Το Ρόδο,
η φωτιά, η
θεά και ο
θάνατος!
Ο
ήλιος, ο Απόλλωνας,
τα βράχια κι
η μορφή του!
Γέλασε ο
θεός!
Φως της
Ειρήνης τραγικό, καντήλι
που φωτίζει το
Είναι μας!
Το Ρόδο
κλαίει μ’ αναφιλητά,
συγκίνηση φωτιάς το
κατακλύζει!
Γνώρισε της
Αλήθειας τη θεά,
του Απόλυτου Πνεύμα
Ανείπωτο!
Ο
θάνατος είναι νεκρός
κι όμως γελά,
επιβεβαίωσε τον εαυτό
του!
Πυθία-παρθένα της
θλιμμένης ομορφιάς, κραυγές
αρθρώνει Λόγου θυμωμένες!
Το αγριοπερίστερο είναι
εδώ και μου
γελά, Παράκλητου η
μορφή, φωτός σημάδι
στης Αβύσσου τη
θυσία!
Οι άγγελοι
εστήσανε χορό, Δίας
κι Απόλλωνας σεμνά
τους συνοδεύουν!
Η
Στύγα ξύπνησε, στέλνει
φιλιά, το ύδωρ
τ’ Αχιλλέα όπου
κλαίει!
Η
τραγικότητα είναι κενή,
η ομορφιά, ανύπαρκτη
στα θεία!
Του ήλιου
φέγγει θυμωμένη αρματωσιά,
τα άλογα της
συνοδιάς αφηνιάσανε
από την
όψη του Κανένα!
Κανένας στ’
όνομα και στη
μορφή, στο Σύμπαν
γνέφει όπως τότε
ο Οδυσσέας μ’
ειρωνεία!
Του Απολύτου
η θεά χαμογελά,
Αλήθεια, αθάνατη, τρανή,
τετιμημένη!
Θεών οι
όψεις σκοτεινές και
φωτεινές, λάμψεις στου
Αιώνα το θλιμμένο
πανηγύρι!
Το πανηγύρι
των ψυχών της
ξαστεριάς της ξαστεριάς,
Εκείνων π’ ερωτεύτηκαν
Αλήθειας την πανάγια
Ελευθερία!
Ελευθερίας τ’
Απολλώνειου φωτός, μιας
ζήσης όψη του
Άχραντου όπου γελάει!
Γελάει με
νάμα απ’ το
θείο ποταμό, ωσάν
ψυχή τ’ Αχέροντα
κλεμμένη απ’ τα
πηγάδια!
Θνητότητα κι
Αθανασία κοντινές, δίπλα
η μια στην
άλλη, μου γελάνε!
Γελάνε, με
κερνάρουν με φωτιές
κι ελπίδας το
κρασί το αγιασμένο!
Υψώστε τ’
άρματα τα ξακουστά,
της Γνώσης που
κερδίζετε σε πέτρινη
εκκλησία!
Βωμό ας
στήσουμε δίχως σπονδές,
μόνο με μια
ρανίδα γαίματου απ’
την πανώρια Δάφνη!
Δάφνη που
κλαίει, καίει και
γελά χαρίζοντας ευγενικά
της ομορφιάς τους
ήλιους!
Ήλιους που
κλαιν τον Πύθωνα
τον τραγικό, αλλά
και του θεού του, του
τρανού την κατάληξη!
Τ’ Άπειρο
στέκεται μπροστά, ύμνος
σ’ αυτό, το
λάλημα απ’ τα
«δειλά» τ’ αηδόνια!
Εκείνα τα
πουλιά τα μαγικά,
που φτάνουν μέχρι
το Θεό και
τρέμει ο βασιλιάς
τους!
Χάρισμα το
τραγούδι κι η
ψυχή, θυμίζει τ’
Ουρανού την άγια
ικεσία!
Θύμηση και
της Γαίας της
τρανής, Μητέρας των
θεών, Τιτάνων και
Ανθρώπων!
Μια χώρα
μαγεμένη καρτερεί, τα
θεία τα σημάδια
που μαλώνουν!
Για μία
θέση άξια στου
Ολύμπου την κορφή,
που καίει φωτιά
από μυρσίνη και
θυμάρι!
Ο
Προμηθέας, οι Άνθρωποι
μα κι οι
θεοί, θα τραγουδούν
μαζί με την
Ειρήνη!
Διώχνοντας τ’
Ουρανού την αντηλιά
με ντάλιες κι
ορτανσίες στις καρδιές
μας!
Μαζί μας,
κι ο Υάκινθος
ο ξακουστός, νέος
της τραγικότητας και
ύμνος στον Αιώνα!
Τ’ Αιώνα
που ανάσταση κερνά,
θυμίζοντας Χριστούς, θνητούς
ματοβαμμένους!
Προβάλλοντας σαν
σύννεφο, σαν την
Αυγή, π’ υψώνεται
στ’ Ουράνιου τη
θυσία!
Ψυχή κι
Ιδέα του Μοναδικού,
μιας όμορφής, γαλήνιας
λευτεριάς, όπου η
φωτιά της, καίει μα και
Αγάπη δίνει!
Δίνει του
Αγαθού την απαρχή,
την άξια θυγατέρα
της Αβύσσου!
Την κόρη
τ’ ήλιου και
της ξαστεριάς!
Ιθάκη θείο
όνομα θα ‘ναι
γραμμένο σε μια
πλάκα, στην ψυχή
μου, στην ψυχή
σου!
Μιλτιάδης Ντόβας
(Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ-ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2013).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου