Σάββατο 21 Μαΐου 2022

100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ – 1922 - 2022. (Προτείνει η συγγραφέας, κυρία Ελένη Παπαγεωργίου)

   100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ – 1922 - 2022

 (Προτείνει η συγγραφέας, κυρία Ελένη Παπαγεωργίου)Το κείμενο που προτείνει η κυρία Ελένη Παπαγεωργίου είναι από το βιβλίο «Έξοδος» του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Αντί για τον τίτλο «Η Εγκατάσταση των Προσφύγων στην Ελλάδα» ή αυτόν της Σύμβασης της Λοζάνης «Ανταλλαγή Πληθυσμών», το ΚΜΣ υιοθέτησε τον όρο «Έξοδος» με το βιβλικό του νόημα και με τον ίδιο όρο τιτλοφόρησε τα κείμενα των μαρτυριών των Ελλήνων της Μικρασίας που αναφέρονται στο γεγονός του ξεριζωμού. Με τους δύο προηγούμενους όρους προσδίδεται στα τραγικά γεγονότα του 1922 μια συμβατική – ηθελημένη και από τις δυο πλευρές – χροιά, αποσιωπώντας έτσι ή καλύπτοντας τους ξεριζωμούς που έγιναν πολλά χρόνια πριν από την υπογραφή της, Παρίσι 1919, αλλά και του πολύ πρόσφατους, μετά την ήττα του Ελληνικού στρατού, ώστε, υπό την σκέπη του τετελεσμένου γεγονότος, να διατρανωθεί η urbietorbi ή πληθυσμιακή ομοιογένεια – ακραιφνώς τουρκική – του μικρασιατικού χώρου.   Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝΥπάρχει ένα στοιχείο που δεν το συνειδητοποίησαν αρκετά οι μεταγενέστεροι. Οι προσωπικές θυσίες είναι περίπου γνωστές, αλλά υπάρχουν και άλλες με εξ ίσου βαρυσήμαντη κοινωνική διάσταση. Οι ξεριζωμένοι δεν έχασαν μόνο γονείς, παιδιά, αδέλφια, την προγονική γη, αλλά και τον δεσμό με τη θεμελιωμένη από χρόνια ή από αιώνες κοινωνική του ομάδα: την Κοινότητά τους, το Χωριό τους, τη Γειτονιά τους στην πολιτεία, το στενό ή το ευρύτερο ανθρώπινο περιβάλλον τους. Ενώ πολλοί Μικρασιάτες, όσοι γλίτωσαν από τις σφαγές ή την ομηρεία, μπόρεσαν να σωθούν καταφεύγοντας στα ελλαδικά παράλια, αντίθετα η Καταστροφή σημείωσε το οριστικό τέλος των συγκροτημένων κοινωνικών ομάδων. Τα κοινωνικά πρωτοκύτταρα: πολιτείες, κωμοπόλεις, χωριά, σινάφια, σύλλογοι, ιδρύματα, χάθηκαν για πάντα ως ανθρώπινες και θεσμικές οντότητες. Το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών μέτρησε 2.150 απολεσθέντες ελληνικούς οικισμούς στη Μικρασία.     ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΩΝΠαράλληλα οι πρόσφυγες μεταφέρανε στον ελλαδικό χώρο φιλελεύθερες αντιλήψεις και πολιτιστικές αξίες που είχαν διαμορφωθεί στον χώρο που λειτούργησαν οι κοινοτικοί θεσμοί του μικρασιατικού ελληνισμού. Εκεί οι κοινοτικοί άρχοντες - δημογέροντες, κεντρικοί επίτροποι, μουχτάρηδες – δίδασκαν με το παράδειγμα στους «ελεύθερους πολιορκημένους ραγιάδες»,  την ανιδιοτελή συμμετοχή στη διοίκηση της κοινότητας και των κοινωφελών ιδρυμάτων, τη γενναιοδωρία σε χρόνο και σε χρήμα, την επίμοχθη και ριψοκίνδυνη άσκηση στην ιδέα του ενιαίου ελληνισμού και της ελευθερίας. Εξ άλλου, χάρη στον συγχρωτισμό και την επαφή με τις ευρωπαϊκές κοινότητες, ο Σμυρναίος, ο Κωνσταντινουπολίτης  και όσοι από την Ανατολή συνέρρεαν στη Μεγάλη του Γένους Σχολή ή την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης βρίσκονταν εξοικειωμένοι με τη γλώσσα και την παιδεία των δυτικών ευρωπαϊκών λαών. Είχαν φτάσει στην αντίληψη πως η ένδοξη κληρονομιά των Αρχαίων Ελλήνων είναι μεν απαραίτητη και βασική στον χώρο της ελληνικής παιδείας, όχι όμως και αρκετή για την ολοκλήρωση του σύγχρονου ανθρώπου. Δεν καλύπτει τη γνώση και την πολιτιστική γενικά πρόοδο που στερήθηκε ο υπόδουλος ελληνισμός επί τέσσερις αιώνες καταπίεσης και σκοταδισμού. Τους καρπούς της Αναγέννησης – όσο κι αν στο ξεκίνημά της συνέβαλαν αποφασιστικά ξενιτεμένοι Έλληνες λόγιοι – δεν γεύτηκε η μάζα των υποδούλων.Έτσι ο αλύτρωτος διανοούμενος της Πόλης ή των δυτικών μικρασιατικών παραλίων που, πέρα από την ελληνική ευρυμάθειά του, αφομοίωσε τις πολιτιστικές αξίες της Ευρώπης, δεν διστάζει να μιλήσει στον ξένο ως ίσο προς ίσο, λυτρωμένος από την αντίληψη ότι τα πάντα εξαρτώνται από τους Ισχυρούς της Γης, απαλλαγμένος από αυτό που μπορεί να ονομαστεί «πλέγμα του Ναβαρίνου». Και όταν έρθει η ώρα, μετά τον ξεριζωμό του, θα μετοικήσει στον ελλαδικό χώρο, θα κληροδοτήσει στα παιδιά του την περήφανη γραμμή της εθνικής αυτοτέλειας απέναντι στις ισχυρές Δυνάμεις που, παρά τις ηθικολογικές διακηρύξεις και τη λεκτική διατράνωση των ανθρωπιστικών αρχών, δεν εννοούσαν να παρεκκλίνουν από την πατερναλιστική γραμμή της κηδεμόνευσης των μικρών λαών ή την εγκατάλειψή τους μπροστά στον κίνδυνο του αποδεκατισμού ή της γενοκτονίας .Ο αλύτρωτος, όπως και εκείνος που έχει τις ρίζες του στον ευρύτερο χώρο του περιφερειακού ελληνισμού – και διότι υπαγόταν ή υπάγεται στο κλίμα του οικουμενικού Πατριαρχείου – έχει κατά γενικό κανόνα μια οικουμενική ενόραση του κόσμου. Η ακτινωτή αυτή τοποθέτηση που χαρακτηρίζει κυρίως τον διανοούμενο στον χώρο της περιφέρειας και στον ελληνισμό της Διασποράς έχει, ειδικά ως προς τον Μικρασιάτη και μια ειδική ιστορική εξήγηση: υπαίτιοι των διπλωματικών δυσχερειών που εμπόδισαν το οριστικό αγκίστρωμα των γηγενών Ελλήνων στην Ιωνία και την Αιολίδα, με κατάληξη την Καταστροφή, θα θεωρηθούν, κατά μια πολύ σχηματική αντίληψη, οι θιασώτες της «μικρής και έντιμης Ελλάδας».Ο ιστορικός δεν θα αποδώσει βέβαια αποκλειστικά και μόνο στους Μικρασιάτες την αναγεννητική ροπή που σημειώνεται κατά καιρούς στον τόπο μας, με τα χίλια εμπόδια στα οποία προσκρούει αναπόφευκτα κάθε κίνηση προς τα εμπρός. Δεν θα αμφισβητηθεί ωστόσο ότι την ελληνική ταυτότητα τη συνθέτει κ α ι η δική τους πνευματική εισφορά. Θα μπορούσαν να αναφερθούν εδώ, εντελώς ενδεικτικά, τα ονόματα του Σεφέρη, του Κόντογλου, του Κοσμά Πολίτη, του Θεοτοκά, του Βενέζη. Όμως δεν πρέπει να λησμονιέται πως δεν εμφανίστηκαν σαν μετεωρόλιθοι στο ελληνικό στερέωμα, αλλά βγήκαν όλοι τους από τα σπλάχνα της γενιάς της «Εξόδου», εκφράζοντας όχι μόνο την πίκρα και τους καημούς της, αλλά και τις κοινές ελπίδες για μια ουσιαστική αναγέννηση του ελληνισμού.            (Πηγή Φωτογραφίας: Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Ιστορικού Μουσείου) Σμύρνη-14.jpg


Τετάρτη 18 Μαΐου 2022

«ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

Ύμνος για την Ειρήνη! - KinderellaΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ

Στέκομαι,  εδώ, μπροστά σας.

Γυμνή και καταματωμένη. 
Με ολάκερη την αλήθεια  πετρωμένη στα χέρια μου. 
 
Μακάρι να μπορούσα  να δραπετεύσω, 
έστω για λίγο απ’ το μαρτύριο, 
την τελευταία μου διαθήκη να συντάξω 
με την ελπίδα κάποιου νοήμονα.
 
Χιλιάδες χρόνια με τραβολογούν 
από παζάρι σε παζάρι στις γειτονιές του κόσμου.
Το ρούχο μου ξεσκίστηκε. 
 
 Γυμνή και καταματωμένη...
 Ενδύθηκα  ετούτη τη γωνιά, 
τα σάβανα και τα νεκροφιλήματα. 
Το σώμα μου παγώνει!

Φταίω εγώ! Δεν πρόλαβα

του αδελφού μου εχθρού τα χέρια να αφοπλίσω 
με τα χειροφιλήματα... 
Ο πόνος κοστίζει λιγότερο από τη γιατρειά 
κι είπαν  να με  σκοτώσουν…

Τετάρτη, 18 Μαΐου 2022 

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη

Κυριακή 8 Μαΐου 2022

Χρόνια πολλά σε όλες τις μανούλες. Υγεία κι ευλογία σε όλα τα παιδιά του κόσμου!

 

ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ γλυπτική της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη 

Με ρώτησαν ποια είναι τα πλούτη μου κι απάντησα: Τα παιδιά μου!

 











 

ΑΛΦΕΣ της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

Κεφάλαιο 9.

 (Αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας μου, Αντιγόνης).

Ορφανή από μάνα η μάνα μου και μοναχοκόρη, είχε πάρει τη ζωή στα χέρια της από μικρό παιδί. Είχε μεγαλώσει μέσα στη φτώχια και την ορφάνια μεγαλώνοντας σαν μάνα τα τρία μικρότερα αδέλφια της και μια αδελφή μονάκριβη που είχε. Την είχε αφήσει η γιαγιά μου μωρό στην κούνια όταν αρρώστησε βαριά κι έφυγε απ’ τη ζωή. Την ανάθρεψε ως τεσσάρων χρονών αλλά η μοίρα βάλθηκε να χτυπήσει άγρια για άλλη μια φορά το φτωχικό του παππού μου, του Κούκουντζα. Την πήρε ο Θεός μαζί του να την κάνει κι αυτή αγγελούδι στον ουρανό. Μάνα και μονάκριβη αδελφή τις είχε χάσει… Τώρα μεγάλωνε τα τέσσερα παιδιά της.

Σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή είχε ανάγκη κάποιον δικό της άνθρωπο. Κάποιον να νιώθει, ν’ αισθάνεται τον πόνο της. Μια μάνα ή μια αδελφή.

Δεν είχε κανέναν απ’ αυτούς. Τους είχε πάρει ο Θεός πριν την ώρα τους. Προτού προλάβουν να χαρούν τις χαρές της ζωής. Είχε όμως την θεία Όλια, τη γυναίκα του θείου μου, που μένανε μαζί αλλά ήταν κι αυτή μικρομάνα κι έγκυος στο έκτο παιδί της. Αυτή η γέννα την είχε καταβάλει κι αισθανόταν αδύναμη. Έπρεπε όμως να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια της γιατί είχε μεγάλη φαμίλια να συντηρήσει.

Δεν είχε μονάχα τα τέσσερα παιδιά της και τον άντρα της. Έμεναν μαζί τους και τα πεθερικά της: Ο παππούς Ηρακλής και η γιαγιά Φουρλούμπω. Δεκαπέντε νοματαίοι όλοι μαζί. Είχαν πολλά στόματα να θρέψουνε και όλοι έπρεπε να ‘ναι στο πόδι για τις ανάγκες της φαμίλιας. Μα είχαν και τα κτήματα, τους κήπους, τα χωράφια, τα οργώματα, τα κλαδέματα, τα ζωντανά. Άλογα, βόδια, πρόβατα, χοιρινά, πουλερικά. Είχανε και τις ελιές για μάζωμα και τόσα άλλα που αν δεν τα ‘χεις ζήσει, δεν μπορείς να καταλάβεις. Κι έπρεπε κάποιος ν’ αναλάβει το νοικοκυριό και την φύλαξη των παιδιών για να πηγαίνουν οι υπόλοιποι στις εξωδουλειές που ήταν για δυνατά χέρια.

Περιτριγυρισμένη από τόσους νοματαίους η λεχώνα μάνα μου αναζητούσε λίγα λεπτά ηρεμίας και χαλάρωσης κι ένα πιάτο ζεστό φαΐ, για να στηριχθεί στα δυο της πόδια για να μπορέσει να τα φέρει εις πέρας. Μα οι υποχρεώσεις της και τα καθήκοντά της ήταν πολλά και αναγκάστηκε πριν την ώρα της να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι της μαζεύοντας με τα δυο της χέρια την πονεμένη κοιλιά της. Βλέπετε, εκείνα τα χρόνια οι γυναίκες δεν είχαν τις ανέσεις αυτές που έχουν οι σημερινές, αλλά ούτε και την πρέπουσα φροντίδα που αρμόζει να έχει μια επίτοκος ή μια λεχώνα την δύσκολη εκείνη στιγμή. Οι γυναίκες της αγροτιάς γεννούσαν πολλές φορές ολομόναχες στα χωράφια, δίχως γιατρούς και γιατρικά κι έφερναν τα παιδιά τους τυλιγμένα στα μεσοφόρια τους. Αυτή ήταν η ζωή τους. Ηρωίδες μανάδες!

Η μάνα μου αναγκάστηκε ν’ αναλάβει δυο ημερών λεχώνα το πλύσιμο, το μαγείρεμα, το συγύρισμα του σπιτιού, την φύλαξη των παιδιών, την φροντίδα του νεογέννητου, να πλένει και τα κωλόπανα στο λαγκάδι με τον κόπανο να φύγει το σκατό.

Φόρεσε τα πλαστικά μαύρα μποτίνια της, πήρε παραμάσκαλα τη σκάφη με τα πανιά και πήγε στο ποτάμι να πλύνει. Άφησε στην άκρη την σκάφη με τα ρούχα, έδεσε το μαντήλι στο κεφάλι της, σήκωσε τα μανίκια της, πήρε τον κόπανο να κοπανίσει. Ξέπλυνε τα κωλόπανα και μετά τα ‘βαλε πάνω στην πέτρινη πλάκα και τα χτυπούσε για ν’ ασπρίσουν. Πέρασε τότε μια γερόντισσα και όταν είδε τη μάνα μου τριών ημερών λεχώνα στο ρέμα να πλένει ρίγησε το κορμί της: «Τί κάνεις εκεί μωρή Αγνή; Τα δέντρα είδαν λεχώνα ασαράντιγη και μαράθηκαν κι εσύ μπήκες στο ρέμα για να πλύνεις;». Δεν αποτέλειωσε τα λόγια της η γερόντισσα και ράγισε στα δυο η πλάκα που ‘πλενε τα ρούχα. Σφράγισαν τα χείλη της δεν μπορούσε να πει τίποτα. Στα δυο της σκέλη έτρεχαν ποτάμι τα αίματα. Μάζεψε τα ρούχα στη σκάφη, τον κόπανο στην μασχάλη της και γύρισε στο καλύβι κάτασπρη σαν το πανί. Ως τα βαθιά γεράματα είχε να το λέει αυτό της το πάθημα κι όταν πήγαινε σε λεχώνα το ξομολογιόταν: «Μέχρι κι η πέτρα ράγισε στα δυο σαν είδε τη λεχώνα στη λαγκαδιά να πλένει. Η γέννα δεν είναι παίξε - γέλασε. Να κάθεστε στο σπίτι σας, μέσα στη ζεστασιά σας, να πάνε τα σωθικά στη θέση τους. Οι δουλειές δεν φεύγουνε, σε περιμένουν. Εκείνοι που φεύγουνε είναι οι άνθρωποι..» και τόσες άλλες σοφές κουβέντες με λόγια απλά αλλά γεμάτα ουσία.

Τριών ημερών λεχώνα φούσκωσε πυρετό και την έπιασε παραμιλητό την νύχτα στον ύπνο της. Μιλούσε με ζωντανούς και πεθαμένους μέσα στην παραζάλη. Είδε και τις μοίρες που ‘ρθαν τα μεσάνυχτα και στέκονταν πάνω από την κούνια του παιδιού της. Τις είδε ολοζώντανες, σωστές πριγκίπισσες με ολόλευκα φορέματα και μακριά πέπλα στα μαλλιά τους.

Έξω φυσούσε δυνατά κι ο άνεμος σφύριζε κάνοντας το καθετί ν’ απλώνει την παρουσία  του απλόχερα στο πέτρινο φτωχικό σπίτι. Τα πορτοπαράθυρα έτριζαν και κάποιος πήγε και μαντάλωσε γερά την πόρτα. Ένα άσπρο παγερό σύννεφο μπήκε από την χαραμάδα του παραθύρου καθώς άστραψε και το κορμί της ρίγησε. Σκεπάστηκε ως επάνω και τα κλινοσκεπάσματα έτρεμαν πάνω απ’ το πυρακτωμένο της κορμί. Ένα μακρόσυρτο σσσσστ… ακούστηκε απ’ τα αιθέρια στόματά τους σαν να μην ήθελαν κανέναν να ξυπνήσουν. Ένωσαν τα χέρια τους σαν σε αρχέγονη προσευχή πάνω απ’ την κούνια του μωρού και τ’ άσπρο σύννεφο επήρε λάμψη και ανήκουστες μουσικές και ήχοι μυστηρίου πλημμύρισαν το δωμάτιο. Παρουσίες εκστασιασμένες, λόγια θεία, ανύπαρκτης γραφής. Ένα φωτοστέφανο πλαισίωσε το νεογέννητο και μέσα στην λάμψη του αυτή, το μωρό κοιμόταν ατάραχο τον ύπνο του δικαίου.

Τα μάτια της λεχώνας έπαιζαν κάτω απ’ τα κλειστά της βλέφαρα και το κεφάλι της έδειχνε να κάνει μια κίνηση σαν να ‘θελε να σηκωθεί για να δει και να μάθει το πεπρωμένο του παιδιού της. Τα πέπλα τους κυμάτιζαν κι έπαιζαν ένα αέρινο παιχνίδι και μπλέκονταν μεταξύ τους μ’ ένα τρόπο μυστηρίου. Σ’ όλο αυτό το σκηνικό σύμμαχός τους ήταν και η φύση με τα αστραπόβροντά της. Αχ και να μπορούσε να ξυπνήσει να δει και ν’ ακούσει!

Άνοιξαν το τεφτέρι τους να γράψουν το γραφτό του μήπως και ξεχάσουν τα μελλούμενα. Στο παραγώνι τα ξύλα είχαν καεί κι ‘χε απομείνει η χόβολη. Στον τοίχο η λάμπα τρεμόπαιζε το λιγοστό της φως μέσα στο δωμάτιο. Κι η Άτροπος έκρυψε το ψαλίδι στον κόρφο της γιατί δεν άξιζε να δώσει κι άλλο πόνο στην κουρασμένη και ταλαίπωρη μάνα. Άπλωσαν τα χέρια τους κι έδωσαν ένα απαλό χάδι στο μαντηλοδεμένο κεφάλι του παιδιού και γύρισαν το κεφάλι τους στην βασανισμένη μάνα λέγοντας με μια φωνή κι οι τρεις τους: «Μόνο χαρές να λάβεις στη ζωή σου από την γέννα σου αυτή!». Κι έτριξαν τα παραθυρόφυλλα και η μάνα ρίγησε γι’ ακόμη μια φορά κι άνοιξε καταϊδρωμένη τα κουρασμένα της βλέφαρα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι  είχε συμβεί. Να ήταν αλήθεια άραγες; Να ‘ταν όνειρο γλυκό ή εφιάλτης;

Ανακάθισε στο κρεβάτι της. Έπιασε με τα δυο της χέρια το κεφάλι της σκεπτόμενη: «Τι να ‘ταν άραγες τούτο που έπαθα; Να ‘ταν θεόσταλτο σημάδι;». Έκανε το σταυρό της και χιλιάδες ευχές πλημμύρισαν τα χείλη της. Το στόμα της ήταν στεγνό και τα δυο της στήθη έγιναν σκληρά σαν πέτρα και καυτό το γάλα πότισε το αχυρένιο της στρώμα. Τότε άκουσε το κλάμα του παιδιού της, το κλάμα μιας καινούργιας ζωής που θα ‘δινε νόημα στη δική της ζωή, τη δύναμη και το κουράγιο σε μια μάνα να παλέψει σε κάθε δυσκολία. Γιατί, εδώ που τα λέμε, μέσα από τα παιδιά της η κάθε μάνα ξαναγεννιέται, πεθαίνει και ανασταίνεται. Για να τα βλέπει να μεγαλώνουν και να προκόβουν στη ζωή. Μα ο σταυρός βαρύτερος στον ώμο της άμα τα βλέπει ν’ ανηφορίζουν δικό τους Γολγοθά.

Ξύπνησε τον άντρα της που κοιμόταν βαριά, κατάκοπος απ’ την κούραση και ζήτησε ένα ποτήρι νερό να βρέξει τα καμένα της χείλη. Έπειτα άπλωσε τα χέρια της και πήρε το παιδί στην αγκαλιά της. Σήκωσε το μουσκεμένο της μεσοφόρι κι έβγαλε το στήθος της να με ταΐσει. Το μέτωπό της έσταζε ιδρώτα και αυλάκωνε το πρόσωπό της. Ολάκερο το σώμα της ριγούσε. Μ’ έσφιξε κοντά της για να ζεσταθώ. Μου  χάιδεψε το πονεμένο του κεφάλι κι ένα δάκρυ της έσταξε στα δυο μικρά μου χείλη. Σαν να ‘θελε να μου νοστιμέψει το γάλα που ρουφούσα.

Γιατί το δάκρυ της αλμυρό έβγαζε πόνο.

Φαντάσου ανάλατο ψωμί, ζωή δίχως αλμύρα! Η αλμύρα ψήνει και νοστιμεύει τα πάντα. Έτσι φρόντισε και η μάνα μου να μου νοστιμέψει τη ζωή. Και τότε ευχές ξεστόμισαν τα χείλη της: «Πόνο να μην γνωρίσεις στη ζωή σου και οι προσευχές της μάνας σου να γίνονται λιμάνι και ν’ αράζεις, όταν φουρτούνες στη ζωή θα συναντήσεις!»

 

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «ΑΛΦΕΣ»

Εκδόσεις «ΔΟΝΤΙ » Δεκέμβρης 2016 , σελ:98-103.