Κρατούσε ένα χιλιοτρυπημένο μαντήλι και σπόγγιζε το δάκρυο που κυλούσε σε πρόσωπο ρυτιδωμένο, χαρακωμένο από θλίψη. Κόκκινες μολυβιές είχαν διαγράψει απ’ το βλέμμα τον ειρηνικό γαλανό ουρανό της ψυχής.
«Θα φτύσουμε το γάλα που βυζάξαμε!»
«Θα μας πιούνε το Αίμα!»
«θα μας πατήσουνε σαν τα σκουλίκια!...Θα μας φυτέψουνε στη Γή!..», ήταν κάποιες απ’ τις πονεμένες κραυγές που χτυπούσαν από καιρό αμείλικτα τα μηλίγγια του.
Ήταν της μοίρας να πεθάνουν όλες οι ελπίδες σε χρόνο ανομβρίας∙ όταν τα δέντρα έγερναν το πρόσωπό τους στις διψασμένες ρίζες. Ήταν η ώρα που αθέλητα ενταφιάστηκαν κι οι τελευταίες ελπίδες μαζί με όλες τις ευχετήριες χίμαιρες. Μες το καταμεσήμερο, την ώρα που ο ήλιος έκαιγε τα σωθικά της γης και ξεδιψούσε με το αίμα της θυσίας που έρεε ακόμα ζεστό στις φλέβες.
Πίσω από βιτρίνες κι έδρανα, απαθείς γραβατωμένοι έπεζαν τα μπεγλέρια τους. Συνδαύλιζαν την πίπα τους, ρουφώντας τον καπνό ανάκατο με νεοελληνικές θυμοσοφίες!.... Τα σινάφια τους λογομαχούσαν για τον αναπαυτικότερο θώκο!
«Το χρέος της πατρίδας δεν ξεπληρώνεται με κουνιστές πολυθρόνες κι υπογραφές!...», ξεστόμισε κάποιος ρακοσυλλέκτης που μάζευε αλουμινένια τενεκεδάκια πλάι στον κάδο ανακύκλωσης.
Η θηλιά του πόνου σφίχτηκε ακόμη πιο δυνατά στο λαιμό του.
Κρατούσε αμήχανα το μουσκεμένο μαντίλι του.
Το βλέμμα απλανές, έψαχνε στο κενό… Για τί πράγμα, άραγε;
Έψαχνε για σανίδα σωτήριας∙ για ομπρέλα προστασίας∙ αλλά που να τα βρει αυτά; Δουλειά έψαχνε εδώ και καιρό… Όλες οι πόρτες κλειστές. Ούτε σκαφτιάδες, ούτε γραφιάδες χρειάζονταν οι καρεκλοκένταυροι. Πώς να ζούσε ο άμοιρος με δίχως φαΐ και στέγη;
Κάποιος έκανε την κίνηση να του βάλει κατιτίς στο χέρι.
«Δεν το θέλω, ορέ παλικάρι μου! Δουλειά θέλω! Δουλειά!
Να δουλεύω και να γεμίζω το κασόνι μου με το δικό μου ιδρώτα! Τι να τη κάνω την ξένη προσφορά; Όση κι αν είναι: δεν σε χορταίνει! πάντα λειψή φαίνεται.. Ανάθεμα και πάλι ανάθεμα σ’ αυτούς που μας κατάντησαν στο τωρινό μας χάλι!..» είπε και κατέβασε το ντροπιασμένο βλέμμα.
Ακούστηκε πως κάποτε ήταν μεγάλος νοικοκύρης αλλά το σύστημα τον πέταξε έξω.
«Το σύστημα σκοτώνει τους αγωνιστές και ευνοεί τους τεμπέληδες» είπε εκείνος που προσφέρθηκε να τον φιλοδωρήσει «αλλά αυτός, είναι περήφανος άνθρωπος και δεν θέλει να είναι απ’ τους ευνοημένους!.»
Έτσι πήρε τη μεγάλη απόφαση να γίνει αχθοφόρος, να κάνει μικροθελήματα για να αγοράσει λίγη ακόμη ΖΩΗ...
Τρίτη, 23 Ιουνίου 2015
Μαρία Κολοβού – Ρουμελιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου