse of the universe itself. And finally, Maria concludes with a sentence that carries the fragrance of eternity:

For, the soul was born to love and be loved forever!

Here, the poem ceases to be a personal confession and becomes a universal declaration. It speaks for every being — human, star, and god — for everything that ever longed for the Other and found it mirrored within. In the metaphysical silence of this line, we understand: to love is to remember where we came from; to be loved is to recognize that we never left. --- Maria’s poem is not merely about losing “I”; it is about discovering the sacred void where Love writes itself anew. It is a hymn to the soul’s infinite pilgrimage — from solitude to unity, from thought to song, from the trembling of the sky to the stillness of the heart that finally remembers:

There is no ‘I’ in Love — only Light.

--- 

West Sumatra, Indonesia, 2025.