Ο θεραπευτής
Η σωσίβια
λέμβος δερνόταν στην αχανή θάλασσα. Τα ρεύματα των κυμάτων την παρέσερναν όλο και πιο βαθιά, κάνοντας τον κυβερνήτη να
αγωνιά περισσότερο για τη σωτηρία των απειλούμενων ναυαγών. Μια ντελικάτη
γυναίκα πάλευε απεγνωσμένα στα μανιασμένα κύματα. Τα ενδύματά της είχαν
ξεσκιστεί, στην προσπάθεια να ελευθερωθεί από τη βία των κυμάτων.
«Πιάσε το
σκοινί! Πιάσε το σκοινί!» ακούστηκε μια φωνή κι ένας απ’ τους βοηθούς εκτόξευσε
με δύναμη τη δέστρα πάνω απ’ τους αφρούς.
Σώματα, σαν καρυδότσουφλα, παράδερναν αγωνιζόμενα τη διάσωσή τους.
«Πιάσε το σκοινί! Πιάσε το σκοινί να σε τραβήξουμε στη βάρκα!» φώναζε
ικετευτικά κι ο βαρκάρης. Η γυναίκα, αφέθηκε. Λύγισαν οι αντοχές. Την επιθυμία
της διάσωσης την κατέλαβε η παραίτηση.
Απ’ τον βυθό, ένα αόρατο χέρι,
μια αόρατη δύναμη την έσπρωξε από τα πέλματα κι ανέγειρε τη σορό, εναποθέτοντας
τη στη σωσίβια λέμβο. Τα κύματα
κόπασαν. Η θάλασσα γαλήνεψε.
«Χτύπα κουπί
για την ακτή, να παραδώσουμε τη ναυαγό στους διασώστες», ακούστηκε η φωνή του
Καπετάνιου. Αποφασιστικά τα κουπιά χτυπιόντουσαν με τη γαλήνια θάλασσα και η
σωσίβια λέμβος τράβηξε ρότα προς την ακτή.
Βγήκαμε
ανατολικά κι άρχισα ν’ αναπνέω. Αφέθηκα σε μιαν άκρη να ξεκινήσω μονάχη την αναζήτηση των αποσκευών. Ήμουν γυμνή. Στα μαλλιά μου, μπλεγμένα βρόχια και κοχύλια.
Ένα ξεβρασμένο πουκάμισο έγινε η καινούργια ενδυμασία μου. Περπάτησα σε ερημικά
τοπία με μενεξελιά δένδρα και τοξωτά γιοφύρια. Τα πέλματά μου μάτωναν καθώς
σκόνταφταν πάνω στα κοσκινίδια της γης∙ κι εκεί, μέσα στην άπλετη αγκαλιά της
φύσης, κάτω απ’ ένα μικρό λιθόχτιστο γιοφύρι, αντικρίζω απομεινάρια των χαμένων
μου αποσκευών. Η μικρή μου χειραποσκευή, λεηλατημένη, λεκιασμένη ανέμενε πλάι
στα γάργαρα νερά του αγνώστου παρθένου ποταμού. Η ελπίδα μου αναπτερώθηκε.
Έτρεξα. Πήγα κοντά. Όλα τα ενδύματα που έντυναν τη γύμνια μου, είχαν αφανιστεί∙
μονάχα μερικά αρωματοδοχεία είχαν απομείνει ανέπαφα, γεμάτα αιθέρια έλαια
ιεροβότανου. «Τουλάχιστον, δε θα χάσω το άρωμα της σαρκός μου…», συλλογίστηκα
και περισύλλεξα βιαστικά τη χειραποσκευή.
Με απαλές και
γρήγορες κινήσεις ξέπλυνα τους λεκέδες στο γάργαρο νερό. Γύρω μου, γυναίκες
μόνες∙ με δίχως αποσκευές∙ με πλησίασαν. Τα βήματά μου
κολλούσαν στη λάσπη. «Είμαι η Αγάπη» συστήθηκε η πρώτη. «Είμαι η Ελπίδα»
συστήθηκε η δεύτερη κι ακολούθησαν: Η Υπομονή,
η Ειρήνη, η Σοφία, η Κασσάνδρα,
η Μήδεια, η Περσεφόνη, η Δήμητρα
και η Μαρία… «Λέγομαι, Εύα Λανθάνουσα! Κάποτε με ονόμαζαν Λίλιθ.
Μετέπειτα, κάποιοι με μετονόμασαν
σε Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια. Για χρόνια
είχα το όνομα Ερασμία», ξεθάρρεψα… «
Είμαστε γυμνές! Χάσαμε το άρωμα της ψυχής και κανείς δε μας αναγνωρίζει»
ακούστηκε από όλες με μία φωνή. «Χάρισέ μας δυο στάλες απ’ τα μύρα σου. Να
μυρώσουμε τη σάρκα μας. Να βρούμε τις
αποσκευές της ζωής» παρακάλεσαν.
Άνοιξα το
μυροδοχείο. Μύρωσαν τις πληγές τους κι εξαφανίστηκαν από προσώπου γης. Πλάι μου
έμεινε η Εύα, η κάποτε ονομαζόμενη Μαρία…
«Πάμε», μου
λέει. «Στη γύμνια, δεν έχεις τίποτα να
κρύψεις! Τα πάντα είναι φανερά. Κράτα μονάχα το άρωμα της ψυχής, να σε αναγνωρίσει Αυτός που σε ψάχνει».
Προχωρούσαμε
βουβές, ακολουθώντας τα σημάδια τ’
Ουρανού. Ο δρόμος μας έβγαλε στη Θεόρατη Πύλη... «Είναι η Πύλη της
Κατακόμβης» μίλησε η Εύα. «Ο Θεραπευτής θα μας ξεναγήσει στις καινούργιες
θεραπείες».
Ο Θεραπευτής -μια
σκελετωμένη, ασκητική γερόντισσα, ντυμένη στα λευκά, στεκόταν στο βάθος της
Θεόρατης Πύλης. Το σώμα της διάφανο. Τα μάτια της φωτεινά. Το πρόσωπό της
κρυστάλλινο. «Έλα, να σου δείξω την καινούργια σου δουλειά» είπε κι άπλωσε το
χέρι κατεβάζοντας απ’ το οστεοφυλάκιο μια νεκροκεφαλή. «Στην προηγούμενη ζωή μου» συνέχισε,
«νοσήλευα τους ασθενείς. Τώρα θεραπεύω τα άδεια κρανία. Μέσα στο κούφιο κρανίο,
υπήρχε φυλακισμένος ο Νους, που όταν ελευθερώθηκε, φάνηκε η πραγματική αξία της
Νόησης αυτού που το κατείχε» είπε και μου ‘δωσε
να κρατήσω το άδει κρανίο στα χέρια μου.
«Ξέρετε,
γερόντισσα… εγώ δεν είμαι Θεραπευτής. Τη Θεραπεία του Κενού, θα πρέπει να την
ολοκληρώσετε εσείς που κατέχετε την Πείρα και τη Νόηση. Εγώ, μόνο Αιθέριο Ιεροβότανο ξέρω ν’ απλώνω στο κορμί
μου» είπα μουδιασμένα, προσπαθώντας να αποφύγω την καινούργια μου εξειδίκευση.
Με σταθερό
βήμα με οδήγησε στη μονάδα μεταμοσχεύσεων. Πάνω στα ράφια της κατακόμβης,
αμέτρητες αιμορροούσες καρδιές σπαρταρούσαν αγωνιώντας τη λύτρωσή τους. Μικρές,
μεγάλες, φωτεινές κι άλλες λιγότερο αστραφτερές καρδούλες, χτυπούσαν ασύστολα. «Η καρδιά είναι η φωλιά της ψυχής»
είπε ο Θεραπευτής. «Απ’ αυτή εκρέουν τα ευγενή κι όργια αισθήματα των ανθρώπων.
Στο μυαλό θρέφετε ο σπόρος τους και ριζώνουν στην ψυχή και στο σώμα. Κάθε
Ευγενής Σπόρος χρειάζεται το φως της Αγάπης για να καρποφορήσει. Όλοι οι άλλοι,
υποχθόνια ριζώνουν κι ανθοφορούν στο
βούρκο του κορμιού. Κάθε φωτεινή καρδιά
μεταλαμπαδεύει τη φλόγα της αγάπης στο ανόητο κρανίο μας. Εκείνο, με
επιλεκτικό τρόπο αφομοιώνει τη Νόηση και
το Νόημα που εκπέμπουν τα αισθήματα της ψυχής» είπε κι άρπαξε μία σπαράζουσα
καρδιά από το ράφι γεμίζοντας της άδειες κόγχες του κρανίου που κρατούσα στα
χέρια μου. «Με οδηγό αυτό το κρανίο κι αυτή την καρδιά, θα γίνεις Βοηθός Θεραπευτή» είπε αποφασιστικά ο
Θεραπευτής και κάλεσε την ομάδα μεταμοσχεύσεων
να ξεκινήσουμε την επέμβαση.
Δια μαγείας,
ο Θεραπευτής άλλαξε πρόσωπο. Έγινε ολοφώτεινος άνθρωπος που άνοιγε δρόμο για
την ανακάλυψη του Εαυτού. Πίσω του ακολουθούσε η Ασώματη Κεφαλή του κρανίου που τη διαπερνούσε
το φως. Τώρα, είχε αποκτήσει πρόσωπο, μάτια, χείλη, αυτιά. Παραδόξως, η καρδιά του βρισκόταν στο κέντρο
του αόρατου σώματος κι ακολουθούσε
γειωμένη τα βήματα που έκαναν δυο γυμνά πέλματα, πάνω στα κοσκινίδια της
γης. Τα πέλματα μάτωναν καθώς
αποκόβονταν σάρκες κι έβαφαν άλικο το λιθόστρωτο.
Ο Θεραπευτής εξάγνιζε την ψυχή που κρατούσε. Ακούγονταν πρωτόγνωρες προσευχές
μαζί με μυστικές ικεσίες… Ακολουθούσα,
ξωπίσω, αμίλητη και καταϊδρωμένη.
Είχα
κουραστεί, μα ο Θεραπευτής συνέχιζε να ανηφορίζει κρατώντας στο χέρι το αρχαίο
του προσευχητάρι. «Φτάσαμε!» είπε κι άνοιξε η Δεύτερη Πύλη. Ακολουθούσα
αμίλητη, προσευχόμενη να τελειώσει
γρηγορότερα το μαρτύριό μου. Προχωρούσαμε σε Κρανίου Τόπο. Ούτε δέντρο, ούτε
λουλούδι, ούτε πουλί πετούμενο… «Φτάσαμε!» ξανάπε ο Θεραπευτής. «Τώρα ξεκινούνε
τα δύσκολα».
Είχαμε φτάσει
στο κέντρο της πλατείας. Ένα αλώνι γεμάτο ξερόκλαδα, ήταν ετοιμασμένο για
καύση νεκρού. Ο Θεραπευτής πήρε με πατρική θαλπωρή το διάφανο σώμα του
Θεραπευόμενου. Η καρδιά του χτυπούσε
σπαρακτικά. Τα μάτια του είχανε
πλημμυρίσει δάκρυα. Τα πέλματα του, μέσα στην ατέρμονη προσπάθεια να
αντισταθούν στα λιθοσώρια και τα
ασπάλαθα της διαδρομής, είχαν απογίνει
οστά. «Αυτό είναι το καινούργιο σου πρόσωπο» είπε στο ανύπαρκτο σώμα, καθώς το
εναπόθετε πάνω στο σωρό με τα χαμόκλαδα.
«Είμαι η Εύα
η Λανθάνουσα» είπε το σώμα καθώς αποκτούσε μορφή γόνιμης γυναικός που σιγά σιγά
αποκοβόταν από τη φλούδα της γης. Η Γης,
άνοιξε το γιγάντιο στόμα της κι η Εύα η Λανθάνουσα άρχισε να χάνεται μέσα στη
γήινη χοάνη, αγγίζοντας τη Μήτρα της
Γης. Ικετευτικές ακούγονταν οι εκκλήσεις της:
«Προσευχηθείτε
για Γαλήνη Ψυχής! Προσευχηθείτε για
Ανάπαυση! Ήμουν, η Εύα.. Έμεινα, Εύα..
Με τις δικές σας προσευχές, θα αναγεννηθώ Μαρία…» σπάραζε η φωνή καθώς έκλεινε
η Γης και σφράγιζε μέσα της τα μυστικά της.
Το αλώνι
γέμισε μαυροφορεμένες γυναίκες κι ανέμελα παιδιά. Ο Θεραπευτής έπεσε στα πόδια
αγγίζοντας τη Γης με το πρόσωπό του. Αφουγκραζόταν τα σπλάχνα της που χώνευαν
τη σορό. «Ανοίξτε τ’ αφτιά σας στο χώμα κι ακούστε το θρήνο της ψυχής» είπε
επιτακτικά:
«Γεννήθηκα,
Εύα.. Έζησα, Εύα.. Πεθαίνω, Εύα.. Στην Κατακόμβη της Σαρκός κατοίκησε η ψυχή
μου. Μέσα της, γεύτηκε τα δώρα του Θεού. Ο Θεραπευτής μου, αιώνες άκουγε το
θρήνο μου. Οι Εύες που ακολουθούν, ακούν
τα γογγυτά μου. Οι πληγές των αθώων παιδιών, ακολουθούν το σώμα μου κι η ψυχή μου ασπάζεται τη
Λύτρωσή τους! Προσευχηθείτε για την
Λανθάνουσα Εύα. Προσευχηθείτε! Να ακουστεί ο Αιώνιος θρήνος μου. Να
κοχλάσουν τα σπλάχνα της Γης. Να
ανέβη στα νέφη η Εικόνα μου,
να ενωθεί με την Ουσία των
Καιρών!..».
Παντού,
σκοτάδι. Ο Θεραπευτής πήρε το θυμιατό κι αποχώρησε μονάχος, μα εγώ έψαχνα ένα
χέρι να πιαστώ. Τίποτα! Χάος…
Κάπου στο
βάθος διέκρινα την έξοδο. Ένα αχνό φως λαμπίριζε στο σκοτάδι∙ και πλάι στο φως η Παιδική Αθωότητα,
ντυμένη αγόρι. Ήταν διάφανο, ολόλευκο
κρίνο. Ήμουν ρυτιδωμένη, ανεπιθύμητη γριά!.. Ένιωσα, έλξη. Πιθύμησα ν’ αγγίξω
τα χείλη του. «Πάμε» του λέω. «Θέλω να φύγουμε από δω». Χωριστήκαμε. Κράτησα
στη ψυχή μου το άρωμα της αθωότητας και
την επιθυμία της λύτρωσης…
«Γεννήθηκες,
Εύα.. Έζησες, Εύα.. Άλλαξες όνομα με τη
βοήθεια της δικής σου προσευχής!» άκουσα το Θεραπευτή μου, καθώς χανόμουν στη
νεφέλη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου