Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

Προσεγγίζοντας την Ποιητική Συλλογή: «ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ Ο ΜΕΓΑΣ» του Αλέξανδρου Πλάτων Δέλτα, εκδόσεις Πολυγένης, Πάτρα 2023.

Προσεγγίζοντας την Ποιητική Συλλογή: «ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ Ο ΜΕΓΑΣ» του Αλέξανδρου Πλάτων Δέλτα, εκδόσεις Πολυγένης, Πάτρα 2023.

 

(Ομιλία της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη κατά την παρουσίαση της Ποιητικής Συλλογής που πραγματοποιήθηκε  στη Στέγη Γραμμάτων «Κωστής Παλαμάς» υπό την αιγίδα της Εταιρίας Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδος και του προέδρου της, Λεωνίδα Μαργαρίτη.)  

 

Αγαπητοί φίλοι της ποίησης, της δημιουργίας, του κόσμιου λόγου και της λογοτεχνίας, καλησπέρα σας. Βρισκόμαστε, εδώ, για να τιμήσουμε με την παρουσία μας τον εκλεκτό ποιητή και ζωγράφο Αλέξανδρο Πλάτων Δέλτα και να κοινωνήσουμε ένα κομμάτι γνώσης από τη γνώση του.

«ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ Ο ΜΕΓΑΣ», ονομάζεται η καινούργια του ποιητική συλλογή. Πρόκειται  για μια συλλογή 96 ποιημάτων,  που εκτείνεται σε ένα πόνημα των 100 σελίδων‧ ένα αληθινό  έργο τέχνης που ισοδυναμεί με πολλές κραυγές αγωνίας στο χάος του σύγχρονου κόσμου.

Ο Αλέξανδρος Πλάτων Δέλτα είναι ένας γνήσιος, πεπειραμένος  τεχνίτης του λόγου. Αδογμάτιστος κι  ανοιχτόμυαλος. Ελεύθερος και ασυμβίβαστος   που με την ευθύτητά του  ζωγραφίζει τη ζωή και τον  καθημερινό αγώνα του ανθρώπου, χρησιμοποιώντας το μαύρο χρώμα του πένθους και  το κόκκινο του αίματος και της φωτιάς, ως μια περεταίρω προσπάθεια να αλλάξει τον κόσμο προς το καλύτερο. Στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις χωρίς να αποζητά την παρέμβαση του Θείου στα τεκταινόμενα επί της γης. Πορεύεται με τον ευθύ κι αφτιασίδωτο λόγο του χωρίς να ψευδομαρτυρεί για τα όσα είδε και γνώρισε στα υπερατλαντικά και υπερωκεάνια ταξίδια του. Κάνει το χρέος του χωρίς να βαρυγκωμεί, αφουγκράζοντας  τις κραυγές αγωνίας ολόκληρης της οικουμένης. Δεν επιθύμησε μεγαλεία.  Πορεύεται με την συνείδηση καθαρή πως δεν βίασε και δεν κατέκαψε τη Φύση, επιθυμώντας ν’ αφήσει πίσω του, στις γενιές που θα ‘ρθουν, ολάνθιστους κήπους κι όχι  στάχτες κι αποκαΐδια….

Στην εν λόγω ποιητική συλλογή, πολιτικοκοινωνικά ποιήματα, γραμμένα ως επί το πλείστον σε γραφή νεωτερική, συνειρμική και ύφος μεικτό, αφηγηματικό και δραματικό, κραυγάζουν σε  β΄ ρηματικό πρόσωπο. Στην  ποίησή του παρελαύνουν αναμοχλεύσεις περασμένων χρόνων, λάμψεις των χρόνων της νιότης, θέλγητρα που ζεσταίνουν πόθους κι αισθήσεις που λειτουργούν άλλοτε ως βάλσαμο κι άλλοτε ως φαρμάκι… Μέσω της ποίηση του γινόμαστε κοινωνοί της αλήθειας‧ μιας αλήθειας σκληρής, που έρχεται σε αντίθεση, τις περισσότερες φορές, με τις επιθυμίες   του ποιητή.

Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα ποιήματα του Αλέξανδρου Πλάτων Δέλτα δεν έχουν στόχο την αισθητική απόλαυση, την τέρψη, την επαφή με το ωραίο και τον κατευνασμό που αυτή προκαλεί, αλλά, έχουν ως σκοπό  την αφύπνιση, μέσω της  διαφώτισης. Ο ποιητής ξεσκεπάζει τον τυχοδιωκτισμό και τις πιο απεχθείς - ντροπιαστικές πτυχές του ανθρώπινου γίγνεσθαι: Εγκλήματα, δολοφονίες, σφαγές, ρατσιστικές συμπεριφορές, εξαρτήσεις, θορυβώδη  μοναξιά, διαφθορά, φόροι και πολλοί  διαπλεκόμενοι σε επίπεδο ανθρώπων και ολόκληρων κρατών, με διάθεση τελείως απογυμνωτική, με πρόθεσή του να φωτογραφίσει και να απαθανατίσει τις συμπεριφορές και τις εκδηλώσεις εκείνες των ανθρώπων που βρίσκονται σε κατάσταση πνευματικής και ψυχικής κατάπτωσης και σήψης.

Οι λέξεις ξαφνιάζουν‧ προβληματίζουν‧ ανεγείρουν συνειδήσεις και  κάποιες φορές σοκάρουν με την ωμή τους αλήθεια. Στο δικό του σύμπαν ονειρεύεται το  σχολειό να είναι πραγματικά ναός της μόρφωσης, το νοσοκομείο με ανοιχτές τις πόρτες για όλους, φτωχούς και πλούσιους, οι γραφιάδες να καλλιεργούν συνθήκες φιλαληθείας και γνώσεις υψηλών προδιαγραφών και οι παροχές από την πολιτεία να δίνονται απλόχερα πρώτα στους μη προνομιούχους και μετά στους χορτασμένους.

Στο ποίημα «Μέγαρο Μουσικής και ... πολιτισμός» της σελίδας 12, ο ποιητής τονίζει: Είστε όλοι ιδιοκτήτες διότι το Μέγαρο/ αντιπροσωπεύει , μέσα από μεγάλες δημιουργικές/ παραστάσεις, την κοινή ιδιοχρησία του λαού μας» και συνεχίζει  αποκαλύπτοντας τη γυμνή αλήθεια λέγοντας: «Είναι σύνηθες σε μη ευνομούμενες/ Καπιταλιστικές πολιτείες, κάποιοι/ να εναρμονίζουν τις καλλιτεχνικές τους επιθυμίες,/ μέσα από σκληρή δουλειά, σε τέχνες/ όπως η μουσική, η υποκριτική, η ζωγραφική…/ για καλύτερη οικονομική ευμάρεια/. Αυτό καθ αυτό  το γεγονός δεν θα είχε καμιά σημασία/ αν η προσφορά των στη πολιτεία ήταν και δωρεάν/ παραστάσεις όπως στα αρχαία χρόνια./Δυστυχώς, σήμερα, τους δεξιοτέχνες καλλιτέχνες μόνο λίγοι και εκλεκτοί, οι επιλεγόμενοι και φραγκάτοι,/ μπορούν να τους απολαύσουν. Ως   εκ τούτου δε νοείται πολιτισμός/ οι παραστάσεις ή τα πολιτιστικά δρώμενα / που παίζονται για τους λίγους και εκλεκτούς. Αντίθετα, πολιτισμός σημαίνει συλλειτουργία των πολλών με το περιβάλλον,/ την ειρήνη/ και τις ευγενείς τέχνες με τους εκλεκτούς λίγους/ να έχουν τις δικές τους ομάδες διασκεδαστών/ και βιτρουόζων/ που καμιά δεν έχουν σχέση και επαφή/ με τους ποπολάρους»

Σφίγγεται η καρδιά του στην παρουσία της πολύβουης μοναξιάς που πνίγει την «Βουβή πολιτεία» καθώς τα χρόνια περνούν κι η νιότη φεύγει. Επίσκεψη, τότε, κάνει,  η μεσήλικη ωριμότητα και  το αναπόφευκτο «Γήρας», αν ο χρόνος το επιτρέψει… «Ώσπου ένα πρωινό τ’ Απρίλη/ κοιτάς τα χέρια σου / και είναι ζαρωμένα». Ζητάς ως ανταμοιβή των παιδιών σου την αγάπη και με θλίψη έρχεται η ώρα που συνειδητοποιείς ότι το δικό σου όνειρο είναι σε αντίθετη κατεύθυνση απ’ το όνειρο των παιδιών σου, ξυπνώντας  παρέα με άλλους πέντε γέροντες   στον οίκο ευγηρίας... Όλα «Εν κενώ», κι ας ήταν  ατέρμονο το ιδροκόπημα  του Μέγα Μέρμηγκα! «Συνέχεια στην απ’ έξω ήταν ο έρμος γέροντας, / με μια σύνταξη, όσο τριάντα λίτρα γάλα,/ αποβουτυρωμένο και παστεριωμένο./ Θεός σχωρέστονε τον κακομοίρη!   και ξάφνου ο ποιητής  μας παρουσιάζει μια όμορφη ιδέα, ένα προσκλητήριο για παιδιά, να έρθουν και να τραγουδήσουν πάνω στο φέρετρο  του μαγκούφη γέρου, για   να ‘ναι τα γέλια και τα τραγούδια των παιδιών τα τελευταία ακούσματα που θα πάρει μαζί του κι όχι οι θρήνοι και τα κλάματα… 

Επίσης, εύστοχα αποτυπώνει ο ποιητής τον τρόπο με τον οποίο η ανθρώπινη φύση έγινε και εξακολουθεί να γίνεται αλαζονική και πολλάκις καταστροφική.  Στα ποιήματα «Εσσό 84η ΚΕΔ», «Ο Ηλίθιος», «Άδειοι δρόμοι», «Πόλη με τοπίο ομιχλώδες», «Το έγκλημα στα Τέμπη και …και η θεϊκή τιμωρία», «Άθλιοι πολίτες, πολιτικοί και λαμόγια» καθώς και στο ποίημα «Η πιτσιρίκα» σκιαγραφείτε  το πρόσωπο της  συγκαιρινής  ελληνικής   κοινωνίας με τη μωρία να  υπερβαίνει τη λογική, με τους πολίτες θεότυφλους να γίνονται πρόβατα πειθήνια για ένα επίδομα  ή μια θέση στον κρατικό κορβανά… να ορέγονται κραιπάλη καταναλωτική, να  εκλέγουν πολιτικούς που  εφαρμόζουν  αρρωστημένες πολιτικές,  με την ανεργία να οργιάζει και τους απελπισμένους πολίτες να περιμένουν στην ουρά υπομονετικά για να θεωρήσουν την κάρτα ανεργίας…

Στην εν λόγω ποιητική συλλογή, ο ποιητής  αυτοσαρκάζεται  συνομιλώντας με τον εαυτό του και με τους γύρο του. Στο  ποίημα: «Ο Τάκης ο Μπλού -Η διαθήκη μου» γράφει με λυρισμό:

Λεβάντες μου, τώρα ήρθε και το δικό μου τέλος/  λίγο - λίγο μπαίνει μέσα μου  το μαύρο βέλος./ Όπου  να ‘ναι θα περάσω τον Αχέροντα/ το τέλος έρχεται με την υπογραφή του …φέροντα./  Είμαι ο Τάκης ο Μπλού/ και μ’ αρέσει το άσπρο και το μπλου…».

Βιώματα, ιδέες και βαθυστόχαστες δηλώσεις εκφράζονται με γλώσσα άκαμπτη δίχως κοσμητικά επίθετα συντελώντας  στην κατανόησης του άπονου μα καθόλου άλυπου κόσμου. Στο ποίημα: «Τα τραίνα που φεύγουν για την κοιλάδα των νεκρών» της σελίδας 35 ο ποιητής μας λέει: «Καθώς ο καιρός ξανοίγει και οι πάγοι λιώνουν αποκαλύπτεται το κουφάρι του νεγρο-σκλάβου τυλιγμένο με δάκρυα και συρματοπλέγματα  Οι λέξεις, γίνονται ξυράφια και σε σφάζουν: «Προς στιγμή όλοι σαστισμένοι/ αθώοι και ένοχοι/ εργατικοί και τεμπέληδες/ κακοποιοί και κακοποιημένοι/ φιλαλήθεις και ψεύτες… θύτες και θύματα… ένθεοι και άθεοι/ προδότες και δωσίλογοι… ακτιβιστές και αδιαφόρετοι/ αριστερόφρονοι και δεξιόφρονοι… αβυσσαλέα σαπίζουν στην απενοχοποίηση…», καταλήγοντας  στην κατάθεση του ποιήματος «Δηλώσεις…ευθύνης», ως το αποκορύφωμα της μεθοδευμένης ηθικής μας πτώσης και κατάντιας και η οποία έρχεται σε αντίθεση με τους κανόνες  της  φύσης και της γενετικής: «…Στο κοντινό μέλλον/ και οι άντρες θα μπορούν να τεκνοποιήσουν/ μας λέει... Η μεθοδολογία απλή./ Θα μετατρέπονται  τα αρσενικά/χρωμοσώματα ΧΥ σε θηλυκά ΧΧ./ και…  Προφανώς για να μη μείνουν δυσαρεστημένες οι λεσβίες/ θα μετατρέπονται τα θηλυκά χρωμοσώματα σε ανδρικά. /Όλα καλά και αίσιο τέλος. (Μια σοκαριστική προφητεία που από επιστημονικής πλευράς δεν είναι αδύνατη…)

Ο ποιητής ξεσκεπάζει απεχθείς και ντροπιαστικές πτυχές του ανθρώπινου γίγνεσθαι. Πράγματι, δεν θα ήταν δυνατόν όλα τα ποιήματα να διατηρήσουν τον ποιητικό τους χαρακτήρα‧ την επένδυσή τους με στοιχεία λυρικά ή μουσικά‧ με εκφραστικά μέσα και σχήματα που θα έκαναν το ενδιαφέρον να μετατοπιστεί από το περιεχόμενο, το νόημα, το μήνυμα, στη μορφή και τη λεκτική οικοδόμηση του ποιήματος. Ο ποιητής χρησιμοποιεί μια μέθοδο και τεχνική, στην οποία, ενδεχομένως, οδηγεί η ίδια η τέχνη του στίχου, όταν αυτή καλείται να εμπνευστεί και να δημιουργήσει πάνω σε μια πραγματικότητα απογοητευτική, ακυρωτική και δυσάρεστη.

Τα περισσότερα ποιήματα είναι γραμμένα σε  ελεύθερο στίχο.  Στην περιδιάβαση τους, ανταμώθηκα με σκέψεις και συναισθήματα που οι περισσότεροι έχουμε βιώσει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Ακούς τη συνεχόμενη, εναγώνια κραυγή    του ανθρώπου ως τραγικού ήρωα της ζωής, να προσπαθεί να τακτοποιήσει το χάος, τη λαχτάρα του να ζήσει, τη δίψα να κατακτήσει το νόημα. Μιλά  για την αρετή της φιλοπατρίας, για άγραφους κανόνες  δικαίου, για την ειρήνη και το δικαίωμα των  απλών  ανθρώπων να θεωρούν περιουσία τους τα έργα τεχνών και μνημείων.  Και κατορθώνει ο ποιητής να σχηματοποιήσει κατά τέτοιον τρόπο το κάθε ποίημα, ώστε να μην αποτελεί απλώς και μόνο μια εμπειρία ανάγνωσης, θέασης ή ακρόασης, να αποτελεί  μια αληθινή εμπειρία ζωής, ένα κομμάτι του βίου και της πραγματικότητας που έρχεται να αρθρωθεί και να ορθωθεί μπροστά στον αναγνώστη, διεκδικώντας την αναγνώριση της αλήθειας του και της προοπτικής του να διαμορφώσει ένα νέο ορίζοντα για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Στον κόσμο του ποιητή, οι σύντροφοι περιβάλλονται με τιμές και όχι με στημένες δίκες‧ με μόνα περιουσιακά στοιχεία τα εικαστικά έργα του‧ τη βιβλιοθήκη του, τα βιβλία που έχει εκδώσει και αυτά που θα εκδώσει, αν προκάμει.  Όσα χρέη είχε, τα ξεχρέωσε. Δεν έκλεψε ποτέ την εφορεία κι ούτε ζήτησε ρουσφέτια από την εξουσία διότι ήθελε να αφήσει στα παιδιά μία Ελλάδα καλύτερη απ’ αυτήν που παρέλαβε.  Για όλα αυτά μας μιλά στην ποιητική συλλογή «Μέρμηγκας ο Μέγας» ο κ. Αλέξανδρος Πλάτων Δέλτα και συνεχίζει την κατάθεσή του για την αξία της Γνώσης και την έρημο της σκέψης για ανθρώπους του πνεύματος, συγγραφείς, ποιητές, ηγεμόνες, βουλευτές, καλαθοσφαιριστές, συνυφασμένους με τα ευτράπελα των ημερών. Καυτηριάζει  την πραγματικότητα, ανήσυχος και  ταραγμένος. Πολεμά και αντιστέκεται την πτώση. Αντέχει! Βαθιά στα σπλάχνα του κολυμπά και ανασύρει φωνές που αποθεώνουν το νόημα. Ευχαριστεί τους γονείς του για τις διδαχές τους και νιώθει ευλογημένος που τους είχε γονείς. Κοντά τους έμαθε τι πάει να πει αγάπη κι  εντιμότητα‧ να υπερασπίζεται το πεινασμένο παιδί και το δικαίωμα στο αηδόνι να τραγουδά τον ύμνο της Ελευθερίας. Στρατολογεί λέξεις, αναγκαίες και εύμορφες για να εκφράσει τη μοναδικότητα της αδελφικής αγάπης συγκινώντας τον αναγνώστη με το μοιρολόι του για τον χαμό του αδελφού του Τάκη στη σελίδα 74:

 

…Σκιστείτε άγρια βουνά

και θάλασσες αφρίστε

κι εσείς τα πλατανόδεντρα

λυγίστε γονατίστε

 

περνάει το αδελφάκι μου

του κυρ’ Κωστή ο γιός

δεν έχει μαζί του τάλαντα

ούτε καν’ άλλο βιός

 

παρέα έχει τον χάροντα

το μαύρο καβαλάρη

που μόνο απ’ τα χέρια του

τον οβολό να πάρει

 

να τον περάσει απέναντι

του Αχέροντα την όχθη

στου Άδη τα δύσβατα να μπει

ωιμέ! Τι βάσανα, τι μόχθοι…

 

Ο ποιητής Αλέξανδρος Πλάτων Δέλτα, στην εν λόγω ποιητική συλλογή, σαν Μέρμηγκας Μέγας, συνέλεξε  αποστάγματα γνώσης και τα μοιράζεται μαζί μας, προσφέροντάς μας τροφή πνευματική.

Τον ευχαριστώ από καρδιάς για την τιμητική προσφορά του βιβλίου του και για το κέρασμα της γνώσης του. Εύχομαι να έχει ψυχική και σωματική υγεία και  πάντα να δημιουργεί έργα αρεστά κι  ωφέλιμα! 

Καλοτάξιδη, λοιπόν, η καινούργια του ποιητική συλλογή: Μέρμηγκας ο Μέγας.

Πολλά συγχαρητήρια!

 

Δευτέρα, 30 Οκτωβρίου 2023

 

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023

«ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ» ένα συγκλονιστικό αφήγημα του Γεράσιμου Μ. Λυμπεράτου

 


Σκίτσο του Γεράσιμου Μ. Λυμπεράτου

ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ 

Οι ώρες περνούσαν γιομάτες τρόμο κι αγωνία. Στον καταυλισμό της Τζενίν, πόλη της Παλαιστίνης, τα φέρετρα –σανίδες, μαύρες πλαστικές σακούλες, χάρτινα κουτιά– αραδιασμένα στους δρόμους κάτω από την αυστηρή επίβλεψη του κατοχικού στρατού.
Πιο κει ανθρώπινα πτώματα σωριασμένα το ένα πάνω στο άλλο κι άλλα πολλά πλακωμένα μες στα χαλάσματα που άφησαν πίσω τους τα τανκς, περίμεναν την σειρά τους για ένα φέρετρο. Άλλα πάλι, τα πετούσαν όπως-όπως, σε στρατιωτικά οχήματα για να τ’ απομακρύνουν απ’ την περιοχή.
Τραγική η εικόνα. Τίποτα δεν άφησε όρθιο ο κατοχικός στρατός.
Γκρέμισαν τα σπίτια των Παλαιστινίων με τέτοια μανία κι εκδίκηση που αδιαφορούσαν αν αυτά ήταν κατοικημένα απ’ ανθρώπους κάθε ηλικίας. Η Τζενίν πόλη της Παλαιστίνης τώρα ένα ερείπιο είχε καταντήσει, που το ανθρώπινο αίμα το συναντούσες παντού, σε κάθε σπιθαμή της γης της.
Μια μικρή Χιροσίμα πόλη κι αυτή, μετρούσε τα θύματά της πάνω στον αδιάκοπο αιματηρό αγώνα της για να αποκτήσει η Παλαιστίνη την λευτεριά της απ’ την κατοχή που της έχει επιβάλλει η υποτίθεται, δημοκρατική και πολιτισμένη χώρα του Ισραήλ.
Όμως μέσα απ’ αυτό το ανθρώπινο μακελειό, μέσα απ’ τα συντρίμμια της πόλης, ξεπροβάλλει για ακόμα μια φορά η ηρωική μορφή της γυναίκας. Της Παλαιστίνιας γυναίκας.
Η Λεϊλά ήταν δεν ήταν 25 χρόνων. Αγαπιόταν μ’ ένα συνομήλικό της τον Σαέμπ και με αγωνία περίμεναν την μέρα για να παντρευτούν.
Στις δύσκολες αυτές στιγμές από τύχη γλίτωσε καθώς πρόλαβε να τρυπώσει κάτω απ’ ένα γερό ξύλινο τραπέζι. Όμως η σκέψη της πετούσε στον άνθρωπο της καρδιάς της.
Το σπίτι της ήταν σ’ απόσταση μισού τετραγώνου απ’ το δικό του. Εκεί έμενε μόνη αφού οι γονείς της κι ο αδελφός της είχαν σκοτωθεί σε προηγούμενες αιματηρές επιθέσεις του κατοχικού στρατού. Με κίνδυνο της ζωής της, αφού πρώτα κατόρθωσε ν’ απεγκλωβιστεί έτρεξε ως τα συντρίμμια του σπιτιού του αγαπημένου της κι άρχισε με μεγάλη οδύνη αλλά και γενναιότητα να παραμερίζει τα χαλάσματα για να βρει προσβάσεις στο εσωτερικό του σπιτιού.
Κάθε τόσο καλούσε τ’ όνομα του αγαπημένου της: «Σαέμπ, Σαέμπ…» Όμως καμιά απάντηση δεν έπαιρνε. «Σαέμπ…Σαέμπ…» κι οι κρότοτων πυροβολισμών και τα μουγκρίσματα των οχημάτων, των ελικοπτέρων και των αεροπλάνων του στρατού, σκέπαζαν τη φωνή της.
Ξαφνικά ένα πόδι ξεχώρισε απ’ το υπόλοιπο σώμα. Τίναξε το χώμα και κοντά στο υπόδημα διέκρινε την κάλτσα. Τώρα ήταν βέβαιη. Το πτώμα αυτό ανήκε στην μέλλουσα πεθερά της. Πριν λίγο καιρό είχε επισκεφτεί τη Ραμάλα κι αγόρασε γι’ αυτήν ένα ζευγάρι κάλτσες σαν ένα μικρό αναμνηστικό δωράκι, και τώρα…
Συνέχισε με νύχια και με δόντια να μετατοπίζει τα ερείπια ενώ η αγωνία της είχε φθάσει στ’ απροχώρητο όταν δίπλα στο κατεστραμμένο κρεβάτι του υπνοδωματίου, είδε δυο ορθάνοιχτα κι ασάλευτα μάτια να την κοιτάζουν. Ήταν ο Σαέμπ. Πλακωμένο το κορμί του από σπασμένους τοίχους και τούβλα με το κεφάλι του από τύχη άθικτο αλλά… νεκρός.
Την έπιασε πανικός. Πετούσε τ’ αντικείμενα δεξιά κι αριστερά, γλιστρούσε, μάτωνε μα τελικά κατάφερε να τον φέρει στα χέρια της, να τον αγκαλιάσει… Ο Σαέμπ όμως εξακολουθούσε να την κοιτάζει κατάματα, σαν να της ζητούσε συγνώμη, που δεν πρόλαβε ο θεός να ευλογήσει τον γάμο τους.
Η Λεϊλά ένιωθε χαμένη. Πώς μπορούσε τώρα αυτή να του κλείσει τα φλέβαρά του; Πώς θα μπορούσε ν’ αποχωριστεί αυτά τα μάτια που γέμιζαν την ψυχή της σιγουριά κι ελπίδα; Αυτά τα χέρια που την αγκάλιαζαν με τρυφερότητα, αυτά τα χείλη που της ψιθύριζαν με λατρεία τις λέξεις «ακριβή μου εσύ..!» Ω, όνειρο, για ένα όνομα, μια τιμή, μια πατρίδα, πόσο αίμα περικλείεις μέσα σου!
Έπιασε τον καλό της απ’ τους ώμους κι άρχισε να τον σέρνει πάνω απ’ τα χαλάσματα προς το αντικρινό πεζοδρόμιο. Την είδαν όμως οι στρατιώτες κι όρμησαν κατ’ επάνω της. Δυο τανκς μ’ αναμμένες τις μηχανές, έκλεισαν τις προσβάσεις. Της άρπαξαν βίαια το πτώμα, την έριξαν κάτω κι άρχισαν να την ψάχνουν. Ύστερα με σπρωξιές την γύρισαν πίσω στα χαλάσματα. Η Λεϊλά δεν κρατήθηκε. Σαν Παλαιστίνια που αψηφούσε τον θάνατο γέμισε την ποδιά της πέτρες. Μετά σηκώθηκε όρθια και σ’ ένα ξέσπασμά της άρχισε να πετροβολάει τους στρατιώτες φωνάζοντας, «Φονιάδες, φονιάδες…»
Αυτό ήταν. Δεν κράτησε πολύ αυτό. Δέκα, είκοσι, πυροβολισμοί ακούστηκαν ταυτόχρονα, κι η Λεϊλά σωριάστηκε στο έδαφος νεκρή. Πίσω της η ιστορία, υπομονετικά κατέγραφε τα πάντα. Η ιστορία που κάποτε θα μιλήσει έτσι όπως μιλάει κι η άνοιξη, με δονήσεις και θριάμβους ύστερα απ’ ένα εφιαλτικό, παγερό χειμώνα. Θα μιλήσει για την Παλαιστίνη και τους ήρωές της. Θα μιλήσει για την Λεϊλά, τον Σαέμπ και την αγάπη τους. Τίποτε άλλο.

Γεράσιμος Μ.Λυμπερατος 2002

 

ΠΗΓΗ:   https://vrysoulesgnosis.wordpress.com/

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2023

«ΣΤΗΝ ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ ΑΣΤΡΙΝΙΩ» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

Αερικό .. 
 
ΣΤΗΝ  ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ ΑΣΤΡΙΝΙΩ

Η αδελφή μου η Αστρινιώ
έχει τον Ήλιο οδηγό
Κι απ’ την αυγή ως το νυχτέρι
της φέρνει μήνυμα το αγέρι
Κι από το βράδυ ως το πρωί
την Πούλια όλο καρτερεί.

Φορεί στο στήθος φυλακτό
να την φυλάει απ’ το κακό
Κι από του Πλούτωνα το αστέρι
ευχή η μάνα μας της στέλνει
Να ανταμώσει προκοπή
στη γλάστρα αγιόκλημα ν’ ανθεί.

Βράδυ ζυμώνει το ψωμί
το ψήνει με τη χαραυγή
Και με χρυσές κλωστές στο χέρι
πλέκει της τύχης το πανέρι
Και κάθε ώρα και στιγμή
την Παναγιά παρακαλεί.

Λάμπει η αδελφή μου η Αστρινιώ
σαν διαμαντάκι στο γιαλό
Και την ευχή της μάνας μας
την φέρνει στην αράδα μας
Να μην πατήσω απόνερα
στα μέρη τα απόμερα.

Τρέχει η αδελφή μου η Αστρινιώ
με τ’ άτι μας το γρήγορο
Τρυγάει καρπούς στ’ αμπέλι μας
και στρώνει το τραπέζι μας
Κι απ’ τις χρυσές τις θημωνιές
μας φέρνει θύμησες παλιές.

Φορεί κορδέλα στα μαλλιά
κι έχει στα πόδια της φτερά
Και  κουβαλάει στην πλάτη της
τα δώρα της αγάπης της
Πίνει μόνη την πίκρα της
δωρίζοντας την προίκα της!

Σαν την καλή μου Αστρινιώ
σ’ όλο τον κόσμο δε θα βρω
μοιράζει την φέτα το ψωμί
κι ας μένει εκείνη νηστική
Έχει καρδιά μικρού παιδιού
κι ενός ανθρώπου αληθινού.

Σπέρνει η γλυκιά μου η Αστρινιώ
το κακοτράχαλο βουνό
Κι απ’ την αυγή ως το νυχτέρι
ο άγιος της κρατεί το χέρι.
Μπαίνει σ’ αλώνια καρπερά
πιάνει με ξόβεργα πουλιά!

Μαρία Κολοβού-Ρουμελιώτη