«Το πορτρέτο του πατέρα μου, Παύλου»
Ελαιογραφία της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη |
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ
Τα χέρια
σου, δεν άγγιξαν ποτέ, βελούδο και μετάξι. Μήτε τους κόμπους της γραβάτας καλοπιάσανε.
Νωρίς παστώθηκαν στην άλμη της ζωής κι από
τη γέννα τους αντάμωσαν του χώματος τη δράση… κι έγιναν τα χέρια σου, δέντρων κορμοί, κλαδιά που
αγκάλιαζαν γη κι ουρανό, γροθιές που γκρέμιζαν τοίχους, μυστριά που έκτιζαν
τον κόσμο γύρω μας. Κι έγερνε η νύχτα να ξεκουραστεί και φούντωνε εντός σου ο
πόθος της ανατολής. Σήκωνες τα μανίκια, αχάραγο ριχνόσουν στη δουλειά και φώλιαζε στις φούχτες σου τ’ αρματηλάτη ήλιου το φως. Ύψωνες
τα χέρια, φάρδαινε ο ορίζοντας, άνοιγαν
οι κρουνοί να ποτιστούν τα όνειρα, να
ριζώσουν. Ξεγέλασες τη λήθη μ’ ένα πρόσφορο και ζωοφόρο μύρο χύθηκε απ’ τα χέρια
σου. Οι προσευχές, μαντατοφόρα πουλιά γινήκαν τ’ ουρανού που φούσκωσαν τις φλέβες της ζωής. Ποτίστηκε η διψασμένη μας ψυχή κι άνθισε γύρω μας η απελέκητη πέτρα, προκόψανε οι κήποι μας.
Με
τα αργασμένα χέρια σου, απαλά ύφαινες, πόντο πόντο, το χαλί της ψυχής μας
απλώνοντας δίχτυ προστασίας μη μας πατήσουν λασπωμένα πόδια, μη μας σφαλίσουν μάτια,
στόμα, αυτιά. Ομπρέλες στο ανεμόβροχο, τα χέρια σου, κορφόκοψαν τα γιασεμιά και ευωδίασε η πλάση. Δάκρυσε η
κληματαριά και γιάνανε στα χέρια σου οι πληγές της‧ γιγάντωσε το μπόι της και γείρανε μεθυστικούς
καρπούς οι κληματόβεργες. Μέλισσες
γυρόφεραν της άξιας νιότης τους ανθούς. Ορμητικό νερό της
βιωτής σου ο αγώνας. Αποφασιστικό ποτάμι που βράχια ξέσχιζε και συναντούσε τη θάλασσα της υπομονής. Ένας άνθρωπος, υπεράνθρωπος, ήσουν, που αγωνίστηκε με την ψυχή στα δόντια και
κέρδισες τους πιο σκληρούς αγώνες της ζωής. Κέρασες, με τα δυο σου χέρια, γλυκό κρασί
τα χείλη μας κι έκαμες το διάβα μας ανθοφόρο ορίζοντα γιομάτο αμαρυλλίδες, χρυσάνθεμα,
κυκλάμινα και γιασεμιά, λες κι ήτανε γραφτό να γίνουνε έτσι.
Τα χέρια
σου, πύρωσαν τις παγωνιές κι η άνοιξη, ακόμη,
αντέχει!
Κυριακή, 6
Οκτωβρίου 2019
Αφιερωμένο στη μνήμη του πατέρα μου, Παύλου.
Σε μια εποχή που η ζωή έχτιζε εμπειρίες που με ευγνωμοσύνη αγγίζεις σήμερα αφήνοντάς τες προσφορά στα σκαλοπάτια τ’ουρανού, εκεί που ξαναγεννιούνται οι μνήμες και γεμίζει ο κόσμος γλυκιά ευωδιά νοσταλγίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπλοί άνθρωποι ήταν Μαρία μου, ψυχές μ’ αξιοπρέπεια που δεν έσβησαν, δεν χάθηκαν γιατί δεν χάνονται τέτοιοι άνθρωποι που η τιμή στεφανώνει το μεγαλείο της ψυχής τους. Κι όταν θυμάται ο νους ανάγκη γίνεται να σώσεις τ’ όνειρο κι ας πονά η ψυχή, είναι γλυκός ο πόνος κι ας βουρκώνουν τα μάτια. Δάκρυα χαράς είναι και περηφάνιας για τα βήματα της ζωής σου δίπλα του.
Αιωνία η μνήμη του που γίνεται κάστρο άπαρτο που ποτέ και κανείς δεν θα αλώσει!
Καλημέρα!