Κυριακή 8 Μαΐου 2022

Χρόνια πολλά σε όλες τις μανούλες. Υγεία κι ευλογία σε όλα τα παιδιά του κόσμου!

 

ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ γλυπτική της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη 

Με ρώτησαν ποια είναι τα πλούτη μου κι απάντησα: Τα παιδιά μου!

 











 

ΑΛΦΕΣ της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

Κεφάλαιο 9.

 (Αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας μου, Αντιγόνης).

Ορφανή από μάνα η μάνα μου και μοναχοκόρη, είχε πάρει τη ζωή στα χέρια της από μικρό παιδί. Είχε μεγαλώσει μέσα στη φτώχια και την ορφάνια μεγαλώνοντας σαν μάνα τα τρία μικρότερα αδέλφια της και μια αδελφή μονάκριβη που είχε. Την είχε αφήσει η γιαγιά μου μωρό στην κούνια όταν αρρώστησε βαριά κι έφυγε απ’ τη ζωή. Την ανάθρεψε ως τεσσάρων χρονών αλλά η μοίρα βάλθηκε να χτυπήσει άγρια για άλλη μια φορά το φτωχικό του παππού μου, του Κούκουντζα. Την πήρε ο Θεός μαζί του να την κάνει κι αυτή αγγελούδι στον ουρανό. Μάνα και μονάκριβη αδελφή τις είχε χάσει… Τώρα μεγάλωνε τα τέσσερα παιδιά της.

Σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή είχε ανάγκη κάποιον δικό της άνθρωπο. Κάποιον να νιώθει, ν’ αισθάνεται τον πόνο της. Μια μάνα ή μια αδελφή.

Δεν είχε κανέναν απ’ αυτούς. Τους είχε πάρει ο Θεός πριν την ώρα τους. Προτού προλάβουν να χαρούν τις χαρές της ζωής. Είχε όμως την θεία Όλια, τη γυναίκα του θείου μου, που μένανε μαζί αλλά ήταν κι αυτή μικρομάνα κι έγκυος στο έκτο παιδί της. Αυτή η γέννα την είχε καταβάλει κι αισθανόταν αδύναμη. Έπρεπε όμως να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια της γιατί είχε μεγάλη φαμίλια να συντηρήσει.

Δεν είχε μονάχα τα τέσσερα παιδιά της και τον άντρα της. Έμεναν μαζί τους και τα πεθερικά της: Ο παππούς Ηρακλής και η γιαγιά Φουρλούμπω. Δεκαπέντε νοματαίοι όλοι μαζί. Είχαν πολλά στόματα να θρέψουνε και όλοι έπρεπε να ‘ναι στο πόδι για τις ανάγκες της φαμίλιας. Μα είχαν και τα κτήματα, τους κήπους, τα χωράφια, τα οργώματα, τα κλαδέματα, τα ζωντανά. Άλογα, βόδια, πρόβατα, χοιρινά, πουλερικά. Είχανε και τις ελιές για μάζωμα και τόσα άλλα που αν δεν τα ‘χεις ζήσει, δεν μπορείς να καταλάβεις. Κι έπρεπε κάποιος ν’ αναλάβει το νοικοκυριό και την φύλαξη των παιδιών για να πηγαίνουν οι υπόλοιποι στις εξωδουλειές που ήταν για δυνατά χέρια.

Περιτριγυρισμένη από τόσους νοματαίους η λεχώνα μάνα μου αναζητούσε λίγα λεπτά ηρεμίας και χαλάρωσης κι ένα πιάτο ζεστό φαΐ, για να στηριχθεί στα δυο της πόδια για να μπορέσει να τα φέρει εις πέρας. Μα οι υποχρεώσεις της και τα καθήκοντά της ήταν πολλά και αναγκάστηκε πριν την ώρα της να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι της μαζεύοντας με τα δυο της χέρια την πονεμένη κοιλιά της. Βλέπετε, εκείνα τα χρόνια οι γυναίκες δεν είχαν τις ανέσεις αυτές που έχουν οι σημερινές, αλλά ούτε και την πρέπουσα φροντίδα που αρμόζει να έχει μια επίτοκος ή μια λεχώνα την δύσκολη εκείνη στιγμή. Οι γυναίκες της αγροτιάς γεννούσαν πολλές φορές ολομόναχες στα χωράφια, δίχως γιατρούς και γιατρικά κι έφερναν τα παιδιά τους τυλιγμένα στα μεσοφόρια τους. Αυτή ήταν η ζωή τους. Ηρωίδες μανάδες!

Η μάνα μου αναγκάστηκε ν’ αναλάβει δυο ημερών λεχώνα το πλύσιμο, το μαγείρεμα, το συγύρισμα του σπιτιού, την φύλαξη των παιδιών, την φροντίδα του νεογέννητου, να πλένει και τα κωλόπανα στο λαγκάδι με τον κόπανο να φύγει το σκατό.

Φόρεσε τα πλαστικά μαύρα μποτίνια της, πήρε παραμάσκαλα τη σκάφη με τα πανιά και πήγε στο ποτάμι να πλύνει. Άφησε στην άκρη την σκάφη με τα ρούχα, έδεσε το μαντήλι στο κεφάλι της, σήκωσε τα μανίκια της, πήρε τον κόπανο να κοπανίσει. Ξέπλυνε τα κωλόπανα και μετά τα ‘βαλε πάνω στην πέτρινη πλάκα και τα χτυπούσε για ν’ ασπρίσουν. Πέρασε τότε μια γερόντισσα και όταν είδε τη μάνα μου τριών ημερών λεχώνα στο ρέμα να πλένει ρίγησε το κορμί της: «Τί κάνεις εκεί μωρή Αγνή; Τα δέντρα είδαν λεχώνα ασαράντιγη και μαράθηκαν κι εσύ μπήκες στο ρέμα για να πλύνεις;». Δεν αποτέλειωσε τα λόγια της η γερόντισσα και ράγισε στα δυο η πλάκα που ‘πλενε τα ρούχα. Σφράγισαν τα χείλη της δεν μπορούσε να πει τίποτα. Στα δυο της σκέλη έτρεχαν ποτάμι τα αίματα. Μάζεψε τα ρούχα στη σκάφη, τον κόπανο στην μασχάλη της και γύρισε στο καλύβι κάτασπρη σαν το πανί. Ως τα βαθιά γεράματα είχε να το λέει αυτό της το πάθημα κι όταν πήγαινε σε λεχώνα το ξομολογιόταν: «Μέχρι κι η πέτρα ράγισε στα δυο σαν είδε τη λεχώνα στη λαγκαδιά να πλένει. Η γέννα δεν είναι παίξε - γέλασε. Να κάθεστε στο σπίτι σας, μέσα στη ζεστασιά σας, να πάνε τα σωθικά στη θέση τους. Οι δουλειές δεν φεύγουνε, σε περιμένουν. Εκείνοι που φεύγουνε είναι οι άνθρωποι..» και τόσες άλλες σοφές κουβέντες με λόγια απλά αλλά γεμάτα ουσία.

Τριών ημερών λεχώνα φούσκωσε πυρετό και την έπιασε παραμιλητό την νύχτα στον ύπνο της. Μιλούσε με ζωντανούς και πεθαμένους μέσα στην παραζάλη. Είδε και τις μοίρες που ‘ρθαν τα μεσάνυχτα και στέκονταν πάνω από την κούνια του παιδιού της. Τις είδε ολοζώντανες, σωστές πριγκίπισσες με ολόλευκα φορέματα και μακριά πέπλα στα μαλλιά τους.

Έξω φυσούσε δυνατά κι ο άνεμος σφύριζε κάνοντας το καθετί ν’ απλώνει την παρουσία  του απλόχερα στο πέτρινο φτωχικό σπίτι. Τα πορτοπαράθυρα έτριζαν και κάποιος πήγε και μαντάλωσε γερά την πόρτα. Ένα άσπρο παγερό σύννεφο μπήκε από την χαραμάδα του παραθύρου καθώς άστραψε και το κορμί της ρίγησε. Σκεπάστηκε ως επάνω και τα κλινοσκεπάσματα έτρεμαν πάνω απ’ το πυρακτωμένο της κορμί. Ένα μακρόσυρτο σσσσστ… ακούστηκε απ’ τα αιθέρια στόματά τους σαν να μην ήθελαν κανέναν να ξυπνήσουν. Ένωσαν τα χέρια τους σαν σε αρχέγονη προσευχή πάνω απ’ την κούνια του μωρού και τ’ άσπρο σύννεφο επήρε λάμψη και ανήκουστες μουσικές και ήχοι μυστηρίου πλημμύρισαν το δωμάτιο. Παρουσίες εκστασιασμένες, λόγια θεία, ανύπαρκτης γραφής. Ένα φωτοστέφανο πλαισίωσε το νεογέννητο και μέσα στην λάμψη του αυτή, το μωρό κοιμόταν ατάραχο τον ύπνο του δικαίου.

Τα μάτια της λεχώνας έπαιζαν κάτω απ’ τα κλειστά της βλέφαρα και το κεφάλι της έδειχνε να κάνει μια κίνηση σαν να ‘θελε να σηκωθεί για να δει και να μάθει το πεπρωμένο του παιδιού της. Τα πέπλα τους κυμάτιζαν κι έπαιζαν ένα αέρινο παιχνίδι και μπλέκονταν μεταξύ τους μ’ ένα τρόπο μυστηρίου. Σ’ όλο αυτό το σκηνικό σύμμαχός τους ήταν και η φύση με τα αστραπόβροντά της. Αχ και να μπορούσε να ξυπνήσει να δει και ν’ ακούσει!

Άνοιξαν το τεφτέρι τους να γράψουν το γραφτό του μήπως και ξεχάσουν τα μελλούμενα. Στο παραγώνι τα ξύλα είχαν καεί κι ‘χε απομείνει η χόβολη. Στον τοίχο η λάμπα τρεμόπαιζε το λιγοστό της φως μέσα στο δωμάτιο. Κι η Άτροπος έκρυψε το ψαλίδι στον κόρφο της γιατί δεν άξιζε να δώσει κι άλλο πόνο στην κουρασμένη και ταλαίπωρη μάνα. Άπλωσαν τα χέρια τους κι έδωσαν ένα απαλό χάδι στο μαντηλοδεμένο κεφάλι του παιδιού και γύρισαν το κεφάλι τους στην βασανισμένη μάνα λέγοντας με μια φωνή κι οι τρεις τους: «Μόνο χαρές να λάβεις στη ζωή σου από την γέννα σου αυτή!». Κι έτριξαν τα παραθυρόφυλλα και η μάνα ρίγησε γι’ ακόμη μια φορά κι άνοιξε καταϊδρωμένη τα κουρασμένα της βλέφαρα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι  είχε συμβεί. Να ήταν αλήθεια άραγες; Να ‘ταν όνειρο γλυκό ή εφιάλτης;

Ανακάθισε στο κρεβάτι της. Έπιασε με τα δυο της χέρια το κεφάλι της σκεπτόμενη: «Τι να ‘ταν άραγες τούτο που έπαθα; Να ‘ταν θεόσταλτο σημάδι;». Έκανε το σταυρό της και χιλιάδες ευχές πλημμύρισαν τα χείλη της. Το στόμα της ήταν στεγνό και τα δυο της στήθη έγιναν σκληρά σαν πέτρα και καυτό το γάλα πότισε το αχυρένιο της στρώμα. Τότε άκουσε το κλάμα του παιδιού της, το κλάμα μιας καινούργιας ζωής που θα ‘δινε νόημα στη δική της ζωή, τη δύναμη και το κουράγιο σε μια μάνα να παλέψει σε κάθε δυσκολία. Γιατί, εδώ που τα λέμε, μέσα από τα παιδιά της η κάθε μάνα ξαναγεννιέται, πεθαίνει και ανασταίνεται. Για να τα βλέπει να μεγαλώνουν και να προκόβουν στη ζωή. Μα ο σταυρός βαρύτερος στον ώμο της άμα τα βλέπει ν’ ανηφορίζουν δικό τους Γολγοθά.

Ξύπνησε τον άντρα της που κοιμόταν βαριά, κατάκοπος απ’ την κούραση και ζήτησε ένα ποτήρι νερό να βρέξει τα καμένα της χείλη. Έπειτα άπλωσε τα χέρια της και πήρε το παιδί στην αγκαλιά της. Σήκωσε το μουσκεμένο της μεσοφόρι κι έβγαλε το στήθος της να με ταΐσει. Το μέτωπό της έσταζε ιδρώτα και αυλάκωνε το πρόσωπό της. Ολάκερο το σώμα της ριγούσε. Μ’ έσφιξε κοντά της για να ζεσταθώ. Μου  χάιδεψε το πονεμένο του κεφάλι κι ένα δάκρυ της έσταξε στα δυο μικρά μου χείλη. Σαν να ‘θελε να μου νοστιμέψει το γάλα που ρουφούσα.

Γιατί το δάκρυ της αλμυρό έβγαζε πόνο.

Φαντάσου ανάλατο ψωμί, ζωή δίχως αλμύρα! Η αλμύρα ψήνει και νοστιμεύει τα πάντα. Έτσι φρόντισε και η μάνα μου να μου νοστιμέψει τη ζωή. Και τότε ευχές ξεστόμισαν τα χείλη της: «Πόνο να μην γνωρίσεις στη ζωή σου και οι προσευχές της μάνας σου να γίνονται λιμάνι και ν’ αράζεις, όταν φουρτούνες στη ζωή θα συναντήσεις!»

 

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «ΑΛΦΕΣ»

Εκδόσεις «ΔΟΝΤΙ » Δεκέμβρης 2016 , σελ:98-103. 


 


3 σχόλια:

  1. Να σάς χαιρόμαστε Μαρία μου. Τεράστιος ο ρόλος σας στη ζωή και στην αγάπη. Να σε χαίρονται τα παιδιά σου καλή μου φίλη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ αγαπητέ φίλε Γιάννη. Υγεία κι ευλογία στο σπιτικό σου. Να χαίρεστε τα παιδιά σας. Καλότυχα να είναι!

      Διαγραφή
  2. Μαρία μου, Υπέροχο το απόσπασμα για τη Μάνα! Γλυκιά η μορφή της. Φύλακας άγγελος της ζωής μας. Ταπεινά κι αθόρυβα πάντα δίπλα μας. με την ευχή της.
    Χρόνια Πολλά Μαρία, ευλογημένα!

    Το γλυπτό πολύ όμορφο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή