Το τραγούδι ενός ξωτικού
Σε
στοιχειωμένο κόσμο μετοίκησαν οι Ερινύες των ακούσιων
ατοπημάτων μου. Εισέβαλαν να αναφλέγουν τη μνήμη να κρούει τον
κώδωνα του κινδύνου στη σκελετωμένη
δενδροστοιχία που κάποτε ήταν ο οδοδείκτης μου.
Κατράμι και αποκαΐδια – πειστήρια της απερχόμενης
ζωής, είχαν στηθεί ντυμένα ασφυκτικά με
σύννεφα σκόνης. Τέφρας τοξικής, που γέμιζε πίσσα τα πνευμόνια
μου…
Στην καρδιά
της μάνας βελανιδιάς ακούγεται ο ρόγχος
της Αμαδρυάδος που απέμεινε
τελευταία να αντιστέκεται του θανάτου. Στο απογυμνωμένο της σώμα είχαν
ξεφτίσει οι φωλιές των πουλιών.
Κάποτε φιλοξενούσε μέσα της τα χαρωπά
πεντάγραμμά τους που μετέφεραν ευχαριστίες στον ουρανό. Καυτός ο ήλιος χτυπούσε
τις ξεραμένες πλευρές της – στο ματωμένο του πρόσωπο άστραφταν τροχισμένες οι
λεπίδες της πολεμόχαρης ζωής.
Βρυχιόμουν
τραυματισμένο μέσα της. Έπρεπε να νοιαστώ νωρίτερα, προτού οι Δρυάδες
βίαια διακόψουν το χορό τους κι
εξαφανιστούν. Στα σπίτια τους δεν διανυχτερεύουν πια οι δρυοκολάπτες. Οι νεοσσοί τους απεβίωσαν πριν αναπτύξουν φτέρωμα
δυνατό και πετάξουν.
Άγριο ξεροβόρι
ξύνει τις πληγές μου. Στεγνό από σάλιο το στόμα μου. Αιμορροώ. Οργώνω το χώμα
με τα νύχια μου. Κάτω απ’ τα πόδια μου, βαθιά στη γη, χλωρές ακόμα έχουν
παραμείνει οι ρίζες μου. Λαχτάρησα λίγο δροσό νερό∙ να ξεδιψάσει
εντός μου η έρημος, να ανθίσουν τα χαμολούλουδα.
Ο ουρανός
δάκρυσε πάνω από το μεγάλο δίχτυ που ‘χε
υφάνει μια χήρα αράχνη αναμένοντας καινούργια θηράματα. Παραλίγο να πιαστώ στην
παγίδα της. Ξέφυγα απ’ του χάρου τα
δόντια. Άλικο φως λαμπύρισε τις βαθιές
αυλακιές του προσώπου μου και μια ονειροπαγίδα φώλιασε στο άδειο καπέλο μου. Μαλάματα μαζεύτηκαν στις
φούχτες της γης και πιάστηκα από τους πόρους του ήλιου για να σηκώσω ανάστημα να μην ενταφιαστώ αλειτούργητο.
Το επόμενο πρωινό, αλήθεια, κυκλάμινα είχαν ανθίσει πάνω στις ξέρες μου.
Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου