Εκλάμψεις-Φιλοσοφήματα
Οι μόνες και
μοναδικές αντικειμενικές αλήθειες στη ζωή μας είναι δύο: η γέννηση και ο
θάνατος. Ερχόμαστε, άγνωστο από πού και κάποια στιγμή φεύγουμε πάλι, άγνωστο για
πού, κάνοντας το μοναδικό ταξίδι της ζωή μας μέσα στο χρόνο‧ κι έχουμε την
ψευδαίσθηση που μας παρηγορεί, ότι περνάει ο άχρονος χρόνος, μόνο που εμείς
είμαστε εκείνοι που φεύγουμε... κι ο
χρόνος είναι πάντα εδώ, για να υποδεχθεί και να αποχαιρετήσει όσους θα
συνεχίσουν να έρχονται κι όσους ακατάπαυστα θα συνεχίσουν να φεύγουν. Ένα
ταξίδι, λοιπόν, η ζωή μας, μια μικρή ανάσα μέσα στο χρόνο και στον κορμό του Σύμπαντος‧
ένα ταξίδι, πάνω στο οποίο γαντζωνόμαστε, γεμίζοντάς το με χιλιάδες πράγματα
και καταστάσεις που δεν είναι τίποτα άλλο από ψευδαισθήσεις‧ ψευδαισθήσεις, που
ο φόβος του τέρματος τις κάνει να μοιάζουν πραγματικότητα.
Είναι πρωτόγονος,
ο φόβος του Θανάτου! Ο Θάνατος, αυτή η γνώση της αναχώρησης,
που γεννάει τον τρόμο τού «δεν υπάρχεις» και μας εντάσσει στην πριν της
γέννησής μας ανυπαρξία, αυτή η αγωνία μην ξεχαστούμε, είναι ένας σημαντικός λόγος που κάνουμε απογόνους.
Μέσα από τη δική τους ύπαρξη πιστεύουμε ότι δεν θα πεθάνουμε. Έτσι, ξεκινάει
μια τυραννία από την προσπάθειά μας να σιγουρευτούμε ότι θα ζούμε μέσα από
αυτούς. Γραπωνόμαστε επάνω τους κι όσο η δική μας ζωή λιγοστεύει, τόσο
γινόμαστε απαιτητικοί κι εξουθενωτικοί σχεδόν
απέναντί τους… Προσπαθούμε να εξορκίσουμε τον
φόβο αυτό, ζώντας και δρώντας, κινούμενοι
και σκεπτόμενοι, προγραμματίζοντας τις κινήσεις μας, σαν να μη πεθάνουμε ποτέ. Μόνο
που θα ξεχαστούμε, γιατί αυτός είναι ο «νόμος».
Ζώντας,
θεωρούμε τα πάντα δεδομένα μετατρέποντας την πραγματικότητα σε ψευδαίσθηση και
την ψευδαίσθηση σε πραγματικότητα‧ και σαν δεδομένα μπορούμε να τα αγνοούμε, να
τα ξεχνάμε και φορές να τα προσπερνάμε, χωρίς να τα βλέπουμε. Θα μπορούσαμε, βέβαια,
και να συνεχίσουμε να υπάρχουμε μέσα στις ψυχές αυτών που συναντήσαμε, αυτών
που γεύτηκαν την ηρεμία και τη γλυκύτητα της ψυχής μας, αυτών τους οποίους δεν
θεωρήσαμε ποτέ δεδομένους, να υπάρχουμε στις ψυχές αυτών που βάλαμε ένα
λιθαράκι δημιουργίας, αυτών που η θύμησή μας θα φέρνει στα χείλη τους ένα
χαμόγελο νοσταλγίας, αλλά υπάρχει ένα «αλλά…», αλλά κι αυτοί με τη σειρά τους θα
αποχαιρετήσουν τη ζωή…
Θεωρώντας
δεδομένους τους άλλους, έρχεται κάποια στιγμή που η απουσία τους μας σπαράζει
την ψυχή, γιατί δεν τους δείξαμε πόσο πολύτιμοι ήταν για εμάς, δεν τους είπαμε
όλα όσα θα θέλαμε να τους πούμε… και έρχεται κάποτε η στιγμή που δε έχουμε την
ευκαιρία να κάνουμε και να πούμε όσα θα θέλαμε. Και τότε αρχίζει η μεγάλη θλίψη
και οι προσευχές…. τότε είναι που αρχίζουμε να βιάζουμε και να βασανίζουμε
πραγματικά τη ζωή γι αυτά που μπορούσαμε να κάνουμε και δεν κάναμε…
Πριν καιρό, είχα
δει ένα ντοκιμαντέρ για κάποια καταστροφή και
άκουσα κάποιον, που παρ’ ολίγο να πνιγεί, να λέει: την ώρα που πίστεψα πως θα πέθαινα, ένοιωσα τόση λύπη για όσα ήθελα να πω
στους δικούς μου ανθρώπους, στη γυναίκα μου, στα παιδιά μου, και δεν τα είχα
πει… Σήμερα, είμαι ζωντανός και για μένα
η ζωή μετράει διαφορετικά. Η μυρωδιά του θανάτου με έκανε να εκτιμώ τη ζωή και
να εκφράζω την αγάπη μου.
Βεβαίως,
είναι στη φύση μας, στα εύκολα να
ξεχνάμε να λέμε Δόξα τω Θεώ κι αν ποτέ τελειώνανε τα ανθρώπινα βάσανα, θα τέλειωναν και οι προσευχές... Ο Θάνατος, θα
μπορούσε να είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη ζωή της βαρβαρότητας, της
κτηνωδίας, της θλίψης και του πόνου και στη ζωή εκείνη που το πέρασμά της άφησε
μια φωτεινή γραμμή. Κι αν ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε τη γνώση του
μόνο για να παράγει ομορφιά γύρω του, τότε η γη θα ήταν κυριολεκτικά ένας
παράδεισος. Παράκληση κάνω, λοιπόν, όταν ασθμαίνει η ψυχή στις ανηφόρες της ζωής,
όταν λυγίζουμε, εμείς, οι ολιγόπιστοι, όταν χάνουμε την ελπίδα μας, ας είναι το χέρι
Του Κτίστη μας το στήριγμα στο γονάτισμα της ψυχής μας…
Τρίτη, 24
Σεπτεμβρίου 2019
Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη
Στοχαστικό γεμάτο συναίσθημα κι αλήθειες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕικόνες τόσο οικείες με μια πραγματικότητα που ισορροπεί ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, ανάμεσα στο φόβο και στην ελπίδα.
Στη νομοτέλεια της ζωής χρειάζονται κι οι ψευδαισθήσεις. Ίσως έτσι φωτίσουν τα σκοτάδια της άγνοιας, ίσως έτσι καταλάβουμε την ουσία της ζωής κι ότι υπάρχει πέρα απ’ τα ανθρώπινα.
Συρρικνώνεται ο κόσμος τόσο που χωράει σ’ ένα σημειωματάριο όπου στριμώξαμε τις μνήμες, ποτίσαμε τα όνειρα να ριζώσουν, διακονήσαμε μ’ ένα πρόσφορο τη λήθη να μην ξεχαστούν αυτοί που αγαπήσαμε.
Αυτός ο κόσμος χρειάζεται ένα φως, ένα καταφύγιο να βρει τα χνάρια του, να βρει τις λέξεις να γίνουν προσευχή, να μη φοβάται.
Ομορφο κείμενο Μαρία! Αφορμή για σκέψεις!
Καλό ξημέρωμα!
Αννίκα μου, κάθε σχόλιο σου, κάθε κριτική σου τοποθέτηση:μεστωμένος λόγος γεμάτος ουσία που χαίρομαι να διαβάζω!
ΔιαγραφήΝα είσαι καλά, Αννίκα μου! Σε ευχαριστώ για την επίσκεψη και τα καλά σου λόγια!
Το κείμενο και η προσέγγισή σου είναι συγκλονιστική. Με συγκίνησες αλλά με έβαλες να σκεφτώ. Ένα θέμα που πονάει, που καίει, που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της σκέψης της ανθρώπινης ύπαρξης. Γένεση και θάνατος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια υπενθύμιση της μεγάλης αλήθειας εκ μέρους σου.
Μαρία νιώθω ευγνώμων για αυτές τις σκέψεις που προκάλεσε η αναφορά σου.
Κύριε Γιάννη, σας ευχαριστώ για την επίσκεψη και τα καλά σας λόγια. Χαίρομαι που το κείμενο σας έβαλε σε σκέψη. Καλό θα ήταν να σκεφτόμαστε κάπου κάπου το Θάνατο, γιατί σκεπτόμενοι σοβαρά το θέμα πως κάποια στιγμή θα έρθει το τέλος μας, ίσως γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι!
ΑπάντησηΔιαγραφή