Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Το πνεύμα των Χριστουγέννων να φωτίζει το μέλλον όλων, σε μια πορεία γεμάτη Δημιουργία και Αισιοδοξία.


Υγεία Ευτυχία Ελπίδα Ειρήνη! ΤΕΣΣΕΡΙΣ λέξεις… Χίλιες Ευχές!

Το πνεύμα των Χριστουγέννων ας φωτίσει το μέλλον όλων μας,

σε μια πορεία γεμάτη Δημιουργία και Αισιοδοξία!

Καλά Χριστούγεννα, αγαπητοί μου φίλοι!

Ευτυχισμένο το Νέο Έτος! Μακριά από Ιούς και Μεταλλάξεις...

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020

«O ΒΡΑΧΝΑΣ» στίχοι της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

«ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ»

Της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

ΔΙΑΣΤΑΣΗ: 105 cm  Χ 145 cm

 


O ΒΡΑΧΝΑΣ

 

Ξυπνώ πρωί με αχ και βαχ

το νοίκι απλήρωτο με κράζει

και η λεπίδα του βραχνά

βαθιά τη σάρκα μου χαράζει.

 

Βαρέθηκα τα αφεντικά

που διαταγές μονάχα δίνουν

και τον ιδρώτα μου τον ρίχνουν

να ξεδιψάσουν τα φρικιά.

 

Μου ‘κοψε η ΔΕΗ το φως

κι από νερό δεν έχω στάλα

κι άλλα προβλήματα μεγάλα

άλυτα τα ‘χει ο γιατρός.

 

Βαρέθηκα, μα το Θεό!

στο πέρα  δώθε να με βρίσκω

άφυλλο δέντρο δίχως ίσκιο

να κοπανιέμαι στο κενό.

 

Τέταρτη, 16 Δεκεμβρίου 2020

 Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΗΣ Ο ΛΟΓΟΣ της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη


Ο ποιητής δεν ξεχνά ποτέ αυτά που τον χαροποιούν, αλλά ούτε κι αυτά που τον θλίβουν. Οι άνθρωποι, τα δέντρα, τα πουλιά, κάθε τι μικρό και μεγάλο στον κόσμο που τον περιβάλει, είναι δεμένο με την ευφάνταστη φύση του. Δεν θα ξεχάσει ποτέ το μικρό παιδί που μαζεύει ανεμώνες στην άκρη του δρόμου, ούτε τον νεαρό άντρα που πήρε το δρεπάνι να θερίσει τους καρπούς  τού κόπου του κάτω απ’ τον καυτό ήλιο του μεσημεριού. Θα μακαρίσει τη γυναίκα που μαζεύει κρίνα στο περιβόλι της εγκαρτερήσεις για να στολίσει τον  σεμνό επιτάφιο στο φτωχικό εξωκλήσι της Ανάστασης του Κυρίου. Ακόμη και τον γέροντα που αγκομαχώντας ανεβαίνει την ανηφόρα, σκουπίζοντας τον ιδρώτα του μετώπου του με την ανάστροφη της παλάμης του, θα τον εκτιμήσει σαν πολύτιμο πετράδι στο θησαυροφυλάκιο του μυαλού και θα  χαρίσει δυο λόγια ευλαβικά ως ενίσχυση της ανάβασης του. 

Ο ποιητής δεν μιλά με τα χείλη. Μιλά μόνο με την καρδιά, την οποία λούζει καθημερινά με την δροσιά της σκέψης του. Πάντα κρυστάλλινος και διαυγής μπροστά στα οράματα στέκει ο ποιητής, δίχως κομπασμούς ακολουθεί τη φωνή της Μούσας που τον καλεί. Επίσημη  λιβρέα δεν φορεί.  Μέσα στην απόλυτη σεμνότητα ανταμώνεται με το φως του Απόλλωνα και να τον στεφανώνει ο ζήλος και η αγάπη για την τέχνη όπου υπηρετεί.

Όταν χαροπαλεύει η λογική, αυτός ρίχνει γροθιά στο μαχαίρι ματώνοντας και δίνοντας  πρώτος το παράδειγμα, ποιεί έργο ήθους χρηστού κι ωφέλιμου για την ανθρωπότητα.  Τυλιγμένος με το φθαρμένο  σεντόνι της μοναξιάς του, κλαίει μονάχος κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο παρακαλώντας τους αστερισμούς να ρίξουν λίγο φως στην παρεξηγημένη από τον κόσμο, ύπαρξη του. Ξεπλένει τις πληγές που αιμορραγούν  με σινική μελάνι  εναποθέτοντας τα αποτυπώματα τους πάνω σε ολόλευκο χαρτί δημιουργώντας αγγελικούς χορούς. Εκφράζεται με λέξεις παρθενικές που εσωκλείουν βαθειά φωτεινότατα νοήματα, γνωρίζοντας πως η ποίηση γεννιέται με την αυγή της ανθρωπότητας  κι ως απόσταγμα της σκέψης, έρχεται σε επαφή με το άπειρο.

Ο ποιητής, πρέπει να απέχει από κάθε είδους τιμητική εκδήλωση.  Το πρόσωπό του ταπεινά πρέπει να κατεβάζει και να ευγνωμονεί τον Φύλακα του για το τάλαντο που του χάρισε. Κι αυτό το τάλαντο δεν πρέπει να το κρατήσει δικό του! Δανικό είναι… Θα το κρατήσει  για  λίγο στα χέρια του κι έπειτα θα το επιστρέψει στη βάση του για να δοθεί σε νέο παραλήπτη, γιατί η Ποίηση έχει σκοπό να δημιουργεί καινούργιους ορίζοντες μετατρέποντας τις πιθανότητες σε βεβαιότητες, μικραίνοντας  τις αποστάσεις όλων αυτών που βλέπουμε στην πραγματικότητα κι αυτών που φανταζόμαστε.

Φανφάρες, λόγια πλουμιστά που κάνουν τον άνθρωπο να φουσκώνει σαν παγόνι δεν χρειάζονται οι ποιητές…. Όλα αυτά που γίνονται συνήθως στους λεγόμενους «πνευματικούς κύκλους», είναι γεγονότα θλιβερά.  Ελλόγιμες πρέπει να είναι όλες οι πράξεις του και να κρατούν σε επαγρύπνηση τη σκέψη απόμακρη   από δυνατά φώτα και ανούσια χειροκροτήματα. Σαν μικρός κισσός ανυπεράσπιστος που αναρριχάται και προσπαθεί να πιαστεί απ’ το χέρι του Θεού για να σωθεί, έτσι πρέπει να νιώθει ο ποιητής! Να προσπαθεί να αγγίξει την τελειότητα με την βοήθεια της Θείας επενέργειας, σεμνός κι αφοσιωμένος στην προσφορά και όχι προσκολλημένος στην προσμονή της ανταμοιβής. Μέσα από την τέχνη του να κάνει τα πράγματα να αναγεννιόνται, να αλλάζουν μορφή,  φωτίζοντας άγνωστες πτυχές της ζωής.

Τη σταύρωση και την ανάσταση της προσωπικότητας του, την αισθάνεται καθημερινά με ένα τρόπο που μόνο ένας αληθινός ποιητής μπορεί να αισθανθεί. Ποτέ του δεν έχει για αυτάδελφο το Νήδυμο Ύπνο. Στο λυκαυγές  διασχίζει  τη διαδρομή σαν  ουράνιο  τόξο με χρώματα της Ίριδας, και στο λυκόφως η προσφορά του διαπερνά τους πλανήτες κι εκρήγνυται σε ακαθόριστους χώρους και χρόνους. Οι Μούσες δεν τον αφήνουν να κλείσει τα βλέφαρα κάτω από το σεντόνι της περίσκεψης. Σαν νυχτερινό φάντασμα περιπλανάται εντεύθεν κι εκείθεν στα άδεια δωμάτια μαχόμενος με λέξεις και ιδέες, προσπαθώντας  να τις βάλει σε τάξη. Οι τυμπανοκρουσίες και τα χειροκροτήματα κωμικοτραγικοί απόηχοι γίνονται στα αυτιά του σαν κλείσει η αυλαία της δεξίωσης. Οι κορνιζαρισμένοι έπαινοι και τα διπλώματα του φορτώνουν βαρύ σταυρό στο ανέβασμα του Γολγοθά. Οι εύγλωττες επιστολές των κριτών γίνονται εκκωφαντικά περιγελάσματα: «Τον ανεβάσαμε στην κορφή… τώρα αν είναι ικανός ας προχωρήσει παραπάνω… αλλιώς, ας κόψει το κεφάλι του για χάρη της ποίησης!...»      

Συλλέχτης αρωμάτων από προαιώνιες εποχές, γεμίζει τις στάμνες της γνώσης με ανείπωτη ευαισθησία. Γι αυτό λένε πως οι ποιητές κατέχονται  από την « Ιερή Μανία», η  οποία δίνεται ως δώρο από τους θεούς στους ανθρώπους για να τους κάνει ευτυχισμένους‧ μόνο που ο ποιητής δεν ικανοποιείτε ποτέ, γι αυτό στο βλέμμα του πάντοτε υπάρχει μια ένδειξη μελαγχολίας.  Προσπαθεί να εισχωρήσει στις ρίζες των εννοιών, να δεχτεί στο μέγιστο βαθμό την προφητική τους χροιά ελπίζοντας στην κάθαρση. Η τέχνη του αψηλάφητη μένει από γιατροσόφια, όπως ο ήλιος, ο αδάμαστος αρματοδρόμος, που φωτίζει γεμίζοντας την πηγή της αιωνιότητας με όλες τις ευεργετικές του ιδιότητες, χωρίς κανείς να μπορεί να τον πλησιάσει και να τον  αγγίξει.

Αφού οι ποιητές κατέχονται από τη Μούσα  κι από Θεία μανία και γίνονται  «ένθεοι» (πράγμα παράδοξο την σημερινή εποχή), γιατί τόση παρεξήγηση όσο αφορά το πρόσωπό τους;  Μάλλον, υπήρξε  αποπροσανατολισμός του στόχου τους… Η προσπάθεια να εξηγηθεί η δύναμη της καλλιτεχνικής τους δημιουργίας -η οποία όπως φαίνεται ήταν  ανθρώπινη θέληση, στηρίχτηκε πάνω σε συγκεκριμένους κανόνες που δεν έφεραν αρεστό αποτέλεσμα, αγαπητό κι ωφέλιμο στην κοινωνία.

Η ποιητική δημιουργία είναι ένα δώρο της φύσης, ξεχωριστό, που δίνεται σε ανθρώπους που μπορούν να το υπηρετήσουν. Είναι μια πρόσκληση  της λογικής στο φαρδύ  ντιβάνι της τρέλας κι  απόσταγμα ανθέων από τα περιβόλια  της οικουμένης.

Κάθε καλλιτεχνική δημιουργία βασισμένη σε κανόνες δεν έχει πνοή μέσα της, δεν είναι ένθεη και δεν δονεί την ψυχή.

Ο γνήσιος ποιητής καταθέτει την ψυχή του, αφού κάνει καθημερινά ταξίδια αναγνώρισης κι ανάγνωσης της άγνωστης πλευράς του εαυτού. Η τέχνη του δίνει καθημερινά μαθήματα αυτογνωσίας.  Απέναντι του  στέκει  αυστηρά ο καθρέπτης της αυτοκριτικής.

Εναποθέτοντας στους στίχους του, κομμάτια του πραγματικού εαυτού, νιώθει να αγγίζει τις ψυχές όλου του κόσμου, αφού μπορεί να εκφραστεί ακόμα και με το ανέκφραστο. Ο ποιητής παίζει με τις λέξεις δημιουργώντας καινούργιο λεξιλόγιο. Εισχωρεί σε ακούσματα κι έννοιες πρωτόγνωρες καθιστώντας το παιχνίδι της δημιουργίας του, ατελείωτο. Παντρεύει με χάρη τα πιο ασύνδετα πράγματα. Δημιουργεί καινούργιους συνδυασμούς εξασφαλίζοντας το μέλλον της Ποίησης. Δρομολογώντας το παρόν και συγκρατώντας τη γνώση του παρελθόντος φέρνει σε συνοχή το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της τέχνης για την οποία προσφέρεται.

Μεγάλοι ποιητές έχουν πει σοφά λόγια για την τέχνη τους:

 «Η  Ποίηση είναι βαθιά πληγή από φρικτό μαχαίρι», είπε κάποτε ο Καβάφης κι εγώ λέγω πως: Είναι μια αιώνια γκαστριά με όλα τα συμπτώματα  της εγκυμοσύνης που περιμένεις εναγωνίως να δεις τι τέκνο θα γεννήσεις, χωρίς ποτέ να το πιάσεις στα χέρια σου. Κι αυτό το λέγω   γιατί πρέπει να αναγνωρίζουν όλοι πως είναι μαρτυρικό να γράφεις ποίηση ακόμη και όταν μέσα σου έχεις την σπίθα της Μούσας που σε φωτίζει και σε καθοδηγεί.

Ο ποιητής έχει την δύναμη να μετουσιώσει τον πόνο και ό,τι άλλο περιλαμβάνει η ανθρώπινη ύπαρξη, σε ομορφιά. Η  μόνη του προσπάθεια είναι να ποιεί όμορφα πράγματα, να υμνεί το μεγαλείο της φύσης, να σφυρηλατεί και να φέρνει  σε αρμονία αντιθέσεις. Εκφράζει το ωραίο διαμέσου λέξεων περίτεχνα υφασμένες μεταξύ τους.

Η απαίτηση της ψυχής του να παραδοθεί εξολοκλήρου στην τέχνη της δημιουργίας γίνεται εντονότερη όταν πιστεύει πως έχει κάτι σημαντικό να δώσει. Σαν πληγωμένο περιστέρι απ’ το βόλι του κυνηγού, ορθοπεταλίζει  τις φτερούγες του κατεχόμενος από τη Θεία Μανία ως να τελέψει, χωρίς ποτέ κανείς να αντιληφτεί το πόσο αιμορραγεί η ψυχή του, το πόσο τον πονούν τα δάφνινα στεφάνια που είναι πλεγμένα σε βέργες ασπάλαθου.

Στο τέλος, όταν πια θα αναπαύεται στον κήπο με τα λευκά κρίνα και τα ίσια καταπράσινα   κυπαρίσσια, όλοι θα νιώθουν πως υπάρχει δίπλα τους, νιός εργάτης, με τον κασμά να ανοίγει στα διάσελα καινούργιες διαδρομές. Κι όταν το πλήρωμα του χρόνου αποκαλύψει πως, τα ποιήματά του έγιναν ψηλοί καταρράκτες  που έλουσαν και σφυρηλάτησαν  τις  ψυχές των ανθρώπων  ρέοντας στις απορρώγες χαράδρες της Ύπαρξης, τότε θα έχει κάνει το χρέος  του σωστά.

Παρασκευή, 19 Οκτωβρίου 2012

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη


Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

«ΚΟΥΒΑΛΩΝΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥ ΤΟ ΒΑΡΥ ΦΟΡΤΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη ( Εμπνευσμένο από σκίτσο του Γεράσιμου Λυμπεράτου)

 

ΣΚΙΤΣΟ _ ΖΩΓΡΑΦΙΑ
Γεράσιμος Μ.Λυμπεράτος

ΤΙΤΛΟΣ: Κουβαλώντας στους ώμους του το βαρύ φορτίο της ζωής




«Κουβαλώντας στους ώμους του το βαρύ φορτίο της ζωής» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

 

Κεφάλι, δεν του είχε απομείνει. Μια πυρωμένη μπάλα, που τα γρανάζια της άρπαζαν  φωτιά‧ σβούρα που γυρνούσε ασταμάτητα ταρακουνώντας την αδράνεια του κόσμου‧ κι  απ’ τα μάτια του… αχ, απ’ τα μάτια του... κρέμονταν δυο δίχτυα αδειανά, σαν  να σου έλεγαν: «Φάτε μάτια ψάρια!..»

Το στόμα του, κλειδοστομιασμένο.  Μια στενή χαρακιά που μάγκωνε τον λάρυγγα του  σαν θηλιά, κι όλος ο κορμός, ένας σωρός από ωμοπλάτες που κουβαλούσαν το βαρύτιμο φορτίο της ζωής.

Τα μέλη του…. ναι, τα μέλη του… τα είχε μετατρέψει σε δεκανίκια ατσάλινα, -μιας και του τα ‘χε πετσοκόψει η ζωή‧ αλφαδιασμένα, να μη γέρνει το φορτίο! Ισορροπούσαν,  αλύγιστα, καθώς μοίραζαν ισόποσα το μερίδιο της ευθύνης τους. Έπρεπε να αντέξουν. Να βγάλουν εις πέρας την αποστολή τους. Να οργώσουν  το άγονο, αφήνοντας το γαλάζιο του ουρανού να αστράψει πάνω απ’ το κεφάλι της εργατιάς!

Αχ, πόσα θα ‘θελε να ξεστομίσει, να ξαλαφρώσει η μπαμπέσα η ζωή!.. Να γυρίσει η ρόδα  και τα μάτια του να δουν τον κόσμο με ένα καρβέλι ζεστό ψωμί στα χέρια του!  Να δυναμώσουν  οι φωνές τραγουδώντας για την ειρήνη.  Να χαμογελάσουν  τα σφραγισμένα από την πείνα στόματα  και στην καρδιά της  ανθρωπότητας να ρέει το αίμα της ανθρωπιάς!

 

  Κυριακή, 29 Νοεμβρίου 2020