Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ! Με Υγεία, Αισιοδοξία και Θαλπωρή Αγάπης!

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, η θλιβερή μαγεία των Χριστουγέννων — Will o'Wisps

Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος,  οι χριστιανοί περιμένουν να γιορτάσουν το μεγάλο γεγονός της γεννήσεως του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού μαζί με τους αγαπημένου τους, με ζεστασιά και θαλπωρή αγάπης. Δυστυχώς για πολλούς από τους συνανθρώπους μας, θα περάσουν τις γιορτές στην παγωνιά της μοναξιάς και της ανέχειας. Ας γίνουν, λοιπόν,  οι μέρες αυτές το ξεκίνημα μιας νέας αρχής συναισθημάτων στηριγμένα στην αλληλεγγύη, στην αδελφοσύνη, στην προσφορά, στην αισιοδοξία, στην καλοσύνη και στην ομόνοια, για έναν κόσμο δημιουργικό, πολιτισμένο, ανθρώπινο, ειρηνικό.  Ας γίνει η ψυχή μας η φάτνη που θα γεννηθεί η Αγάπη και η Ειρήνη, κι η Γέννησή Του ας σημάνει την αρχή για μια καλύτερη ζωή γεμάτη αλήθεια και φως. Το νέο έτος  να κάνει τα όνειρα όλου του κόσμου πραγματικότητα, να φέρει την πολυπόθητη  Υγεία σ' ολόκληρη την ανθρωπότητα και να σκορπίσει Ευτυχία.  Να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε πορεία, οδεύοντας προς μια καλύτερη προοπτική του εαυτού μας και της ανθρωπότητας! Το 2022, ας γίνει η απαρχή της  πορείας για την σύσφιξη των  ανθρωπίνων σχέσεων, για την ανάπτυξη και την ευημερία της κοινωνίας μας, για ένα καλύτερο και ουσιαστικότερο αύριο.



Χρόνια Πολλά !Χαρούμενα Χριστούγεννα !

Καλή Πρωτοχρονιά με Υγεία και Ευτυχία!

 

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη



 

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «ΑΛΦΕΣ» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη, Εκδόσεις «ΔΟΝΤΙ » Δεκέμβρης 2016 , σελ:181-191.

 

 


20.

Χωρίς αποσκευές γυρνούσα από ταξίδι αναψυχής. Βρέθηκα στον τόπο μου μπροστά σε ένα όμορφο παλάτι στο ξεκίνημα του χωριού. Βλέποντάς το μου ήρθαν στο νου μεγαλεία αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Ήταν μεγαλόπρεπο και πλαισιωνόταν  από πάλλευκους μαρμάρινους κίονες ιωνικού ρυθμού. Μετόπες με παραστάσεις απ’ την μυθολογία κι ανάγλυφες πλάκες έντυναν την πρόσοψη. Μια πανύψηλη σκαλιστή πόρτα έστεκε ορθάνοιχτη επιτρέποντας την είσοδο σε όσους το επιθυμούσαν. Ο οικοδεσπότης παρέθετε δείπνο σε αυτούς που τον επισκέπτονταν. 

Έχοντας την αίσθηση πως η είσοδος ήταν ελεύθερη ένιωσα την ανάγκη να εισέλθω. Μπήκα  μέσα ντυμένη  με ρούχα καθημερινά. Με έντονη συστολή σήκωσα  τα μάτια εξερευνώντας διακριτικά  το χώρο. Πάνω απ’ την πόρτα σχηματιζόταν  τριγωνικό αέτωμα.  Στο αίθριο μια πελώρια βελανιδιά υψωνόταν πιο πάνω κι από την οροφή του κτηρίου. Οι κλώνοι της απλώνονταν και σκίαζαν ολόκληρη την αυλή. Στην δυτική πλευρά, λαξευμένοι πέτρινοι κρουνοί έρευαν γάργαρο νερό. Η περίβολος πλαισιωνόταν από ένα χαμηλό τείχος. Περιμετρικά, άξια χέρια είχαν χτίσει λίθινα τραπέζια. Και πάνω στα τραπέζια υπήρχαν όμορφα πλεκτά πανέρια γεμάτα με κάθε λογής γλυκίσματα. Υπηρετικό προσωπικό ντυμένο με όμορφες αργυρόλευκες φορεσιές, κρατούσε δίσκους γεμάτους με εδέσματα. Περιφέρονταν ανάμεσα στους παρευρισκόμενους απλώνοντας τα χέρια να δεχτούν τις προσφορές τους.
Στην ανατολική πλευρά της αυλής, πάνω σε θρόνους αραδιασμένους στην σειρά, καλοντυμένοι άνθρωποι της γνώσης έβγαζαν λόγο. Μιλούσαν με πάθος, με δύναμη ψυχής, προσπαθώντας ν’ ακουστούν.
Πλήθος κόσμου ήταν συγκεντρωμένο και κατά ομάδες συζητούσαν. Έχοντας  γυρισμένη την πλάτη σε ‘κείνους τους καταξιωμένους ανθρώπους, γελούσαν. Γελούσαν σαν να μην τους είχαν δει, σαν να μην υπήρχαν καθόλου. Κανείς δεν έδινε σημασία. Την ίδια παθητική στάση κρατούσαν και στο υπηρετικό προσωπικό.
Στάθηκα σε μια άκρη προσπαθώντας να ακούσω τους σοφούς ρήτορες που έβγαζαν λόγο. Κανείς δεν μου έδωσε σημασία. Κανείς δεν γύρισε τα μάτια του να με κοιτάξει. Ήμουν ξένη μέσα σε ξένους.
Κατεβάζω τα μάτια στο έδαφος. Το δάπεδο στρωμένο με ψηφιδωτά. Τότε σκέφτηκα: «Τόση ομορφιά!.. Τόση λαμπρότητα!.. κι ο κόσμος την περιφρονεί ζώντας στο δικό του βασίλειο». 
Μου ήταν αδύνατο ν’ ακούσω απ’ την πολλή φασαρία. Όσο και να προσπαθούσα τα αυτιά μου δεν μπορούσαν να συλλάβουν ούτε μια λέξη.
Αδυνατώντας ν’ ακούσω, πικραμένη απ’ την αδιαφορία του πλήθους και την άπρεπη συμπεριφορά τους, σκέφτηκα πως ήταν ανώφελο να καθίσω κι έφυγα αθόρυβα έτσι όπως ακριβώς είχα μπει. Χωρίς να μιλήσω σε κανέναν. Χωρίς να μου μιλήσει κανείς.
Φεύγοντας, στην πόρτα της εξόδου, πάνω σε ένα όμορφα στρωμένο τραπέζι υπήρχαν άρτοι. Ζυμωμένοι χωρίς προζύμι, με κεντίδια και αρωματισμένοι με κανέλα και γαρύφαλλα, σαν τους άρτους που μας έφτιαχνε η μάνα όταν ήμασταν παιδιά και τους έψηνε στη γάστρα με θράκα απ’ την φωτιά. Ο κάθε άρτος ήταν κομμένος στην μέση, σε δύο ίσια κομμάτια. Άπλωσα το χέρι και πήρα τρία ίδια κομμάτια για να τα πάω δώρο στα παιδιά μου.
Κρατώντας τους άρτους στα χέρια μου, συνέχισα μόνη παίρνοντας τον δρόμο που οδηγεί στο κέντρο του χωριού. Ξένη μέσα στον τόπο μου, χωρίς να γνωρίζω κανέναν, χωρίς να με γνωρίζει κανείς. Ένα πλήθος γυναικών προχωρούσε μπροστά μου. Ανηφόριζαν σιωπηλές. Μόνες κι αυτές μέσα στο πλήθος, όπως κι εγώ.
Στο δρόμο συνάντησα ένα παιδί. Φτωχό κι ανήμπορο. Ένα παιδί με ανάγκες. Άπλωσε το χέρι του για βοήθεια. Προθυμοποιήθηκαν κι άλλες γυναίκες να βοηθήσουν αλλά εκείνο επέλεξε εμένα και αρνήθηκε την βοήθεια των άλλων γυναικών. Τότε άπλωσα τα χέρια μου και του λέω: «Πάρε από μένα ό,τι θες!».
Κοιτάζοντας τα χέρια μου, τα φτωχά ψωμιά που κρατούσα, έγιναν μια αγκαλιά γεμάτη με καλούδια. Βλέποντας αυτόν τον πλούτο στην αγκάλη μου, αναγνώρισα την δύναμη της συμπόνιας, της προσφοράς και της αγάπης στον συνάνθρωπο και είπα με βεβαιότητα στον εαυτό μου: «ΔΩΣΕ! ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΓΙΝΕΣΑΙ ΠΛΟΥΣΙΟΤΕΡΟΣ». Τότε ένιωσα χαρά και γαλήνη που δέχτηκε την προσφορά μου και με επέλεξε μέσα από εκείνο το πλήθος γυναικών και συνέχισα να προχωρώ με γεμάτα τα χέρια για να πάω δώρα στα παιδιά μου.
Σαν έφτασα στο κέντρο του χωριού, καμιά γυναίκα απ’ εκείνο το πλήθος δεν είχε φτάσει ως εκεί. Το χωριό ήταν άδειο κι εγώ μόνη. Ένιωσα τότε μια βαθιά θλίψη. «Κάποτε ήταν γεμάτο ζωή» σκέφτηκα.
Στην πλατεία του χωριού μια ομάδα με πλανόδιους διασκεδαστές είχε στήσει το υπαίθριο σκηνικό της. Ένα όμορφο τρενάκι με πολλά βαγόνια σαν τρενάκι του λούνα παρκ ξεκινούσε απ’ την πλατεία κι έφτανε ως την άλλη άκρη του χωριού. Ήταν στολισμένο με πολύχρωμες κορδέλες, μπαλόνια και γιρλάντες, βαμμένο με όμορφα χρώματα. Κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, πορτοκαλί. Το ένα του βαγόνι είχε μετατραπεί σε μια τσουλήθρα λαβύρινθος. Πάνω στο τρενάκι ακροβάτες, χορευτές, γελωτοποιοί, ξυλοπόδαροι. Υπήρχε κι ένας πολύ αστεία ντυμένος αρλεκίνος. Μόνο που τον κοιτούσες σου προκαλούσε γέλιο. Έπαιζαν τόσο όμορφα..! Αλλά δεν υπήρχαν θεατές. Διέσχισα όλο το δρόμο που γινόταν η παράσταση, παρακολουθώντας τα αστεία νούμερά τους. Φτάνοντας στο πρώτο βαγόνι με κάλεσαν να παίξω μαζί τους.
Ήμουν θλιμμένη και μόνη. Μου έδωσαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Ένα ρόλο που θα τον διάλεγα μόνη μου. Πήγα μπροστά στη μηχανή καταμεσής του δρόμου κι εκείνη τη στιγμή σαν από θαύμα, βρέθηκα ντυμένη με ένα ολόλευκο μακρύ φόρεμα που στερεωνόταν στους ώμους μου με μια περόνη. Στην μέση μου φορούσα μια λεπτή ζώνη δεμένη επιδέξια σε περίτεχνο κόμπο. Ένα ολάνθιστο στεφάνι στα μαλλιά και στα χέρια μου κάτι κρατούσα.
Σαν ιέρεια κάποιου αρχαίου ναού κάθισα με σταυρωμένα πόδια. Ένωσα τα χέρια μου σε αρχέγονη στάση προσευχής, σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά στον ουρανό και άρχισα να τραγουδώ ένα τραγούδι λησμονημένης πατρίδας. Το τραγούδι μου το συνόδευε μια ουράνια μελωδία με αυλούς χωρίς να βλέπω μουσικούς. Τραγουδούσα σε γλώσσα που δεν γνωρίζω. Κι ήταν τόσο μελωδικό, σαν να ‘βγαινε από αγγέλου στόμα.
Έχοντας την αίσθηση του ονείρου, τραγουδούσα και σκεφτόμουν: «Άραγε, όταν ξυπνούσα θα μπορούσα να ξανατραγουδήσω τόσο μελωδικά;». Ένιωθα μια απέραντη γαλήνη.
Τελειώνοντας το τραγούδι μου σηκώθηκα από κάτω χωρίς να έχω λεκιάσει το άσπρο μου φόρεμα. Παρουσιάστηκε μπροστά μου ένας άντρας. Περίμενε με λαχτάρα να με συναντήσει. Το πρόσωπό του είχε δύο μορφές. Η μια μορφή ήταν του πατέρα μου και η άλλη του συζύγου μου. Δύο πρόσωπα που αγαπώ πολύ. Όταν τον είδα χάρηκα αφάνταστα. Κι οι δύο βαδίζαμε ο ένας προς τον άλλον. Όταν τον πλησίασα πήρε ολοκληρωτικά τη μορφή του συντρόφου μου κι εγώ την δική μου απλή καθημερινή μου αμφίεση. Άπλωσε το χέρι του, το τύλιξε γύρω απ’ το κορμί μου κι εγώ άρχισα να του μιλώ:
«Με κάλεσαν να παίξω σε ένα ρόλο κι εγώ πρωταγωνίστησα σ’ αυτόν. Έπαιξα τόσο όμορφα, μα τόσο όμορφα! Δεν μπορώ να φανταστώ τι ήταν αυτό που μου ‘δωσε τέτοια δύναμη. Έπρεπε να ήσουν εκεί να μ’ ακούσεις».
Γεμάτος αγωνία κι έκπληξη μου είπε πως θα ‘θελε να με είχε δει και με ρώτησε αν κανείς τράβηξε βίντεο ή φωτογραφίες για να του τις δείξω.
«Μη στενοχωριέσαι. Εκεί που ήμουν, κάτι μεγάλοι προβολείς με φώτιζαν και κάμερες απ’ όλες τις μεριές τραβούσαν όση ώρα τραγουδούσα. Σύντομα θα παιχτεί στους κινηματογράφους. Θα το δεις και θα μου πεις αν έπαιξα καλά. Έπαιξα καλά. Είμαι σίγουρη πως θα σου αρέσει. Έδωσα την ψυχή μου σε αυτό το τραγούδι. Τραγούδησα ένα τραγούδι πονεμένης πατρίδας. Σε λίγο καιρό θα μιλούν για μένα. Θα γίνω διάσημη » του απάντησα με ενθουσιασμό.
 Ξεκίνησα να αποκρυπτογραφώ τους μυστικούς κώδικες του θρήνου μου. Μου ήρθαν στο μυαλό μερικοί στίχοι κι άρχισα να καταλαβαίνω την γλώσσα που τραγουδούσα:

 

Είμαι μια εξόριστη σ’ αυτόν τον τόπο.

Εξόριστη και μόνη.

Βασανισμένη απ’ την μοναξιά που πάντα οδηγεί τη σκέψη μου

σε τόπους μακρινούς και άγνωστους

και γεμίζει τα όνειρά μου με εικόνες

μιας πατρίδας μακρινής και λησμονημένης.

 

Εξόριστη από συγγενείς και φίλους

κι αν κάποιον απ’ αυτούς αντάμωνα

θα έλεγα στον εαυτό μου:

«Μα ποιος είναι αυτός; Και που τον έχω γνωρίσει;

Ποιος δεσμός μ’ ενώνει μαζί του

και γιατί με τραβάει να καθίσω πλάι του;».

 

Εξόριστη είμαι κι από τον εαυτό μου

κι αν ακούσω την ίδια μου τη γλώσσα να μιλεί

το αυτί μου βρίσκει τη φωνή μου παράξενη.

 

Μερικές φορές κοιτάζω μέσα μου και παρατηρώ το μυστικό εαυτό μου.

 Έναν κρυφό εαυτό που γελάει και κλαίει, που τολμάει και φοβάται.

Τότε η ύπαρξή μου απορεί με την ύπαρξή μου

και το πνεύμα μου εξετάζει το πνεύμα μου.

Ωστόσο μένω εξόριστη, άγνωστη, χαμένη στην ομίχλη,

ντυμένη με την μοναξιά.

 

Εξόριστη σε μια πατρίδα μακρινή και λησμονημένη,

που κανείς δεν ξέρει τον τόπο που γεννήθηκα

και κανείς δεν έχει ακούσει το όνομά μου.

 

Σκέψεις παράξενες με παγιδεύουν, χαρούμενες και φοβερές,

πόθοι, χαρές και πόνοι.

Και σαν πέφτει η νύχτα, ίσκιοι περασμένων καιρών πέφτουν επάνω μου

και ψυχές με πλησιάζουν και με θωρούν.

Τους θωρώ κι εγώ και τους ρωτώ για πράγματα παλιά

και μου απαντούν με καλοσύνη και χαμόγελα.

 

Μια εξόριστη είμαι και κανείς δεν καταλαβαίνει την γλώσσα της ψυχής μου.

 

Είναι παράξενα τα οράματά μου,

ανόμοια με τα οράματα κάθε άλλου ανθρώπου

γιατί βλέπω ψυχές να υψώνουν τα φτερά τους προς τον ουρανό

κι άλλες θρηνώντας να κατεβαίνουν στην Άδη,

Που με θωρούν με βλέμμα γεμάτο αγάπη.

 

Εξόριστη από τον τόπο μου,

από μια πατρίδα λησμονημένη και πονεμένη

μαζεύω όσα η ζωή εσκόρπισε.

Μια εξόριστη είμαι κι εξόριστη θα μείνω μακριά απ’ τον τόπο μου,

ώσπου ο θάνατος να με πάει εκεί που ανήκω.

 

Τότε ο σύντροφος μου με εντονότερη έκπληξη αυτή τη φορά είπε:

«Μα αυτό, δεν είναι τραγούδι! Πώς μπόρεσες και το τραγούδησες;».
«Για όλα αυτά μιλούσα στο τραγούδι μου, σε μια γλώσσα που δεν έχω μιλήσει ποτέ μου. Τελείως άγνωστη. Πάντως αυτά τους έλεγα. Με πόνο ψυχής και μελωδία ουράνια» απάντησα κι εγώ.
Εκείνη τη στιγμή τα χέρια μου γέμισαν μεγάλα, μικρότερα, πιο μικρά, μικρούτσικα πολύτιμα κουτάκια γεμάτα δώρα. Δώρα για να τα πάμε στα παιδιά μας.
Είχαμε φτάσει στο τέρμα του χωριού. Ήμασταν μόνοι. Οι δύο μας αγκαλιασμένοι προχωρούσαμε έξω από την μάντρα του κοιμητηρίου για να πάμε στο πατρικό μου.
«Ξέρεις» του λέω, «αύριο γιορτάζω. Έχω τα γενέθλιά μου. Δεν πιστεύω να το ξέχασες;».
 «Δεν σε έχω ξεχάσει ποτέ! Θα το ξεχάσω μετά από τόσα χρόνια που είμαστε μαζί;» μου απάντησε γεμάτος αγάπη.
Τότε παρουσιάστηκε στα χέρια μου ένας δίσκος με μια τούρτα γενεθλίων. «Η τούρτα της ζωής», σκέφτηκα και καθώς ήμουν έξω από το κοιμητήριο, γυρίζω το βλέμμα μου και κοιτάζω μέσα. Κόβω ένα κομμάτι και με κίνηση δισκοβόλου, περιστρέφομαι και χωρίς να φύγει ο δίσκος απ’ τα χέρια μου χαρίζω ένα κομμάτι στους νεκρούς λέγοντας: «Στις φευγάτες ψυχές, ένα τμήμα του εαυτού μου ανήκει σε αυτές».
 Φοβισμένος ο σύντροφός μου, απλώνει το χέρι να με σταματήσει: «Στους νεκρούς δεν δίνουν ποτέ. Είναι κακό».
«Μην φοβάσαι από τους ανθρώπους που με αγάπησαν. Δεν μου κάνουν κακό. Ό,τι είμαι το χρωστάω σε αυτούς. Ένα κομμάτι της ζωής μου τους ανήκει».
Μου ήρθαν στην σκέψη οι γονείς μου, φευγάτες ψυχές, άγγελοι φύλακές μου. Φτάνοντας στο τέρμα του κοιμητηρίου, στέκομαι σ’ ένα λόφο και γυρίζω τα μάτια μου κοιτάζοντας τον τάφο των γονιών μου. Βλέπω τον πατέρα μου να κάθεται με την φευγάτη παρέα του έχοντας γυρισμένη την πλάτη. Αγνάντευε το δικό του βασίλειο έχοντας στραμμένο το πρόσωπό του στον ήλιο. Πέντε - έξι γεροντάκια καθισμένα στα μάρμαρα του τάφου, αμίλητοι κρατούσαν ο ένας στον άλλον συντροφιά.
«Ο πατέρας μου! Ο πατέρας μου ζει. Έχει αναστηθεί. Δεν έχει πεθάνει!». Φωνάζω τον σύντροφό μου: «Γρήγορα, έλα να τον δεις».
Μια νοσταλγία με πλημμύρισε και μια λαχτάρα να τον δω. Αρχίζω να φωνάζω. Αυτός στον τάφο του κι εγώ έξω στον κόσμο των ζωντανών: «Πατέρααα… Πατέρααα… Σε νοστάλγησα. Έχω πολύ καιρό να δω το πρόσωπό σου. Γύρνα λιγάκι να σε δω. Νοστάλγησα το πρόσωπό σου πατέρα. Γύρνα λιγάκι να σε δω..!».
 Άκουσε την φωνή μου που τον παρακαλούσε. Με αναγνώρισε. Προσπάθησε να σηκώσει το κουρασμένο του σώμα. Φορούσε τα ρούχα εκείνα που τον είχα δει τελευταία φορά εν ζωή. Φορούσε και την τραγιάσκα του. Στηρίχτηκε με τα χέρια στον μαρμαρένιο τάφο του και σηκώθηκε. Έστρεψε το πρόσωπό του προς το μέρος μου. Ένα πρόσωπο κουρασμένο, αλλά γεμάτο αγάπη και ηρεμία.
«Σ’ αγαπώ πατέρα! Σ’ αγαπώ» φωνάζω με μια φωνή τόσο δυνατή λες και το σώμα μου ολόκληρο ήταν μόνο φωνή. «Σ’ αγαπώ» ξαναφωνάζω και τα μάτια μου πλημμύρισαν δάκρυα.
Γεμάτος ικανοποίηση και γαλήνη με κοίταξε στα μάτια. Ένιωσα την αύρα του, την ψυχή του να με ζεσταίνει και τότε μου μίλησε:
«Κι εγώ σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ».
Η φωνή του ηχούσε στα αυτιά μου σαν ουράνια μελωδία. Σαν να ερχόταν απ’ άλλη διάσταση. Κάθε «Σ’ αγαπώ» ερχόταν κι έφευγε γεμίζοντας την ψυχή μου με απόλυτη ευτυχία και με απόλυτη αγάπη.
Μια δύναμη με ανασήκωσε απ’ το ζεστό μου στρώμα. Με ξύπνησε απ’ τ’ όραμα. Ανακάθισα στο κρεβάτι, στηρίζοντας την πλάτη στο κεφαλάρι. Κοιτάζω το ρολόι. Η ώρα ήταν μόλις έξι το πρωί,. Ξημέρωνε Κυριακή. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Με τις δυο μου απαλάμες σκουπίζω το πρόσωπό μου. Ήταν γεμάτο δάκρυα. Τεντώνω τα χέρια μου μπροστά. Τα δάχτυλα φυλλαράκια στην δύναμη του ονείρου. Τα κοιτάζω… Ήταν γυμνά. Χωρίς άρτους, χωρίς εδέσματα, χωρίς πολύτιμα αστραφτερά κουτάκια, χωρίς τον δίσκο με την τούρτα της ζωής. Γυμνά. Χωρίς χρυσάφια και διαμαντικά. Ήταν γεμάτα με τα δάκρυα της απόλυτης ευτυχίας, με τα δάκρυα της απόλυτης αγάπης. Της αγάπης που μου χαρίστηκε για να την πάω δώρο σε όλους αυτούς που μ’ αγαπούν.
Ένα χέρι απλώνεται και πιάνει το δικό μου. Ήταν το χέρι του συντρόφου μου. Δύο χέρια ενωμένα, γεμάτα αγάπη, κρατούν ολάκερη την ευτυχία, προχωρούν μαζί πηγαίνοντας δώρα στα παιδιά τους!
Τους πάνε δώρο την αγάπη τους.

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2021

ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΕΣ ΜΕΡΕΣ

Γεραλής Απόστολος – Geralis Apostolos [1886-1983] | Ζωγράφοι, Ελαιογραφίες,  Καλή τέχνη
Πίνακας του Απόστολου Γεραλή (1886-1983)
 
ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΕΣ ΜΕΡΕΣ 
 
Του Δεκέμβρη η μέρα: Καλημέρα, Καλησπέρα!
Χιόνι του Δεκέμβρη, χρυσάφι του καλοκαιριού
πείτε   πόσο αξίζει του φτωχού η κουρελού;
Κρύο αν περονιάζει το γυμνό κορμί του
τη φυλά ο δυστυχής όπως τη ζωή του...
Ο Γενάρης δε γεννά μήτε αυγά μήτε πουλιά 
κάποιοι βράζουν τραχανά - συνταγή από παλιά! 
Ήμουνα  ο τυχερός που μου τη θυμίσανε  
και μαγείρεψα εψές που τα κρύα αρχίσανε! 
  
14 Δεκέμβρη  2021
 
 Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

«ΟΦΕΙΛΗ» στίχοι της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

Περιέχει μια εικόνα του: {{ pinTitle }} 

ΟΦΕΙΛΗ

Χνάρια βαθιά 
στων λυγμών τα σκαλιά 
και στη λαύρα  της μέρας 
Οι λέξεις καρφιά 
σταυρωμένα παιδιά  
στης Αμάλθειας το κέρας.
 
Μα  καθώς μας γελούν   
στη  θανή  μάς μυούν 
έκπτωτοι αγγέλοι 
Την ψυχή κυβερνούν  
και τους κύκλους χαλούν 
κόσμοι αλλοπαρμένοι.
 
Μες το δίλημμα αυτό 
που βαδίζω  κρατώ
της ζωής το αγιοκέρι 
Είναι η πάλη  φωτιά  
λυτρωμού ζεστασιά 
της ανάτασης ταίρι.
 
Κάτσε μάθε γιατί
η ζωή σου ζητά 
μια φορά να την ζήσεις 
Μες τη ρότα του «πώς» 
φαναράκι με φως 
πρέπει να της χαρίσεις.
 
Κι αν επαίνου φωνή 
μες την άδεια ζωή 
δεν έχεις ακούσει 
Του Αιόλου οι ασκοί 
είναι κρότοι ισχυροί  
στων τυμπάνων την κρούση.
 
Κι αν οι νέες γενιές
παραμένουν φωλιές 
αδειανής κατοικίας
Με γαλέρας κουπιά 
η ζωή ξεκινά 
για τραχείς μαρτυρίες.
 
Τα γερόντια σκυφτά
σαν θρηνούν μαρτυρούν 
τις χαμένες ημέρες 
Μα στα χέρια βαστούν  
τα πανάγια φιλούν  
των ονείρων τις βέρες.
 
Σαν τους βλέπω κι εγώ 
στο καλάθι πετώ 
των πληγών τις ωδίνες 
Και με χείλι σφιχτό  
τους ικέτες κερνώ 
καινούριες ελπίδες.
 
Με το δάκρυ  καυτό 
πως οφείλω, απαντώ, 
την ψυχή μου ν’ αρμέξω
Άνθος λευκό 
απ’ του ήλιου το φως 
πριν στερέψω. 

4 Φλεβάρη 2012

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη

 (Απ' την Βραβευμένη  ποιητική  συλλογή:Αχ, πατρίδα μου, νεράιδα πληγωμένη! )