Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

«Καταγραφή εγκλεισμού Α» της Μαρίας Ψωμά Πετρίδου

Κορονοιός: To ολέθριο λάθος της ανθρωπότητας στην επιδημία του ...Καταγραφή εγκλεισμού Α


Και τώρα αντιμέτωπη εγώ μ’ εμένα…
Ο χρόνος έπαψε να είναι πρόσκομμα για να με αποφεύγω. Στέκεται ακίνητος, διαγράφοντας κάθε πρότερη δικαιολογία να με δω. Αυτός ο μέχρι χθες πολύτιμος, ο «ποτέ αρκετός», ο «ελάχιστος δικός μου», τώρα, υπό τη δαμόκλειο σπάθη του συλλογικού θανάτου μου χαρίζεται άπλετος. Με φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με κάθε παραλλαγή, επιλογή και σημαία μου. Δια του ανάγκασον ξεφλουδίζει ό,τι βεβαιότητα διέθετα, δίχως να μπορώ να προβλέψω τι θ’ απομείνει. Αποκαλύπτομαι στα μάτια μου, κύκλος με μια τρύπα στη μέση, με πιεστική την πρόκληση να επανατοποθετηθώ για την όση ζωή μου, θέτοντας ουσιαστικές προτεραιότητες.
Βρίσκομαι άοπλη στη δίνη ενός πρωτόγνωρου πολέμου, όπου δεν βομβαρδίζεται το σπίτι που κατοικώ αλλά τα θεμέλια της ύπαρξής μου. Ο εχθρός δεν είναι σώματα απέναντι, να συνταχθώ εναντίον τους να τα εξολοθρεύσω. Δυνητικά είναι κάθε σώμα, συμπεριλαμβανομένου και του δικού μου. Η απομόνωση εμφανίζεται ως η μόνη μάχη που δύναμαι να διεξάγω, δίχως ποτέ να έχω εκπαιδευτεί για το προκείμενο.
Αποκομμένη από τα μέχρι χθες αυτονόητα του βίου μου, εκείνα που πυροδοτούσαν τον σκοπό του, καλούμαι να θέσω εαυτόν ανάχωμα, δια του εγκλεισμού, ως προάσπιση του βασικού αγαθού του υπάρχω τόσο των συνανθρώπων μου όσο και του προσωπικού.
Ο χρόνος σε ανακωχή από το τρεχαλητό του, αφήνει χώρο για την αναζήτηση δυνάμεων από πηγές, που κατά τα φαινόμενα, έχω παραβλέψει. Επιτακτική η ανάγκη να τις ανακαλύψω! Η νοσταλγία του παρελθόντος βυθίζει σε τέλμα, το παρόν καταθλίβει βαθιά, ενώ η ενόραση του μέλλοντος στερείται κωδικών για να στηθεί νέο όνειρο.
Από την άλλη το ένστικτο της επιβίωσης παντοδύναμο, απαιτεί τη διαφύλαξη της συνέχειας. Η φύση ανέκαθεν επικρατεί τους νόμους της, προχωρώντας χέρι με χέρι με το θάνατο ή διασώζοντας από αυτόν ό,τι και όσα έχει χρεία. Εγώ είμαι αυτή, η άνθρωπος, που πλανήθηκα πως κατάφερνα να την υπερκεράσω.
Τώρα κατά μόνας στη σιωπή, θαρρώ αρχίζω ν’ αφουγκράζομαι τη φωνή της, δειλά δοκιμάζοντας να συνομιλήσω μαζί της. Ταπεινωμένη σε κάθε επίπεδο, ευελπιστώ σταδιακά ν’ αφεθώ σε σύνδεση με την αρχική μήτρα, αποδεχόμενη το μεγαλείο του τίποτα της μονάδας και προσδοκώντας έναν κόσμο με ή χωρίς εμένα (αδιάφορο), ευημερούντα υπό τις επιταγές της.
Μακρύς ο δρόμος, αλλά η στάση του χρόνου ίσως αποδειχθεί αρωγός. 


Μαρία Ψωμά Πετρίδου:

Συγγραφέας & αρθρογράφος πολιτιστικών. Συντονίστρια της Λέσχης ανάγνωσης ΣΑΑΚ και υπεύθυνη της εθελοντικής ομάδας «Διάβασέ μου». Υπεύθυνη επικοινωνίας των εκδόσεων Τύρφη.

Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

«Η ΑΠΕΙΛΗ» στίχοι της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη


Η ΑΠΕΙΛΗ

Απειλητικό απλώθηκε το σύννεφο

πάνω από τα κεφάλια μας.

Πεισματικά  κυοφορούσε την καταστροφή
ζητώντας ρήτρα απ’ τους θνητούς 
και ανταλλάγματα.

Την οργή του Διός στα χέρια  του κρατούσε
Κεραυνούς σκορπίζοντας
εν ριπή οφθαλμού  θερίζοντας
τα στάχια της ζωής‧

κι εμείς αδύναμοι
κολλημένοι στον τοίχο
μέσα στα τείχη της πόλης
λαχταρούσαμε το φως. 

Τρίτη, 17 Μαρτίου 2020

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη 


Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

ΠΝΟΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ, ΤΕΥΧΟΣ 40-41, ΑΝΟΙΞΗ 2019 ΑΦΙΕΡΩΜΑ:ΙΤΑΛΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ

ΠΝΟΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ Τ.40-41 ΑΝΟΙΞΗ 2019 // ΑΦΙΕΡΩΜ

Περιεχόμενα

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ
Γράφουν:
ΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΦΑΗΛ
ΑΛΟΥΜΠΗ ΕΙΡΗΝΗ
ΑΡΒΑΝΙΤΗ ΜΑΡΙΑ
ΒΑΛΜΑΣ ΚΡΙΤΩΝ
ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ Δ. ΠΑΥΛΟΣ
ΓΚΙΩΝΑΚΗ ΑΡΕΤΗ
ΓΚΙΩΝΑΚΗ ΣΙΣΣΥ
ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ ΜΑΡΙΑ
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΣ
ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΕΛΙΝΑ
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ Α. ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΔΡΑΓΟΥΝΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
ΚΑΒΑΛΙΕΡΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
ΚΑΛΑΜΠΟΚΑ ΓΕΩΡΓΙΑ
ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΦΩΤΗΣ
ΚΑΡΑΜΟΛΕΓΚΟΣ ΘΗΡΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ
ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ
ΚΑΤΣΙΑΝΟΥ ΒΑΡΒΑΡΑ
ΚΟΛΟΒΟΥ-ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ ΜΑΡΙΑ
ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕΣ Γ. ΙΩΑΝΝΗΣ
ΛΙΑΝΟΣ ΝΙΚΟΣ
ΜΑΚΡΗΣ ΤΕΛΗΣ
ΜΕΤΑΞΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ ΒΙΚΥ
ΜΠΑΜΠΗ-ΤΖΟΥΝΗ ΙΩΑΝΝΑ
ΜΠΕΛΕΝΙΩΤΗ ΑΜΑΛΙΑ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΝΔΡΕΑΣ
ΝΤΟΒΑΣ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΟΛΙΒΙΕΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ - ΜΑΡΙΑ
ΠΑΝΑΓΑΚΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Θ. ΧΡΗΣΤΟΣ
ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
ΣΩΚΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
ΤΑΜΙΩΛΑΚΗΣ ΜΑΝΟΣ
ΤΣΙΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΦΑΛΚΟΣ-ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ ΤΑΣΟΣ
ΧΑΡΑΤΣΑΡΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΛΕΝΑ
ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ Α. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Παρουσιάσεις
Διηγήματα
Ποιήματα




ΠΝΟΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ, ΤΕΥΧΟΣ 42-43, ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2019 ΑΦΙΕΡΩΜΑ:ΡΩΣΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ

ΠΝΟΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ Τ.42-43 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2019 // ΑΦΙΕΡΩΜΑ:ΡΩ

Περιεχόμενα

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΡΩΣΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ
ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΟΦ
ΜΑΡΙΝΑ ΤΣΒΕΤΑΓΕΒΑ
ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ
ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ
ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΠΟΥΣΚΙΝ
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ
Γράφουν:
ΑΓΓΕΛΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ
ΓΑΛΑΝΟΥ ΜΑΡΙΑ
ΓΚΙΩΝΑΚΗ ΑΡΕΤΗ
ΓΚΙΩΝΑΚΗ ΣΙΣΣΥ
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ Α. ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΔΡΑΓΟΥΝΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
ΖΟΡΜΠΑΛΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΚΑΤΣΙΑΝΟΥ ΒΑΡΒΑΡΑ
ΚΟΛΟΒΟΥ-ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ ΜΑΡΙΑ
ΚΟΥΡΙΑΝΤΑΚΗ ΤΖΩΡΤΖΙΝΑ
ΛΑΔΙΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΛΙΑΝΟΣ ΝΙΚΟΣ
ΜΑΚΡΗΣ ΤΕΛΗΣ
ΜΕΤΑΞΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
ΝΤΟΒΑΣ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Θ. ΧΡΗΣΤΟΣ
ΣΠΑΘΑΡΑ ΑΓΑΠΗ
ΣΠΑΧΗΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ
ΧΑΡΑΤΣΑΡΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
Παρουσιάσεις
Διηγήματα
Ποιήματα

ΕΠΥΛΛΙΟΝ, ΤΕΥΧΟΣ 9-10, ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2019 ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ (ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ)

ΕΠΥΛΛΙΟΝ Τ.9-10 ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2019 // ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ

Περιεχόμενα

ΑΓΓΕΛΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ-ΡΑΦΑΗΛ
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ
ΑΓΡΑΠΙΔΗ Δ. ΣΟΦΙΑ
ΑΡΕΛΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
ΒΑΡΤΑΜΤΖΙΔΟΥ ΜΑΡΙΑ
ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ
ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ-ΔΑΚΤΥΛΙΔΗ ΜΑΡΙΑ
ΓΚΙΩΝΑΚΗ ΑΡΕΤΗ
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ Α. ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΔΡΑΓΟΥΝΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
ΖΑΡΚΑΔΟΥΛΑ ΠΟΛΥΞΕΝΗ
ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΥ ΠΟΠΗ
ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ
ΚΑΤΣΙΑΝΟΥ ΒΑΡΒΑΡΑ
ΚΟΛΟΒΟΥ-ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ ΜΑΡΙΑ
ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΤΑΣΟΣ
ΛΙΑΝΟΣ ΝΙΚΟΣ
ΜΑΛΤΑΜΠΕΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
ΜΑΥΡΟΥΔΗ-ΜΟΥΛΙΟΥ ΛΕΝΑ
ΜΕΤΑΞΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΝΔΡΕΑΣ
ΝΤΟΒΑΣ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΝΤΟΥΡΑ-ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΩΣΤΗΣ
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Θ. ΧΡΗΣΤΟΣ
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΠΛΟΥΜΠΗ ΔΗΜΗΤΡΑ
ΡΙΖΟΥ ΧΑΡΑ
ΣΟΥΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΣΠΑΘΑΡΑ ΑΓΑΠΗ
ΣΩΚΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΧΑΡΑΤΣΑΡΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Επιμέλεια έκδοσης: Αρετή Γκιωνάκη, Νίκος Δεληγιάννης

ΠΝΟΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ, ΤΕΥΧΟΣ 44-45, ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ - ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2019 Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

ΠΝΟΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ, ΤΕΥΧΟΣ 44-45, ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ - ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2
Γράφουν οι:
RICH ADRIENNE
WALCOTT DEREK
ΑΓΓΕΛΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ-ΡΑΦΑΗΛ
ΑΡΕΛΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
ΓΑΛΑΝΟΥ ΜΑΡΙΑ
ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ-ΔΑΚΤΥΛΙΔΗ ΜΑΡΙΑ
ΓΚΙΩΝΑΚΗ ΑΡΕΤΗ
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ Α. ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΔΟΥΣΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ
ΔΡΑΓΟΥΝΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
ΙΕΡΑΠΕΤΡΙΤΑΚΗ ΓΙΟΥΛΗ
ΚΑΡΑΜΟΛΕΓΚΟΣ ΘΗΡΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ
ΚΑΤΣΙΑΝΟΥ ΒΑΡΒΑΡΑ
ΚΟΛΟΒΟΥ-ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ ΜΑΡΙΑ
ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΛΙΑΝΟΣ ΝΙΚΟΣ
ΛΙΓΚΟΒΑΝΛΗ-ΑΓΟΓΛΩΣΣΑΚΗ ΧΡΥΣΟΥΛΑ
ΜΑΚΡΗΣ ΤΕΛΗΣ
ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ ΙΩΑΝΝΑ
ΜΕΤΑΞΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
ΜΟΥΛΝΤΟΝ ΠΩΛ
ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΣ MIX. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΝΔΡΕΑΣ
ΝΙΡΒΑΝΑΣ ΠΑΥΛΟΣ
ΝΤΟΒΑΣ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΝΤΟΥΡΑ-ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Θ. ΧΡΗΣΤΟΣ
ΣΑΛΤΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
ΣΑΛΤΑΦΕΡΟΥ-ΤΣΑΚΑΛΙΑ ΚΙΚΗ
ΣΗΦΑΚΗ ΕΜΜ. ΣΟΦΙΑ
ΣΠΑΘΑΡΑ ΑΓΑΠΗ
ΣΠΑΧΗΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ
ΣΤΕFΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑ
ΣΩΚΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
ΤΖΕΪΚΟΜΠΣ ΑΝΤΡΕΑ-ΜΑΡΙΑ
ΤΣΙΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΧΑΡΑΤΣΑΡΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Τρίτη 10 Μαρτίου 2020

Ευχαριστώ το νομικό και λογοτέχνη Γιώργο Ι. Μποτή για την τιμητική προσφορά του καινούργιου βιβλίου του: «ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ - Ο καρκίνος συνδιαλέγεται με τον Ασθενή - Ο καρκίνος του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστόδουλου» (Εκδόσεις: Πύρινος κόσμος, 2020).


Ευχαριστώ το νομικό και λογοτέχνη Γιώργο Ι. Μποτή για την τιμητική προσφορά του καινούργιου βιβλίου του: «Διάλογος με τον καρκίνο - Ο καρκίνος συνδιαλέγεται με τον Ασθενή - Ο καρκίνος του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστόδουλου.  Εκδόσεις, Πύρινος κόσμος,  2020».
Με Μεγαλείο ψυχής έκανε την επιστημονική του μελέτη κουβαλώντας το σταυρό της δική του σταυρώσεως, έναν σταυρό που εγκυμονεί την ανάσταση και την ανάταση της ψυχής  και του αδούλωτου πνεύματος.
Μόλις παρέλαβα το βιβλίο, κάθισα   ως αργά και μελετούσα την εξομολόγησή του μπροστά στον Εξομολόγο και Δικαστή  καρκίνο. Ο λόγος  του,  ποταμός, που σφυρηλατεί και λειαίνει της βιωτής μας τα κοφτερά βράχια! Με παρρησία ψυχής και αδέκαστη συμπεριφορά έριχνε μαζί του τα ζάρια της ζωής παίζοντας κορώνα γράμματα τα αποθέματα του  Άχρονου χρόνου!
Ο συγγραφέας Γιώργος Ι. Μποτής, με το καινούργιο πόνημα του, το τόσο ευαίσθητο, επισφραγίζεται  το ψυχικό  σθένος της Αρκαδικής του καταγωγής και της Ηράκλειας προσπάθεια του  για προσφορά όλα τα χρόνια της ζωής του,  καταθέτοντας στις γενιές του μέλλοντος περγαμηνές μεγάλης αξίας.

Με όλο μου το Σεβασμό και την Αγάπη, εύχομαι σε αυτόν προσωπικά και στην οικογένειά του, Χρόνια Καλά και Ευλογημένα!  
ΚΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ, Καλή Δύναμη και Καλή Συνέχεια σε ότι κι αν κάνει!

10 Μαρτίου 2020
Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη

Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

«Η ΑΠΟΥΣΙΑ» απόσπασμα από την υπο έκδοση Νουβέλα " ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΟΣ" της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη


«ΖΕΥΓΑΡΙ»  
Ιδιότυπη Ελαιογραφία της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

«Η ΑΠΟΥΣΙΑ»

(Απόσπασμα από την  υπο έκδοση Νουβέλα " ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΟΣ" της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη)

Αγριεμένος άνεμος σάρωνε τα κιτρινισμένα καρυδότσουφλα της  γυμνωμένης  καρυδιάς κι ο Αδάμαστος για πολλοστή φορά σφράγισε  την εξώπορτα γυρίζοντας τέσσερις φορές το κλειδί στην κλειδαρότρυπα. Χρόνια, τώρα, παρέμενε αμπαρωμένος στην κατακόμβη του βιώνοντας  τα πιο πένθιμα κι αφέγγαρα βράδια της ζωής του. Η θαλπωρή της συντροφικότητας  είχε εκπνεύσει προ πολλού κι αναζητούσε παρηγοριά στα  απομεινάρια  του τζακιού.  Πηχτή μαυρίλα πλάκωνε την ψυχή του και σαν μαδημένο γέρικο πουλερικό, με φτερούγες τσακισμένες, εκλιπαρούσε μια μικρή απόδραση από την τυραννία της μοναξιάς. Στη σύντομη ζωή του, δεν πρόφτασε  να καταλάβει  το πόσο γρήγορα είχαν  ξενιτευτεί  η νιότης κι η λεβεντιά. Τώρα καλείται να την αποχαιρετήσει  με δίχως συντροφιά και συμπόνιας χάδια με  δίχως φιλία με δίχως λόγια παρηγορητικά να ζεσταίνουν  την κόλαση του.
Πικρός εκείνος ο ξενιτεμός! Ολοζώντανο θυμάται το τελευταίο φλεβαριάτικο απόγευμα στο περιβόλι με την  Εύα: προσπαθούσε να του προσφέρει λίγες νότες χαράς κι αισιοδοξίας, αλλάζοντας για λίγο τη διαδρομή που η μοίρα τους είχε  ετοιμάσει.
Ήταν χειμώνας. Εκείνη, χάιδευε τα μπουμπουκάκια της ανθισμένης μυγδαλιάς και χαμογελούσε καθώς  είχαν σηκώσει ανάστημα στη θαλπωρή του χειμωνιάτικου ήλιου. Θαρρείς κι ήταν ανάστερα  χερουβίμ ζωσμένα με ροδόχρωμες αχτίδες. Χάιδευε κι ο Αδάμαστος  το ροζιασμένο κορμό του  γέρικου δέντρου, αναθάρρευε  λες  κι ήταν παιδί που επιθυμούσε το χάδι του πατέρα για να ανδρωθεί και να ανθοβολήσει. Εκείνη, άφησε τα μάτια της  απ’ τον Αδάμαστο, κάρφωσε το βλέμμα στα ανθισμένα κλωναράκια της μυγδαλιάς κι ονειροπολούσε μαζί τους.
«Έτσι ομιλούνε, Αδάμ, τα μπουμπουκάκια, στον Παράδεισο! Να, έτσι, όπως ομιλούν τούτα τ’ ανθάκια του Θεού, αναμεταξύ τους. Σαν άγγελοι ηλιοφώτιστοι μπρος στον Δημιουργό τους» στράφηκε στον Αδάμαστο με πάλλευκη στωικότητα η Εύα. Τ’ αναθυμήθηκε τούτο ο Αδάμαστος και σαν τσακισμένη κληματόβεργα έγειρε το κεφάλι στις απαλάμες και ποτάμια δάκρυα αυλάκωσαν το ραγισμένο πρόσωπό του.
Από τότε, ολάκερες νύχτες, βολόδερνε στο άδειο σπίτι. Χάιδευε σπιθαμή σπιθαμή ό,τι πρωτύτερα είχαν αγγίξει τα χέρια της αγαπημένης του Εύας. Μαρμάρωναν τα  κάστανα μάτια του μπρος στο μπογιατισμένο πορτρέτο της νιότης.  Εκείνη, είχε χώσει τα  ντελικάτα ακροδάχτυλά της στα κατάξανθα κυματιστά μαλλιά του, εκείνος κρατούσε εκστατικά τ’ αναμμένο  τσιγάρο στα χείλη.
«Χεράκια μου, αγιασμένα…  Μαλλάκια μου, αγγελικά... Πρόσωπο θεϊκό και τίμιο…» μονολογούσε και φιλούσε τις  μπογιές που εικόνιζαν χέρια, μαλλιά  και πρόσωπο της αγαπημένης του. Άγγιζε και φιλούσε τις μπογιές σαν να φιλούσε παρθενικά κάλλη.
Μιλούσε... Φιλούσε… Έκλεγε… Γελούσε…
«Τούτα μ’ απέμειναν, τούτα φιλάω απ’ εσένα, καλή  μου!...» έλεγε και ξανάλεγε  λες κι η Εύα ήτανε πλάι του και δεχόταν παθητικά κι αμέτοχα τα φιλιά  και τα χάδια του.
Φώναζε τ’ όνομά της. Εκλιπαρούσε το γυρισμό. Η φωνή χτυπούσε του τέσσερις  τοίχους κι  επέστρεφε αφιλόξενη κι αγριεμένη βροντούσε  τζάμια, παραθυρόφυλλα,  ατσάλινους μεντεσέδες μπουσούλαγε σαν ερπετό στα πατώματα ανέβαινε στα σανίδια του γέρικου κρεβατιού χωνόταν στα παγωμένα κλινοσκεπάσματα κι έκανε τον Αδάμαστο να ανατριχιάζει.
Οι  χτύποι του ρολογιού σαν σφήκα κέντριζαν  την καρδιά του.  Διέστελλαν τις κόρες των ματιών  κι έκαναν τα κόκαλά του να τρίζουν. Θα ‘θελε να ‘χε φτερά να πετούσε για λίγο κοντά της, να βρισκόταν στο πλάι της, να τη φιλούσε, να της μιλούσε, να της φανέρωνε την αγάπη του.
«Στρατεύομαι, καλή μου. Στρατεύομαι!  Όπου να ‘ναι, σου ‘ρχομαι! Κοντός ψαλμός, Αλληλούια…», παραλόγιαζε.  
«Θα ‘ρθω να σε βρω, όπου και να ‘σαι! Τι κι αν βοριάδες, κεραυνοί κι ανεμοθύελλες, τσακίζουν το σακάτικο σκαρί μου; Τούτο το σώμα λυσσομανά.   Τρέμει τη θάλασσα της απουσίας σου. Πιθύμησε η  ψυχή να πιάσει λιμάνι στων αστερισμών τη φωτοχυσία. Λαχτάρισε  το σμίξιμο μαζί τους. Βιάζομαι. Δεν μου απέμεινε καιρός. Η μυγδαλιά μας ξεράθηκε δίχως  το χάδι και  το χαμόγελό σου. Ξεχάστηκε, ξεσκέπαστη στου κόσμου την αδιαφορία. Αγρίεψε η γλυκύτητα του ύπνου.  Σε  μονό προσκεφάλι νανουρίζεται ο στρατηλάτης πόνος και με αντάρα ο μονάρχης καβαλάρης, αφουγκράζεται…».
Χρόνια γεμάτα απουσίες… Η απουσία της, τον είχε τυλίξει με ολόμαυρο σάβανο. Καμιά χαραμάδα δεν είχε ξεμείνει ανοιχτή να μπει λίγη ελπίδα, λίγη φωτεινή  παρηγοριά. Σα ναυαγός, που βρέθηκε  δίχως τη θέλησή του να κολυμπά σε αγριεμένα πέλαγα, συντροφιά με τα σπασμένα κουφάρια που κάποτε κουβαλούσαν ζωή και τώρα κουβαλούν φορτίο αγωνίας, ξεβρασμένο στα κοφτερά βράχια της Μοίρας…
Κάποτε, του είχε μιλήσει:  «Ο άνθρωπος, όσο είναι στη γη, έχει τη ζωή που του αξίζει!... Αν δεν ανέβει στους Ουρανούς  να δει τους όμορφους ωκεανούς του Σύμπαντος που αποπνέουν κύματα Αγάπης, ποτέ δεν θα  μπορέσει η ανήμερη ψυχή να ευτυχίσει. Στα χέρια του Θεού,  μεταπλασμένη σε άστρο, θα σταματήσει τις μικρότητες απέναντι στον άνθρωπο. Θα εμβολίσει τα πάθη της, θα κεντήσει τις θλίψεις. Θα ελευθερωθεί απ’ τα δεσμά και μέσα απ’ τα φίλτρα του Θείου Νου, θα ξεχάσει και θα ζευγαρώσει με τη γαλήνη. Θα αφεθεί στον Πλάστη της  κι Εκείνος θα κανονίσει την θέση της μαζί Του!»
Τα αναθυμήθηκε όλα τούτα, ο Αδάμαστος. Τον έπιασε παράπονο. Ακόμη και  η προσπάθεια της ανασαιμιάς του είχε γίνει ανυπόφορη. Δίχως την Εύα πλάι του, ζούσε σε έναν κόσμο άκοσμο, βουτηγμένο στα τάρταρα. Η υπομονή είχε καταντήσει στείρα παλληκαριά. Πώς να οδηγηθεί στην αποδοχή της Μοίρας του; Του ήταν αδύνατο! Συνέχεια ρωτούσε «Γιατί; Γιατί, Θεέ μου;…»  και περίμενε απάντηση εκεί που ο Θεός είχε δώσει την απάντησή Του∙ μα οι ωδίνες της ζήσης ήταν ανένδοτες. Του χαρίστηκαν χωρίς να το θελήσει.
Από νωρίς η μπάντα του δήμου έπαιζε ρυθμικά, μέχρι που αργά τ’ απόγιομα  ο ψάλτης ήχος  ξεμάκρυνε κι απέμεινε ο Αδάμαστος έκθετος στη λιμασμένη απομόνωση. Πήγε πλάι στο σβηστό  τζάκι. Πήρε στα χέρια το καρβουνιασμένο πατόξυλο κι άρχισε να σκαλίζει. Ξεθάρρεψαν μέσα του τα φαντάσματα. Σάλεψε το μυαλό του. Το στόμα  στέγνωσε. Μαράθηκαν τα χείλη ακόμη πιο πολύ. Κιτρίνισε ολάκαιρος, σα φύλλο χινοπώρου κι όλοι οι αέρηδες  έπιασαν κουβέντα μαζί του: «Όταν με χάσεις, ψάξε με στην κατακόμβη! Θα σε περιμένω να εξερευνήσεις το άβατο της ψυχής μου» του είχε πει κάποτε βουτηγμένη στα δάκρυα…
Σηκώθηκε.  Βάδισε  μερικά βήματα μέχρι την κάμαρα. Πήρε  το μυστικό κλειδί και, άνοιξε το θησαυροφυλάκιο. Έβγαλε  από  μέσα τα προσωπικά αντικείμενα της Εύας μαζί με μερικούς σφραγισμένους φακέλους κι επέστρεψε πίσω στο σβηστό  τζάκι.  Άφησε όλα τα ενθυμήματα στο πάτωμα  κι άρχισε να  ανοίγει το φάκελο της πρώτης επιστολής.

«Άνθρωπέ μου, σύντροφέ μου, αντιστύλι μου: Ο Θεός ημών, πολύ μας ευσπλαχνίστηκε  και μοίρασε το σταυρό του μαρτυρίου μας ισόποσα να κουβαλήσουμε, καθώς ανεβαίνουμε  το Γολγοθά της δικής μας Σταυρώσεως. Σε παρακαλώ, προσευχήσου, κι ανταπέδωσε στην μεγάλη ευσπλαχνία Του  δάκρυα μετάνοιας,  για τα καλά που θα μπορούσαμε να πράξουμε και δεν πράξαμε. Μαζί σου συμπάσχω,  αφού κατατροπώθηκε η ψυχή από θεότητες κακότροπες  
Με δακρύβρεχτες προσευχές εκλιπαρώ το Θεό και Πατέρα μας: Της καμαρούλας μας να κρατεί πάντα το φως αναμμένο με φεγγοβόλο κερί και μοσχολίβανο  να καίει  πλάι στους αιώνιους όρκους  της αγάπης μας» διάβασε για λίγο κι αφέθηκε στο ταξίδι της περιπλάνησης…