Ο ποιητής δεν ξεχνά ποτέ ούτε αυτά που τον χαροποιούν, ούτε αυτά που τον θλίβουν. Οι άνθρωποι, τα δέντρα, τα πουλιά, κάθε τι μικρό και μεγάλο στον κόσμο που τον περιβάλει είναι δεμένο με την ευφάνταστη φύση του.
Δεν θα ξεχάσει ποτέ το μικρό παιδί που μαζεύει ανεμώνες στην άκρη του δρόμου, ούτε τον νεαρό άντρα που πήρε το δρεπάνι να θερίσει τον καρπό τού κόπου του, κάτω απ’ τον καυτό ήλιο του μεσημεριού. Θα μακαρίσει τη γυναίκα που μαζεύει κρίνα στο περιβόλι της εγκαρτερήσεις για να στολίσει τον σεμνό επιτάφιο στο φτωχικό εξωκλήσι Ανάστασης του Κυρίου. Ακόμη και τον γέροντα που αγκομαχώντας ανεβαίνει την ανηφόρα σκουπίζοντας τον ιδρώτα του μετώπου του με την ανάστροφη της παλάμης του κι απλώνει το χέρι να κρατηθεί, θα τον εκτιμήσει σαν πολύτιμο πετράδι στο θησαυροφυλάκιο του μυαλού και θα χαρίσει δυο λόγια ευλαβικά ως ενίσχυση της ανάβασή του.
Ο ποιητής δεν μιλά με τα χείλη. Μιλά μόνο με την καρδιά την οποία λούζει καθημερινά με την δροσιά της κοφτερής σκέψης του. Πάντα κρυστάλλινος και διαυγής μπροστά στα οράματα πρέπει να στέκει ο ποιητής, δίχως κομπασμούς να ακολουθεί τη φωνή της Μούσας που τον καλεί. Επίσημη λιβρέα δεν πρέπει να φορεί. Μέσα στην απόλυτη σεμνότητα πρέπει να τον ανταμώνει το φως του Απόλλωνα και να τον στεφανώνει ο ζήλος και η αγάπη για την τέχνη όπου υπηρετεί.
Όταν χαροπαλεύει η λογική, αυτός πρέπει να ρίχνει γροθιά στο μαχαίρι, να ματώνει και να δίνει πρώτος το παράδειγμα, ποιώντας έργο ήθους χρηστού κι ωφέλιμου για την ανθρωπότητα. Τυλιγμένος με το φθαρμένο σεντόνι της μοναξιάς να κλαίει μόνος κάτω από το φεγγαρόφωτο παρακαλώντας τους αστερισμούς να ρίξουν λίγο φως στην παρεξηγημένη από τον κόσμο, ύπαρξη του. Να ξεπλένει τις πληγές που αιμορραγούν με σινική μελάνι εναποθέτοντας τα αποτυπώματα τους πάνω σε ολόλευκο χαρτί δημιουργώντας αγγελικούς χορούς
Πρέπει να απέχει από κάθε είδους τιμητική εκδήλωση. Το πρόσωπό του ταπεινά πρέπει να κατεβάζει και να ευγνωμονεί τον Φύλακά του για το τάλαντο που του χάρισε. Κι αυτό το τάλαντο δεν πρέπει να το κρατήσει δικό του! Δανικό είναι… Θα το κρατήσει για λίγο στα χέρια του, κι έπειτα θα το επιστρέψει στη βάση του για να δοθεί σε νέο παραλήπτη.
Φανφάρες, λόγια πλουμιστά που κάνουν τον άνθρωπο να φουσκώνει σαν παγόνι δεν χρειάζονται. Όλα αυτά που γίνονται συνήθως στους λεγόμενους «πνευματικούς κύκλους», είναι γεγονότα θλιβερά. Ελλόγιμες πρέπει να είναι όλες οι πράξεις του και να κρατούν σε επαγρύπνηση τη σκέψη απομακρυσμένη από δυνατά φώτα και ανούσια χειροκροτήματα.
Σαν μικρός κισσός ανυπεράσπιστος που αναρριχάται και προσπαθεί να πιάσει το χέρι του Θεού για να σωθεί, έτσι πρέπει να νιώθει ο ποιητής! Να προσπαθεί να αγγίξει την τελειότητα με την βοήθεια της Θείας επενέργειας, σεμνός κι αφοσιωμένος στην προσφορά και όχι προσκολλημένος στην προσμονή της ανταμοιβής.
Τη σταύρωση και την ανάσταση της προσωπικής του εικόνας την αισθάνεται καθημερινά με ένα τρόπο που μόνο ένας αληθινός ποιητής μπορεί να αισθανθεί. Ποτέ του δεν έχει για αυτάδελφο το Νήνεμο Ύπνο. Οι Μούσες δεν τον αφήνουν να κλείσει τα βλαβερά κάτω από το σεντόνι της περίσκεψης. Σαν νυχτερινό φάντασμα περιπλανάται εντεύθεν κι εκείθεν στα άδεια δωμάτια μαχόμενος με λέξεις και ιδέες προσπαθώντας να τις βάλει σε τάξη. Οι τυμπανοκρουσίες και τα χειροκροτήματα κωμικοτραγικοί απόηχοι γίνονται στα αυτιά του σαν κλείσει η αυλαία της δεξίωσης. Οι κορνιζαρισμένοι έπαινοι και τα διπλώματα τον φορτώνουν βαρύ σταυρό στο ανέβασμα του Γολγοθά. Οι εύγλωττες επιστολές των κριτών γίνονται εκκωφαντικά περιγελάσματα: «Τον ανεβάσαμε στην κορφή…τώρα αν είναι ικανός ας προχωρήσει παραπάνω, η αλλιώς ας κόψει το κεφάλι του για χάρη της ποίησης!...»
Συλλέχτης αρωμάτων από προαιώνιες εποχές, γεμίζει τις στάμνες της γνώσης με ανείπωτη ευαισθησία. Γι αυτό λένε πως οι ποιητές κατέχονται από την « Ιερή Μανία», οποία δίνεται ως δώρο από τους θεούς στους ανθρώπους για να τους κάνει ευτυχισμένους. Μόνο που ο ποιητής δεν ικανοποιείτε ποτέ, γι αυτό στο βλέμμα του πάντοτε υπάρχει μια ένδειξη μελαγχολίας. Προσπαθεί να εισχωρήσει στις ρίζες των εννοιών, να δεχτεί στο μέγιστο βαθμό την προφητικής τους χροιά ελπίζοντας στην κάθαρση.
Λένε πως οι ποιητές κατέχονται από τη Μούσα κι από Θεία μανία και γίνονται «ένθεοι» (πράγμα παράδοξο την σημερινή εποχή). Μάλλον, μέσα από αυτές τις ερμηνείες και τις ορολογίες γίνεται μια προσπάθεια να εξηγηθεί η δύναμη της καλλιτεχνικής τους δημιουργίας η οποία όπως φαίνεται δεν είναι μόνο ανθρώπινη θέληση, δεν στηρίζεται πάνω σε συγκεκριμένους κανόνες που θα φέρουν ένα αποτέλεσμα αρεστό, αγαπητό κι ωφέλιμο στην κοινωνία. Η ποιητική δημιουργία είναι ένα δώρο της φύσης, ξεχωριστό, που δίνεται σε ανθρώπους που μπορούν να το υπηρετήσουν.
Κάθε καλλιτεχνική δημιουργία βασισμένη σε κανόνες δεν έχει πνοή μέσα της, δεν είναι ένθεη και δεν δονεί την ψυχή.
Ο γνήσιος ποιητής καταθέτει την ψυχή του, αφού κάνει καθημερινά ταξίδια αναγνώρισης της άγνωστης πλευράς του εαυτού. Η τέχνη του δίνει καθημερινά μαθήματα αυτογνωσίας. Απέναντι του στέκει αυστηρά ο καθρέπτης της αυτοκριτικής.
Εναποθέτοντας στους στίχους κομμάτια του πραγματικού εαυτού νιώθει να αγγίζει τις ψυχές όλου του κόσμου.
Μεγάλοι ποιητές έχουν πει σοφά λόγια για την τέχνη τους.
«Η Ποίηση είναι βαθιά πληγή από φρικτό μαχαίρι», είπε κάποτε ο Καβάφης και εγώ λέγω πως είναι μια αιώνια γκαστριά με όλα τα συμπτώματα της εγκυμοσύνης που περιμένεις εναγωνίως να δεις τι τέκνο θα γεννήσεις, χωρίς ποτέ να το πιάσεις στα χέρια σου. Κι αυτό το λέγω, γιατί, πρέπει να αναγνωρίζουν όλοι πως είναι μαρτυρικό να γράφεις ποίηση ακόμη και όταν μέσα σου έχεις την σπίθα της Μούσας που σε φωτίζει και σε καθοδηγεί.
Ο ποιητής έχει την δύναμη να μετουσιώσει τον πόνο και ό,τι άλλο περιλαμβάνει η ανθρώπινη ύπαρξη, σε ομορφιά . Η μόνη του προσπάθεια είναι να ποιεί όμορφα πράγματα, να υμνεί το μεγαλείο της φύσης, να σφυρηλατεί και να φέρνει σε αρμονία αντιθέσεις. Εκφράζει το ωραίο διαμέσου λέξεων περίτεχνα υφασμένες μεταξύ τους.
Η απαίτηση της ψυχής του να παραδοθεί εξολοκλήρου στην τέχνη της δημιουργίας γίνεται εντονότερη όταν πιστεύει ως έχει κάτι σημαντικό να δώσει. Σαν πληγωμένο περιστέρι από βόλι κυνηγού, πρέπει να ορθοπεταλίζει τις φτερούγες του κατεχόμενος από τη Θεία Μανία ως να τελέψει, χωρίς ποτέ κανείς να αντιληφτεί το πόσο αιμορραγεί η ψυχή του, και το πόσο τον πονούν τα δάφνινα στεφάνια που είναι πλεγμένα σε βέργες ασφάλαχτου!...
Στο τέλος, όταν πια θα αναπαύεται στον κήπο με τα λευκά κρίνα και τα ίσια κυπαρίσσια, όλοι θα νιώθουν πως υπάρχει δίπλα τους, νιός εργάτης, με τον κασμά να ανοίγει στα διάσελα καινούργιες διαδρομές. Κι όταν το πλήρωμα του χρόνου αποκαλύψει πως: Τα ποιήματά του έγιναν ψηλοί καταρράκτες που έλουσαν και σφυρηλάτησαν τις ψυχές των ανθρώπων ρέοντας στις απορρώγες χαράδρες της Ύπαρξης, τότε θα έχει κάνει το χρέος του σωστά!!!
Μαρία Κολοβού - Ρουμελιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου