Έχει φύγει από τη ζωή το 1974, λίγο μετά τη
δικτατορία. Την ώρα που πέθανε κρατούσε στα χέρια του ένα βιβλίο ιστορίας. Αυτό
το πήρε η κόρη του η Αθηνά σημείωσε κάτι και είπε εγώ μόνο αυτό θέλω. Πολλές
φορές τον ρώτησα για τους πολέμους που έζησε.
Ποτέ δεν μας έλεγε πως ήταν τόσο γενναίος και τόσο
καλός που πολλές φορές έμενε στα χαρακώματα για να κάνει τη σκοπιά του
στρατιώτη να πάει να φάει μια μπουκιά και να έρθει πάλι στο πόστο του. Αυτά μας
τα έλεγε ο πατέρας μας. Πάνω από όλα το ότι έκανε τον ιερό λόχο για να πέσει με
πεντακόσιους εφέδρους στην Πάτρα σαν το Λεωνίδα να σηματοδοτήσουν και κείνοι
αυτόν το πόλεμο.
Από τα δέκα οχτώ του χρόνια, οργανώθηκε στην αντίσταση
για την απελευθέρωση της Ηπείρου. Τότε ήταν δάσκαλος στη πόλη μας. Κομίτης στο
Ηπειρωτικό κομιτάτο πολύγλωσσος μπορούσε να έρχεται σε επαφή με το Ρωσικό
Προξενείο στα Γιάννενα Έξυπνος μα και αμίλητος ήταν απλώς ένας στρατιώτης. Με
τον Δαγκλή τον Ντεληγιαννάκη ήταν αξιωματικός πολλοί ήταν από τους Παυλαίους
γνώριζε αρβανίτικα τούρκικα γαλλικά και λίγα ιταλικά. Μα πάνω από όλα γνώριζε
τα βουνά τις σπηλιές τις κρυψιώνες.
Ήταν τότε πολλοί που δίψαγαν για λευτεριά, ήταν πολλοί
που έδωσαν τη ζωή τους, δύο από τα αδέλφια του έφυγαν στο πόλεμο ένδοξα στη
μάχη, μα τούτο όσο πόνο και να έφερνε, έφερνε και δόξα δεν ήταν ένας θάνατος
στο κρεβάτι μα ένας θάνατος με τη σφαίρα στο στήθος. 1913 Τα πήραμε τα
Γιάννενα, μάτια πολλά το λένε, πήραμε μαζί και τη Θεσπρωτία. Ο πόλεμος ακόμα
συνεχίζονταν, ήταν στις φλόγες όλη η Ευρώπη όλα τα Βαλκάνια.
Και ύστερα το 1917 οι φίλοι μας οι Ιταλοί κατέλαβαν
την Ήπειρο. Πάλι ήταν έτοιμοι και δεν πέρασε πολύς καιρός και πάλι το 1940
πόλεμος, με τέσσερεις εχθρούς Ιταλούς, Γερμανούς, Βούλγαρους και Τσάμηδες. Και
κει που έφυγαν οι οχτροί, πάλι πόλεμος μα τούτος ήταν αδελφοκτόνος. Αυτός με τα
δυο του αγόρια, στον ΕΔΕΣ εκεί ήταν και στον πόλεμο ο γιος του Σωκράτης στο
ΕΛΑΣ. Σκοτώθηκε ο γιος του ο Μήτσος και ο ανεψιός του ο Φώτος. Εκείνος γινόταν
πιο αμίλητος πιο θαμπός και μόνο όταν πήγαινα στην αγκαλιά του και τον
παρακαλούσα να μου μάθει το τραγούδι [ ΚΑΤΩ ΣΤΑ ΔΑΣΙΑ ΤΑ ΠΛΑΤΑΝΙΑ] γελούσε και
με τη σιγανή φωνή του, μου το τραγούδαγε. Το ίδιο κάνω και γω στα εγγόνια μου.
Τα στρατιωτικά του ρούχα τον έδειχναν λεβέντη ψηλό αδύνατο και με ένα μπαστούνι
που λες και ήταν όπλο.
Έμπαινε στο σπίτι το πρωί για την καλημέρα και τον καφέ και ‘γω τον ρώταγα πότε θα μου πει για τον πόλεμο για τις μάχες;
Έμπαινε στο σπίτι το πρωί για την καλημέρα και τον καφέ και ‘γω τον ρώταγα πότε θα μου πει για τον πόλεμο για τις μάχες;
Αυτό δεν μου το είπε ποτέ, εκείνο που πάντα μας έλεγε
να μη λείψομε ποτέ από το προσκλητήριο. Εκείνος ήταν εκεί όπως και οι φίλοι
του. Κοίταγε τρυφερά τη γιαγιά μας και έλεγε και οι γυναίκες μας, ήταν εκεί,
και η Λένη μου.
Κάποτε που η πόλη μας έδωσε κτήματα σε όσους είχαν
μεγάλες οικογένειες, του έβγαλαν ένα πολύ καλό χωράφι στον δρόμο, κοντά στη
πόλη και με νερό δικό του. Είχε ένα κτήμα και όταν του είπαν τι του έδιναν ήρθε
στο σπίτι χαρούμενος να δεις πόσα δέντρα θα βάλουμε Λένη μου [είχε τόση μανία
με τα δένδρα, στο περβόλι του, ήταν δικός του ο κόπος, είχε τα πάντα και ήταν
όλα κλαδεμένα ασβεστωμένα και είχε και τη σκάλα να ανεβαίνομε να μην πέσομε.]
και πόσο καλαμπόκι για πίτες και για τα ζωντανά θα κάνουμε, ακόμα και γύρω γύρω
θα βάλουμε σκαμνιές και κλήματα..
Έχουμε λίγα κλήματα του έλεγε η γιαγιά γελώντας.
Πήγε λοιπόν όταν τους είπαν πως θα τους δώσουν τα
συμβόλαια και τότε του είπαν κύριε πρόεδρε πρέπει να φέρετε και κοινωνικών
φρονημάτων. Κοίταξε το Δήμαρχο στα μάτια ήταν φίλοι στο κομιτάτο ήταν φίλοι στο
στρατό ήταν αξιωματικοί και οι δυο, ήταν στον ΕΔΕΣ και οι δυο. Κύριε Δήμαρχε αν
η πατρίδα δεν γνωρίζει τι έκανα για κείνην, εγώ αυτό το κτήμα δεν το θέλω.
Ήρθε σπίτι, η γιαγιά που τον γνώριζε απ΄έξω κι από
μέσα του είπε, τι έχεις και είσαι σκανιασμένος;
Τίποτα απλώς δεν το πήρα το κτήμα ας το δώσουν αλλού.
Τι σε πίγκωσε μωρέ Παύλε μου;
Τίποτε Λένη μου τίποτε.
Δεν τον ρώτησε γιατί, ήξερε πως ήταν παράξενος, έτσι
έλεγε η γιαγιά μου.
Δεν το έδωσαν πουθενά, τον περίμεναν, μα δεν πήγε, εμείς που τον γνωρίζαμε, που ήταν ο δικός μας ο παππούς, έτσι τον θέλαμε. Πριν πεθάνει, έδωσε εντολή να μην προσπαθήσει κανείς να πάρει το κτήμα της ντροπής. Θέλησε ο Σωκράτης να το πάρει, όμως οι άλλοι, πιστοί στον όρκο τους, δεν άφησαν σαν συγκληρονόμοι να το πάρει έπρεπε να υπογράψουν όλοι.
Δεν το έδωσαν πουθενά, τον περίμεναν, μα δεν πήγε, εμείς που τον γνωρίζαμε, που ήταν ο δικός μας ο παππούς, έτσι τον θέλαμε. Πριν πεθάνει, έδωσε εντολή να μην προσπαθήσει κανείς να πάρει το κτήμα της ντροπής. Θέλησε ο Σωκράτης να το πάρει, όμως οι άλλοι, πιστοί στον όρκο τους, δεν άφησαν σαν συγκληρονόμοι να το πάρει έπρεπε να υπογράψουν όλοι.
Το κτήμα έγινε μια πολύ ωραία πλατεία με τη βρύση της,
που παίζουν [ οι μαθητές ] τα παιδιά του ΚΕΓΕ. Εμείς έχουμε το αντίγραφο της απάντησής του και
άρνησης του, στην παραλαβή του κτήματος.
Παππούλη μου καλέ κι αγαπημένε πόσα μας δίδαξες με τη
σιωπηλή και αθόρυβη ζωή σου.
Στο μαγαζί σου είναι κάποιος άλλος όμως εγώ δεν περνάω
από κει γιατί τότε μόνο ξέρω πως δεν είσαι μαζί μου, όλον τον άλλο καιρό, μαζί
με τον πατέρα τη γιαγιά την Αθηνά με φροντίζετε και γω είμαι το κοριτσάκι σας,
το ανέμελο το χαρούμενο που το γέλιο στη ζωή μου, μου το χαρίζατε εσείς.
Αλεξάνδρα Παυλίδου - Θωμά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου