Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Εις Βάκχον (Ομήρου)

Άλλοι στο Δράκανον κι άλλοι στην ανεμόδαρτη Ικαρία
λένε, άλλοι στη Νάξο, ω θείο γένος ειραφιώτη,
κι άλλοι στον Αλφειό τον βαθυστρόβιλο
ότι σε γέννησε κυοφορώντας σε η Σεμέλη για τον Δία τον φιλοκέραυνο,
κι άλλοι στις Θήβες λένε ότι εσύ γεννήθηκες
ψευδόμενοι, ενώ σένα ο πατέρας των ανθρώπων και των θεών σε γέννησε
από τη λευκοχέρα Ήρα κρύβοντας σε, απ’ τους ανθρώπους μακριά.
Υπάρχει κάποια Νύση όρος ψηλό κατάφυτο από δάσος
απ’ τη Φοινίκη μακριά, σχεδόν στα ρείθρα της Αιγύπτου
Κι αγάλματα πολλά θα στήσουνε γι’ αυτόν μες στους ναούς.
Κι όταν στα τρία σε τεμάχισε, στις τριετηρίδες πάντοτε
θα θυσιάζουνε σε σένα οι άνθρωποι εκατόμβες τελεσφόρες.
Είπε και με τα μαύρα του τα φρύδια συγκατένευσε ο Κρονίων,
και τότε βόστρυχοι θεϊκοί κυμάτισαν απ’ του άνακτα
το αθάνατο κεφάλι, και τον μεγάλον Όλυμπο τον τράνταξε.
Έτσι μιλώντας πρόσταξε ο συνετός ο Ζεύς με το κεφάλι του.
Ελέησε μας ειραφιώτη γυναικομανή, κι εμείς οι αοιδοί
με σε αρχινώντας και τελειώνοντας υμνούμε, και δυνατόν δεν είναι
εσένα λησμονώντας ιερή ωδή να θυμηθούμε.
Έτσι κι εσύ λοιπόν χαίρε Διόνυσε ειραφιώτη
με τη μητέρα σου Σεμέλη που την καλούν και Θυώνη.



ΣΚΕΨΕΙΣ - ΡΗΣΕΙΣ

  • Το να φέρεσαι καλά μπορεί σε κάνει καλό. Το να ενεργείς με χαρά μπορεί να σε κάνει ευτυχισμένο.
  • Για κάθε κάτω υπάρχει το επάνω. 
  • Για κάθε αδυναμία υπάρχει μία αντίστοιχη δύναμη. Εάν έχεις τη θέληση θα επιτύχεις.
  • Μπορεί να πέφτεις, αλλά πάντα μπορείς να σηκώνεσαι ψηλότερα από πριν. 
  • Προτού ασκήσεις κριτική για κάποιον τοποθέτησε τον εαυτό σου στη θέση του. 
  • Μια λέξη μπορεί να έχει μεγαλύτερη δύναμη ακόμα και από τα όπλα του πολέμου.
  • Μην αναρωτιέσαι για το πως μπορείς να αποκτήσεις όλα όσα θέλεις. 
  • Να αναρωτιέσαι για το πως μπορείς να απολαύσεις αυτά που έχεις. 
  • Εάν μια ευκαιρία βρεθεί στο δρόμο σου, άρπαξέ την. `Ισως όλος ο κόσμος δημιουργήθηκε για αυτή τη στιγμή.
  • Μην ανησυχείς για το αν θα κάνεις εντύπωση. Προσπάθησε περισσότερο να κάνεις τη διαφορά.
  • Αντί να σκέφτεσαι τι χρειάζεσαι, σκέψου που είσαι χρήσιμος.
  • Είμαστε όλοι μια οικογένεια. Μιά μικρή πράξη καλοσύνης που κάνεις αυτή τη στιγμή στο σπίτι σου, μπορεί να αγγίξει τις ζωές των ανθρώπων στην άλλη πλευρά του κόσμου.
  • Η πραγματική αγάπη πάντα θέλει να δίνει.
  • Χωρίς το σκοτάδι της νύχτας, ποτέ δε θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε μια καινούργια μέρα.
  • Μιά καλή ερώτηση είναι η μισή απάντηση.
  • Τα λόγια σου ας είναι λίγα, οι σκέψεις σου περισσότερες και οι πράξεις σου οι πιο πολλές.
  • Εάν κάτι που λες το εννοείς πραγματικά τότε και οι άλλοι έτσι θα το αντιληφθούν.
  • Κάθε καλή πράξη είναι ένας σπόρος από όπου μπορεί να φυτρώσει ένα ολόκληρο δέντρο.
  • Κάνε καλές σκέψεις και τα πράγματα θα πάνε καλά. 
  • Το σκοτάδι είναι δειλό. Το σκάει και με το παραμικρό φως.
  • Η οργή αποτελεί την αρχή του κινδύνου.
  • Η ευτυχία μπορεί να μην είναι πάντα εκεί για να πάρεις. Είναι όμως όλη δική σου όταν πρόκειται να δώσεις.     
  • Δεν μετράει αυτό που έχεις.
  • Μετράει αυτό που είσαι.
  • Μία ευκαιρία είναι σαν τους κυματισμούς που προκαλεί το βότσαλο, όταν πέσει στην επιφάνεια μιας λίμνης.
  • Ζήσε το σήμερα σαν να έχει φτάσει ήδη ο καιρός της γαλήνης και της αρμονίας και τότε θα είσαι έτοιμος όταν έρθει.
  • Καμία καλή πράξη δεν είναι τόσο μικρή που να μπορεί να μετρηθεί, ούτε τόσο μεγάλη που να μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία.                                                   
  • `Οταν τα πράγματα βγαίνουν εκτός ελέγχου εσύ δεν είναι ανάγκη να πηγαίνεις μαζί τους.
  • Αυτοέλεγχος σημαίνει να ξέρεις που μπορείς να φτάσεις αλλά να σταματάς εκεί που πρέπει.
  • Μην σταματάς μπροστά στα προβλήματά σου. Πήδηξε πάνω από αυτά.
  • Μια καλή πράξη θα σου δώσει πολύ μεγαλύτερη ανακούφιση από ότι χίλιοι αναστεναγμοί.
  • Η χαρά είναι κολλητική. Μεταδοσέ την. 
  • Από την αρχή του κόσμου, ένα κομμάτι του φτιάχτηκε για να σε περιμένει.
  • Η φλόγα δίνει τη ζέστη της ξανά και ξανά χωρίς ποτέ να λιγοστεύει. Φαντάσου πως είσαι μία φλόγα.
  •  Μαζεύεις σεβασμό, μοιραζοντάς τον στους άλλους.
  •  Το σήμερα δεν θα ξανάρθει. Αλλά μία καλή πράξη μπορεί να το κάνει να διαρκέσει για πάντα.
  •  Κάθε άνθρωπος είναι ολόκληρος ο κόσμος.
  • Κάνε το καλό σε έναν άνθρωπο και ο κόσμος θα είναι διαφορετικός.
  •  Εάν φορέσεις παλτό θα ζεσταθείς εσύ. Εάν ανάψεις φωτιά θα ζεστάνεις τους γύρω σου.
  • Ο χρόνος είναι σα λάστιχο. `Οταν τον χρησιμοποιείς, τεντώνει. ΄Οταν δεν τον χρησιμοποιείς μαζεύει.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

«Η ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΗ» της Αλεξάνδρας Παυλίδου-Θωμά.




Την λέγαν Ιωάννα, όμως όλοι τη φώναζαν Γιαννούλα. Στο χωριό σαν πέρναγε με τη βουτσέλα φορτωμένη, περνάει η αλαφροΐσκιωτη έλεγαν. Εκείνη χαμογελούσε, ήταν το παρανόμι της, αλαφροΐσκιωτη και δεν την ενοχλούσε. Στην αρχή ενοχλούσε τη μάνα της. Μα ύστερα το πήρε και κείνη απόφαση, μοναχιά της θα μείνει η Γιαννούλα της. Έτσι έγινε η δούλα στη νύφη της και ήταν και καλά γιατί η Μήτσαινα ήταν καλή και πονετική γυναίκα. Κάθε μέρα φόραγε το ασπρορούτι της έβανε το ποκάμησο και από πάνω το κοντογούνι. Στόλιζε τα μαλλιά της με το γιαννιώτικο μαντήλι της, έβανε και την ποδιά της και αφού έβαζε ένα μικρό τοκά στη μέση άρχιζε τις δουλειές. Όπου και να πήγαινε και με τα βόγια και για ξύλα έπρεπε να στολιστεί. 
Μπορεί να έρθει ο Γιάννος από το στρατό. Μπορεί και να τον απολύκουν κάποια στιγμή. Η μάνα της στην αρχή φιδοζώνουνταν και περίμενε πως θα της περάσει. Δεν της πέρασε όμως, όταν έμαθε ότι ο Γιάννος σκοτώθηκε στον πόλεμο, αυτή δεν το πίστεψε, δεν πίστεψε κανέναν. Κάθε προυνό στολίζουνταν και όπου να ήταν πρόσεχε μη τάχα έρθει και τη βρει όπως νάναι. 
Τα χρόνια περνούσαν για όλους βασανιστικά, οι καιροί ήταν δύσκολοι, και το ψωμί ακόμα δυσεύρετο.
Μια μέρα βρήκε τη μάνα της πάνω από την καρσέλα της που θα έπαιρνε μαζύ της όταν με το καλό γύριζε ο Γιάννος και παντρεύουνταν. Είχε βγάλει έξω την ασημένια τοκάδα της και την άλυσο με το δικέφαλο αετό.
Άρπαξε από τα χέρια της μάνας της την ασημένια της τοκάδα που τη στόλιζαν κόκκινα και πράσινα σμάλτα άρπαξε και τον Σταυρό με τις πέντε αλυσίδες και τους δυο κλίτσους. Κοίτταξε την μάνα της άγρια, αυτά είναι δικά μου, μου τα έκανε ο πατέρας μου μαζί με το σεγκούνι μου το χρυσοκεντημένο. Κοίτταξε ξανά στην καρσέλα, το σεγκούνι της το καλό έλειπε. Έλειπε και η ποδιά της η κατηφένια που την είχε κεντήσει δυο ολόκληρους χειμώνες. Άρπαξε τη μάνα της από τα μαλλιά και τη χτύπησε με δύναμη στον τοίχο. Θα σε σκοτώσω της είπε αυτά είναι δικά μου, δικά μου, όταν έρθει ο Γιάννος μου τι θα βάλω για να με πάει στην εκκλησιά;
Η νύφη της έτρεξε αλαφιασμένη, έλα πάρε τα δικά μου να έξω τα έχω να σου τα δώσω.
Δεν είπε ούτε ευχαριστώ ούτε τίποτε. Έκλεισε το στόμα της, έβαλε τα δυνατά της να είναι καλή στη δουλειά της και κάθε βράδυ με το σούρουπο ανέβαινε στη μεγάλη καρυδιά και χάζευε κατά το δρόμο. Περίμενε και όλο περίμενε.—– Τα χρόνια περνούσαν, η μάνα της πέθανε, και τα ανήψια της πήγαν στρατιώτες. Όταν έρχουνταν με άδεια από το στρατό τα ρώταγε με λαχτάρα μη τάχα είδαν το Γιάννο της.
Δεν τον είδαν της έλεγαν, μα εκείνη περίμενε. Κάποτε άρχισε να γερνάει. Τα πόδια της βάραιναν. Δεν ανέβαινε πια στη μεγάλη καρυδιά πάρεξ μόνο κάθουνταν στα σκαλοπάτια και έπλεχε μια ζακέτα μη λάχει και έρθει χειμώνα. Και κει στα σκαλοπάτια τον περίμενε και λαχτάριζε η καρδιά της σε κάθε πέρασμα σε κάθε άγνωστο που λάχαινε να περάσει από κει. Όλοι στο σπίτι την αγαπούσαν την αλαφροΐσκιωτη, όλοι την αγαπούσαν, μα εκείνη κανέναν. Μονάχα σαν μια μηχανή έκανε τις δουλειές μη τρώει το ψωμί τζάμπα. Εκείνη έναν αγαπούσε, το Γιάννο της και αυτός δεν ήταν εδώ, δεν γύρισε ακόμα.. Όταν έρχουνταν τέτοιες σκέψεις στο κεφάλι της τις απόδιωχνε. Αυτή θυμάται το λόγο του, άμα τελειώσω με το στρατό θα σε πάρω να ανοίξουμε το σπίτι μας.
Όμως τα πόδια της βαραίνουν, οι κοπέλες οι συνομόγληκες ήταν γιαγιάδες αυτή μονάχα ήταν μοναχή.
Ο γιατρός ο αγροτικός που την έβλεπε μια μέρα της είπε.
Θα πάμε σε ένα μεγάλο σπίτι θα περνάς καλά και δεν θα κουράζεσαι.
Ποιος τους είπε ότι κουράζουνταν; Πήγε στο μπαούλο της έβγαλε ότι είχε μέσα και τα πήγε στο γιατρό. Πάρτα του είπε, εγώ δεν τα θέλω όμως μη με πας σ’ αυτό το σπίτι. Θέλω να είμαι εδώ ίσως μια μέρα θα έρθει ο Γιάννος μου.
Θα σου τον φέρω εγώ εκεί που θα ‘σαι της είπε ο αδερφός της. Κοίτταξε σα δαρμένο σκυλί τη νύφη της.
Μη μ’ αφήνεις να φύγω, κράταμε και δεν θα τρώω πάρεξ μόνο ψωμί και νερό.
Η νύφη της δεν άντεξε. Γιατρέ μου θα μείνει μαζί μας όμως θα παίρνει τα φάρμακά της. Από τότε κάθε πρωί στολίζεται και κάθεται κάτω από τη μεγάλη καρυά πλέχοντας κάλτσες και τερλίκια. Εκεί κάποιο προυνό στολισμένη θα τη βρει ο Γιάννος της ή ο θάνατος. Άρα είχε καταλάβει ότι ο Γιάννος είχε σκοτωθεί; Άραγε το γνώριζε;
Είχε ακούσει όταν μοιρολόγαγε η μάνα του και μονάχα όταν έβλεπε την αλαφροΐσκιωτη, σκούπιζε τα μάτια της και της έλεγε. Καλώς τη νύφη μου, καλώς μου την, την αλαφροΐσκιωτη. Και κείνη της φιλούσε με σεβασμό το χέρι και πάντα της κράταγε δυο σύκα, δυο κοκόσιες, η κανένα λουκούμι που το κράταγε για την πεθερά της, τη μάνα της.
Όταν έφυγε ήσυχα από τούτη τη ζωή έφυγε γαλήνια λέγοντας στη νύφη της. Αν ο Γιάννος πέθανε όπως έλεγε η μάνα θα τον βρω έτσι δεν είναι;
Θα τον βρεις ψυχούλα μου, θα τον βρεις, στο χρωστάει ο Θεός.
Την έντυσε με τα καλά της, της έβαλε κοντά της και την τοκάδα της και το κλιτσιοζώναρο και το σταυρό με τις πολλές αλυσίδες. Να πάει στολισμένη και όμορφη και έτσι να τη δει ο Γιάννος της. Ο παπάς του χωριού ακόμα μολογάει. Δεν είδα κανένα που να φεύγει για τον άλλο κόσμο με τα μάτια γεμάτα χαρά. Στο χωριό τη μέρα της κηδείας της άλλοι γέλαγαν και άλλοι έκλαιγαν. Θα τους έλειπε η αλαφροΐσκιωτη, που και αν δεν μίλαγε και αν δεν τραγούδαγε με τη σιωπηλή της παρουσία και την ευγενική της καρδιά, γέμιζε το χωριό.
Ακόμα στο χωριό μιλούν για κείνη. Είναι σαν να είναι εκεί, σαν να έχει αφήσει το αποτύπωμα από τη ζωή που δεν έζησε από την ζωή που περίμενε να ζήσει. Είναι εκεί και προσμένει, προσμένει την αγάπη. Προσμένει να ζήσει το όνειρο της ζωής με το Γιάννο της.
Στον ίκιο της αλαφροΐσκιωτης έζησε η Λενιώ του Κώστα Γιώργη. Την πλάκωνε η παρουσία της γιατί παιδί μικρό όταν αυτή έπαιζε στον οβορό με την ασπρούλα το μικρό της κατσικάκι άκουγε τη βάβω της να λέει.
Γιατί Αγία μου Παρασκευή μου έκανες αυτό το κακό. Πως να βγάλω μούτρο στον κόσμο; Και ήταν αυτό που την έβαζε σε σκέψεις. Πρώτα πρώτα δεν καταλάβαινε πως αυτός ο Άγγελος ο λιγομίλητος που δεν χάλαγε χατήρι σε κανέναν που έκανε τις πιο πολλές δουλειές, που δεν ασχολιούνταν με κουτσομπολιά ,που τη βοήθαγε να κάνει όμορφες πάνινες κούκλες ήταν κακό για το σπίτι τους. Και ήταν πάντα όμορφη και πάντα είχε εκείνο το χαμόγελο της προσμονής και της λύτρωσης. Ποτέ τα παιδιά του χωριού δεν την κορόιδεψαν όπως έκαναν με τον χαζό το ψωροφάνη. Αυτήν την αγάπαγαν έτρεχαν κοντά της σαν την έβλεπαν και κείνη έβγαζε από την τσέπη της ποδιάς της λίγα σπασμένα τσίγαλα και τους τάδινε. Κάπου κάπου τους έδινε και κανένα γκόρτσο γινομένο, που αυτά δεν μπορούσαν να φτάσουν χωρίς να τρυπηθούν από τα αγκάθια της γκορτσιάς. Όταν τα βράδια οι άλλοι ακούμπαγαν στο σιάδι να κοιμηθούν εκείνη πήγαινε σιγά σιγά κοντά της και της έλεγε. Αλαφροΐσκιωτη θα μου πεις παραμύθια; Και της έλεγε και δεν της έλεγε μόνο αυτά που ‘λέγαν όλοι, αυτή έλεγε μια ιστορία που είχε μέσα της αγάπη και μάγια και ξόρκια, είχε μέσα και λιβάδια με λουλούδια και πανηγύρια και κοπέλες που χόρευαν και περπάταγαν στις ρούγες για να ρίξουν μια ματιά κρυφή στον καλό τους. Να πάρουν την ματιά του και το χαμόγελό του και να το κάνουν γνέμα για τον αργαλειό και να το βάψουν με φράξο και της καρυδιάς τα φύλλα, με σαφράν και κίσαρα και να το υφάνουν και πάνω του να βάλουν το δέντρο της ζωής, τον ουρανό με τ’ άστρα, την Πούλια και τον Αυγερινό. Και μέσα εκεί στα παραμύθια της ήταν και κείνη να τραγουδάει με το Γιάννο της τη Τζαβέλαινα και την Ασημούλα. Και μέσ’ στα παραμύθια της η Λενιώ του Κώστα Γιώργη έφκιαξε ένα κόσμο αλλιώτικο, ένα κόσμο παράξενο, που μέσα του είχε την μεγαλύτερη και την καλύτερη θέση η Αλαφροΐσκιωτη. Είχε θέση ένας έρωτας που μήτε έρωτας ήταν, μήτε παραμύθι, εκεί μια φορά και έναν καιρό, στο μεσοχώρι της είπε, άμα γυρίσω από το στρατό θα έρθω να σε ζητήσω και αν δεν σε δώσει η μάνα σου, θα έρθω να σε κλέψω. Αυτό ήταν όλο. Η καρδιά της μέλωσε και το κορμί της ορθώθηκε Το είπε της μάνας της το είπε και στη νύφη της και όλοι περίμεναν να έρθει από το στρατό ο Γιάννος για να κρατήσει το λόγο του. Όμως ο Γιάννος δεν ήρθε, ήρθε μονάχα στη μάνα του ένα χαρτί που κουβέντιαζε για τον Γιάννο που η πατρίδα είναι περήφανη για τον ήρωα και της έστειλαν ένα μετάλλιο και της έβγαλε ο πρόεδρος και σύνταξη. Κοίταγε η έρμη μάνα σε όλα τα σπίτια και από όλα σχεδόν έλειπαν τα βλαστάρια τους και το χειρότερο άλλα ήρθαν σακατεμένα χωρίς πόδια χωρίς χέρια και χωρίς μάτια.
Και δεν πίστευε η Αλαφροΐσκιωτη ότι κάτι συνέβει στο δικό της το Γιάννο γιατί σε αυτήν, κανένας δεν έστειλε κανένα γράμμα και κείνη ήταν σίγουρη πως ο Γιάννος της τους είχε πει. Εκεί στο χωριό με περιμένει η Αγάπη και είναι ψηλή και λυγερή και έχει τις χάρες όλες ,έ αν πάθαινε κάτι δεν θα της έστελναν και αυτής ένα γράμμα;
Έτσι ή Λενιώ του Κώστα Γιώργη έμαθε τι θα πει αληθινή αγάπη, τι θα πει πίστη όχι μόνο στο Θεό, μα και στον άνθρωπό μα πιο πολύ από όλα έμαθε την καρτερικότητα, ήταν το μεγαλείο του ανθρώπου η παρεξηγημένη αλαφροΐσκιωτη και ήταν το πρότυπό της και όταν και η ίδια έγινε γιαγιά, έλεγε στα εγγόνια της το παραμύθι της αλαφροΐσκιωτης και τους έλεγε ακόμα πόσο όμορφη ήταν έτσι που τα μάτια της κοίταζαν σιαπέρα στα βουνά με ελπίδα. Μια ελπίδα που ήταν η πηγή της ζωής της. Και όταν ήρθε η ώρα του μεγάλου ταξιδιού η αλαφροΐσκιωτη έφυγε με μεγάλη χαρά, τη χαρά πως τώρα το είχε σίγουρο πως θα βρει το Γιάννο της, πως θα ζήσουνε μαζί. Τώρα το είχε σίγουρο πως θα έβρισκε το Γιάννο της, πως θα είναι με το Γιάννο της, ανέγγιχτη όπως τη γέννησε η μάνα της και όχι μαλαγμένη και ξετσίπωτη.
Αλήθεια ποιος δεν θα δάκρυζε κάθε φορά που ακούει αυτό το παραμύθι; Αλήθεια ποιος δε σκύβει ευλαβικά στο όνειρο που κράτησε όσο η ζωή και στην ευτυχία που έγινε προσμονή και που η ολοκλήρωσή της ήρθε την ώρα του θανάτου, την ώρα της απόλυτης σιωπής; Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει σε τόση μεγάλη αγάπη; Που μήτε το χέρι της δεν ακούμπησε μον καθαρά και ξάστερα της είπε: – Θα έρθω να σε πάρω και αν δεν σε δώσει η μάνα σου, θα σε κλέψω.
Και τώρα η Λενιώ του Κώστα Γιώργη που αποφάσισε να γράψει παραμύθια είπε να γράψει το καλύτερο. Είπε να γράψει για τη Λενιώ την Αλαφροΐσκιωτη.

Αλεξάνδρα Παυλίδου-Θωμά.

Πηγή: http://cheimarros.eu

(Το παρόν «έργο» έλαβε Α΄ Πρώτο Βραβείο Διηγήματος στα  πλαίσια  του  Ετήσιου Πανελλήνιου  Λογοτεχνικού  Διαγωνισμού  που  διεξήχθη  από  την  Ένωση  Ελλήνων  Λογοτεχνών  κατά  το  2013). 

«ΘΥΜΩΝΕΙ» του Μιλτιάδη Ντόβα



Ήρα τη βεβαιότητα με την αμφιβολία!
Η σκέψη μου, εικόνα δίχως γη, θλιβερή όλο ύψος ανάβαση!
Γέλασε ο γκιόνης την τελευταία του, φορά!
Τραγούδι άρχισε κρυφό στις θημωνιές της νύχτας!
Φεγγάρι γάργαρο της Νιότης η Αυγή, θυμωμένο σημάδι της ύπαρξης!
Ξύπνησε το πηγάδι των καημών, μ’ Οργής ανέσπερο τυφλό Αποσπερίτη!
Αποσπερίτη που μοιράζει γειτονιά!
Μ’ αγγέλους θείους της Οργής και με λευκούς «Δαιμόνους»!
Η βαρβαρότητα «ήλιος» που ζει! Χτυπά την Αθωότητα μορφών συμπαντικών όπου σιωπούνε!
Ω! Ψεύτρα-Κλέφτρα! Σιωπή  της Λησμονιάς! Στιλέτο άπλωσε και μπήξε στο κορμί σου!
Ηχούν τα πνεύματα τα νεκρικά, τόνοι φυγής  που κυβερνά θυμιών το εικονοστάσι!
Εικονοστάσι δίχως αίμα μα πληγή, γεμάτη κόκκινο, αστραφτερό μανδύα!
Μανδύα ανέμελο, της ξαστεριάς και μίας Νέας Εποχής ανίερο περιβόλι!
Περιβολάκι που ‘χει δόξες Παναγιάς, μα και Σιωπές του Ρόδου απλωμένες στο τραπέζι!
Δωσ’ μου, τη δύναμη, γαλάζιο φως! Αμφιβολία να ντυθώ ιχνηλατώντας όψεις!
Όψεις του Έρωτα και της Αυγής, μοναχικών ντελάληδων όπου σεμνά μας κράζουν!
Κράζουν της βεβαιότητας την «ξεγνοιασιά»! Κράζουνε όμως κι εκεινούς που άγνοια  τ’ Άστρου έχουν!
Θεά η Ύψιστη δίχως πιστούς! Ετούτη είναι η Αλήθεια, η ξεχασμένη!
Είναι Αθάνατη, όλο Οργή, είναι και πλάσμα ξωτικό που ντύνεται τη Νιότη!
Ντύνεται αγέρωχα όψεις φυγής  και «ξιπασιάς» ανήμερα πίνει νερό και φεύγει!
Φεύγει στα πέρατα του Ψεύτη Νου! Με δάκρυ άλογο για φως, καντήλι των Νεράιδων!
Σεντόνι πλέκει με τις άξενες θυμιές, από Οργής γρυλίσματα και πούλουδα απ’ αηδόνια!
Αηδόνια όπου ψέλνουν εν χορώ, μπρος στο Θεό του Είλωτα: «χαμένη Αυγή υψώσου»!
«Υψώσου σ’ Άνθρωπου, Προσώπου Φως! Όλο να μάχεται για ‘σε και να σε διαφεντεύει»!
Ω! Στήλες άλατος οι ατυχείς! Της βεβαιότητας οι γκρι συνοδοιπόροι!
Ο Λωτ θυμήθηκε, αυτοί σιωπούν! Καμπάνες νεκρανάστασης, χτυπάνε τα ξεφτέρια!
Γελάνε, τραγουδάνε και πονούν! Ετούτη είναι η Ψυχή, το σφρίγος της Αλήθειας!
Δίχως τη δόξα της, γεμάτη φως! Προβάλλει αγγέλων η θεά και μου θυμώνει! 

Μιλτιάδης  Ντόβας

(Το  παρόν  «έργο»  έλαβε  Γ΄ Τρίτο  Βραβείο  Ποίησης  στα  πλαίσια  του  Ετήσιου  Πανελλήνιου  Λογοτεχνικού  Διαγωνισμού  που  διηξήχθη  από  την  Ένωση  Ελλήνων  Λογοτεχνών  κατά  το  2013).