Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

«ΚΟΥΒΑΛΩΝΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥ ΤΟ ΒΑΡΥ ΦΟΡΤΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη ( Εμπνευσμένο από σκίτσο του Γεράσιμου Λυμπεράτου)

 

ΣΚΙΤΣΟ _ ΖΩΓΡΑΦΙΑ
Γεράσιμος Μ.Λυμπεράτος

ΤΙΤΛΟΣ: Κουβαλώντας στους ώμους του το βαρύ φορτίο της ζωής




«Κουβαλώντας στους ώμους του το βαρύ φορτίο της ζωής» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

 

Κεφάλι, δεν του είχε απομείνει. Μια πυρωμένη μπάλα, που τα γρανάζια της άρπαζαν  φωτιά‧ σβούρα που γυρνούσε ασταμάτητα ταρακουνώντας την αδράνεια του κόσμου‧ κι  απ’ τα μάτια του… αχ, απ’ τα μάτια του... κρέμονταν δυο δίχτυα αδειανά, σαν  να σου έλεγαν: «Φάτε μάτια ψάρια!..»

Το στόμα του, κλειδοστομιασμένο.  Μια στενή χαρακιά που μάγκωνε τον λάρυγγα του  σαν θηλιά, κι όλος ο κορμός, ένας σωρός από ωμοπλάτες που κουβαλούσαν το βαρύτιμο φορτίο της ζωής.

Τα μέλη του…. ναι, τα μέλη του… τα είχε μετατρέψει σε δεκανίκια ατσάλινα, -μιας και του τα ‘χε πετσοκόψει η ζωή‧ αλφαδιασμένα, να μη γέρνει το φορτίο! Ισορροπούσαν,  αλύγιστα, καθώς μοίραζαν ισόποσα το μερίδιο της ευθύνης τους. Έπρεπε να αντέξουν. Να βγάλουν εις πέρας την αποστολή τους. Να οργώσουν  το άγονο, αφήνοντας το γαλάζιο του ουρανού να αστράψει πάνω απ’ το κεφάλι της εργατιάς!

Αχ, πόσα θα ‘θελε να ξεστομίσει, να ξαλαφρώσει η μπαμπέσα η ζωή!.. Να γυρίσει η ρόδα  και τα μάτια του να δουν τον κόσμο με ένα καρβέλι ζεστό ψωμί στα χέρια του!  Να δυναμώσουν  οι φωνές τραγουδώντας για την ειρήνη.  Να χαμογελάσουν  τα σφραγισμένα από την πείνα στόματα  και στην καρδιά της  ανθρωπότητας να ρέει το αίμα της ανθρωπιάς!

 

  Κυριακή, 29 Νοεμβρίου 2020

 

 

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη «ΑΛΦΕΣ», Εκδόσεις «ΔΟΝΤΙ » Δεκέμβρης 2016 , σελ:74-78.


 

 

 .6.

Στο τέρμα του δρόμου, προς την πλευρά που βγαίνει ο ήλιος, πίσω απ’ τις μεγάλες καρυδιές και τις συκιές, στη ρίζα των αιωνόβιων πλατάνων υπήρχε η πηγή. Ένα μακρύ τεχνητό αυλάκι οδηγούσε το νερό σε γούρνα σφυρηλατημένη πάνω σε γιγάντια πέτρα και κάτω από την γούρνα η στέρνα.

Φυσικά σκαλοπάτια της μητέρας φύσης μας οδηγούσαν ως την άκρη της πηγής πηδώντας από το ένα σκαλί στο άλλο προσεχτικά για να μη βραχούμε. Τα καλοκαίρια με τις μεγάλες ζέστες βουτούσαμε μες στα νερά και φτάναμε ως τις πεζούλες. Γονατίζαμε και βουτούσαμε με το κεφάλι στη γούρνα. Δροσιζόμαστε στο νερό και καθρεφτιζόμασταν στους καθρέφτες της.

Πάνω στα πλατάνια έπαιζε η ορχήστρα της φύσης με τα τζιτζίκια αρχιμουσικούς. Στην στέρνα τα βατράχια έκαναν πανηγύρι. Με τα κλαδιά τους αδελφωμένα έριχναν ίσκιο παχύ κι από κάτω εμείς τα παιδιά παίζαμε στούμπακα με τα πλατανόμηλα. Οι ρίζες τους χοντρές, άλλες βαθιά ριζωμένες στο χώμα κι άλλες ξεφεύγοντας από την φυσική τους πορεία, σχημάτιζαν καμάρες.

Αρχίζαμε το παιχνίδι στις καμάρες, ανεβαίναμε στα δέντρα πιάνοντας τζιτζίκια, ρίχναμε σκοινί για κούνια, κάναμε τραμπάλα, ακροβατικά και μονόζυγο στις ρίζες και στα κλαδιά. Ξεχνιόμασταν στο παιχνίδι κι η μάνα έβαζε τις φωνές για να γυρίσουμε σπίτι.

Φορτωμένα τις ξύλινες βαρέλες, με παγούρια στα χέρια, ξυπόλυτα μέσα στη λάβα του καλοκαιριού κι άλλες φορές με ραμμένα παπούτσια, τρέχαμε να γεμίσουμε νερό, να φέρουμε στη μάνα για να μαγειρέψει και να πλύνει τα πιατικά.

Έταζε πως θα έδινε κάτι για να μην αργήσουμε κι άλλες φορές έλεγε πως θα μετρούσε ως το εκατό κι αν γυρνούσαμε γρηγορότερα θα μας  έδινε μια κουταλιά ζάχαρη.

Γυρνούσαμε λαχανιασμένα περιμένοντας το τάξιμο. Η μάνα έλεγε πως μέτρησε ως το διακόσια, πως αργήσαμε και κάθε φορά ερχόμαστε γρηγορότερα για να πάρουμε το κέρασμα.

Το παιχνίδι, για την μάνα και τον πατέρα, ήταν χάσιμο χρόνου, αλλά εμείς πάντα βρίσκαμε χρόνο γι’ αυτό. Κρυφά, όταν έλειπαν στα χωράφια και στα ζωντανά ή όταν ξάπλωναν τα μεσημέρια για να ξεκουραστούν, ξεπορτίζαμε μουλωχτά για το στέκι μας.

Το στέκι μας… Ποιό νομίζετε πως ήταν το στέκι μας; Εμείς δεν είχαμε παιδικές χαρές και λούνα παρκ. Είχαμε τον κόσμο ολάκαιρο!

Στην στέρνα μαζευόμασταν αδέλφια και πρωτοξάδελφα πιάνοντας παιχνίδι. Τη γλίνα από την στέρνα μαζεύαμε, με τρύπια παντοφλίνια μαζεύαμε το μπουχό από τις στράτες και τον κουβαλούσαμε, τον κρησαρίζαμε πάνω στη λάσπη, τον ζυμώναμε με τα πόδια μας πλάθοντας τα όνειρα της ζωής. Πλενόμασταν γρήγορα – γρήγορα στο τρεχούμενο νερό, γινόμασταν μούσκεμα και λασπωμένα γυρνούσαμε στο σπίτι και τρώγαμε της χρονιάς μας το ξύλο.

Τα βατράχια κυνηγούσαμε και τα καβούρια βγάζαμε από τις καβουρότρυπες. Ένα βούρλο βάζαμε στην άκρη της τρύπας για να τα ξεγελάσουμε, να το δαγκώσουν και να τα τραβήξουμε έξω. Άλλες φορές τα χέρια μας χώναμε μέσα στις τρύπες και βγάζαμε νερόφιδα.

Αγριοσέληνα μαζεύαμε μέσα στο βούρκο, τα πλέναμε και τα τρώγαμε ξεγελώντας την πείνα μας.

Χαράκια κάναμε στη νοτισμένη πλευρά της στέρνας και παίζαμε κουτσό κάτω απ’ την σκιά μέχρι να φύγει η κάψα του μεσημεριού και να ‘ρθει η ώρα να σκαρίσουμε τα ζωντανά από το στάλο.

Σημάδι μαθαίναμε πάνω στις καρυδιές και τις αμυγδαλιές. Ρίχναμε τις πετριές μας και κατεβάζαμε κάτω τους καρπούς. Σπάζαμε τα καρύδια κι έβαφαν τα χέρια μας. Στην πλάκα της βρύσης τα τρίβαμε να φύγει από πάνω τους η μαυρίλα.

Στις συκιές σκαρφαλώναμε φτάνοντας στην κορυφή. Με την τσατάλα πιάναμε τα γούρμα στην άκρη του φύλλου. Τις τσαπέλες στο μαντήλι μας και ανεβαίναμε στις στέγες για να λιάσουμε στην κάψα του ήλιου.

Στα αμπέλια τριγυρνούσαμε και διαλέγαμε ρώγες ροδαλές. Τους βλαστούς τρυγούσαμε και τους γευόμασταν. Αγκινάρες και ζοχούς μαζεύαμε στα λιβάδια, με στάχυα του καλοκαιριού φορούσαμε στεφάνια στα μαλλιά. Μαργαρίτες και αγριολούλουδα μαζεύαμε, φτιάχνοντας χαϊμαλιά.

Όταν δυνάμωσαν λιγάκι τα κορμιά μας, από νωρίς ξυπνούσαμε, με την πούλια και τον Αυγερινό μεσούρανα. Όταν δεν είχαμε σχολείο, μαζί τους μας έπαιρναν οι γονείς στις δουλειές. Στο όργωμα, στο σκάλισμα, στο κόψιμο και στο μάζωμα του σανού, στους θέρους, στις χεριές, στο δεμάτιασμα, στο κουβάλημα και στο αλώνι, στο μπάλιασμα του άχυρου, στον τρύγο, στο μάζωμα της ελιάς και στο λιοτρίβι.

Το κοπάδι βγάζαμε για βοσκή με το σκάσιμο του ήλιου. Πρωί βλέπαμε τον ήλιο ν’ ανεβαίνει στον Ερύμανθο. Αγνός, κατακόκκινος και μας χαμογελούσε.

Μας έπιανε νύστα και κοιμόμασταν πάνω στα χόρτα και στα λιθάρια ακούγοντας τα κουδουνίσματα των προβάτων. Άλλες φορές του ήλιου το χάδι μας αποκοίμιζε βαθιά κι ονειρευόμασταν.  Έφευγαν τα ζωντανά στα ξένα κτήματα…

Απ’ την απέναντι ράχη ο δραγάτης σφύριζε με τη σφυρίχτρα του. Σαν σαΐτες πεταγόμασταν από κάτω καρδιοχτυπώντας να προλάβουμε τη ζημιά. Άντε να βγάλεις ολόκληρο κοπάδι μέσα από θημωνιές και γεννήματα μήνα Θεριστή. Τα οδηγούσε η μυρωδιά της φύσης, η γεύση του καρπού. Δεν μπορούσες να τα κρατήσεις. Βελάζοντας έτρεχαν να γευτούν τους καρπούς ποδοπατώντας τα στάχυα. Πλήρωνε ο ταλαίπωρος πατέρας τον ύπνο το δικό μας!..

Μας άρεσε το παιχνίδι. Κρυφά ξεκλέβαμε χρόνο για να παίξουμε. Για τους γονείς μας ήμασταν πάντοτε  μεγάλα και το παιχνίδι ήταν απαγορευμένη απασχόληση. Είχαμε χρόνο μόνο για δουλειές… Μας έλειψε το παιχνίδι. Δεν το χορτάσαμε..! Καμιά φορά ανεβαίναμε στις κοτρώνες και γινόμασταν μηχανοδηγοί τρένων. «Τσαφ τσουφ, τσαφ τσουφ οι μηχανές..!» μου έχουν μείνει τα λόγια. Πιάναμε τα κριάρια απ’ τα κέρατα, καβαλούσαμε τη ράχη τους κι έτρεχαν σαν δαιμονισμένα. Ιππεύαμε τα άλογα ξέστρωτα, πηγαίνοντας καλπάζοντας για πότισμα. Πιάναμε ακρίδες, τις χειρουργούσαμε, κάναμε την ταφή τους ξεστομίζοντας μεταθανάτιες δεήσεις. Στις μυρμηγκοφωλιές χαζεύαμε τους μικρούς κουβαλητές. Τα κολοκύθια κάναμε κούκλες και τους φορούσαμε τα τούλια από τους γάμους για φορέματα. Πάντα παίζαμε με το φόβο μη μας δουν οι γονείς μας…

Με ένα κομμάτι ψωμί, τυρί κι ελιές λημεριάζαμε στα κτήματα. Βόσκαμε το κοπάδι, γράφαμε και διαβάζαμε ξαπλωμένα στη γη. Πάνω στη σκληράδα και στην ομορφιά της. Μόνα μας μιλούσαμε πιάνοντας κουβέντα με τον εαυτό μας. Μετά από ώρες κουραζόμασταν και πιάναμε το τραγούδι για να διώξουμε τη μοναξιά μας.

Τα μεσημέρια στις στρούγκες γυρνούσαμε το κοπάδι, τα αρμέγαμε στο καρδάρι περνώντας ένα – ένα μπροστά απ’ την ποριά κι έπειτα τα πηγαίναμε για πότισμα στη στέρνα και για στάλο στη Μεγάλη Αγραπιδιά.

Κι εμείς ποτέ δεν υπήρξαμε παιδιά και τα παιχνίδια μας γινήκαν στα κρυφά. Η αγάπη μας για τη φύση και το δέσιμό μας με αυτή ήταν αυτό που μας έκανε να ζούμε ξεχωριστά.

 

 

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΚΛΗΜΗ-ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

 Προεπισκόπηση εικόνας

H   ΠΡΩΤΗ  ΝΥΧΤΑ

 

Της Σοφίας Κλήμη-Παναγιωτοπούλου

 

Ήταν κουρασμένος, εξαντλημένος πες. Είχε περιπλανηθεί μέσα στον απέραντο κήπο σε μια περιδιάβαση δίχως τελειωμό. Είχε σταματήσει, μπρος τα πελώρια δένδρα, θαύμασε τα λουλούδια, τις νεροσυρμές…Αναμείχθηκε με τα δίποδα και τα τετράποδα που συνάντησε στα βήματα του και που τον έβλεπαν περίεργα όπως σαστισμένος τα κοίταζε κι αυτός.

Άδραξε απ’ τα δένδρα καρπούς ζουμερούς μυρουδάτους που του έδιναν ο καθένας διαφορετική γεύση στον καταπιώνα του. Ήθελε να προσδιορίσει τη διαφορετικότητά  τους, μα δεν δίνονταν. Δεν ήξερε τις λέξεις έπρεπε να τις εφεύρει μα ούτε  κι αυτό το μπορούσε.

Σκυμμένα πάνω στο ρυάκι, αγέλες τ’ αγρίμια, έχωναν τις μουσούδες τους στο νερό. Πλησίασε κι αυτός, τα αναμέριασε, εκείνα  του έκαναν  τόπο δίπλα τους, έσκυψε, έχωσε κι ο ίδιος το πρόσωπό του στο νερό . Μιά δροσιά τον διαπότισε ολάκερον. Άνοιξε το στόμα -σαν τ’ άλλα πλάσματα- κι άφησε αυτή τη δροσιά να εισρεύσει στα σωθικά του . Α, ναι, ήταν καλό. Λίαν.

 Όλα ήταν για πρώτη φορά. Όλα πρωτόγνωρα, πρωτοείδωτα, απαρατήρητα από άλλο ανθρώπινο μάτι, ανέγγιχτα κι απάτητα..

Κάθισε κατάκοπος στη γη, πάνω στο ψηλό χορτάρι. Έβλεπε ολόγυρα- και το σάστισμα του πλήθαινε-τα πάντα και λίγο λίγο   ν’ αλλάζουν.

Τα πλάσματα πλάι του -ήταν παλιότερά του- γνώριζαν την αλλαγή που στιγμή τη στιγμή ερχόταν. Με ενστικτώδη γνώση και υποταγή ετοιμάστηκαν γι αυτήν. Τα  πουλιά φώλιασαν στα κλαδιά των δένδρων, βολεύτηκαν. Οι ανθοί, άλλοι έσκυψαν να δροσερέψουν  τις καρδιές τους, άλλοι ανέδωσαν τ’ άρωμά τους  υμνώντας τη ζωή. Τα φίδια κουλουριάστηκαν τυφλά. Τ’ άλλα ζώα, αφήνοντας ένα ένα το ρυάκι, γύρισαν στις μεριές τους, ξάπλωσαν ομάδι.

Κάπου, πολύ μακριά, μια λαμπαδιασμενη λάβα, κατέβαινε απ’ τα’ αψήλου δισταχτικά. Μιά γαλήνη, ντυμένη χρυσαφιά, ομόρφαινε πιότερο τον κήπο.’ Ένα αγέρι τρέμισε για λίγο στις κορφές των δένδρων…κάποιοι ήχοι ανταποκρίθηκαν…Ύστερα, ηρέμησαν όλα. Τα χρώματα έσβησαν. Το υπόλοιπο φως χάθηκε. Σταμάτησαν οι ψίθυροι…

Βαθύς ίσκιος ξεκίνησε ν’ αναβρύζει απ’ τη γη, ν’ απλώνεται, να περεχά τα πάντα.

Δεν έβλεπε πια τίποτα. Καμιά εικόνα μπρος στα ορθάνοιχτα μάτια του. Κανένα είδωλο, ούτε καν του ίδιου του εαυτού του. Άγγιξε το κορμί του. Το έψαυε, το ένοιωθε, ναι ,μα δεν το έβλεπε. Κι αυτό τον συντάραζε.

Κάποιο τρέμουλο δυνάστεψε τα σωθικά του. Κάτι άρχισε να πάλλει μέσα του, να εδώ στο στέρνο του και να χτυπά γρήγορα και πιο  γρήγορα και δυνατά και δυνατότερα. Κρύωνε. Ριγούσε. Τα σαγόνια και τα χέρια του έτρεμαν. Ήταν ο συγκλονισμός απ’ την εμφάνιση του φόβου. Ο συνεπαρμός απ’ τη γνωριμιά με τη μοναδικότητά του κι η μοναξιά του ενός..

Μέσα στη νύχτα που τον σκέπαζε ανελέητη με το σκοτάδι και τη σιωπή της, ήταν μονάχος. Κανένας άλλος σαν κι αυτόν, ν’ ακουμπήσει στο πλευρό του, να παρηγορήσει την ερημιά του. Βαθειά στην ύπαρξή του εγκαταστάθηκε το μέγα δέος.

 Ένα  κάψιμο αναδύθηκε απ’ τα μάτια του κι έγινε δάκρυ να κυλά στο πρόσωπό του. Δάκρυ αδυναμίας μπροστά στο άγνωστο.

Ανήμπορος ν’  αμυνθεί, δίπλωσε τα πόδια, αγκάλιασε σφιχτά το κορμί του -ό,τι δικό του είχε- έγειρε στο χώμα και παραδόθηκε σ’ αυτό που τον κυριάρχησε: στη μέγιστη, ανέλπιδη απορία. Και στην παραίτηση.

Πάνωθέ του, ο μέγας Ουρανός του έστειλε τον Μορφέα να του αναπάψει τα μέλη και τον Όνειρο να διεγείρει τη συνείδηση του.

…………………………………………………………….

Όταν άνοιξε τα μάτια, όλα ήταν σαν χθές. Φωτερά, χρυσαφιά, δακρυσμένα απ’ τ’ αγιάζι…μυρωμένα. Όλος ο κήπος λαμπίριζε, τώρα που ο μέγας δίσκος αναδύθηκε ξανά απ’ το χάος. Οι γνώριμοι του-τ’ αγρίμια- έπαιζαν με τους συντρόφους τους, έπιναν νερό ομάδι,  τον προσέγγιζαν φιλικά.

Ανατάνυσε το κορμί του. Δεν έτρεμε. Δεν φοβόταν. Ήταν γερός. Πατούσε στέρεα στη γη. Όλα του ήταν γνώριμα. Και το κελάηδημα των πουλιών και το κελάρυσμα των ρυακιών, το θρόισμα του ανέμου στα φύλλα…Τα βάφτισε. Τα ονομάτισε ένα ένα και χάρηκε γι αυτή τη μπόρεσή σου

‘Εσκυψε, έχωσε το πρόσωπό του στο  ρυάκι, να πιει δίπλα στα  αγρίμια. Ύστερα μετανοιωμένος, άπλωσε τις χούφτες, τις γέμισε με τη δροσιά του νερού τις  πλησίασε στο στόμα του και ιπιε, μόνος  αυτός όρθιος, ανάμεσα στο σκυφτό πληθυσμό της γης.

Μια σιγουριά, μαζί με την  συνειδητοποίηση αυτού που του δόθηκε να είναι, τον ενδυνάμωνε. Το διαισθανόταν μα και το διαπίστωνε:  Ήταν το «ον το δίπουν, το άπτερον, το λογικόν».

Ο φόβος του είχε παρέλθει οριστικά  μαζί και η πρώτη-μεγάλη-  νύχτα του ανθρώπου.


ΣΟΦΙΑ ΚΛΗΜΗ-ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ  ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη όπου και εργάσθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος ενώ τα τελευταία χρόνια εργάσθηκε στο κεντρικό υποκατάστημα στην Πάτρα μέχρι της συνταξιοδοτήσεώς της.
Η πρώτη της επίσημη εμφάνιση στον πνευματικό στίβο έγινε το 1958 με τη βράβευση της συλλογής διηγημάτων της με τον τίτλο: «Σταχολόγια» σε Κρατικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό, από την Ακαδημία Αθηνών και την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.
 Ασχολήθηκε με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το δοκίμιο, την κριτική βιβλίου κ.λ.π.
Έχει πραγματοποιήσει με μεγάλη επιτυχία ομιλίες στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα και σε άλλες πόλεις της χώρας.
 Συνεργάσθηκε με το Πανεπιστήμιο Πατρών και την ΕΡΤ η οποία της είχε αναθέσει τακτική εβδομαδιαία εκπομπή με τίτλο «Ιστορικές αναδρομές στην Πάτρα».
Χρημάτισε μέλος της  Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και τελευταία Γενική Γραμματέας της Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος.
Έργα της  περιλαμβάνονται στη «Θαλασσινή Ανθολογία» του Πάνου Παναγιωτούνη, στην Ανθολογία Λόγου και Τέχνης των Τραπεζικών σ’ όλες τις ανθολογίες της Εταιρείας Λογοτεχνών, ενώ το περιοδικό ΕΝΔΟΧΩΡΑ είχε εκδώσει ειδικό τιμητικό αφιέρωμα για τη ζωή και το έργο της.(Τεύχος 51-52/1997).
Είχε  ασχοληθεί ακόμη με τη ζωγραφική και είχε λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στην πόλη των Πατρών ενώ τις είχαν απονεμηθεί  τιμητικά μετάλλια και διακρίσεις από Δήμους, Οργανισμούς και Πνευματικά και Πολιτιστικά σωματεία για την προσφορά της στα γράμματα.
Είχε γράψει το σενάριο της κινηματογραφικής ταινίας  του Σταμάτη Τσαρουχά με τίτλο «Ανθός της Λίμνης» το οποίο και έλαβε πολύ καλές κριτικές.
Κυκλοφόρησαν τα εξής βιβλία της:
 «Το χέρι του Θεού» Μυθιστόρημα Αλεξανδρούπολη  1959.
 «Φονιάδες» Διηγήματα. Αλεξανδρούπολη 1967.
 «Στο δένδρο του ερημίτη»Ιστορική Μυθιστοριογραφία. Πάτρα 1980.
 «Εξομολογήσεις» Πεζογραφήματα Εκδόσεις Σμυρνιωτάκη Αθήνα 1990.
 «Έρωτας παρά φύσιν» Πεζογραφήματα. Εκδόσεις ΜΕΤΡΟΝ Αθήνα 1994.
 «Καβείρια Μυστήρια» Μελέτη. Έκδοση Μορφωτικού Ομίλου Κομοτηνής. Κομοτηνή 1980.
 «Χατζή Αντώνης και Δόμνα Βισβίζη, οι Θρακιώτες αγωνιστές του 21» Μελέτη ΄Εκδοση  Μορφωτικού Ομίλου Κομοτηνής Κομοτηνή 1981.
          «Το μοιρολόι του Χριστού». Μελέτη, Έκδοση  Μορφωτικού Ομίλου Κομοτηνής. Κομοτηνή 1982. «Η σάτιρα στο θρακιώτικο τραγούδι» Μελέτη, Έκδοση Μορφωτικού Ομίλου Κομοτηνής, Κομοτηνή
«Γεώργιος Βιζυηνός». Μελέτη. Έκδοση Συλλόγου Αλεξανδρουπολιτών Αθήνας, Αθήνα 1988.
 «Στο δένδρο του ερημίτη» Μυθιστόρημα Δεύτερη έκδοση Εκδόσεις Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 1996.
           Η Σοφία Κλήμη-Παναγιωτοπούλου απεβίωσε  την 29-9-2001 στη Πάτρα και ετάφη στο Β΄ Κοιμητήριο των Πατρών.
          Την πλούσια βιβλιοθήκη της κληροδότησε  στην Εταιρεία Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδος ενώ η Εταιρεία Λογοτεχνών με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου λόγω ελλείψεως καταλλήλου χώρου για στέγασή της την προσέφερε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών η οποία ίδρυσε  ιδιαίτερο  τμήμα της στο Νότιο Διαμέρισμα με την ονομασία Βιβλιοθήκη Σοφίας Κλήμη-Παναγιωτοπούλου.
 

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2020

«ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ του ΦΩΤΗ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ τότε και τώρα» - Κριτική του Σωτήρη Ι. Νικολακόπουλου στην εφημερίδα «ΓΝΩΜΗ» Πατρών .

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΓΝΩΜΗ»| ΠΑΤΡΩΝ

15η  ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020            

 Πάτρα: Ο Φώτης Δημητρόπουλος παρουσιάζει σήμερα το νέο του βιβλίο |  tempo24.news

ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ  ΦΩΤΗΣ
                                                   

Γεννήθηκε στην Πάτρα όπου τέλειωσε το Β’ Γυμνάσιο αρένων. Τελείωσε την Φιλοσοφική σχολή Αθηνών και μετά την στρατιωτική του θητεία, υπηρέτησε ως φιλόλογος στην Β/βαθμια εκπαίδευση και συνταξιοδοτήθηκε ως Λυκειάρχης από το Πειραματικό Λύκειο του Πανεπιστημίου Πατρών. 

Έχει δημοσιεύσει διάφορα φιλολογικά και Ιστορικά μελετήματα καθώς και σχολικά βοηθήματα. Άρθρα του βιβλιοπαρουσιάσεις φιλοξενούνται τακτικά στον ημερήσιο τύπο της Πατρας και της Αθήνας και όχι μόνο. 

Τακτικό Μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών ΝΔ Ελλάδος

Τακτικό μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών

Και άλλων Λογοτεχνικών συλλόγων.

Έχει έντονη λογοτεχνική παρουσία στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της Πάτρας. 

Διετέλεσε για μια δεκαετία 1985 – 1995 εξωτερικός συνεργάτης της Ελληνικής Ραδιοφωνίας σε θέματα της ειδικότητας του ενώ την ίδια περίοδο άφησε το στίγμα του ως πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Πατρών.

Έχει εκδώσει ως σήμερα :  - «Το Πρώτο Ρήγος» 1972 – Το θεατρικό μονόπρακτο  «Το Δίλημμα» και το 2011 εξέδωσε τα «Νόστιμα Θέλγητρα»’ που είναι ανθολόγηση ποιημάτων του 1967 – 2007.  Πρόσφατα κυκλοφόρησε την μελέτη του  «ΟΙΝΟΣ ΚΑΤΡΟΠΤΟΝ ΝΟΥ»  έργο ζωής που αναφέρεται στον οίνο και τα συμπόσια στη Ελληνική αρχαιότητα και είναι βασισμένο στις αρχαιοελληνικές πηγές. Με το έργο αυτό αποκαλύπτεται ακόμα μια πλευρά της προσωπικότητας του.

Υπό έκδοση έχει το «Νόστιμα Θέλγητρα ΙΙ».

 

Ο Φώτης Δημητρόπουλος έχει μια παράλληλη πορεία στην ποίηση. Από το1968 δημοσιεύει ποιήματα του σε Αθηναϊκά περιοδικά και το 1971 εμφανίζεται στα γράμματα με το: «Πρώτο Ρήγος».

Η ποίηση του πλημμυρισμένη από Φως και Αγάπη μας μεταλαμπαδεύει την αισιοδοξία του για μια πνευματικότερη κοινωνία. Την προσδοκία του για την εκπόρθηση του ένδον είναι μας από το Φως της Γνώσης, του Κάλλους, της Συν αντίληψης.  Γι’ αυτό κάθε στίχος του διακατέχεται από ζωηρή παραστατικότητα και απηχεί τον ανυστερόβουλο Ιδεόκοσμo του. Από «τα νόστιμα θέλγητρα των κερασιών»1981-1990

 

Αγαπώ τον Θεό

την μουσική 

κι σένα

Τον θεό που είναι αγάπη

τη μουσική που ψάλλει τον θεό

Εσένα που είσαι μουσική

 

Στον Ποιητή διαπιστώνουμε την άοκνη αναζήτηση μιας Ιθάκης. Μας καλεί να καταστήσουμε τον ανεπεξέργαστο εσώτερο εαυτό μας επεξεργασμένο πνευματικό ον. Να ανιχνεύσουμε τον Θείο Σπινθήρα εν ημίν. Να αρθούμε υπεράνω των υλιστικών δεσμεύσεων. Να κονιορτοποιήσουμε της ιδιοτελείς μικροπρεπείς επιδιώξεις. Για να μπορέσουμε να γευθούμε τις άρρητες τέρψεις της οντολογικής αρτιότητας.

Η ελπίδα κυριαρχεί στην αέναη πορεία της ζωής η οποία γεννιέται μαζί με τη μουσική που υπάρχει πριν από εμάς, συνεχίζεται αενάως και πάλλετε αφομοιωμένη με το ρυθμικό μέλος του τραγουδιού. Γράφεται στην πέτρα της υπομονής που γεννά ανθούς την άνοιξη καταυγάζοντας ένα μυροβόλημα στην ψυχή του κόσμου. Ο τροφοδότης πόνος μεγαλείο στα κυπαρίσσια, στις πυγολαμπίδες που δεν νικάνε το σκότος, στο γυρισμό που είναι άπιαστη γιορτή και στο σπάραγμα που εκφράζεται με τον στίχο.

 

ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ

 

Συγχωρέσε μας κύριε!
Δεν βρήκαμε νερό
να νίψουμε τα ανομήματά μας.
Λίγο που είχε απομείνει
μουχλιασμένο
ήταν μολυσμένο
-αιώνες τώρα-
από τις ανομίες των βασιλέων
της βασιλεύουσας
που ένιβαν μόνο την όψη τους.

 

Θέλει να γίνει άνθρωπος χωρίς συμφέρον, χρήμα, περιουσίες, κέρδος, τράπεζες, αγορές που είναι σκλαβιά σωμάτων και ψυχών ανελεύθερων. Θέλει ενότητα, με προμετωπίδα τη δικαιοσύνη και αρωγούς αυτής τη γνώση, την τέχνη, τον πολιτισμό. Επιθυμεί να συντάσσονται τα πάντα και οι πάντες στο αλώνι της αδελφοσύνης. Είναι λάτρης της αγάπης στα γράμματα, της γνώσης που καθίσταται «κτήμα ες αεί» κατά τον Θουκυδίδη. Η γνώση και η παιδεία είναι τα μόνα αγαθά που παραμένουν στον κάτοχό του, τόσο στη ζωή όσο και μετά τον θάνατό του όπως διακηρύττει ο Μ. Βασίλειος ο μεγάλος στοχαστής, άγιος τιμώμενος και ως προστάτης της Παιδείας. Η παιδεία μια παράδοση αιώνων από την Ομηρική ακόμη εποχή είναι για τον κ. Φώτη Δημητρόπουλο «κρυφό σχολείο ίασης». Είναι θάλασσα-γυναίκα που αναδύεται από τον κόλπο της, μετατρέπεται σε ηχοχρώματα και με ένα αντικλείδι θαυματουργικό σε μια στιγμή ανοίγει την πόρτα της αιωνιότητας. Ένα κοχύλι αστρόσκονη ή ακρωτήρι να ρουφάει την αλμύρα των δακρύων. Θέλει ο ποιητής ως τιμή για την γενέτειρά «Στόλισμα της μνήμης» του πρώτου του ήλιου που είναι παρθενικά οράματα/ 

στο βωμό των αναζητήσεων/ με γεύση φιλιού/…

Μια ευαίσθητη πνοή διαχέει στους μελετημένους, λυρικούς και φιλοσοφικούς στίχους εκφράζοντας συμπυκνωμένα, λακωνικά, υψηλά μηνύματα και απέραντα συναισθήματα και στοχασμούς. Με ύφος λεπτό, με παλμό και κίνηση εναλλασσόμενη περιρρέει τους μικρούς, αλλά με μουσικότητα ομοιοκατάληκτους στίχους δίνοντας χαρακτήρα ρυθμικό. Εικόνες με αποχρώσεις φωτός, ωρίμανση με σιωπή προδίδουν νουν ρυτιδωμένης σοφίας. Με τους στίχους δίνει τη χαρά, τον έρωτα, τη φύση, την ομορφιά και τη γνώση.

 

ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ

 

Κιονόκρανα φωτισμένα 

από τους αιώνες που πέρασαν 

φαντάζουν 

οι ανάγλυφες εκείνες νύχτες·

στόλισμα της μνήμης 

λουσμένες 

με σπάνιο άρωμα 

λευκής ακακίας 

που μόνο λίγοι οσμίζονται,

ταξιδεύουν ανενόχλητες 

στις τρικυμίες και τις νηνεμίες 

των δρόμων με τους ίμερους· 

και σαν χοές 

παρθενικών οραμάτων 

στο βωμό των αναζητήσεων ,

με γεύση φιλιού

ρέουν απρόσκλητες 

στις φλέβες των οστράκων 

που κρύβουν τους έρωτες 

στο βυθό της θάλασσας.

 

Ποίηση που αναδεικνύει έναν ποιητή ονειρολόγο που με ευαισθησία ψυχής αναπλάθει την  ωραιότητα του Κόσμου και αποκαλύπτει τη μοναδικότητά του.

Βλέπει στην Αγάπη την εσωτερική ανάγκη της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Φώτης κοιτάζει μπροστά. Στην πνευματική ανασύνταξη. Στην καταξίωση. Η Ποίηση γίνεται για αυτόν Ανάδυση Μυστικών δυνάμεων  

Από «στα σύνορα του χρόνου και του φωτός» 2001-2007

 

Εκεί μηδεις κατηχούμενος μηδεις αμύητος

Μηδεις αγεωμέτρητος εισιτω

«οι δ’οικεται και εις τις άλλος βέβηλος τε και αγροίκος

Πυλας πανυ μεγάλας τοις ωσιν επιθεσθε»

Γιατί Εκεί εκτείνεται το πέλαγος των ανεξερεύνητων μύθων

Εκεί αρχίζει και τελειώνει το χάος

Εκεί καταργούν την ανάσταση

οι χαμένοι σύντροφοι του Οδυσσέα

και χορεύουν οι σάτυροι και οι σέλινοι

στα μουσικά αποτυπώματα της χαμένης Ατλαντίδας.

Εκεί ανεμίζουν τα μαντήλια οι εξόριστοι ποιητές

που δεν αφήσαν των ερώτων τ’ αποστάγματα

να γίνουν μεταλλαγμένα ιζήματα

και ρύποι χημικών αντιδράσεων.

 

Οραματίζεται ειλικρινέστερες και πιο ακίβδηλες τις ανθρώπινες διαπροσωπικές σχέσεις. Θέλει να αναχαιτίζει κάθε βάρβαρο καλπασμό της ανθρωπότητας.

Εναγκαλίζεται ο Ποιητικός Λόγος του την γόνιμη ανησυχία του Πνεύματος. Τα αισθήματα γίνονται κραδασμοί ασυμβίβαστου ανθρωπισμού.

Ξέρω ότι η αυτογνωσία του δίνει ζωή, ξέρω πως είναι η αναπνοή του  η ιδία του η καρδιά ο έρωτας του.  Ο Φώτης γράφει πέρα απ’ την ευφυΐα της ζωής ό,τι αγαπάει Η Ποίηση είναι ο έρωτας του!

Δεν μπορώ να μην πω, πως αυτό που  με έχει εντυπωσιάσει στο γράψιμο του είναι  που απεικονίζει ταυτόχρονα την συνεχή δυναμική της εναλλασσόμενης εικόνας της ζωής, έτσι που ο  λόγος του να επιδρά πιστεύω στην ψυχή του αναγνώστη!

Μας πηγαίνει στους δρόμους που διάβηκε, μας εξιστορεί αυτά που αισθάνθηκε όταν μόνος πέρναγε δεν διστάζει να πει τα συναισθήματά του.

Από τα ποίημα τα του 1991-2000 «Μπροστά στην ταραγμένη θάλασσα» μας λέει στο ποίημα «Ω Ρώμη».

 

Ω Ρώμη

Δεν χώρεσαν στην ψυχή μας

αποτυπώματα

της αιώνιας αίγλης σου…..

 

και από την ίδια συλλογή στο ποίημα : «Μαδρίτη 3 Μαΐου 1808»

 

Στους δρόμους της Μαδρίτης

κυλάει το άνομα του

όπως τα νερά του Μανθαναρες……

 

Οι γνώσεις, οι προσδοκίες οι εμπειρίες και η πείρα γράφονται και μεταδίδονται με γλαφυρό τρόπο και παράλληλα πολύ αληθινό.

Τα ποιήματα του απευθύνονται σε όλους, ακόμα και στον πιο σκεπτικιστή. 

H ποίηση του Φώτη διακρίνεται από έναν πλουραλισμό και μια αίσθηση ζωής αφοπλιστική. Από τη μία σε φέρνει αντιμέτωπο με τις μεγάλες αλήθειες, από την άλλη σου υποδεικνύει το δρόμο της απλότητας. Ευρυμαθής και πλουραλιστικός ο ίδιος, ως Φιλόλογος ποιητής ‘δάσκαλος’ διαχέει σκέψεις, ιδέες και εμπειρίες μέσα σε λειτουργικούς για τον αναγνώστη στίχους. Απολαμβάνουμε τα περάσματα από διάφορα κανάλια της Ιστορίας, της Φιλοσοφίας, του Μύθου, της Αυτογνωσίας. Με βλέμμα, άλλοτε παιχνιδιάρικο, άλλοτε λοξό, άλλοτε γεμάτο σοφία ή συγκατάβαση τα κοιτά ο ποιητής και τα αγκαλιάζει και τα θεωρεί ή τα αναθεωρεί και μετατρέπει «τα ξινά σε γλυκά». Καταθέτει ποιήματα που συναντιούνται και συνομιλούν. 

Από «οι ανάγλυφες εκείνες νύχτες» 1967-1980

 

Σαν ένιωσα το ρίγος να σιγοκαίει τα σωθικά μου

ξάφρισμα του δελφινιού

του νιου κορμιού η δροσιά,

ήταν φωτιά,

κομμάτι τ’ Κατάλαβα την δύναμη που σου ‘δώσε ο πλάστης.

Δεν ήταν αστραπή

ούτε το ουρανού

-το ρίγος- και μυστήριο.

 

Ο Φώτης Δημητρόπουλος δεν κάνει επίδειξη γνώσεων, ούτε υπερβάλλει. Ο Φώτης είναι λάτρης του παιγνίου και της περιπλάνησης στις ιδέες και στις αισθήσεις, ευγνώμων με την ζωή και την δυνατότητα έκφρασης μέσω της ποιητικής τέχνης, είναι θετικός προς το διαφορετικό, εραστής της φιλοσοφίας και της ιστορίας, παρατηρητής της ζωής και συνταξιδιώτης του Χάους και έχει την ικανότητα να παντρεύει ή να ενορχηστρώνει όλες τις διαφορετικές τάσεις, επιρροές, γνώσεις που τον κατακλύζουν. Με προσοχή χρησιμοποιεί τόσο τον υπερρεαλισμό όσο και τον λυρικό κραδασμό. Στροβιλίζεται γλωσσικά και ποιητικά μέσα σε μια πληθωρική αθωότητα! 

 

ΣΗΜΑΙΕΣ ΜΕΣΙΣΤΙΕΣ 

 

Σημαῖες μεσίστιες ὑποκλίνονται 

στό πένθος τῆς συμφωνικῆς μουσικῆς. 

(… μεταδίδουν τά μοναχικά προγράμματα 

τῆς ἑλληνικῆς ραδιοφωνίας…) 

Πολλοί φιλόμουσοι μένουν ἀκροατές. 

Σημαῖες μεσίστιες ὑποστέλλονται 

στό ἄκουσμα παράφωνων ἐμβατηρίων. 

(… ἀναμεταδίδει τό μοναδικό μεγάφωνο 

τῆς πλατείας θεάτρου σκιῶν καί 

 μαριονέτας…) 

Ὃλοι οἱ περαστικοί ἔστρεψαν τά νῶτα… 

 Χωρίς χαιρετισμό… 

 

Χειμαρρώδης μεταβολίζει όλα τα διαβάσματα, τις διακειμενικές του αγάπες, σπουδές και μελέτες και σε γλώσσα ευέλικτη μάς χαρίζει αξιοπρόσεκτες ποιητικές καταθέσεις. 

Κλείνοντας την παρουσίαση αυτή για τον ποιητή Φώτη Δημητρόπουλο θέλω να τονίσω ότι : Αν και σκάβει στην Ύπαρξη, δεν κατατρώγουν τις λέξεις του το Έρεβος και το Σκοτάδι. Είναι μια δύναμη που αυτές αποπνέουν και προτείνουν ταξίδια στον κόσμο και είναι γεμάτες αυτοπεποίθηση και όσο ξέρουν να σιωπούν, ξέρουν και να τραγουδούν, δρασκελίζοντας πάντα το κατώφλι της ζωής του αναγνώστη!

-Ικανός ο μισθός σου  ποιητή μας έβαλες στον κόσμο σου μήπως καταλάβουμε τον δικό μας.

 

Το κείμενο επιμελήθηκε  από το ΣΩΤΗΡΗ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟ,  Μέλους του Κύκλου Ποιητών και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.