Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη «ΑΛΦΕΣ», Εκδόσεις «ΔΟΝΤΙ » Δεκέμβρης 2016 , σελ:79-84.

  

                                                             

.7.

Κι ο πατέρας ήταν αληθινός Ηρακλής. Πάντα παρών σε ό,τι κι αν κάναμε. Περπατούσε κι έτρεμε η γης. Μιλούσε και τρανταζόταν το σύμπαν ολάκερο. Κανείς δεν μπορούσε να του γυρίσει κουβέντα. Ήταν ο στύλος του σπιτιού μας. Ο αφέντης μας.

Χαράματα σηκωνόταν με τις δροσιές της άνοιξης, τα κρύα του χειμώνα, τις κάψες του καλοκαιριού και τα ανεμόβροχα του φθινοπώρου. Όλες οι μέρες της ζωής του ήταν ίδιες. Καμιά δεν ξεχώρισε. Από το πρωί ως το βράδυ δουλειά χωρίς αναπαμό. Το ίδιο έζησε κι η μάνα. Όσο για εμάς τα παιδιά… Φύγαμε. Κάναμε φτερά ..! για να ζήσουμε όσα δεν ζούσαμε, να δούμε και να μάθουμε όσα δεν μπόρεσε να μας προσφέρει ο τόπος μας.

Με τον ιδρώτα του προσώπου ποτίζαμε τη γη κι εκείνη έδινε το κάρπισμά της. Ό,τι βλέπαμε, ό,τι αγγίζαμε είχε επάνω την εικόνα μας, σφραγίδα με το αίμα της καρδιάς μας. Ήταν δύσκολα χρόνια μα τα θυμάμαι νοσταλγικά. Γεμάτα αγνότητα, χωμένα στην αγκαλιά της μάνας φύσης. Χρόνια που δεν ξαναγυρίζουν πίσω, εικόνες που δεν θα ξαναδώ..!

Από βραδύς έβαζε στο σακούλι κάτι πρόχειρο. Λίγες ελιές, ένα κομματάκι τυρί, μια μπουκάλα κρασί, ένα κρεμμύδι που το ‘κανε στουμπιστό στο λιθάρι, μισό καρβέλι ζυμωτό ψωμί. Το ψωμί ήταν το φαγητό του και τα υπόλοιπα το προσφάι του.

Το πρωί μόλις θα σηκωνόταν θα έκανε το σταυρό του γυρνώντας το κεφάλι  προς τη μεριά της εκκλησιάς∙ φορούσε την τραγιάσκα του, σέλωνε τα άλογα, φόρτωνε τα σύνεργα κι έφευγε για τις δουλειές.

Ο πατέρας δεν είχε μόνο μια δουλειά. Οι δουλειές άλλαζαν με την εποχή. Όλοι στην οικογένεια βρισκόμασταν στο πόδι. Δεν υπήρχαν για εμάς γιορτές και Κυριακάδες, Δεκαπενθήμερα Χριστουγέννων και Πάσχα, Απόκριες, Καθαρές Δευτέρες, Καλοκαιρινές διακοπές και ξεγνοιασιά.

Από το τέλος του καλοκαιριού ξεκινούσε την προετοιμασία της γης για την καινούρια σοδειά. Με το βατοκόπι στο ένα χέρι και την κόρσα στηριγμένη στον ώμο, με το κλαδευτήρι και το τροχιστήρι περασμένα στο πίσω μέρος του παντελονιού, ξεκινούσε χαράματα για τα χέρσα: Τη Ματωμένη Χούνη, τη Λογοθέτα, τον Τρανό Βαρκό και το Μεγάλο Λιθάρι. Τον έβρισκε ο ήλιος καταϊδρωμένο και διψασμένο. Στο μεγάλο δέντρο καθόταν λιγάκι να ξαποστάσει και να πιει δυο σταγόνες νερό. Η κούραση λιάνιζε τα κόκκαλα του κι ο ήλιος του έτρωγε τη σάρκα. Όμως, δεν άφηνε τη γη να χερσώσει. Την ήθελε νέα και καρποφόρα. Όπου υπήρχε καλαμιά, ασπάλαθο, φτέρη, σφερδούκλι, σπάρτο, σφάκα και βατομουριά, αγκινάρες, γαϊδουράγκαθα και κάθε λογής αγκάθι, τα ξύριζε με την κόρσα και το βατοκόπι. Τα έκανε σωρούς και με τις πρώτες βροχές τα έκαιγε και καψάλιζε της γης τα απομεινάρια. Ο κύκλος της ζωής! Ό,τι η γης έτρεφε, τώρα γέρικο επιστρέφει σ’ αυτή και γίνεται τροφή της. Τροφή για την καινούργια σπορά.

Όλα γίνονταν με σύστημα, τάξη και μελέτη. Σε όλες τις δουλειές υπήρχε πρόγραμμα. Φέτος θα καλλιεργούσε τα μισά, του χρόνου όλα τα υπόλοιπα. Διακόσια στρέμματα περνούσαν απ’ τα χέρια του, ποτίζονταν με τον ιδρώτα του. Γι’ αυτό και τα πονούσε. Έτσι πάντα είχαμε χέρσα για να βόσκουν τα κοπάδια μας και πάντα σπαρμένα για να βγάζουμε το ψωμί μας.

Καθώς έπεφταν οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου κι η γης ρουφούσε αχόρταγη τις στάλες του ουρανού για να σβήσει την κάψα της, τότε ήταν που ο πατέρας υπέγραφε τη συμφωνία μαζί της. Έφταναν στα αυτιά οι ήχοι από το τρίξιμο της καλαμιάς και των ξερών χόρτων χτυπημένα απ’ τη βροχή.  Η μουσική των φύλλων από το ανακάτωμα του ανέμου και η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος και των καμένων χόρτων. Τότε, ο πατέρας έσκαβε κι έφτιαχνε ένα μικρό σωρό από χώμα στο κέντρο του χωραφιού κι έμπηγε σαν φλάμπουρο ένα ψηλό καλάμι, δείγμα πως εκείνο το κομμάτι γης δεν έπρεπε να πατηθεί ούτε από ζώα ούτε απ’ άνθρωπο. Έδινε την ελευθερία στη γη να θρέψει μόνη της ό,τι εκείνη κουβαλούσε. «Αμποδισμένο» το έλεγε ο πατέρας ή «κουτρουλιασμένο» επειδή είχε συγκεντρωμένο πάνω του το σωρό με το χώμα. Και ρίζωνε κάθε λογής αγριόχορτο κι έβρισκαν τροφή τα ζωντανά μας.

Οι χωρικοί γνώριζαν τα σημάδια και κανείς δεν πήγαινε τα κοπάδια του για βοσκή σε μέρη εμποδισμένα. Εκείνα που δεν είχαν κουτρούλι στη μέση, τα όργωνε με ένα ζευγάρι άλογα. Ξεκινούσε στα μέσα φθινοπώρου σπέρνοντας πρώιμα βρώμη και κριθάρι για να βρίσκουν γρασίδι τα ζωντανά στη βαρυχειμωνιά και τελείωνε το Φλεβάρη με τη σπορά του σιταριού. Μα όταν τέλειωνε η σπορά, ξεκινούσε το όργωμα του κήπου∙ κι όταν τελείωνε ο κήπος αρχίναγε το κλάδεμα του αμπελιού∙ κι όταν τελείωνε το κλάδεμα ξεκινούσε το σκάλισμα, το νιτράρισμα, το ράντισμα, το κορφόκομα, το θειάφισμα και ξανά το ράντισμα.

Έφευγαν οι Μάρτηδες… έφευγαν οι Απρίληδες… έρχονταν Μάηδες και πάντα βρίσκαμε τον πατέρα να βαριανασαίνει από την κούραση.

Με μια ψεκαστήρα στους ώμους ράντιζε διακόσια στρέμματα σπαρτά. Κι όταν τελείωνε το ράντισμα είχε φτάσει πια Μάης…

Τότε άρχιζε το κόψιμο του σανού, έπειτα το μάζωμα και το κουβάλημα απ’ το χωράφι στις αποθήκες. Κι όταν τελείωνε το κουβάλημα ξεκινούσε το κούρεμα των προβάτων. Έφευγε η άνοιξη κι έπιανε καλοκαίρι. Κάθε εποχή έβρισκε τον πατέρα πρωταγωνιστή στον κάματο της ζωής. Έπειτα τρόχιζε τα δρεπάνια για το θέρο. Για τον καθένα μας είχε από ένα δρεπάνι με το όνομα σκαλισμένο στη λαβή. Πρώτα θερίζαμε τις βρώμες, έπειτα τα κριθάρια και τέλος το σιτάρι. Χεριές – χεριές το αφήναμε πάνω στις καλαμιές κι όταν τελειώναμε το κόψιμο το κάναμε δεμάτια. Όρθια τα στυλώναμε, έτοιμα να τα μεταφέρουμε με τα ζώα στις θημωνιές.

Όταν τέλειωνε ο θέρος και το κουβάλημα στο αλώνι, ερχόταν η αλωνιστική μηχανή. Είχαμε μεγάλη χαρά όταν βλέπαμε το τρακτέρ να σέρνει πίσω του  το μεγάλο μηχάνημα με τη σκάλα και τα λουριά να ανεβοκατεβαίνουν, να κουβαλούν στην ράχη τους τα στάχυα, να τα καταπίνει ολόκληρα, να κουνάει την κοιλιά του ώρες ατελείωτες δεξιά κι αριστερά και να βγάζει απ’ την τεράστια μύτη του άχυρο. Ήταν μια όμορφη εικόνα στα παιδικά μας μάτια και περιμέναμε με λαχτάρα να μυρίσουμε τον καρπό και το άχυρο  που έβγαιναν απ’ τη μηχανή, να ανεβούμε πάνω στην πλάστιγγα και να μας ζυγίσουν όπως ζύγιζαν τα τσουβάλια με τα γεννήματα. Θα βλέπαμε και κόσμο! Ήταν η μοναδική ευκαιρία να δούμε κόσμο.

Όταν τέλειωνε το αλώνισμα κάναμε τσουλήθρα πάνω στα άχυρα και τα σκύβαλα. Φέρναμε τα ζωντανά στο αλώνι (άλογα, γαϊδούρια, πρόβατα, πουλερικά) και γινόταν πανηγύρι. Έχωναν τις μουσούδες στ’ απομεινάρια του αλωνίσματος δίχως να κουνιούνται βήμα. Έτσι ξέγνοιαστα βρίσκαμε χρόνο για παιχνίδια στ’ αλώνι.

Ο πατέρας με τη μητέρα κουβαλούσαν τα γεννήματα σε σακιά φορτωμένα πάνω στα ζώα. Γέμιζαν τις αποθήκες, τα ματαράτσια (πελώρια σακιά που χωρούσαν ως έναν τόνο γέννημα), τις κασέλες και μύριζε το σπίτι μας καλοκαίρι. Ικανοποιημένοι κι οι δυο για τη σοδειά, βαρύ ντορβά φορούσαν στα ζωντανά και τα πλάνευε ως ανταμοιβή για τον κόπο τους.

Τα πρόβατα τα αφήναμε στις καλαμιές κι έβρισκαν αθέριστα στάχυα κι έτρωγαν. Για πότισμα τα πηγαίναμε στη Μεγάλη Βρύση ή στον Τρανό Βαρκό και μετά για άρμεγμα και για στάλο. Φτιάχναμε τυρί και μυζήθρα και το τυρόγαλο το ρίχναμε στα χοιρινά.

Τα άλογα φέρναμε το μεσημέρι στον ίσκιο και το απόγευμα με το πεδούκλι στο πόδι τα αφήναμε στα άχυρα και στις καλαμιές. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ τα ποτίζαμε για να μην σκάσουν από τη ζέστη. Χαιρόμασταν να πηγαίνουμε κοντά τους και να τα περιποιούμαστε. Ήταν τα πιο αγαπητά ζώα. Τους φορούσαμε χαϊμαλιά και με ένα σάλτο βρισκόμασταν στη ράχη τους. Ξέστρωτα τα κουβαλούσαμε και καλπάζαμε σε ανηφοριές και κατηφοριές.

Συχνά ο πατέρας τους άλλαζε τα πέταλα. Τα χάβιωνε, τα ‘δενε με καπίστρι στον κορμό της καρυδιάς και μας καλούσε να τον βοηθήσουμε. Σηκώναμε ένα – ένα τα πόδια τους, τα κρατούσαμε ώρα πολύ στον αέρα κι  με την τανάλια τραβούσε απ’ τις οπλές τα παλιά και λιωμένα καρφιά. Με το σατράνι έκοβε προσεκτικά τα νύχια, τα στρογγύλευε, τα λιμάριζε και τους φορούσε τα καινούργια τους παπούτσια. «Για να μην πονάνε τα πόδια τους πατώντας τα κοτρώνια» έλεγε ο πατέρας. Έπειτα τα ξύστριζε, τους κούρευε όμορφα τη χαίτη, τους γυάλιζε το τρίχωμα, τους χάιδευε τη μουτσούνα και τα καλόπιανε δίνοντάς τους με απλοχεριά σανό.

Έτσι ήταν ο πατέρας κι η μάνα! Άνθρωποι ακούραστοι για όλες τις δουλειές…

 

 

Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

«ΣΠΑΡΑΓΜΑ» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη (9 χρόνια μετά)

«Προσωπογραφία  του Νικόλα»
Ελαιογραφία της Μαρίας Κολοβού-Ρουμελιώτη
 

ΣΠΑΡΑΓΜΑ

(9 χρόνια μετά)


Τα ψέματα τ’ Απρίλη τα πίστεψαν πολλοί
-αλλόκοτο  σεργιάνι για άλλη πολιτεία, 
βασίστηκαν επάνω του, του ‘δωσαν τα πρωτεία,
μαζί του εταξίδεψαν … Δεν γύρισαν στη Γη!...
 
Πίσω αφήσαν ορφανή την Άνοιξη να κλαίει
να αγναντεύει μακριά … επιστροφής καράβι ‧
μα το καράβι άφαντο μακριά απ’ το λιμάνι
στου Γαλαξία τα κύματα,  αστροφεγγιές γυρεύει!...
 
Αχ! και να ήταν ψέματα τ’ Απρίλη η μόνη Αλήθεια
που ξύπνησε ολόχαρος το Χάρο ν’ ανταμώσει…
Λουλούδι ήταν νιόβγαλτο, τρανή χαρά  έχει δώσει
στον Κάτω κόσμο προσφορά, της τόλμης τα επινίκια!....

 

(Στη μνήμη του Νικόλα που μας άφησε στα 26 του χρόνια) 

Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 

Μαρία  Κολοβού Ρουμελιώτη