Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΟΡΤΡΕΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ- Τόμος 1ος- 37η ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ- Εκδόσεις Πνοές Λόγου και Τέχνης

«Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΛΥΤΡΩΣΗΣ»

Συμμετοχή της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη, σελ:125-130

  

Πλησίαζε η ώρα της εκτέλεσης. Ένιωθε το δήμιο να τον πλησιάζει. Δε τον άφηνε λεπτό απ’ τα μάτια του. Είχε γίνει η σκιά του. Προσπαθούσε να ξεφύγει μα εκείνος όλο και περισσότερο τον πλησίαζε. Ήταν αρματωμένος, ετοιμοπόλεμος, δίχως διάθεση μεταμέλειας. Η απόφαση ήταν τελεσίδικη.

Τρέκλιζε πάνω στα λευκά μάρμαρα. Η αγωνία της εκτέλεσης όλο κορυφωνόταν. «Να κρυφτώ! Να κρυφτώ!» φώναζε μυστικά δίχως να τον ακούει κανένας. Η θάλασσα βρυχιόταν κάτω απ’ τα πόδια του. Η γης άρχισε να γογγύζει κι εκείνος τραμπαλιζόταν μαζί της σε έντονο ρυθμό. Ο τόπος γέμισε νερά. Από παντού ανέβλυζαν νερά μα αυτός περπατούσε στα λευκά μάρμαρα  με το δήμιο στο πλάι του.

Τα νερά άρχισαν να ανεβαίνουν… Όλο να ανεβαίνουν… Έγιναν απέραντη θάλασσα‧  μια γαλήνια θάλασσα που επιθυμούσε  να χυθεί μέσα της και να τον πάρει μαζί της.

«Εδώ είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσεις» είπε αποφασιστικά ο δήμιος υποδεικνύοντας το μονοπάτι. «Η γκιλοτίνα δεν απέχει πολλά μέτρα».

Τα μάρμαρα είχαν μαυρίσει‧ τυλιγμένα σε νοτισμένα βρύα. Προσπάθησε να  ξεγλιστρήσει  απ’ τις δαγκάνες του δήμιου. Χάθηκε στα νερά της θάλασσάς του… Απεγνωσμένα προσπαθούσε με κιάλια να εντοπίσει τη σορό του, ως τελική απόδειξη της ανυπάκουης συμπεριφοράς του. Τα ρεύματα τον παρέσυραν μακριά. Τα μάτια του δε μπορούσαν να τον εντοπίσουν. Τότε σκέφτηκε τους στόχους του. Πάνω σε πάπυρο είχε γραμμένο τις πεθυμιές του! Άρχισε να κολυμπά αλλάζοντας ρότα. Στην αντικρινή παραλία ίσως να αποκτούσε τη χαμένη του ηρεμία, απαλλαγμένος απ’ την κατασκοπία του δήμιου. Βρήκε τα όνειρά του ξεγυμνωμένα πάνω στα βότσαλα. Ήταν ξεχασμένα πριν από χρόνια πολλά σε ανοιχτό τετράδιο. «Τη  δεύτερη ευκαιρία, όλοι την αξίζουν» σκέφτηκε και συμμάζεψε τα χειρόγραφα. Έφυγε τρέχοντας. Παντού κάδοι σκουπιδιών, γεμάτοι απόβλητα. «Θα σκοντάψω πάνω στους κάδους…» μονολόγησε και βρέθηκε κατακρημνισμένος με τα χειρόγραφα διασκορπισμένα. Για ώρα πολλή έψαχνε τα χειρόγραφά του. Του κάκου! Είχαν εξαφανιστεί. Κατέβασε το κεφάλι απογοητευμένος για την απώλεια. Η υπόλοιπη διαδρομή ήταν με αβάσταχτη θλίψη. Περπατούσε. Γλιστρούσε.  Έπεφτε.

Βγήκε σε καινούργια παραλία. Φως! Χαρά! Γέλιο! Παντού γέλιο, μα εκείνος προχωρούσε αγέλαστος, σκυθρωπός, με το βαρύ  φορτίο της απώλειας να τον βαραίνει. Βλέπει του παπύρους του σε ξένα χέρια. «Είναι δικοί μου!» φώναξε. «Είναι οι στίχοι μου!» Μία γυναίκα με φωτογραφική μνήμη είχε αποστηθίσει τους στίχους του. «Τώρα είναι δική μου. Δε μπορείς να τους πάρεις» είπε εκείνη  και σήκωσε το τροχισμένο σπαθί της να τον δολοφονήσει.  

«Υπάρχει, δικαιοσύνη!» φώναξε, εκείνος. «Υπάρχει, δικαιοσύνη κι απ’ αυτή δε μπορείς να ξεφύγεις!».

Η γυναίκα, γελούσε. Γελούσε με όλη της την ψυχή. «Δικαιοσύνη…» είπε περιπαικτικά. «Μας μιλάει για δικαιοσύνη…» κι έκανε να φύγει.

Αρπάζει τον άδειο πάπυρο απ’ τα χέρια της και τράβηξε δρόμο. Μπροστά του ξαναεμφανίστηκε ο δήμιος. «Να κρυφτώ! Να κρυφτώ πριν πέσω στην αντίληψή του και με πιάσει» σκέφτηκε κι άρχισε να τρέχει προς άγνωστη κατεύθυνση. Η αγωνία της λύτρωσης, κορυφωνόταν όλο και πιο πολύ. Επιθυμία του: Να  σωθεί παρέα με τους στόχους του.

Ακούει ποδοβολητά. Ο πόλεμος της συνείδησης δεν είχε κοπάσει. Τρέχει αγωνιωδώς να βρει έξοδο κινδύνου.  Μια έξοδο κινδύνου, να αναπαυτεί η ψυχή.

«Εδώ, είναι! Εδώ!» λέγει και τρυπώνει στη μικρή κρύπτη που βρέθηκε μπροστά του.

Ακούει ένα «Αλτ! Τα χέρια, ψηλά!» και περικυκλώνεται από τον δήμιο και  την επίλεκτη ομάδα του.

«Είμαστε αδέλφια. Μη με πυροβολείτε! Η ζωή μου είναι στα χέρια σας» ξεστόμισε κι   έπεσε σωριασμένος, κολλημένος στο χώμα.

Ο δήμιος, ανυποχώρητος. Ήθελε να επισφραγίσει τη θνητότητά του. Ψηλάφισε το κορμί του. Έπιασε το σφυγμό του. Αφουγκράστηκε τους κτύπους της καρδιάς του. «Είναι ζωντανός», λέει. «Δεν έχει καταθέσει ακόμη το πνεύμα του. Εμπρός,  σηκώστε τον να τον σταυρώσουμε».

«Όχι! Όχι!» ουρλιάζει φοβούμενος τη σταύρωση. «Είμαστε, αδέλφια» τόλμησε να  ξεστομίσει για μια ακόμη φορά αντιστεκόμενος  το θάνατο.

Οι ξιφολόγχες διασταυρώθηκαν. Προχωρούσε μαζί τους προς τον τόπο του μαρτυρίου. Μέσα του υπήρχε ακόμη άσβεστη η ελπίδα της δραπέτευσης. Ήθελε να διασωθεί. Να γλυτώσει τα βασανιστήρια τους.

Ο νους προσπαθούσε να βρει έξοδο κινδύνου μα όλες οι κάνες ήταν στραμμένες επάνω του. Είχε απογίνει ασκητική φιγούρα. Διάφανη. Το φως διαπερνούσε τη σάρκα κι έκανε άτρωτα τα τρωτά του σημεία.

«Εδώ θα κρυφτώ», του πέρασε ξυστά η σκέψη απ’ το μυαλό καθώς πλησίαζε ένα απόρθητο κάστρο. «Μέσα στο μικρό  τούνελ δε μπορούν να εισβάλουν οι βαριές πανοπλίες. Θα φοβηθούν τις συμπληγάδες του  αγνώστου και θα πισωγυρίσουν…» έπεισε τον εαυτό του και μ’ ένα σάλτο  διαπέρασε τη μικρή σχισμή του βράχου και χώθηκε στον λαβύρινθο της κατακόμβης.

Η κατακόμβη ήταν  άδεια από θεούς και δαίμονες. Πυκνό σκοτάδι. Ούτε μια  ηλιαχτίδα φωτός δε τρύπωνε στους αδιαπέραστους βράχους του κάστρου. Σαν συμπληγάδες οι δύο τοίχοι οδηγούσαν σε ανεξερεύνητους κόσμους. Μέσα στο αδιαπέραστο σκοτάδι  και στην απέραντη σιωπή θα περνούσε προστατευμένος το υπόλοιπο της ζωής του δίχως κανείς να ενδιαφερθεί για τη  διάσωσή του. Θα ενταφιαζόταν παρέα με τους  άγραφους στίχους του, δίχως επιμνημόσυνη δέηση, δίχως μνήμα και μαρμάρινο σταυρό να αναγράφει το όνομά του.

Ήταν τρομαγμένος μα και ευτυχής που γλίτωσε τη σταύρωση και τη βεβήλωση των στόχων.  Τους συγκρατούσε με δύναμη μη του γλιστρήσουν στο σκοτάδι και τους χάσει δια παντός .

Ένιωσε να σέρνεται κάτι στο  πλάι του. Ήταν  το ομοίωμα του άλλου του εαυτού. Σαν άγγιξε τις πληγές του, ο σπινθήρας άναψε.

«Εσύ; Τι θέλεις, εδώ;» ρώτησε.

«Ψάχνω τον εαυτό μου» απάντησε. «Ψάχνω τον εαυτό μου. Δες με πως κατάντησα!».

Τα γένια του ήταν φαγωμένα. Το κεφάλι φαλακρό. Το σώμα γεμάτο πληγές.

«Είμαι λεπρός» συνέχισε. «Κρύφτηκα να μη μολύνω τους ανθρώπους. Διάλεξα τούτη την ερημική κατακόμβη και μέσα της  εναπόθεσα την ελπίδα της λύτρωσής μου. Η κοινωνία των ανθρώπων ποτέ δε με αναζήτησε», απολογήθηκε κι έλαμψαν οι σιαγόνες του στο σκοτάδι.  «Εσύ, γιατί είσαι αξύριστος;» ρώτησε κι έπειτα πρότρεψε: «Πάρε τις λεπίδες μου, μου είναι άχρηστες πια. Δεν έχω πούπουλα στο κορμί μου. Ορίστε, πάρε να ξυριστείς να φανεί η ομορφάδα σου. Δεν ξέρεις πως η εικόνα του προσώπου είναι κι εικόνα της ψυχής; Εγώ, συνήθισα την ασχήμια…».

«Όχι! Μου είναι άχρηστες.  Ο Δήμιος παραμονεύει έξω από την κατακόμβη. Καραδοκεί  με όλο το ασκέρι του να κόψει την κεφαλή μου» είπε τρεμάμενος και κρεμάστηκε από πάνω του. «Είσαι εικόνα του εαυτού μου. Το Εγώ και το Υπερεγώ μου, η καθολική μου Ύπαρξη. Χρόνια τρυγούσα τους στίχους μου και προσπαθούσα να σε συναντήσω και να τους μοιραστώ μαζί σου. Η αλαζονεία με έριχνε πάνω στα βράχια. Η ματαιότητα  έστηνε επικίνδυνα παιχνίδια. Φως και σκοτάδι μπλεγμένα στην κατακόμβη της σαρκός. Όσοι ήλιοι κι αν έλαμψαν  στο διάβημα της ζωής υποτάχτηκαν ανασταίνοντας τις ανθρώπινες ματαιοδοξίες μου».

«Δυο κόσμοι διαφορετικοί κοσμούν αυτή την κατακόμβη» είπε ο Άλλος του Εαυτός. «Το ελεεινό μου, Εγώ, καταρράκωσε την αξιοπρέπειά μου. Κατάντησε υποχθόνιος θεός που κατατρώει  το κορμί μου. Το Υπερεγώ, αμέτοχο αγνάντευε την φύση που το  έτρεφε. Τώρα έχει γίνει εικόνα που με πλησίασε για να γιατρέψει τη λέπρα της ψυχής μου».

«Πάμε να φύγουμε από δω!» κραυγάζει. «Να φύγουμε μαζί. Εγώ κι εσύ, εικόνα ολοκληρωμένη, να αντιμετωπίσουμε το δήμιο που καραδοκεί».

«Θα ήσουν Θεός, αν ήσουν αλάνθαστος‧ τα λάθη, μαθήματα σοφίας μεταδίδουν. Πάρε τους στίχους που διέσωσες και σώσε την τιμή σου. Αυτοί θα ξυπνήσουν τους ανθρώπους από τον λήθαργο της θύμησης».

Άφησε το σύμμαχό του να τον ακολουθήσει χωρίς να του δοθεί χρόνος να φτιασιδωθεί.   Με φαγωμένα γένια, με φαλακρό κεφάλι, με το σώμα γεμάτο πληγές τον ακολουθούσε με ανύπαρκτη αγωνία. Προχωρούσε  μπροστά κι εκείνος ακολουθούσε ξωπίσω του. Φτάσανε την έξοδο κινδύνου, εκεί που ήταν κάποτε η είσοδος της σωτηρίας του. Κοντοστάθηκε.

«Μη φοβάσαι» του λέει. «Όταν είμαστε μαζί, είμαστε Ένας. Μαζί θα προχωρήσουμε να δώσουμε τη μάχη της λύτρωσης μας» και τότε ακούστηκε η φωνή: «Αλτ!» και υψώθηκαν κάνω από τα κεφάλια τους οι ξιφολόγχες ολόκληρης φάλαγγας δημίων.

«Παραδίδομαι!» φώναξε.

«Παραδίδομαι» φώναξε κι ο φίλος οδηγός.

 

Παραδοθήκανε και  ακολουθήσανε την τύχη που τους περίμενε με χιλιάδες λόγχες στραμμένες στους κροτάφους τους.

 Είχε φτάσει απόγευμα. Είχανε γίνει μπροστάρηδες αναζήτησης του νέου τους στόχου. Δεν μπορούσαν να στρέψουν πίσω τα κεφάλια τους μα ούτε και να δούνε τις παρατεταμένες ξιφολόγχες  που έγερναν ετοιμοπόλεμες κατά πάνω τους.  Βαριά τα  βήματά τους αντηχούσαν στο χώμα. Τα σώματά τους κουβαλούσαν το αβάσταχτο φορτίο της συνείδησης.

«Πιο γρήγορα! Ανοίχτε το βήμα σας!» ακούστηκε ξωπίσω τους η φωνή του δήμιου.

Προχωρούσανε καταϊδρωμένοι, με το σάλιο κολλημένο στα χείλη.

Κοιτάζει το πρόσωπο του συντρόφου του. Είχε αρχίσει να φυτρώνουν γένια στα διάφανα μάγουλά του. Μαλλιά είχαν πλαισιώσει τους γυμνούς κροτάφους του. Οι πληγές του κορμιού του είχαν αρχίσει να υποχωρούν. «Βγήκα στο φως» είπε. «Δυνάμωσα με την ελπίδα της σταύρωσης. Ζωντάνεψε μέσα μου η ζωή. Τώρα ζω τη νεκρανάστασή μου. Είναι νεκροί κι οι ζωντανοί που σαν νεκροί ζούνε… Ζωή και θάνατος, όψεις του ιδίου νομίσματος…» είπε συνεχίζοντος την ανηφορική τους πορεία. 

«Ναι! Αλήθειες ομολογείς» συνέχισε πειθαρχημένος. «Όπως εγώ, έτσι κι εσύ: Ο εαυτός που πιστεύω ότι είμαι, κι ο εαυτός που είμαι στην πραγματικότητα. Δυο διαφορετικές εικόνες του ίδιου ατόμου. Το Εγώ μου και το Υπερεγώ μου».

Οι σκιές είχανε μεγαλώσει. Βάδιζαν κι εκείνες μαζί τους στο λιθόστρωτο δρόμο. Σκοντάφτανε. Σηκωνόντουσαν. Ξανά σκοντάφτανε. Οι ίσκιοι από τις ξιφολόγχες διαπερνούσαν τα κεφάλια τους. Όδευαν  αστραφτερές στο λυκόφως.

«Να το κοιμητήριο!» είπε κάποιος από τους ακόλουθους. «Εκεί   βρίσκεται ο τελικός προορισμός μας» και συνέχισε να δυναμώνει το βήμα του.

«Κουράστηκα. Θέλω νερό!» εκλιπαρούσε. «Κουράστηκα. Θέλω νερό!».

«Προχώρα» του λέει ο σύντροφός του. «Στο κοιμητήριο ίσως να έχουν ενταφιάσει τους παπύρους της γνώσης  που ξεχάστηκαν στην κατακόμβη. Ίσως εκεί να βρεις τους χαμένους στόχους σου, να ενταφιαστείς μαζί τους».

«Κι εσύ; Τι θα κάνεις, εσύ;» ρώτησε.

Αντί για απάντηση άνοιξε η μεγάλη κερκόπορτα που βρισκόταν σε σημείο αναπνοής  από τον τελικό προορισμό. Ο δήμιος πήρε θέση ξεναγού και οι ακόλουθοι πήραν θέση στους    υψωμένους μαρμάρινους σταυρούς.

Κάθε σταυρός κι ένα όνομα. Ένα όνομα γραμμένο στο πινάκιο της ματαιότητας. Τα καντήλια σβηστά. Κάποια μάρμαρα σπασμένα, συλημένοι τάφοι… Μόνο  το άρωμα των κρίνων διαπερνούσε τα ρουθούνια τους. Μόνο αυτό είχε παραμείνει αλώβητο από τη λαίλαπα των επιδρομέων.

«Εδώ» είπε ο δήμιος,  «τελειώνει η αγωνία της λύτρωσης. Γονατίστε κι ενσκήψτε στο χώμα να δεχτείτε τη χαριστική βολή» και μια δέσμη  φωτός εκκενώθηκε στα κεφάλια τους.

Άρχισε να βρέχει.

Μικρές διάφανες κλωστές ξετυλίχτηκαν κι έντυσαν με την αύρα του Θείου τα σώματά τους. Σαν λουλούδι άρχισε να ανθίζει η ψυχή. Το ξερό χώμα ποτίστηκε απ’ το χάδι της γαλήνης. Εξαϋλώθηκε η ασχήμια‧ έγινε ζωγραφιά στο κάδρο της ζωής. Άστραψε και  μια υπέρκοσμη δύναμη έσμιξε μαζί τους. Οι  ακόλουθοι τραντάχτηκαν στο μπουμπουνητό και τη φοβέρα.

«Ποιος δε φοβάται το άγνωστο; Ποιος δε φοβάται τη δύναμη της καταστροφής;» ερώτησε ο δήμιος.

Κάποιος σοφός, από το βάθος της στοίχισης, απάντησε: «Δεν υπάρχει θάνατος, παρά μονάχα εναλλασσόμενες γεννήσεις» κι ο δήμιος προσπάθησε  να εντρυφήσει τη σκέψη του.

«Το Σύμπαν είναι η Κεφαλή της Ύπαρξης» επανέλαβε.

«Κι ο άνθρωπος; Τι είναι ο άνθρωπος;» πήρε το κουράγιο και ρώτησε.

«Ο άνθρωπος είναι η τρίχα της κεφαλής του» είπε εκείνος με στωικότητα χαϊδεύοντας τα μαλλιά του.

Λοξά κοιταχτήκανε  με το σύντροφο εαυτό. Προσπαθούσανε να νιώσουν στην κεφαλή τους τη μπότα που προσπαθούσε να βρει ισορροπία επάνω τους.

Ένιωσαν  να συνθλίβονται. Να γίνονται μικρούτσικα κομματάκια σάρκας…

Γίνανε σκόνη σε αχανή έρημο. Να σβήνουνε στο Λίβα της αναζήτησης για μια σταγόνα που θα πότιζε το ξερό χώμα, να γίνουμε ζωγραφιά στο κάδρο της ζωής  δίχως να ξεχάσουνε πως το Σύμπαν είναι η κεφαλή της Ύπαρξης κι ο Άνθρωπος η τρίχα της Κεφαλής του. Μα καθώς έκαναν ‘κείνες τις σκέψεις, ο Εγκέλαδος  συντάραξε τα σωθικά κι έκανε εντονότερη την αγωνία της λύτρωσης. «Η ανάσα της γης!» σκέφτηκε καθώς έτρεξε να διαφυλάξει το σαρκίο του. «Όπως ο άνθρωπος, έτσι κι γης… Όταν τους βαραίνουν βάσανα, αγκομαχούν και βαριαναστενάζουν» έδωσε βιαστικά την εξήγηση γραπώνοντας από τους ώμους το Σύντροφο Εαυτό!…

 

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

«ΑΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ….» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

 FATUM - ΣΤEΛΙΟΣ ΛΙΘΟΞΟΪΔΗΣ - Medium

ΑΥΤΟΣ  Ο ΚΟΣΜΟΣ….

 

Αυτός ο κόσμος παραμένει ασάλευτος.

Άπραγος. 

Κουβαλάει στο κύτταρό του το γονίδιο της αδράνειας

μιας αδράνειας ευαγούς.

 

Κοιμάται και λογίζεται ξυπνητός.  

Ανασαίνει τα αδιέξοδα κολλημένος στο χώμα.

Βράζει μέσα στο τσόφλι του.

Βουτηγμένος στα λασπόνερα  αεροβατεί στους αιθέρες…

Λιμνάζει  το αίμα του… Το χνώτο του βρωμά…

Συρρικνώνεται το Ον μέσα του. Σαπίζει λίγο λίγο.

Φορώντας ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι του πυροβολεί  τον Άνθρωπο.

 

Αυτός ο κόσμος πρησμένος από νεκρή ζωή,

παρέα με ζηλωτές της συμφοράς

κάτω από τον Ήλιο της Δικαιοσύνης αποκαλύπτει την αποφορά του:

Γαλήνια…  Ατιμώρητα… Με  το βλέμμα καρφωμένο στην σκανδάλη…

 

Πέμπτη, 17 Σεπτεμβρίου 2020

 

 Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

« ΑΝΑΜΝΗΣΗΣ ΛΕΜΟΝΑΝΘΟΙ» στίχοι της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη


 
 
« ΑΝΑΜΝΗΣΗΣ λεμονανθοί»

Σε είπα Αγάπη γιατί ήσουν Αγάπη! Γιατί  ήσουν  ζωγραφιά γραμμένη  
με τ’ άλικο χρώμα της καρδιάς‧ γιατί ράντιζες με λεμονανθούς
τα σύννεφα της οικουμένης.

Αχ,  ποιός σου τσαλάκωσε τη φορεσιά και σ’ άφησε μονάχη;
Ραγίζοντας το  μεστωμένο γέλιο του αγνού  πρόσωπο  σου;

Σε είπα Αγάπη, γιατί ανθούσανε   στα χείλη σου οι πιο δροσάτες ρίμες
κι άγγιζα  τα ακούσματα  μαζί τους ταξιδεύοντας,  
πριν οι κουρούνες κλέψουνε το φως απ’ της  Αυγής το άστρο.

Πήρε δοξάρι ο Αυγερινός στα χέρια του, χτυπώντας τη βιόλα.
Ελαφροπατώντας τις ρούγες διάβηκε κι εσύ στο παραθύρι σου επρόσμενες
να τον ραντίσεις με λεμονανθούς του έρωτα.  
Ήξερες    να  δροσίζεις  με χαρά, τον πόθο που σε πλήγωνε,
δίχως να τον πληγώνεις. Μα... σου ‘κανε λαβωματιά!…
Τη μαχαιριά σου έριξε πισώπλατα, αισθαντική στην πλάτη σου να νιώσεις… 

Τα ‘δωσες,  όλα, δίχως να αδράξεις κάτι και  για σένα …
Ακόμα κι εκείνο το χαμόγελο που μας παρηγορούσε, το άφησες πίσω.
Άσπρο πανάκι έκανες  την καρδιά σου‧
την άγκυρα σου σήκωσες να ταξιδέψει το πλοίο της Αγάπης.
Ο έρωτας παραπάτησε στη στροφή.
Με δίχως πυξίδα  έψαξε   τα ίχνη σου  να βρει εκεί  που σε χε λησμονήσει.

Βέλος σε πλήγωσε,  έρωτα, Αυγερινού.
Δαίμονας πειρατής άρπαξε το γέλιο  του.
Ξαστόχησε.Ο εγωισμός δεν άφησε την αγάπη να ανθίσει.  
Μελανά σημάδια άφηνε πίσω του στην προσπάθειά του  να σε ανταμώσει.
Από τότε, Εφιάλτες μουντζούρωσαν  τα γλυκά  όνειρα του.
Η Σκύλα και η Χάρυβδη κατευθύνουν  την Οδύσσεια   του.  
Σαν δύναμη ανέμου που ξεσχίζει πανιά…. Σαν καταιγίδα  που καταποντίζει….
Μα, πώς έγινε και  χάθηκες,  δίχως ν’ αφήσεις ίχνη μετά  από τόση αγάπη;

Άναβες φώτα σε μονοπάτια σκοτεινά, να μην παραπατήσουν
οι διαβάτες της ζωής σου! Είχες   αγγελική  καρδία,
ψυχή  άπλετου κάλλους που γαλήνευε τις άγριες τρικυμίες των   ωκεανών.

Φανταχτερά φορέματα δεν έβαλες
και του κορμιού η αρματωσιά δεν στροβιλίστηκε σε σώματα εμποδισμένα.
Ακήρατη πρόβαλε η αγάπη  που ήξερε  να συγχωράει  ακόμη
αυτόν που πλήγωνε καρδιές με  βέλη μωρού Έρωτα.

Δεν σου θυμίζω τις λαβωματιές, μήτε τους στεναγμούς
κάτω απ’ της καρδιάς σου το νεφέλωμα.
Φοβάμαι πως, σκόνταψε  η αγάπη μου σε κεραυνού παγίδα
και διαλυθήκανε   τα  όνειρα  που έκανα  για σένα.

Δύστροπος έρωτας!
Με δίχως αντίσταση σε λάγνα ερωτηματικά  έδινα  απαντήσεις .
Αινιγματικοί γρίφοι διασκορπισμένοι σε  λαβύρινθο ψάχνανε
το μίτο του επαναπροσδιορισμού σου. Να περιμένεις για λίγο ακόμη το Θησέα,
με άσπρα πανιά να γυρίσει απ’ του Μινώταυρου τη χώρα  
δίχως τη  μάγισσα Αριάδνη στο πλάι του.
Κι εγώ αφημένος  στους ωκεανούς των δακρύων μου, θα μένω
να ξεπλένω τον πόνο  με ευχές.
Θα αναμένω  τον ήχο του πλοίου της Αγάπης καθώς  θα μπαίνεις να  αράξεις στο λιμάνι του.

Δευτέρα, 4 Φεβρουαρίου 2013