Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023

«ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ» ένα συγκλονιστικό αφήγημα του Γεράσιμου Μ. Λυμπεράτου

 


Σκίτσο του Γεράσιμου Μ. Λυμπεράτου

ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ 

Οι ώρες περνούσαν γιομάτες τρόμο κι αγωνία. Στον καταυλισμό της Τζενίν, πόλη της Παλαιστίνης, τα φέρετρα –σανίδες, μαύρες πλαστικές σακούλες, χάρτινα κουτιά– αραδιασμένα στους δρόμους κάτω από την αυστηρή επίβλεψη του κατοχικού στρατού.
Πιο κει ανθρώπινα πτώματα σωριασμένα το ένα πάνω στο άλλο κι άλλα πολλά πλακωμένα μες στα χαλάσματα που άφησαν πίσω τους τα τανκς, περίμεναν την σειρά τους για ένα φέρετρο. Άλλα πάλι, τα πετούσαν όπως-όπως, σε στρατιωτικά οχήματα για να τ’ απομακρύνουν απ’ την περιοχή.
Τραγική η εικόνα. Τίποτα δεν άφησε όρθιο ο κατοχικός στρατός.
Γκρέμισαν τα σπίτια των Παλαιστινίων με τέτοια μανία κι εκδίκηση που αδιαφορούσαν αν αυτά ήταν κατοικημένα απ’ ανθρώπους κάθε ηλικίας. Η Τζενίν πόλη της Παλαιστίνης τώρα ένα ερείπιο είχε καταντήσει, που το ανθρώπινο αίμα το συναντούσες παντού, σε κάθε σπιθαμή της γης της.
Μια μικρή Χιροσίμα πόλη κι αυτή, μετρούσε τα θύματά της πάνω στον αδιάκοπο αιματηρό αγώνα της για να αποκτήσει η Παλαιστίνη την λευτεριά της απ’ την κατοχή που της έχει επιβάλλει η υποτίθεται, δημοκρατική και πολιτισμένη χώρα του Ισραήλ.
Όμως μέσα απ’ αυτό το ανθρώπινο μακελειό, μέσα απ’ τα συντρίμμια της πόλης, ξεπροβάλλει για ακόμα μια φορά η ηρωική μορφή της γυναίκας. Της Παλαιστίνιας γυναίκας.
Η Λεϊλά ήταν δεν ήταν 25 χρόνων. Αγαπιόταν μ’ ένα συνομήλικό της τον Σαέμπ και με αγωνία περίμεναν την μέρα για να παντρευτούν.
Στις δύσκολες αυτές στιγμές από τύχη γλίτωσε καθώς πρόλαβε να τρυπώσει κάτω απ’ ένα γερό ξύλινο τραπέζι. Όμως η σκέψη της πετούσε στον άνθρωπο της καρδιάς της.
Το σπίτι της ήταν σ’ απόσταση μισού τετραγώνου απ’ το δικό του. Εκεί έμενε μόνη αφού οι γονείς της κι ο αδελφός της είχαν σκοτωθεί σε προηγούμενες αιματηρές επιθέσεις του κατοχικού στρατού. Με κίνδυνο της ζωής της, αφού πρώτα κατόρθωσε ν’ απεγκλωβιστεί έτρεξε ως τα συντρίμμια του σπιτιού του αγαπημένου της κι άρχισε με μεγάλη οδύνη αλλά και γενναιότητα να παραμερίζει τα χαλάσματα για να βρει προσβάσεις στο εσωτερικό του σπιτιού.
Κάθε τόσο καλούσε τ’ όνομα του αγαπημένου της: «Σαέμπ, Σαέμπ…» Όμως καμιά απάντηση δεν έπαιρνε. «Σαέμπ…Σαέμπ…» κι οι κρότοτων πυροβολισμών και τα μουγκρίσματα των οχημάτων, των ελικοπτέρων και των αεροπλάνων του στρατού, σκέπαζαν τη φωνή της.
Ξαφνικά ένα πόδι ξεχώρισε απ’ το υπόλοιπο σώμα. Τίναξε το χώμα και κοντά στο υπόδημα διέκρινε την κάλτσα. Τώρα ήταν βέβαιη. Το πτώμα αυτό ανήκε στην μέλλουσα πεθερά της. Πριν λίγο καιρό είχε επισκεφτεί τη Ραμάλα κι αγόρασε γι’ αυτήν ένα ζευγάρι κάλτσες σαν ένα μικρό αναμνηστικό δωράκι, και τώρα…
Συνέχισε με νύχια και με δόντια να μετατοπίζει τα ερείπια ενώ η αγωνία της είχε φθάσει στ’ απροχώρητο όταν δίπλα στο κατεστραμμένο κρεβάτι του υπνοδωματίου, είδε δυο ορθάνοιχτα κι ασάλευτα μάτια να την κοιτάζουν. Ήταν ο Σαέμπ. Πλακωμένο το κορμί του από σπασμένους τοίχους και τούβλα με το κεφάλι του από τύχη άθικτο αλλά… νεκρός.
Την έπιασε πανικός. Πετούσε τ’ αντικείμενα δεξιά κι αριστερά, γλιστρούσε, μάτωνε μα τελικά κατάφερε να τον φέρει στα χέρια της, να τον αγκαλιάσει… Ο Σαέμπ όμως εξακολουθούσε να την κοιτάζει κατάματα, σαν να της ζητούσε συγνώμη, που δεν πρόλαβε ο θεός να ευλογήσει τον γάμο τους.
Η Λεϊλά ένιωθε χαμένη. Πώς μπορούσε τώρα αυτή να του κλείσει τα φλέβαρά του; Πώς θα μπορούσε ν’ αποχωριστεί αυτά τα μάτια που γέμιζαν την ψυχή της σιγουριά κι ελπίδα; Αυτά τα χέρια που την αγκάλιαζαν με τρυφερότητα, αυτά τα χείλη που της ψιθύριζαν με λατρεία τις λέξεις «ακριβή μου εσύ..!» Ω, όνειρο, για ένα όνομα, μια τιμή, μια πατρίδα, πόσο αίμα περικλείεις μέσα σου!
Έπιασε τον καλό της απ’ τους ώμους κι άρχισε να τον σέρνει πάνω απ’ τα χαλάσματα προς το αντικρινό πεζοδρόμιο. Την είδαν όμως οι στρατιώτες κι όρμησαν κατ’ επάνω της. Δυο τανκς μ’ αναμμένες τις μηχανές, έκλεισαν τις προσβάσεις. Της άρπαξαν βίαια το πτώμα, την έριξαν κάτω κι άρχισαν να την ψάχνουν. Ύστερα με σπρωξιές την γύρισαν πίσω στα χαλάσματα. Η Λεϊλά δεν κρατήθηκε. Σαν Παλαιστίνια που αψηφούσε τον θάνατο γέμισε την ποδιά της πέτρες. Μετά σηκώθηκε όρθια και σ’ ένα ξέσπασμά της άρχισε να πετροβολάει τους στρατιώτες φωνάζοντας, «Φονιάδες, φονιάδες…»
Αυτό ήταν. Δεν κράτησε πολύ αυτό. Δέκα, είκοσι, πυροβολισμοί ακούστηκαν ταυτόχρονα, κι η Λεϊλά σωριάστηκε στο έδαφος νεκρή. Πίσω της η ιστορία, υπομονετικά κατέγραφε τα πάντα. Η ιστορία που κάποτε θα μιλήσει έτσι όπως μιλάει κι η άνοιξη, με δονήσεις και θριάμβους ύστερα απ’ ένα εφιαλτικό, παγερό χειμώνα. Θα μιλήσει για την Παλαιστίνη και τους ήρωές της. Θα μιλήσει για την Λεϊλά, τον Σαέμπ και την αγάπη τους. Τίποτε άλλο.

Γεράσιμος Μ.Λυμπερατος 2002

 

ΠΗΓΗ:   https://vrysoulesgnosis.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου