Έρωτας και Ψυχή, Γκιουζέπε Κρίσπι 1707-1709... |
Η Ψυχή ήταν η νεότερη από τις τρεις κόρες κάποιου βασιλιά, και τόσο όμορφη, που οι άνθρωποι στην περιοχή της άρχισαν να πιστεύουν πως ήταν η θεά Αφροδίτη. Η λατρεία της θεάς περιφρονήθηκε, οι βωμοί της ερήμωσαν και τα αγάλματά της έμειναν αστόλιστα. Κανείς δεν πήγαινε πια στην Πάφο, στην Κνίδο ή στα Κύθηρα για να λατρέψει τη θεά, αλλά όλοι προσεύχονταν στην Ψυχή. Η θεά έγινε έξαλλη και αποφάσισε να αποκαταστήσει την τάξη. «Σύντομα θα την κάνω να καταριέται την ομορφιά της, που δεν της ανήκει κανονικά» είπε και ζήτησε από τον γιο της, Έρωτα, να κάνει την κοπέλα να ερωτευτεί τον πιο αποκρουστικό, ανάξιο και κακότυχο άνθρωπο.
Η Ψυχή ήταν ήδη πολύ
δυστυχισμένη, επειδή ένιωθε τρομερά μόνη της. Καθώς όλοι νόμιζαν πως είναι θεά,
την αντιμετώπιζαν όπως τα αγάλματα. Την τιμούσαν και την σέβονταν, αλλά κανείς
δεν τολμούσε να την ζητήσει σε γάμο. Έτσι, ενώ οι αδερφές της είχαν
καλοπαντρευτεί, εκείνη μαράζωνε μόνη της στο παλάτι.
Ο πατέρας της ζήτησε
χρησμό από τον Απόλλωνα της Μιλήτου και πήρε την εξής απάντηση: «Στόλισε αυτό το κορίτσι, ω
βασιλιά, για γάμο τρομακτικό, και πήγαινέ την στο ψηλό βουνό να συναντήσει τον
γαμπρό. Μην ελπίζεις όμως πως θ’ αποκτήσεις γαμπρό από το ανθρώπινο είδος,
διότι αυτή θα παντρευτεί ένα άγριο, βαρβαρικό θηρίο, όμοιο μ’ ερπετό. Αυτός, πετώντας
ψηλά με τα φτερά του, τα πάντα κατορθώνει, πλήττοντας κάθε τι που κινείται με
τον πυρσό και το βέλος του. Ακόμα κι ο Ζευς πρέπει να τον φοβάται, και οι άλλοι
θεοί δεν κρύβουν τον φόβο τους γι’ αυτόν. Και τα ποτάμια ανατριχιάζουν και τα
σκοτεινά βασίλεια του Κάτω Κόσμου».
Όλη η πόλη συνόδευσε
τη βασιλική οικογένεια στην τρομερή αυτή πομπή ως την κορυφή του βουνού. Θρήνος
και σπαραγμός ακουγόταν παντού, ενώ η Ψυχή, στολισμένη νύφη περίμενε τρέμοντας
από φόβο τον αλλόκοτο γαμπρό. Ξαφνικά όμως, φύσηξε απαλά ο Ζέφυρος και την
μετέφερε με προσοχή σ’ έναν πανέμορφο κήπο. Ανάμεσα σε πολύχρωμα λουλούδια και
καταπράσινα δέντρα και τρεχούμενα νερά, πρόβαλλε ένα υπέροχο, θεϊκό παλάτι. Η
Ψυχή περιδιάβαινε τους διαδρόμους έκθαμβη από τους θησαυρούς που έβλεπε γύρω
της, όταν μία άκουσε μία φωνή χωρίς να μπορεί να εντοπίσει την προέλευσή της. «Όλα αυτά είναι δικά σου» της
είπε και την προέτρεψε να απολαύσει το μπάνιο της και ό, τι άλλο επιθυμούσε.
Όταν έπεσε η νύχτα, η
Ψυχή ξάπλωσε στο όμορφο υπνοδωμάτιο που είχαν ετοιμάσει γι’ αυτήν οι κοπέλες
που είχαν τεθεί στην υπηρεσία της. Και τότε, μέσα στο σκοτάδι ήρθε κοντά της ο
γαμπρός και την έκανε δική του. Πριν ξημερώσει όμως έφευγε, πριν εκείνη
προλάβει να δει το πρόσωπό του. Το ίδιο γινόταν κάθε βράδυ για αρκετό καιρό και
η Ψυχή ένιωθε υπέροχα κάθε φορά που τον ένιωθε κοντά του και άκουγε τη φωνή
του.
Κάποια στιγμή μετά
από αρκετό καιρό, οι αδελφές της άκουσαν πως η αδελφή τους μπορεί και αν είχε
πεθάνει και ξεκίνησαν να την βρουν. Ο σύζυγός της Ψυχής την προειδοποίησε πως,
αν έρχονταν οι αδελφές της, θα έπρεπε εντελώς να αγνοήσει οτιδήποτε και αν της
πουν. «Διαφορετικά θα προκαλέσεις και
σε μένα και σε σένα ανείπωτη συμφορά». Η Ψυχή, αν και υποσχέθηκε να
ακολουθήσει τη συμβουλή του, μελαγχόλησε καθώς σκεφτόταν πως οι δικοί της
θρηνούν τον θάνατό της κι εκείνη δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τους
παρηγορήσει. Έπεισε τον σύζυγό της να της επιτρέψει να δει τις αδελφές της, να
τις βεβαιώσει πως είναι καλά και να τους δωρίσει ωραία κοσμήματα, επαναλαμβάνοντας
την υπόσχεσή της πως δεν θα επέτρεπε σε τίποτα να αλλάξει τις συνθήκες αυτού
του γάμου. «Θα προτιμούσα να πεθάνω εκατό
φορές παρά να χάσω την υπέρτατη χαρά του γάμου μας. Γιατί σ’ αγαπώ και σε
λατρεύω – όποιος κι αν είσαι – όσο τη ζωή μου, και σ’ εκτιμώ περισσότερο κι απ’
τον Έρωτα τον ίδιο», του είπε τρυφερά.
Εκείνος έστειλε τον
Ζέφυρο και πάλι στην κορυφή του βουνού, όπου οι αδελφές της Ψυχής σπάραζαν και
φώναζαν αναζητώντας την αδερφή τους. Ο άνεμος τις μετέφερε κοντά της. Τρελή από
χαρά, η Ψυχή τις παρηγόρησε, τους έδειξε το υπέροχο παλάτι της και τις
περιποιήθηκε. Κι όταν την ρώτησαν για τον σύζυγό της, εκείνη επινόησε μία
ιστορία για ν’ αποφύγει να πει την αλήθεια, όπως είχε υποσχεθεί. «Είναι ένας πλούσιος, όμορφος
νεαρός που του αρέσει το κυνήγι και γι’ αυτό λείπει το μεγαλύτερο διάστημα της
ημέρας», τους είπε και τις γέμισε με δώρα από χρυσάφι και
πολύτιμους λίθους. Εκείνες τότε καταλήφθηκαν από ζήλεια για την τύχη της
αδελφής τους. Την επισκέφτηκαν πάλι όταν εκείνη ήταν έγκυος και προσπαθούσαν με
τεχνάσματα να πάρουν πληροφορίες για τον γαμπρό. Η Ψυχή ξεχνώντας τι είχε πει
την προηγούμενη φορά, τους είπε τώρα πως ο σύζυγός της είναι μεσήλικας και
ασχολείται με το εμπόριο. Κι εκείνες κατάλαβαν πως η αδελφή τους μάλλον δεν είχε
δει ποτέ το πρόσωπο του συζύγου της. Υποψιάστηκαν πως εκείνος είναι θεός και το
παιδί που ήδη κυοφορούσε η Ψυχή θα είναι θεός επίσης.
Την τρίτη φορά που
συναντήθηκαν, οι αδελφές της έπεισαν την Ψυχή πως ο γαμπρός στην πραγματικότητα
ήταν ένα απαίσιο τέρας, το οποίο θα την σκότωνε αμέσως μόλις εκείνη γεννούσε
τον απόγονό του. Την τρόμαξαν τόσο πολύ, ώστε πείστηκε να τον σκοτώσει πρώτη
εκείνη. Τη νύχτα, μόλις ο σύζυγός της κοιμήθηκε, η Ψυχή πλησίασε κρατώντας ένα
λυχνάρι στο ένα χέρι και μία λάμα στο άλλο. Πλησιάζοντας όμως είδε το πρόσωπο
του και διαπίστωσε πως την είχε αγαπήσει ο πιο όμορφος κι αξιαγάπητος από τους
θεούς! Ήταν ο γιος της Αφροδίτης, ο ίδιος ο Έρως! Κι ενώ στεκόταν αποσβολωμένη
εκεί και χάζευε τον όμορφο νέο, είδε τη φαρέτρα και τα βέλη του ακουμπισμένα
δίπλα από το κρεβάτι. Πήρε ένα βέλος και το περιεργαζόταν με θαυμασμό, όταν η
αιχμή της τρύπησε το χέρι. Και τότε, η δύστυχη κοπέλα έχασε το μυαλό της!
Ερωτεύτηκε τον Έρωτα με πάθος ανεξέλεγκτο. Τόση ήταν η ταραχή της, που έγειρε
το λυχνάρι και χύθηκε μία σταγόνα καυτό λάδι στον ώμο του. Ο Έρωτας ξύπνησε,
θύμωσε που εκείνη δεν τον εμπιστεύτηκε και εξαφανίστηκε.
Η Ψυχή τον αναζητούσε
απεγνωσμένα από πόλη σε πόλη, ενώ στο βασίλειο της Αφροδίτης, ο Έρως αγωνιζόταν
να κρατηθεί στη ζωή. Το κάψιμο στον ώμο του κακοφόρμιζε και του προκαλούσε
αβάσταχτο πόνο. Η μητέρα πληροφορήθηκε όσα του είχαν συμβεί από έναν υπηρέτη
της κι έγινε έξαλλη. Φυλάκισε τον Έρωτα στο δωμάτιο και παρέδωσε την Ψυχή στις
υπηρέτριές της, την Μελαγχολία και τη Θλίψη για να την τιμωρήσουν. Εξουθενωμένη
από τα βασανιστήρια, η Ψυχή αντιμετωπίζει τώρα την ίδια την Αφροδίτη, η οποία
της αναθέτει μία σειρά από ταπεινωτικούς και απίθανους άθλους!
Όλη η φύση όμως τη
βοήθησε να τα καταφέρει. Τα μυρμήγκια την βοήθησαν να ξεχωρίσει τους
ανακατεμένους σπόρους από έναν τεράστιο σωρό. Ένα καλάμι τη συμβούλεψε πώς να
πάρει μία χρυσόμαλλη τούφα από τα άγρια πρόβατα με το θανατηφόρο δάγκωμα. Ο
ιερός αετός του Δία πήρε νερό από την πηγή της Στυγός, την οποία κανένας
θνητός άνθρωπος δεν μπορούσε να πλησιάσει.
«Τώρα το ξέρω πως είσαι μάγισσα»,
είπε η οργισμένη η Αφροδίτη μόλις επέστρεψε η Ψυχή, «διότι τέτοια πράγματα κανένας
άνθρωπος δεν μπορεί να τα καταφέρει». Και σκέφτηκε κάτι ακόμα πιο
δύσκολο. Έπρεπε να κατέβει στον Κάτω Κόσμο και να ζητήσει από την Περσεφόνη
λίγο από το θεϊκό καλλυντικό της. Αφού της έδωσε ένα κουτί της είπε: «Να της πεις να το βάλει εδώ και
πως το χρειάζομαι επειδή το δικό μου το ξόδεψα για να θεραπεύσω το τραύμα του
γιου μου». Μα ποιος κατέβηκε ποτέ ζωντανός στον Άδη και γύρισε
πίσω; Αυτό ήταν εντελώς αδύνατο! Εξουθενωμένη η Ψυχή ανέβηκε σε έναν πύργο με
σκοπό να πέσει και να πάει στον Κάτω Κόσμο μια και καλή! Και τότε, ο πύργος μίλησε
και της έδωσε λεπτομερείς οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνει ώστε να γλιτώσει
από τις παγίδες του Άδη και να φτάσει ως την Περσεφόνη. Την προειδοποίησε
επίσης, σε καμία περίπτωση να μην ανοίξει το κουτί.
Πήγε και γύρισε η
Ψυχή μια χαρά, αλλά μόλις αντίκρισε και πάλι το φως του κόσμου των ζωντανών,
επικέντρωσε την προσοχή της στο κουτί. «Γιατί να μην πάρω μία μόνο
σταγόνα από το καλλυντικό που βάζουν οι θεές, να γίνω όμορφη για τον αγαπημένο
μου;» σκέφτηκε και άνοιξε το κουτί. Όμως μέσα στο κουτί δεν υπήρχε
κανένα καλλυντικό, παρά μόνο η πνοή του θανάτου. Η Ψυχή έπεσε αναίσθητη, εκεί
στο στενό και η ζωή χανόταν λίγο-λίγο από το σώμα της. Και θα πέθαινε, αν δεν
είχε εν τω μεταξύ αναρρώσει ο Έρωτας.
Ο φτερωτός θεός δεν
άντεχε άλλο μακριά από την αγαπημένη του και μόλις ανέκτησε τις δυνάμεις του
πήγε στον βασιλιά των θεών, τον Δία και τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει. Ο Ζευς
κάλεσε όλους τους θεούς και τους είπε πως θα έπρεπε πια να βοηθήσουν τον νεαρό
θεό, συγχωρώντας του τις αταξίες με τις οποίες τόσο τους είχε όλους
ταλαιπωρήσει. Έστειλε τον Ερμή να φέρει την Ψυχή, και για να είναι ένας γάμος
μεταξύ ίσων, πρόσφερε στην κοπέλα αμβροσία. Λίγους μήνες μετά γεννήθηκε ένα
κοριτσάκι που ονόμασαν Ηδονή.
Αθάνατοι πια και οι
δύο, ο Έρως και η Ψυχή έζησαν μαζί για πάντα, αγαπώντας με πάθος ο ένας τον
άλλον.
(Η αφήγηση αυτή είναι
η παραλλαγή ενός μύθου που συναντάται σε όλους σχεδόν τους αρχαίους
πολιτισμούς. Την έγραψε ο πλατωνιστής Απουλήιος τον 2ο αι. Κ.Χ. .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου