Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

«ΑΝΑΘΕΡΜΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΕΛΠΙΔΕΣ» της Μαρίας Κολοβού- Ρουμελιώτη


Αδιαλείπτως ζωγραφίζω όνειρα στις λευκές σελίδες του μυαλού
Διωματάρικα πουλιά φτερουγίζουν
Περνούν  και φεύγουν
Χαιρετώντας
Τον φωτεινό ορίζοντα των οραματισμών μου.

Αδημονώ τον επαναπατρισμό τους
Ίχνη επιστροφής  στις μισογκρεμισμένες φωλιές
Μιας ελπιδοφόρας Ανοίξεως.

Σκυθρωπά ανθρωπάκια εναποθέτουν
Ένα  κερί αναμμένο
Στην  ταφόπλακα της Ελπίδας
Ένα λευκό κρίνο τις Κυριακές
Ψάλλοντας  το «Δόξα εν υψίστης…»
Πριν γεννηθεί η επόμενη μέρα του Αγώνα.

Κι εγώ μαγικά ζωγραφίζω…
Γράφοντας τη ζωή με ανεξίτηλα κραγιόνια
Στα ελπιδοφόρα φιλιά που γεμίζουν  τα χείλη  των παιδιών.
Στα πεινασμένα στόματα
Στα  στήθη  των μανάδων που σπαράζουν  καθώς αποχαιρετούν 
τα όνειρα των παιδιών τους.
Στα ιδρωμένα μέτωπα από την αγωνία
Στα κουρασμένα κορμιά καθώς μάχονται για  επιβίωση
Προσδοκώντας την Άνοιξη στα μέσα του Χειμώνα.

Σαββάτο, 27 Οκτωβρίου 2012


Μαρία Κολοβού- Ρουμελιώτη
   

Εικόνες από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Φωτογραφίες του Δ. Χαρισιάδη


Φωτογραφίες από το Αλβανικό Μέτωπο του Δημήτρη Χαρισιάδη

    Ο Δημήτρης Χαρισιάδης (1911-1993), ο οποίος καταγόταν από την Καβάλα και σπούδασε Χημεία στην Ελβετία, θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής φωτογραφίας. Υπήρξε επίσημος φωτογράφος του ελληνικού στρατού κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 και αποτύπωσε με το φωτογραφικό του φακό σκηνές από την πορεία και τη ζωή των Ελλήνων στρατιωτών στο Αλβανικό Μέτωπο.

Ο Δημήτρης Χαρισιάδης σε χιονισμένο τοπίο. Αλβανικό Μέτωπο. 1940. Οι φωτογραφίες του Χαρισιάδη από την πορεία του ελληνικού στρατού στο Αλβανικό Μέτωπο αποτέλεσαν αφετηρία της δικής του πορείας ως φωτογράφου.

Οι φωτογραφίες του Χαρισιάδη από τη Βόρειο Ήπειρο, πέρα από το ότι αναμφισβήτητα αποτελούν ντοκουμέντα ενός πολύ σημαντικού ιστορικού γεγονότος της νεότερης ελληνικής ιστορίας, διακρίνονται για την ανθρωπιστική ματιά και τον καλλιτεχνικό τους χαρακτήρα. Παρουσιάζουν εξιδανικευμένες, όμορφες, θα έλεγα, εικόνες από το πολεμικό μέτωπο, με χαρούμενα και γελαστά πρόσωπα στρατιωτών και γαλήνια χιονισμένα τοπία. Ασφαλώς, όμως, ο πόλεμος στην πραγματικότητα δεν ήταν και δεν είναι όμορφος.
         Με αφορμή, λοιπόν, την επέτειο για την 28η Οκτωβρίου, ιδού μία επιλογή από αυτές τις φωτογραφίες που φυλάσσονται στα Ιστορικά Φωτογραφικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη. 
  Μία από τις πιο γνωστές φωτογραφίες του Χαρισιάδη. Σκηνή καθημερινότητας με στρατιώτες του ελληνικού στρατού. Ανέμελα και χαμογελαστά πρόσωπα υπό τη νοσταλγική μουσική του ακορντεόν. Άραγε, ποια ήταν η τύχη αυτών των στρατιωτών στο πολεμικό μέτωπο;
Δ. Χαρισιάδης, Αλβανικό Μέτωπο. 1940.
Δ. Χαρισιάδης, Στρατιωτική επιθεώρηση. Αλβανικό Μέτωπο. 1940.
 
Aγέρωχος και υπερήφανος στο άλογό του, ο Έλληνας στρατιώτης ατενίζει πέρα μακριά.
Δ. Χαρισιάδη, Έφιππος στρατιώτης. Αλβανικό Μέτωπο. 1940.

Γαλήνια τοπία που δεν θυμίζουν πόλεμο. Ο πόλεμος, όμως, ήταν εκεί...
Δ. Χαρισιάδης, Άποψη της κοιλάδας του Μοράβα. Κορυτσά. Β. Ήπειρος. 1940.
Δ. Χαρισιάδης, Άποψη χιονισμένου χωριού. Β. Ήπειρος. 1940.
Δ. Χαρισιάδης, Άποψη χιονισμένου χωριού. Β. Ήπειρος. 1940.
                               Δ. Χαρισιάδης, Στρατιώτες σε χιονισμένο τοπίο. Αλβανικό Μέτωπο. 1940.

   Οι παρακάτω εικόνες με τους Έλληνες στρατιώτες σε δύσβατα χιονισμένα ορεινά μονοπάτια έχουν αποτυπωθεί στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων. Ο ελληνικός στρατός προήλασε νικηφόρα σε απόκρημνα μονοπάτια και δύσκολα περάσματα, μέσα στα παγωμένα χιόνια και το δυνατό κρύο. 
Δ. Χαρισιάδης, Έφιπποι στρατιώτες σε χιονισμένο τοπίο. Αλβανικό Μέτωπο. 1940.
Δ. Χαρισιάδης, Στρατιώτες σε δύσκολο πέρασμα. Αλβανικό Μέτωπο. 1940.
Δ. Χαρισιάδης, Στρατιώτες σε χιονισμένο τοπίο. Αλβανικό Μέτωπο. 1940.
Το γράμμα από αγαπημένο πρόσωπο. Η παρηγοριά του στρατιώτη...
Δ. Χαρισιάδης, Στρατιώτης που διαβάζει γράμμα. Αλβανικό Μέτωπο. 1940.
Σα να βρίσκονται σε εκδρομή...
Δ. Χαρισιάδης, Στρατιώτες σε κατασκήνωση. Αλβανικό Μέτωπο. 1940.
Δ. Χαρισιάδης, Στρατιώτες που τρώνε. Αλβανικό Μέτωπο. 1940.
Μακριά από την πατρίδα και τα αγαπημένα του πρόσωπα. Του είπαν ότι θα νικήσει και όχι ότι θα ηττηθεί.
Δ. Χαρισιάδης, Ιταλός αιχμάλωτος που τρώει. Αλβανικό Μέτωπο. 1940.
   Δύο υπέροχες φωτογραφίες που θα μπορούσε να είναι πίνακες ζωγραφικής με σκηνές από την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων της ορεινής υπαίθρου. Τίποτα δεν θυμίζει ότι η περιοχή των φωτογραφικών εικόνων ήταν πεδίο πολεμικής σύγκρουσης.
Η σκια της μαυροφορεμένης γυναίκας αντανακλάται στο καλντερίμι του δρόμου του χωριού. Διακρίνονται τα σπίτια του χωριού.
Δ. Χαρισιάδης, Γυναίκα που περπατάει σε χωριό της Β. Ηπείρου. 1940.
                          Το χιόνι  με τη λευκότητά του καλύπτει και εξωραΐζει τα πάντα.
Δ. Χαρισιάδης, Γυναίκα με παιδί και κατσίκες σε χιονισμένο τοπίο. Β. Ήπειρος. 1940.

Θεατρικό παιχνίδι για παιδιά!


 

Πρόσκληση στην παρουσίαση του έργου του εκλεκτού λογοτέχνη κ. Διονύση Κουλεντιανού – 15/11/2014

Το Λογοτεχνικό μας Εργαστήρι συνεχίζοντας τη σειρά παρουσιάσεων του έργου σύγχρονων Ελλήνων ποιητών και λογοτεχνών, σας προσκαλεί στη νέα μας εκδήλωση.

Το Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014 και ώρα 20:00 θα παρουσιαστεί το έργο του εκλεκτού λογοτέχνη κου Διονύση Κουλεντιανού.
Θα χαρούμε να σας καλωσορίσουμε στο χώρο του Ομίλου Εξυπηρετητών, Σαρανταπόρου 9 στα Πατήσια, όπου θα πραγματοποιηθεί η εκδήλωση.
Η παρουσία σας θα μας τιμήσει ιδιαίτερα.

 


Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Κριτικό σημείωμα για την Ποιητική συλλογή «ΣΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΟΥ ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ» του Χρήστου Δ. Μοσχονά



 «ΣΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΟΥ ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ», λέγεται η καινούργια ποιητική συλλογή του Χρήστου Διονυσίου Μοσχονά που εκδόθηκε από τις εκδόσεις: print now  στο Μεσολόγγι.
Ο ποιητής βγαίνει σεργιάνι στις ομορφιές τού τόπου του κάνοντας έντονη χρήση της Μεσολογγίτικης ντοπιολαλιάς και με δεκαπεντασύλλαβο  στίχο φέρνει μπροστά μας το χθες  σαν να ζει στο σήμερα, τέρποντας και δημιουργώντας απάγκιο κι ανάβρα ψυχής. Οι θύμησες ανεβαίνουν και ξεχειλίζουν ως το καϊμάκι του καφέ αφήνοντας φορές πικράλμυρη κι άλλες φορές γλυκή τη γεύση της νοσταλγίας. Σαν σε μυσταγωγία το μολύβι αποτυπώνει σκέψης σιωπής που ηχούν με ατέλειωτα τικ τακ στου χρόνου το ρολόι. «Η ψυχή  του ηύρε την αφορμή να πάει προς τα πίσω στων χρόνων της τα βήματα κι ας βάδιζαν μπροστά της» κεντώντας με χρώματα κι αρώματα του τότε. Μα ο πανδαμάτορας χρόνος τίποτα δεν αφήνει  απείραχτο. Πονάει γι αυτά που άφησε σε άνθιση και τ’ αντικρίζει ξεχασμένα και ρημαγμένα:

«Αλιά! Σπιτάκι εσύ φτωχό, στο χρόνο ξεχασμένο.
Έχεις τη στέγη σου φυρή, δοκάρι ρημαγμένο
κι απ’ τα παραθυρόφυλλα, που ‘ χουν γρίλιες σπασμένες,
κυκλοφορούν οι θύμησες σαν σε χορό πιασμένες.
Μα το κατώφλι από καιρό μένει αραχνιασμένο
τ’ ανώι βροχοστάλακτο σε δύσκολους χειμώνες!»

Όσο για τη λιμνοθάλασσα: εκείνη του πόρεψε τη σκέψη τις ώρες που ήταν μόνος. Εκείνη τον άντρωσε και τον έκαμε εραστή της!  Όσο και να προσπαθεί να ξεχάσει δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί απ’ τις δαγκάνες της. Παντού εκείνη  μπερδεύεται στο σήμερα και δημιουργεί το υφάδι- σκέπαστρο, αλλά και το σήμαντρο που άξαφνα κι απρόσμενα ξυπνά το θυμικό του. Έχει την αίσθηση πως από το τότε μέχρι το σήμερα, τον χωρίζει μονάχα μιας ανάσας δρόμος! Μιλά ερασμιακά για εκείνη και  με παράπονο γράφει στη σελ. 48 της ποιητικής του συλλογής:

«Όσο κι αν στέλνω πάνω σου το βλέμμα να λαγιάζει
θαρρώ τα νώτα σου γυρνάς, γεμάτη καταφρόνια,
σαν να μην είμαι πια εδώ, η απάντησή σου μοιάζει».

Κι είναι παρόν σαν το χαλκιά να βάζει όλη τη φλόγα κι όλα τα πρώτα αγγίγματα, οι μυρουδιές, οι νότες γίνονται του νου αβερτασιές που ο χρόνος τις φρεσκάρει. Ο νους ανυφαντής γυρνάει το αδράχτι με το βαρύ σφοντύλι της μνήμης σε όλες τις φάσεις της ζωής του για να μη ξεχαστούν. Μας λέει ο ίδιος στη σελ 54 της ποιητικής συλλογής:

«Με σπαρματσέτο φώτισα, πήρα ένα τεμπεσίρι,
κι έψαξα στ’ απονύχτερο  τους να κύκλους να χαράξω.
Το μύρο τους τον ρούφηξα κι απ’ ό,τι είχε γνέσει η  ρόκα
σαν το διασίδι τ’ άπλωσα κ’ ένωσα τα κομμάτια».

Στίχοι-αφιερώματα σε αγαπημένα πρόσωπα: γονείς, αδέλφια, φίλους, σκιρτήματα φυσιοδιφικά,  πρώτες αγνές αγάπες. Ένας γλωσσικός θησαυρός ακουμπισμένος μέσα στις 72 σελίδες του βιβλίου του μαζί με όμορφα ηλιοβασιλέματα, δίχτυα – υφάδια, σκέψεις σταράτες, ώστε «η δακρυσμένη του σιωπή, λαλιά να ‘ βρει να δώσει», να μη χαραμιστεί της ψυχής τούτη η ωδή, τούτο το μοιρολόι, γι αυτά που έφυγαν και για όσα έμειναν. Γεννημένος στο Μεσολόγγι από γονείς Κεφαλλονίτες, έχει την αίσθηση πως οι αλήθειες ξεσηκώθηκαν και ξάφνιασαν τη μνήμη του και τώρα ήρθε η ώρα της επανάστασής τους, ζητώντας τη δικαίωσή τους! Κι ας φεύγει γρήγορα ο καιρός… τ’ αχνάρια, οι  ίσκιοι υπάρχουν, δημιουργώντας εικόνες  φωτός, λάμψεις, αστραπές που βροντούν και φωτίζουν!». Έτσι κι αλλιώς… «η αγάπη με τη πεθυμιά οχθροί είναι μεγάλοι στου τώρα την αδημονή στου τότε το καπρίτσιο….»
Όμορφοι στίχοι που υμνούν τη φιλία και την Αιτωλοαρνανική  φιλοξενία. Στο ποίημα  «Ο Αδελφός» γράφει:

 «…Αν το τραπέζι ξέστρωσες, πάνε και ξαναστρώστο,
κι άσε στο πιάτο δυο ελιές, πιο πλάι ένα κρεμμύδι.
Βάλε από δίπλα το σταμνί, άσε κι ένα καρτούτσο.
Όλο και κάποιος αδελφός θα πρέπει μέσα να ’μπει».  

Ακόμη o ποιητής  δε φοβάται να τα βάλει μ’ αυτούς που ξέχασαν τα βήματα του τόπου τους:

«Γενιά τώρα που περπατά αμέριμνη, καμπόση
άμαθη κι αξεστόλιστη, σ΄άρνα βαθιά, αμάχι,
αναρωτήσου μέσα σου, απάργια γιατί τόση;»

Μέσα απ’ τη γραφίδα της πένα του δίνει τροφή στο σήμερα αναμοχλεύοντας και συνδαυλίζοντας τη χόβολη της θύμησης. Αισθάνεται τις σπίθες να ξεπετιούνται. Βλέπει ματιές να ψάχνουν σέπαλα  κι άλλες να κόβουν κλωνάρια ανθισμένα και να στεφανώνουν αυτούς που δεν ξεχνούν την πατρώα γη. Οι πυξίδες της ρότας  αγκαλιάζουν τα κενά, δείχνοντας  το δρόμο μιας μοναδικής πορείας προς το σπιτικό με τ’ αλλοτινά  αρώματα και τις γεύσεις!!!


Υ.Γ: Ευχαριστώ τον ποιητή  κύριο Χρήστο Διονυσίου Μοσχονά για τη δωρεά του βιβλίου του: «ΣΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΟΥ ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ».
 Είθε να έχετε δύναμη και να συνεχίζετε να προσφέρετε στη λογοτεχνία μας αναδεικνύοντας πάντα το γνήσιο και το αληθινό μέσα απ' τη γραφή, γιατί ο τόπος μας το έχει ανάγκη!

Πάτρα 22 Οκτωβρίου 2014

Με σεβασμό κι εκτίμηση

Μαρία Κολοβού-Ρουμελιώτη