Μέρες του πενήντα, δύσκολες, πεινασμένες,
έκλωθαν τη ζωή μας, σφράγιζαν τη νιότη μας.
Η πείνα μας γελιόταν, σε Ούντρας συσσίτια,
και μ΄ότι η φτώχεια της φαμίλιας
μπορούσε ν΄άβρει, μπορούσε να φτιάξει,
χωρίς αυτό ν΄άναι πάντα κατορθωτό.
Ζούσαμε, μεγαλώναμε με τη ζωή μας
να στέκεται βλαβικά, σε καρβέλι ψωμί,
βγαλμένο από ζύμωμα μάννας,
αλατισμένο με ιδρώτα,
πού έσταζε το πρόσωπό της,
γρονθεύοντας το ζύμωμά του.
Θωρούσα τη μάννα,
καθώς πάλευε με την κολλώδη ζύμη,
που της έβγαζε την ψυχή,
της βλογημένης ζύμης,
που τάϊζε τη φαμίλια της,
κ΄ έβλεπα στο κουρασμένο, στο στεφανωμένο,
με ουράνιο τόξο ιδρώτα πρόσωπο της,
Και
έγλεπα τη μάννα,
ντυμένη
με μαύρο φτωχοφόρεμα,
που
φάνταζε άσπρης νεφέλης ιμάτιο,
πιότερο
άγγελο,
σταλμένο
να μας φροντίζει,
Και έφτανε η ώρα του φουρνίσματος
του κόπου, της αγάπης της,
του ψωμιού της φαμίλια της.
Ο πυρωμένος φούρνος λαμποκοπούσε
Ο πυρωμένος φούρνος λαμποκοπούσε
στα κοκκινισμένα της μάγουλα,
καθώς φούρνιζε
τη χωρισμένη σε καρβέλια ζύμη.
Εκεί στο κονοστάσι του φούρνου,
έγλεπα τον
Ήφαιστο, τη Δήμητρα την Εστία, την Παναγιά,
να βλογάν χορεύοντας,
τον κόπο, την αγάπη της μάννας
φτιάχνοντας ροδοκοκκινισμένο ψωμί
που όμοιό του αγορασμένο,
δεν ματάφαγα.
Εκεί στο
ζύμωμα,
στο
ψήσιμο του ψωμιού
η μάννα,
η κάθε μάννα,
ζύμωνε
τη φαμίλια της,
με άρτου
κλωστές αγάπης,
με άρτου
πλεξούδες θύμισες.
Θεοφάνης Παύλιδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου