Δεν θα ξεχάσω ποτέ, Μάνα Ελλάδα,
τι μου ‘λεγες σαν μου ‘πιανες το χέρι
και με σεργιανούσες
στις κάποτε ηλιόλουστες γειτονιές σου!
«Των παιδιών μου τα όνειρα χτίζονται με
μια φέτα ψωμί…
λίγο κρασί …
δυο σταγόνες λάδι κι ένα ταψί κόκκινο ήλιο!»
Κι ο
σπόρος υπάρχει μάνα Ελλάς!
Στις αποθήκες, στ’ αμπέλια, στις λιόφυτες πλαγιές
σου!
Ακόμα υπάρχει, δεν τον έχουμε ξοδεμένο!...
Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη
O θουριος ενος αδοκιμου ποιητη
(Απόσπασμα από βραβευμένο διήγημα)
Τούτη η χώρα είναι μια προδομένη χώρα που οι νεκροί
της ξοδεύτηκαν τις ρεματιές να ευωδιάζουν κι εμείς να κοιτούμε τα ριγμένα όπλα
στα πόδια αυτών που σχεδίαζαν την προδοσία μας, και να κλαίμε.
Τούτη η χώρα ήταν κάποτε η μάνα της Λευτεριάς και
της Δημοκρατίας που τώρα οι Ήρωες της έχουν πετρώσει με υψωμένα τα χέρια κάτω από μπαρουτιασμένο
ουρανό περιμένοντας να βρέξει Δικαιοσύνη.
Μαύρα χρόνια από τους κεραυνούς καμένα σέρνει η γενιά μας βογκώντας.
Η Αντρειοσύνη μουνουχισμένη πόρνη έχει γίνει
ξεγυμνωμένη στην τοξίνωση και στη φτώχια. Στους μεγάλους διαδρόμους και στις
αίθουσες της αναμονής γλεντοκοπάει ο κοπετός των γερόντων και της απελπισίας ο
θρήνος. Του Θεού το χέρι έφτασε ως εδώ και το ‘κοψαν αυτοί που ζούσαν δίχως να
ριγούν από πνοή λιβανισμένη, αφήνοντας το λαό υπόδικο σε μια κατάρα που ζητούσε
εξόφληση…
Δεν προλάβαμε να στήσουμε ψηλά τα εικονίσματα.
Τσακίστηκαν από προσκυνητές κίβδηλους και μεγαλόσταυρους ρίχνοντας χάμω
κομματιασμένα τα οράματα των άστρων αφήνοντας το βασίλειο της δικαιοσύνης στο
σκοτάδι. Όμως, μια χούφτα αγέραστα νιάτα αντιστέκονται, κρατώντας την λεπίδα
του σπαθιού να αστράφτει στα τροχισμένα μυαλά τους έτοιμα να κόψουν τα κεφάλια
των Ιούδων. Κι ας ανδρώθηκαν σε ανίδρωτη χλιδή, δεν επιτρέπουν τούτο το χώμα να
παραδοθεί στα χέρια των κάπηλων.
Ο ίσκιος μιας ματωμένης γενιάς περνάει καβαλάρης
στο μαύρο άτι του χάροντα που σέρνει μαζί του γυναίκες φορώντας μαύρη σκέπη
στα κεφάλια τους, κρατώντας στην ποδιά
τους τα κόκαλα των Ελλήνων
μοιρολογώντας.
Άταφα έχουν
μείνει τα κορμιά των άγνωστων στρατιωτών και το αίμα τους ακόμα κυλάει
καυτό!...οι βάρβαροι αυτό το έχουν ξεχασμένο…Πάνω στα αίματα περπατούμε που
ξεράθηκαν στο Βορά δίχως να κάμουμε σταυρό και προσευχή ανάπαυσης.
Μπροστά μας η ερημιά και ο φόβος…σβήνουν τις
ελπίδες τη στιγμή ακριβώς που τα μάτια υφαίνουν μορφές του δοξασμένου
παρελθόντος μας.
Πώς να χωρέσουν σε μια κόλλα χαρτί όλα εκείνα που
μου έμαθαν και είδα; Σκληρή η βιοπάλη και πυκνός ο καπνός της θυσίας που
βγαίνει από το θυσιαστήριο, μένοντας μόνο η προδοσία να ανασαίνει το άρωμα της
σάρκας που καίγεται.
Άλλαξαν τα συνθήματα στις μεγάλες διαδηλώσεις…Θέλει
υπομονή το όνειρο και το ψωμί για να γίνουν! Μα η δική μας η γενιά δεν έχει
μάθει να πολεμάει την ανέχεια, ούτε το «μάννα» του Ουρανού προσμένει δίχως
καινούργιες θυσίες κι ας ανδρωθήκαμε σε μια χλιδή ανίδρωτη!…
Γέμισαν πληγές τα κορμιά μας και οι ψυχές μας
αποστήματα…Κληρονομιά μας άφησαν πικρή, αυτοί που μίλησαν για ΨΩΜΙ –ΠΑΙΔΕΙΑ
–ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Όλα τα ιερά οράματά μας πάνω σε κάρο παλιό τα σώριασαν, τα πάνε σε
χωματερή για ενταφιασμό. Κι εμείς άφταιχτοι, στα κατορθώματά τους γίναμε
άβουλοι….....
......Κρατώ
το βασίλειο του πόνου σε μια κούπα. Ραντίζω τους εχθρούς με τον αγιασμό του
λόγου να φύγουν τα διαβολικά από μέσα τους, μήπως και λυτρωθούμε.
Εξιλαστήριο
θύμα πάνω στο βωμό της θυσίας όλα τα υπάρχοντά μας. Κι ας ανδρειωθήκαμε με
ξενόφερτες ιδέες και τραγούδια…έχει απομείνει ο σπόρος μερικών που προσμένουν
τον ποιητή ανεβασμένο πάνω στη ράχη του Πήγασου να νίψει την ψυχή της φυλής μας
για να ξαναθυμηθεί τις ρίζες της που είναι θεμελιωμένες, αιώνες τώρα, στον Ιερό Βράχο
του Παρθενώνα. Να βρει η χαμένη γενιά το
δρόμο της επιστροφής στις Αιώνιες Αξίες και στα Οράματα εκείνων που θυσιάστηκαν
για μια πατρίδα δίχως ξένους προστάτες- καταχτητές. Να κρατήσουν αναμμένη τη
δάδα στα χέρια τους φωτίζοντας το δρόμο, οδηγώντας την Ευρώπη για μια φορά
ακόμη σε μια Νέα Επαγγελίας Γη.
Όσο θα
μένουμε παθητικά να αντικρίζουμε τον θάνατο, τόσο θα αιμορραγούμε δίχως
αιμοστατικό επίδεσμο στις πληγές μας. Πεινασμένο μελίσσι ο κόσμος θα βουίζει σε
άδειες κυψέλες αφήνοντας την πατρίδα να αργοπεθαίνει. Τα γιασεμιά, τα έλατα, οι
πασχαλιές και τα θυμάρια ορφανά από άνθη, θα μαραθούν και δεν θα μπορούν
να θρέψουν τη «Βασίλισσα - Μέλισσα», οι
κουρασμένες εργάτριες…Σαρκοβόρες αρκούδες θα έχουν ληστέψει – λεηλατήσει,
ολόκληρη τη κυψέλη με τις κηρύθρες…Κλεπτομανείς θα έχουν αρπάξει ό,τι έχει απομείνει κι εμείς,
ακρωτηριασμένοι από τις ιοβόλες δαγκωματιές τους δεν θα μπορούμε να
αντιδράσουμε καθόλου…
Πώς μπορώ να
μεταφέρω στο χαρτί την καρδιά μου;
Μικρός, αδόκιμος ποιητής που
τραγουδεί το μοιρολόγι της γενιάς μου
κατάντησα και σέρνω την πένα – όπλο πάνω στις λευκές σελίδες της καρδιάς μου
γεμίζοντάς την με μαύρα στίγματα. Γελασμένος είμαι κι εγώ, όπως και τα
γραφόμενά μου˙ σαν τη Μεγάλη Ηρωική μας Μάνα που προδόθηκε!... Η ανταρσία μου
κλεισμένη σε σφραγισμένο φάκελο, ανεπίδοτη επιστολή που δεν θα φτάσει ποτέ στον
παραλήπτη της. Κι αν κάποτε φτάσει…ποτέ τους δεν θα καταλάβουν το πόσο πολύ
αιμορραγούσε η καρδιά μου όταν τα χέρια μου κρατούσαν την πένα και έγραφαν.
Είναι τόσο μακρινοί οι δικοί μου οραματισμοί από τους οραματισμούς των ξένων!…
Τώρα η μήτρα που με γέννησε
αιμορραγεί δίχως να μπορεί να βρεθεί
συμβατή ομάδα αίματος με τη δική της. Η παράταση ζωής που της δίνουν ολοένα
στενεύει…Μόνο το δικό της αίμα μπορεί να τη σώσει. Απ’ αυτό που αναβλύζει ακόμη
από τις φλέβες του Περικλή, του Ρήγα, του Κολοκοτρώνη, του Καποδίστρια.
Παίρνοντας τους κασμάδες κι οργώνοντας τα σπλάχνα της, βρίσκοντας τα διαμάντια
της τα κρυμμένα, στέλνοντας προς τα έξω το μήνυμα των Λακεδαιμονίων: «΄Ωξειν
αγγέλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε, κείμεθα,
τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι»!
Του Φεραίου το σώμα το ρούφηξε ο
Δούναβης, μα η «Χάρτα» θα μείνει στους αιώνες βουλιάζοντας λιπόσαρκα κορμιά.
Αγριεμένος «Ο Θούριος» θα ξεπεταχτεί και πάλι αναγγέλλοντας τον Μεγάλο Αγώνα
του Έθνους κατακλύζοντας τις ψυχές μας, τιμωρώντας σκληρά τους ενόχους. Κι ο
λαός μπροστάρης αυτή τη φορά, με σημαίες και με ταμπούρλα θα υψώσει το ανάστημά
του.
Ο πυρετός της Απαλλαγής απ’ τα
δεσμά θα ανάψει λαμπάδα στο μέτωπο του Έλληνα. Θα πρέπει να ιδροκοπήσει πολύ,
να αφρίσει πάνω στη μάχη για να κερδίσει όσα ως τώρα έχει χαμένα.
Ας βγούμε στους δρόμους λοιπόν
δίχως ψεύτικες μάσκες, δίχως πολύχρωμες παρδαλές σημαίες που μας διαφοροποιούν, με δίχως
κουκούλες να φωνάξουμε! και με τη φωνή μας να αναριγήσει ο Σύμπαντας Κόσμος, να
βάλουν καλά στο μυαλό τους οι Άπαντες που λιμπίζονται τούτη την Αιματοβαμμένη
Χώρα πως όλα είναι πλασμένα από Ελληνικό χώμα που ποτίστηκε από Αίμα Ελληνικό
κι εμείς χτίσαμε με αυτά τα δυο το σώμα
της Ελευθερίας, τον Κορμό της Δημοκρατίας, την Φιλοσοφία, τις Επιστήμες κι
εναποθέσαμε τα Δημιουργήματα μας στο Μεγάλο Ναό της Γνώσης για να φωτιστούν
όλοι οι Λαοί της Γης, και δεν θα επιτρέψουμε
την Διαπόμπευση!
Δεν έχουν καταλάβει ακόμα πως τα
Μεγάλα Κάστρα, τα χτισμένα από Άνομα-
Άτιμα κι Άδικα πλούτη γκρεμίζονται, και τα εξαπτέρυγα θα οδηγήσουν ολόκληρη την
Ευρώπη σε χωματερή αν η μήτρα που τους έδωσε το Φως της Ζωής και της Γνώσης,
πεθάνει;
Κι είμαστε αντρωμένοι στη χλιδή
μια χώρας φωτισμένης κι αυτή τη χώρα δεν
θα αφήσουμε στα χέρια Καιροσκόπων και Κάπηλων!
ΜΑΡΙΑ ΚΟΛΟΒΟΥ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ
ΠΑΤΡΑ
To διήγημα υπό τον τίτλο: «O ΘΟΥΡΙΟΣ ΕΝΟΣ ΑΔΟΚΙΜΟΥ ΠΟΙΗΤΗ» βραβεύτηκε στο 3ον Διαγωνισμό Διηγήματος 2012 του Λογοτεχνικού και Πολιτιστικού Περιοδικού «ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ ο Θεσσαλός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου