Σε μια μικρή αυλήτσα καθότανε σκεφτική, καθότανε συλλογισμένη,
ανήμπορη, μια γιαγιά, μεγάλη, εκατό χρονών κοντεύει.
Μονολογούσε και συχνά- πυκνά έκλαιγε, για τα βάσανά της.
Παραπονιόταν και έλεγε, πως πολύ καλά δεν βλέπει.
Δεν βλέπει, δεν μπορεί, από μόνη της να μπουρλιάσει την βελόνα της, να
κάνει την δουλειά της!...
Όλο γκρίνιαζε και παραπονιόταν, πως κοντύνανε τα πόδια της, στην δρασκελιά
της δυσκολεύεται, σούρνοντας τα πόδια της τα πάει.
Όλα αυτά τα έλεγε, όχι για τίποτε άλλο, για να την λυπηθούν, για να την προσέξουν, να
την βοηθήσουν, για να την περιποιηθούνε...
Όχι!...
Τα τέτοια δεν τα ήθελε, καμώματα τέτοια τα σιχαινότανε,
δεν πέρναγαν από το νου της, δεν τα κάνει.
Προσπαθούσε από μόνη της να κάνει τις δουλείτσες της, να μη φέρνει σε δυσκολία,
σε βαρυγκώμια κανέναν. Μόνη της βαρυγκώμαγε και αγανακτούσε, που έγινε, όπως
έγινε…
Έλεγε, πως έγινε παράλυτη, μπαχαλή, άχρηστη, ανώφελη, που τώρα δεν μπορεί να
δουλέψει, το ψωμί της για να βγάλει!…
Για αυτό παραπονιότανε και είχε μεγάλη στενοχώρια, γκρίνια…
Και έλεγε: "Το ψωμί που τρώγω, τώρα πια, δεν το βγάζω!..."
Και το ψωμί αυτό, είναι χρήσιμο, ωφέλιμο, σε νέους ανθρώπους,
για να το φάνε να ζήσουν, να δουλέψουν, να αναθρέψουν την φαμελιά τους. Και στα
μικρά παιδιά πρέπει να το δώσουνε, για να φάνε περισσότερούλι,
γρήγορα να ξεπεταχτούν, γρηγορότερα να τσαπώσουν, να μεγαλώσουν, να φύγουν
από της μάνας τους την αγκαλιά...
Nα πάνε να βρουν και αυτά ψωμί να φάνε!...
« Εγώ τώρα, χωρίς σκοπό τρώγω το ψωμί, χωρίς ωφέλεια το νερό
πίνω» Ανώφελα, ούλα τούτα τώρα πάνε!... Έτσι έλεγε… με
παράπονο!...
Ολημερίς και ολονυχτίς προσεύχομαι και παρακαλιέμαι για να έρθει να με πάρει…
Μα αυτός σαν να του έχω κάνει το μεγαλύτερο κακό, σαν να είμαι σιχαμερή, σαν να
έχω την λώβα την κακιά, κοντά του δεν με θέλει….
Που τόσο εγώ τον θέλω!...
Τι να κάνω πια;…
Φωνάξτε τον, και πες του, πως θα λουστώ, πως θα πλυθώ, θα αλλάξω, θα φορέσω την
καλή την καινούργια φορεσιά, θα βάλω τα φτιασίδια μου και όλα τα
μπιχλιμπίδια... Θα φορέσω τα σκουλαρίκια τα καλά και τον χρυσό μου τον σταυρό
της αρραβώνας, θα γίνω ζηλευτή, να έρθει ο Γαυρίλος, ο Χάρος
με το γοργό το άλογο τώρα να με πάρει και δεν θα το μετανιώσει!…
Όμως, μια χάρη να μου χαρίσει!...
"Να αφήσει τους νιους να χαίρονται, τις νιές να υφαίνουν, να κεντούν, να
φτιάχνουν τα προικιά τους, το Κορωνιό τους για να στήσουν. Και
αυτούς, τους λυγερούς λεβέντες, να μη τους ενοχλεί. Να τους αφήσει με όρεξη να
δουλεύουν, δουλειά καλή, της προκοπής να κάνουν!... "
Και εμένα να έρθει, γοργά και γρήγορα να με πάρει…
Αν δεν με παίρνει γιατί νομίζει πως εκεί δεν θέλω, πως
δεν μπορώ, πως για εκεί, εγώ δεν κάνω, πως είμαι τεμπέλα, δεν κάνω
για δουλειά, πέστε του πως κάνει μεγάλο λάθος….
Βρε πέστε του, πως την μέση μου, σαν μου την φτιάξει, για δουλειά κάνω εγώ για
δέκα εκεί επάνω και τα περιβόλια του Θεού, όλα φιλότιμα να του τα
σκάψω!...
Θα τα φυτέψω στην ώρα τους, στην εποχή τους, καλά θα τα ποτίζω… Και αν είναι
κατηφορικά… ξέρω, ανάποδα, κατωκέφαλα, θα τα σκάβω, για να μη κυλάει και φύγει
το χώμα!...
Πέστε του μωρέεε, εδώ σε μένα να έρθει, που κάθε τόσο ακούω που χτυπάει
λυπητερά η καμπάνα!...
Δεν ξέρω… για ποιους;…
Εμένα εδώ που είμαι, δεν με βλέπει;…
Μα δεν μου λένε… για ποιους βαράει λυπητερά η καμπάνα;..
Αν είναι για γέρους, να χαίρουμαι, αν είναι για νιους, να θλίβομαι, να ραγίζει,
να σχίζεται η καρδιά μου, χίλια κομμάτια να γίνεται. Και ο κόμπος στο λαιμό μου
δεν μου φεύγει, με βασανίζει, όμως δεν με πνίγει…
Δεν μου την δίνει μία και καλή, δεν θέλει να πάω εκεί που πρέπει…
Εδώ μωρέ, πέστε του να έρθει να με πάρει και να αφήσει τα
υποχρεωμένα νιάτα που έχουν δουλειές, στην φαμελιά τους…
Να θρέψουν, να αναστήσουν τα παιδιά τους.
Σε μένα που είμαι ανυπόχρεη και τα έχω τελειωμένα…
Τότε για μένα θα είναι χαρά!...
Θα ξεπαστρεφτεί, θα λάμπει ο τόπος!...
Τότε δεν χρειάζεται να χτυπάνε πια λυπητερά οι καμπάνες να κόβεται το αίμα
τους, όταν τις ακούς να θλίβεται η ψυχή σου…
Για εμένα, για εμάς τους γέρους είναι χαρά είναι ξελευτεριά, είναι λαμπρή,
είναι η Θεία παρουσία!...
Χαρές και πανηγύρια!…
Σωστές κουβέντες έλεγε η γιαγιά, με λογική, μεστές, γεμάτες!..
Είχε μυαλό ξύπνιο, εύστροφο, ωφέλιμες κουβέντες και ορμήνιες λέει.
Άνθρωπο δεν ήθελε να βλέπει να κάθεται και στην δουλειά να χαζοχαζεύει.
Σε όλους τους νέους και τους μεστωμένους συμβούλευε, την
δουλειά, τους έλεγε να μη την φοβάστε. Η δουλειά πρέπει
να σε σκιάζετε να μη την σκιάζεσαι και τρέμεις. Την κάθε δουλειά να την μάθεις
καλά, με όρεξη να την κάνεις, να την έχεις την δουλειά για μεράκι!.
Σαν το κομπολόγι να την παίζεις!...
Όταν πιάνεις τον κασμά, να σε τρέμει, να μη τον τρέμεις, με όρεξη να σκάβεις
την Γη να ανοίξει τα σωθικά της και όταν την καλλιεργείς και την καλολογείς με
ευχαρίστηση και αυτή, χαρούμενα, πλούσια θα σου δίνει τα προφαντά της.
Πάντοτε η γιαγιά αγαπούσε την Γη της. Με τον ιδρώτα της την πότιζε και με αγάπη
την περιποιότανε, τα δέντρα, τα λαχανικά της…
Τους κήπους της, τους είχε σαν τα παιδιά της!..
Και αυτοί απλόχερα της έδιναν ανθούς, καρπούς, φρούτα, καλούδια, από καρδιά
τους, τίποτα να μη στερηθεί τίποτα να μη της λείψει. Και να φιλεύει από αυτά,
σαν αρχόντισσα, συγγενείς, περαστικούς, και φίλους…
Συνέχεια μέχρι τα τελευταία της, μπουσουλώντας, σούρνοντας πήγαινε στον κήπο
της, να τον περιποιηθεί, να τον σκάψει.
Όταν το έμαθαν τα παιδιά της την μάλωσαν μα αυτή εκεί, τον σκοπό της, την Γη
της, το χώμα της δεν άφηνε, τον κήπο της τον φύτευε και τον
περιποιούταν!...
Ήθελε να είναι αρχοντικός, καλύτερος από όλους τους άλλους!...
Μα άλλα θέλει η καρδιά και άλλα το σώμα μπορεί να κάνει!...
Ήρθαν βαριά, βαθιά γεράματα!...
Όμως κάτω δεν το βάζει!...
"Όσο έχουμε τα μάτια ανοιχτά έλεγε και θέλουμε να βάλουμε το κάτι τις,
κάτω από την μύτη, στο στόμα, αυτό πρέπει να το αποδίνουμε και δανεικό δεν
πρέπει να το ζητάμε, ούτε να το τρώμε!...
Αν θέλουμε να μας έχουν σε υπόληψη!...
Μόνο το δανεικό ψωμί είναι δεκτό, στην μεγάλη ανάγκη, σε θεομηνία, σε αρρώστια,
σε συμφορά μεγάλη… Και μόλις περάσει η μπόρα η κακιά και έρθουμε στα συγκαλά
μας, αμέσως πίσω τα δανεικά αλλού πρώτα να τα δίνουμε, για να έχουμε τα μούτρα
παστρικά!... Και όχι λερωμένα!... Λερωμένη την φωλιά μας… Αδούλευτη, ανίδρωτη,
σελέμικη, μπουκιά κάτω από το λάρυγγα, δεν πρέπει να κατεβαίνει!...
Εκεί να κάθεται και τον καθένα να τον πνίγει… για να τον βλέπουν και οι
άλλοι!...
Και εγώ καθούμενο ψωμί τώρα τρω και ανίδρωτο νερό, ξέκοπο πίνω!... Και δεν με
βλέπει ο Θεός, το στόμα να μου φράξει και μονομιάς να μου το κλείσει!...
"
Τι γιαγιά ήταν αυτή!…
Ήθελε μέχρι τα τελευταία της, τουλάχιστον αυτό που έτρωγε και έπινε
να το αποδίδει, να το έχει αποδώσει!.. Έτρωγε από τους κόπους της, από το βιός
της. Δεν ήθελε ποτέ με τίποτα να είναι φύρα!...
Και αν την φιλεύανε το κάτι τις και καταλάβαινε ότι δεν το είχε ξεπληρώσει, με
δυσκολία το δεχότανε. Και αμέσως ήθελε μετά να το ανταποδώσει, να το
ξεπληρώσει…
Έλεγε… και συμβούλευε:
"Το δώρο, θέλει αντίδωρο!.... " Για να είσαι στην συναναστροφή
σου καλός, εντάξει… Όλοι μας το αντίδωρο, το θέλουμε, το
περιμένουμε, μετά την Θεία κοινωνία, από του παππά το χέρι, όταν
πηγαίνουμε την προσφορά στην εκκλησιά μας….
Αυτό είναι η ευχαριστία του Θεού και του Χριστού μας…
Έτσι όλοι το περιμένουν το ευχαριστώ, το αντίδωρο και ας δείχνουν
και φαίνονται ότι δεν το θέλουν, δεν το ζητάνε…
Όλοι μικροί μεγάλοι το θέλουν!..
Και χαίρονται με δαύτο!..
Ας είναι αυτό, μικρό, μικρούτσικο!…
Είναι το δώρο και το αντίδωρο, σημάδι της αγάπης, της εκτίμησης που στον
καθέναν τους, του έχεις και τον τιμάς!… Και πιότερο τον εαυτόν σου
τιμάς, όταν με τον τρόπο τον καλό, του το ανταποδίνεις.
Το δώρο, δεν είναι μόνο το ψωμί, το τυρί, οι ελιές, το λάδι, που
στην ανάγκη σου, σου το δίνει ο άλλος, για να σε βοηθήσει, στην ανάγκη την
μεγάλη, η κακιά εποχή να περάσει. Μα και η κουβέντα η καλή, πολύ περισσότερα
από αυτά μπορεί να αξίζει... Και πολλές φορές, ο λόγος ο καλός, σώζει την ζωή του
ανθρώπου!...
Από τον φόβο τους τα παιδιά της μη κρεμαστεί στον κήπο της και πέσει και σπάσει
την λεκάνη της και τους βρει μπελάς και συμφορά μεγάλη, πιάνουν και της κρύβουν
τον κασμά, τον κήπο της να μη μπορεί να σκάβει, να φυτεύει.
Μα αυτή κάτω δεν το βάζει!...
Και έλεγε:
-Αν μου τον επήρε νέος τον κασμά, να τον έχει, να τον χαίρεται, θα του είναι
πιο χρήσιμος από ότι σε μένα, αν είναι γέρος, δικαιολογία να ειπώ δεν
βρίσκω!...
Εγώ και αλλιώς, θα κάνω την δουλειά μου!…
Με το μαχαίρι της, το μυτερό σιγά, σιγά τον κήπο της τον σκάβει και τον
φυτούργησε και άρχισε τα προφαντά του να τρυγάει, να ευφραίνεται, η ψυχή της, ο
νους, η καρδιά και σώμα…
Να φιλεύει λίγα από αυτά περαστικούς και φίλους..
Ποτέ δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι της και από το νοικοκυριό της, ας μη τα
κατάφερνε καλά.
Με τα καλοπιάσματα τα παιδιά της, την ξεσπίτωσαν, την πήρανε κοντά τους.
Ότι και να της έδιναν, να της πρόσφεραν από φαγητό, πιοτό, όλα και το νερό
ακόμα, άνοστα λέει πως τα βρίσκει…
Ούτε ψωμί, ούτε φαγί, ούτε νερό, ευχαριστιόταν και ας τα είχε
μπόλικα, τίποτα να μη της λείπει, καφές, ζάχαρη, φρούτα, μπανάνες…
Όλα αυτά όταν τα έτρωγε και έπινε νόμιζε πως την τρώγανε!... Όλα τα
ποτά και τα νερό ακόμα που έπινε, έλεγε, πως αντί να το πιεί, την πίνει…
Όλα αυτά, έλεγε πως είναι, με το χέρι στην τσέπη…
Είναι του δώσε μου, να σου δώσω!...
Εδώ ημέρας ψωμί δεν έχετε… και το νερό δεν τρέχει από την βρύση, άμα κοπή η
δέση…
Όταν την ρώταγαν για να τους πει, ποια είναι η δέση, έξυπνα τους
απάνταγε:
-Την ξέρετε… την ξέρετε… μα δεν την μολογάτε!…
Με δανεικά λεφτά το νερό πληρώνετε και αυτό το νερό ακόμα είναι ξένο, ενώ στο
χωριό μας είναι δικό μας…
«Χώμα να καρπεί δεν έχετε, ούτε νερό δικό σας για να πείτε, μα ούτε
ζωντανό για την ζωή σας!...»
Είναι αυτή ζωή;..
Παράξενο μου φαίνεται!...
Πως ζείτε;…
Όλες οι γυναίκες, μικρές, μεγάλες, νιές και γριές να κάθονται… και καλά οι
γριές που δεν μπορούν δεν βλέπουν… Μα και οι νιές, με ένα κάθηκο γεμάτο
καφέ στο χέρι με το άλλο το φούμο, όλο πουφ και πουφ το πάνε και λιβανίζουν όλη
την μέρα τον … διάβολο!…
Γίνεται προκοπή, κορωνιό έτσι;…
Αμ δεν γίνεται…
Μου φαίνεται παράξενο, δεν το νογά ο νους μου, πως τους κατεβαίνει η μπουκιά,
το ψωμί, κάτω και καταπίνουν το ανίδρωτο το νερό και αυτό δεν πάει
αλλού εκεί που πρέπει… για να τις ξεπαστρέψει…
Μα αυτές, ούλες, είναι ανώφελες, ένα παιδί μονάχα κάνουν και αυτό
και αν…, και με το ζόρι…
Μα και εκείνο κοιμισμένο, από γεννησιμιού του βγαίνει…
Κάνουν κάτι παιδιά, που δεν μπορούν να σειστούν, χοντρά σαν τα θρεφτάρια… λες
και τα θρέφουνε για τον χασάπη….
Παιδιά λέγονται αυτά, ή κάτι άλλο;…
Αυτές εδώ αυτές κάθονται ολημερίς και ολονυχτίς και έχουν γίνει τα πισινά τους
σαν μπλάθρες!...
Αλλά μέχρι πότε;…
Όπως το πάνε, δεν είναι μακριά, που έρχεται η δυστυχία…
Όπου να είναι, σε λίγο θα ξαναφάνει!….
Δεν ξέρω, αν σε αυτά είχε δίκιο, ή άδικο, αυτά ήταν τα παράπονα
της….
Την τεμπελιά και την αχαριστία δεν την ήθελε, δεν την χώνευε.
Η γιαγιά σαν περδικούλα πέταξε και έφυγε, παστρική, χωρίς κανέναν να
βαρυγκωμήσει, για τα περιβόλια του Θεού!...
Εκεί έχει πάει να τα καλλιεργήσει!....
Ξέρει!.. Θα τα έχει στην εντέλεια φυτουργήσει!..
Γιάννης Στ Βέργος{Γορτύνιος}29. 08. 2012
Πηγή:gortynios-isv.blogspot.gr
Παραπονιόταν και έλεγε, πως πολύ καλά δεν βλέπει.
Δεν βλέπει, δεν μπορεί, από μόνη της να μπουρλιάσει την βελόνα της, να κάνει την δουλειά της!...
Όλο γκρίνιαζε και παραπονιόταν, πως κοντύνανε τα πόδια της, στην δρασκελιά της δυσκολεύεται, σούρνοντας τα πόδια της τα πάει.
Όλα αυτά τα έλεγε, όχι για τίποτε άλλο, για να την λυπηθούν, για να την προσέξουν, να την βοηθήσουν, για να την περιποιηθούνε...
Όχι!...
Τα τέτοια δεν τα ήθελε, καμώματα τέτοια τα σιχαινότανε, δεν πέρναγαν από το νου της, δεν τα κάνει.
Προσπαθούσε από μόνη της να κάνει τις δουλείτσες της, να μη φέρνει σε δυσκολία, σε βαρυγκώμια κανέναν. Μόνη της βαρυγκώμαγε και αγανακτούσε, που έγινε, όπως έγινε…
Έλεγε, πως έγινε παράλυτη, μπαχαλή, άχρηστη, ανώφελη, που τώρα δεν μπορεί να δουλέψει, το ψωμί της για να βγάλει!…
Για αυτό παραπονιότανε και είχε μεγάλη στενοχώρια, γκρίνια…
Και έλεγε: "Το ψωμί που τρώγω, τώρα πια, δεν το βγάζω!..."
Και το ψωμί αυτό, είναι χρήσιμο, ωφέλιμο, σε νέους ανθρώπους, για να το φάνε να ζήσουν, να δουλέψουν, να αναθρέψουν την φαμελιά τους. Και στα μικρά παιδιά πρέπει να το δώσουνε, για να φάνε περισσότερούλι, γρήγορα να ξεπεταχτούν, γρηγορότερα να τσαπώσουν, να μεγαλώσουν, να φύγουν από της μάνας τους την αγκαλιά...
Nα πάνε να βρουν και αυτά ψωμί να φάνε!...
« Εγώ τώρα, χωρίς σκοπό τρώγω το ψωμί, χωρίς ωφέλεια το νερό πίνω» Ανώφελα, ούλα τούτα τώρα πάνε!... Έτσι έλεγε… με παράπονο!...
Ολημερίς και ολονυχτίς προσεύχομαι και παρακαλιέμαι για να έρθει να με πάρει… Μα αυτός σαν να του έχω κάνει το μεγαλύτερο κακό, σαν να είμαι σιχαμερή, σαν να έχω την λώβα την κακιά, κοντά του δεν με θέλει….
Που τόσο εγώ τον θέλω!...
Τι να κάνω πια;…
Φωνάξτε τον, και πες του, πως θα λουστώ, πως θα πλυθώ, θα αλλάξω, θα φορέσω την καλή την καινούργια φορεσιά, θα βάλω τα φτιασίδια μου και όλα τα μπιχλιμπίδια... Θα φορέσω τα σκουλαρίκια τα καλά και τον χρυσό μου τον σταυρό της αρραβώνας, θα γίνω ζηλευτή, να έρθει ο Γαυρίλος, ο Χάρος με το γοργό το άλογο τώρα να με πάρει και δεν θα το μετανιώσει!…
Όμως, μια χάρη να μου χαρίσει!...
"Να αφήσει τους νιους να χαίρονται, τις νιές να υφαίνουν, να κεντούν, να φτιάχνουν τα προικιά τους, το Κορωνιό τους για να στήσουν. Και αυτούς, τους λυγερούς λεβέντες, να μη τους ενοχλεί. Να τους αφήσει με όρεξη να δουλεύουν, δουλειά καλή, της προκοπής να κάνουν!... "
Και εμένα να έρθει, γοργά και γρήγορα να με πάρει…
Αν δεν με παίρνει γιατί νομίζει πως εκεί δεν θέλω, πως δεν μπορώ, πως για εκεί, εγώ δεν κάνω, πως είμαι τεμπέλα, δεν κάνω για δουλειά, πέστε του πως κάνει μεγάλο λάθος….
Βρε πέστε του, πως την μέση μου, σαν μου την φτιάξει, για δουλειά κάνω εγώ για δέκα εκεί επάνω και τα περιβόλια του Θεού, όλα φιλότιμα να του τα σκάψω!...
Θα τα φυτέψω στην ώρα τους, στην εποχή τους, καλά θα τα ποτίζω… Και αν είναι κατηφορικά… ξέρω, ανάποδα, κατωκέφαλα, θα τα σκάβω, για να μη κυλάει και φύγει το χώμα!...
Πέστε του μωρέεε, εδώ σε μένα να έρθει, που κάθε τόσο ακούω που χτυπάει λυπητερά η καμπάνα!...
Δεν ξέρω… για ποιους;…
Εμένα εδώ που είμαι, δεν με βλέπει;…
Μα δεν μου λένε… για ποιους βαράει λυπητερά η καμπάνα;..
Αν είναι για γέρους, να χαίρουμαι, αν είναι για νιους, να θλίβομαι, να ραγίζει, να σχίζεται η καρδιά μου, χίλια κομμάτια να γίνεται. Και ο κόμπος στο λαιμό μου δεν μου φεύγει, με βασανίζει, όμως δεν με πνίγει…
Δεν μου την δίνει μία και καλή, δεν θέλει να πάω εκεί που πρέπει…
Εδώ μωρέ, πέστε του να έρθει να με πάρει και να αφήσει τα υποχρεωμένα νιάτα που έχουν δουλειές, στην φαμελιά τους…
Να θρέψουν, να αναστήσουν τα παιδιά τους.
Σε μένα που είμαι ανυπόχρεη και τα έχω τελειωμένα…
Τότε για μένα θα είναι χαρά!...
Θα ξεπαστρεφτεί, θα λάμπει ο τόπος!...
Τότε δεν χρειάζεται να χτυπάνε πια λυπητερά οι καμπάνες να κόβεται το αίμα τους, όταν τις ακούς να θλίβεται η ψυχή σου…
Για εμένα, για εμάς τους γέρους είναι χαρά είναι ξελευτεριά, είναι λαμπρή, είναι η Θεία παρουσία!...
Χαρές και πανηγύρια!…
Σωστές κουβέντες έλεγε η γιαγιά, με λογική, μεστές, γεμάτες!..
Είχε μυαλό ξύπνιο, εύστροφο, ωφέλιμες κουβέντες και ορμήνιες λέει.
Άνθρωπο δεν ήθελε να βλέπει να κάθεται και στην δουλειά να χαζοχαζεύει.
Σε όλους τους νέους και τους μεστωμένους συμβούλευε, την δουλειά, τους έλεγε να μη την φοβάστε. Η δουλειά πρέπει να σε σκιάζετε να μη την σκιάζεσαι και τρέμεις. Την κάθε δουλειά να την μάθεις καλά, με όρεξη να την κάνεις, να την έχεις την δουλειά για μεράκι!.
Σαν το κομπολόγι να την παίζεις!...
Όταν πιάνεις τον κασμά, να σε τρέμει, να μη τον τρέμεις, με όρεξη να σκάβεις την Γη να ανοίξει τα σωθικά της και όταν την καλλιεργείς και την καλολογείς με ευχαρίστηση και αυτή, χαρούμενα, πλούσια θα σου δίνει τα προφαντά της.
Πάντοτε η γιαγιά αγαπούσε την Γη της. Με τον ιδρώτα της την πότιζε και με αγάπη την περιποιότανε, τα δέντρα, τα λαχανικά της…
Τους κήπους της, τους είχε σαν τα παιδιά της!..
Και αυτοί απλόχερα της έδιναν ανθούς, καρπούς, φρούτα, καλούδια, από καρδιά τους, τίποτα να μη στερηθεί τίποτα να μη της λείψει. Και να φιλεύει από αυτά, σαν αρχόντισσα, συγγενείς, περαστικούς, και φίλους…
Συνέχεια μέχρι τα τελευταία της, μπουσουλώντας, σούρνοντας πήγαινε στον κήπο της, να τον περιποιηθεί, να τον σκάψει.
Όταν το έμαθαν τα παιδιά της την μάλωσαν μα αυτή εκεί, τον σκοπό της, την Γη της, το χώμα της δεν άφηνε, τον κήπο της τον φύτευε και τον περιποιούταν!...
Ήθελε να είναι αρχοντικός, καλύτερος από όλους τους άλλους!...
Μα άλλα θέλει η καρδιά και άλλα το σώμα μπορεί να κάνει!...
Ήρθαν βαριά, βαθιά γεράματα!...
Όμως κάτω δεν το βάζει!...
"Όσο έχουμε τα μάτια ανοιχτά έλεγε και θέλουμε να βάλουμε το κάτι τις, κάτω από την μύτη, στο στόμα, αυτό πρέπει να το αποδίνουμε και δανεικό δεν πρέπει να το ζητάμε, ούτε να το τρώμε!...
Αν θέλουμε να μας έχουν σε υπόληψη!...
Μόνο το δανεικό ψωμί είναι δεκτό, στην μεγάλη ανάγκη, σε θεομηνία, σε αρρώστια, σε συμφορά μεγάλη… Και μόλις περάσει η μπόρα η κακιά και έρθουμε στα συγκαλά μας, αμέσως πίσω τα δανεικά αλλού πρώτα να τα δίνουμε, για να έχουμε τα μούτρα παστρικά!... Και όχι λερωμένα!... Λερωμένη την φωλιά μας… Αδούλευτη, ανίδρωτη, σελέμικη, μπουκιά κάτω από το λάρυγγα, δεν πρέπει να κατεβαίνει!...
Εκεί να κάθεται και τον καθένα να τον πνίγει… για να τον βλέπουν και οι άλλοι!...
Και εγώ καθούμενο ψωμί τώρα τρω και ανίδρωτο νερό, ξέκοπο πίνω!... Και δεν με βλέπει ο Θεός, το στόμα να μου φράξει και μονομιάς να μου το κλείσει!... "
Τι γιαγιά ήταν αυτή!…
Ήθελε μέχρι τα τελευταία της, τουλάχιστον αυτό που έτρωγε και έπινε να το αποδίδει, να το έχει αποδώσει!.. Έτρωγε από τους κόπους της, από το βιός της. Δεν ήθελε ποτέ με τίποτα να είναι φύρα!...
Και αν την φιλεύανε το κάτι τις και καταλάβαινε ότι δεν το είχε ξεπληρώσει, με δυσκολία το δεχότανε. Και αμέσως ήθελε μετά να το ανταποδώσει, να το ξεπληρώσει…
Έλεγε… και συμβούλευε:
"Το δώρο, θέλει αντίδωρο!.... " Για να είσαι στην συναναστροφή σου καλός, εντάξει… Όλοι μας το αντίδωρο, το θέλουμε, το περιμένουμε, μετά την Θεία κοινωνία, από του παππά το χέρι, όταν πηγαίνουμε την προσφορά στην εκκλησιά μας….
Αυτό είναι η ευχαριστία του Θεού και του Χριστού μας…
Έτσι όλοι το περιμένουν το ευχαριστώ, το αντίδωρο και ας δείχνουν και φαίνονται ότι δεν το θέλουν, δεν το ζητάνε…
Όλοι μικροί μεγάλοι το θέλουν!..
Και χαίρονται με δαύτο!..
Ας είναι αυτό, μικρό, μικρούτσικο!…
Είναι το δώρο και το αντίδωρο, σημάδι της αγάπης, της εκτίμησης που στον καθέναν τους, του έχεις και τον τιμάς!… Και πιότερο τον εαυτόν σου τιμάς, όταν με τον τρόπο τον καλό, του το ανταποδίνεις.
Το δώρο, δεν είναι μόνο το ψωμί, το τυρί, οι ελιές, το λάδι, που στην ανάγκη σου, σου το δίνει ο άλλος, για να σε βοηθήσει, στην ανάγκη την μεγάλη, η κακιά εποχή να περάσει. Μα και η κουβέντα η καλή, πολύ περισσότερα από αυτά μπορεί να αξίζει... Και πολλές φορές, ο λόγος ο καλός, σώζει την ζωή του ανθρώπου!...
Από τον φόβο τους τα παιδιά της μη κρεμαστεί στον κήπο της και πέσει και σπάσει την λεκάνη της και τους βρει μπελάς και συμφορά μεγάλη, πιάνουν και της κρύβουν τον κασμά, τον κήπο της να μη μπορεί να σκάβει, να φυτεύει.
Μα αυτή κάτω δεν το βάζει!...
Και έλεγε:
-Αν μου τον επήρε νέος τον κασμά, να τον έχει, να τον χαίρεται, θα του είναι πιο χρήσιμος από ότι σε μένα, αν είναι γέρος, δικαιολογία να ειπώ δεν βρίσκω!...
Εγώ και αλλιώς, θα κάνω την δουλειά μου!…
Με το μαχαίρι της, το μυτερό σιγά, σιγά τον κήπο της τον σκάβει και τον φυτούργησε και άρχισε τα προφαντά του να τρυγάει, να ευφραίνεται, η ψυχή της, ο νους, η καρδιά και σώμα…
Να φιλεύει λίγα από αυτά περαστικούς και φίλους..
Ποτέ δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι της και από το νοικοκυριό της, ας μη τα κατάφερνε καλά.
Με τα καλοπιάσματα τα παιδιά της, την ξεσπίτωσαν, την πήρανε κοντά τους.
Ότι και να της έδιναν, να της πρόσφεραν από φαγητό, πιοτό, όλα και το νερό ακόμα, άνοστα λέει πως τα βρίσκει…
Ούτε ψωμί, ούτε φαγί, ούτε νερό, ευχαριστιόταν και ας τα είχε μπόλικα, τίποτα να μη της λείπει, καφές, ζάχαρη, φρούτα, μπανάνες…
Όλα αυτά όταν τα έτρωγε και έπινε νόμιζε πως την τρώγανε!... Όλα τα ποτά και τα νερό ακόμα που έπινε, έλεγε, πως αντί να το πιεί, την πίνει…
Όλα αυτά, έλεγε πως είναι, με το χέρι στην τσέπη…
Είναι του δώσε μου, να σου δώσω!...
Εδώ ημέρας ψωμί δεν έχετε… και το νερό δεν τρέχει από την βρύση, άμα κοπή η δέση…
Όταν την ρώταγαν για να τους πει, ποια είναι η δέση, έξυπνα τους απάνταγε:
-Την ξέρετε… την ξέρετε… μα δεν την μολογάτε!…
Με δανεικά λεφτά το νερό πληρώνετε και αυτό το νερό ακόμα είναι ξένο, ενώ στο χωριό μας είναι δικό μας…
«Χώμα να καρπεί δεν έχετε, ούτε νερό δικό σας για να πείτε, μα ούτε ζωντανό για την ζωή σας!...»
Είναι αυτή ζωή;..
Παράξενο μου φαίνεται!...
Πως ζείτε;…
Όλες οι γυναίκες, μικρές, μεγάλες, νιές και γριές να κάθονται… και καλά οι γριές που δεν μπορούν δεν βλέπουν… Μα και οι νιές, με ένα κάθηκο γεμάτο καφέ στο χέρι με το άλλο το φούμο, όλο πουφ και πουφ το πάνε και λιβανίζουν όλη την μέρα τον … διάβολο!…
Γίνεται προκοπή, κορωνιό έτσι;…
Αμ δεν γίνεται…
Μου φαίνεται παράξενο, δεν το νογά ο νους μου, πως τους κατεβαίνει η μπουκιά, το ψωμί, κάτω και καταπίνουν το ανίδρωτο το νερό και αυτό δεν πάει αλλού εκεί που πρέπει… για να τις ξεπαστρέψει…
Μα αυτές, ούλες, είναι ανώφελες, ένα παιδί μονάχα κάνουν και αυτό και αν…, και με το ζόρι…
Μα και εκείνο κοιμισμένο, από γεννησιμιού του βγαίνει…
Κάνουν κάτι παιδιά, που δεν μπορούν να σειστούν, χοντρά σαν τα θρεφτάρια… λες και τα θρέφουνε για τον χασάπη….
Παιδιά λέγονται αυτά, ή κάτι άλλο;…
Αυτές εδώ αυτές κάθονται ολημερίς και ολονυχτίς και έχουν γίνει τα πισινά τους σαν μπλάθρες!...
Αλλά μέχρι πότε;…
Όπως το πάνε, δεν είναι μακριά, που έρχεται η δυστυχία…
Όπου να είναι, σε λίγο θα ξαναφάνει!….
Δεν ξέρω, αν σε αυτά είχε δίκιο, ή άδικο, αυτά ήταν τα παράπονα της….
Την τεμπελιά και την αχαριστία δεν την ήθελε, δεν την χώνευε.
Η γιαγιά σαν περδικούλα πέταξε και έφυγε, παστρική, χωρίς κανέναν να βαρυγκωμήσει, για τα περιβόλια του Θεού!...
Εκεί έχει πάει να τα καλλιεργήσει!....
Ξέρει!.. Θα τα έχει στην εντέλεια φυτουργήσει!..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου