Ο πλουτοκρατης
(Τερτσίνα)
Βροντούν οι λύρες οι χρυσές του
πλουτοκράτη
Και σιάζει στον καθρέφτη τη γραβάτα
Κι αλωνίζει το βιός του λαοκράτη.
Φουριόζος τρέχει κι αχολογεί στη
στράτα
Με τα μυαλά χυμένα έξω απ’ τη σκούφια
Χαϊδεύοντας τα προκοίλια τα αφράτα.
Tης πείνας δεν
τον ταράζουν όργια ακούσια
Λουσάτος, κορδωτός λικνίζεται σαν λόρδος
Κι διοργανώνει τα λάθη τα εκούσια
Χλωμά κεριά, σβησμένα, είναι ο κόσμος
Σε νύχτα άναστρη παρέστιε φιμωμένος
Κι ουρλιάζει τροφαντός ο
κερασμένος πόνος.
Ο φόβος των παιδιών μας ψωμωμένος
-Και της ελπίδας το μερίδιο πουλημένο-
Με το σπαθί του ανόμου αναστημένος.
Με εφιάλτες τα μυαλά του γαζωμένα
Στέκει Ραγιάς στα κάλλη μιας
σοφίας
Γόνιμων χρόνων, που γείραν νεκρωμένα.
Χρησμοί σβησμένοι απ’ το στόμα της Πυθίας
Η δόξα η παλιά έχει πεθάνει
Δόθηκε τιμαλφή κι έδεσμα ληστείας…
2 Ιανουαρίου 2013
Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη
ΥΓ: Το ποίημα ανήκει
στην ποιητική συλλογή: «Ομφάλιοι λώροι και συρματοπλέγματα», όπου
βραβεύτηκε κατά τον 13ον Ετήσιο Ποιητικό Διαγωνισμό του
περιοδικού Λόγου και Τέχνης «ΚΕΛΑΙΝΩ» του Λογοτεχνικού Ομίλου «’Ξάστερον» με
θέμα «Όπου υπάρχουν άνθρωποι», 2013.
Έχω πολύ καιρό Μαρία, να διαβάσω ένα ποίημα με ξεκάθαρο ταξικό κριτικό περιεχόμενο. Χαίρομαι ιδιαίτερα που το θέμα αποτελεί μέρος της προσωπικής σου έμπνευσης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι πολύ καλό, έχει μεγάλα μηνύματα και μου αρέσει πολύ η γλώσσα του.
Μπράβο για κάθε σου δραστηριότητα.