Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη «ΑΛΦΕΣ», Εκδόσεις «ΔΟΝΤΙ » Δεκέμβρης 2016 , σελ:74-78.


 

 

 .6.

Στο τέρμα του δρόμου, προς την πλευρά που βγαίνει ο ήλιος, πίσω απ’ τις μεγάλες καρυδιές και τις συκιές, στη ρίζα των αιωνόβιων πλατάνων υπήρχε η πηγή. Ένα μακρύ τεχνητό αυλάκι οδηγούσε το νερό σε γούρνα σφυρηλατημένη πάνω σε γιγάντια πέτρα και κάτω από την γούρνα η στέρνα.

Φυσικά σκαλοπάτια της μητέρας φύσης μας οδηγούσαν ως την άκρη της πηγής πηδώντας από το ένα σκαλί στο άλλο προσεχτικά για να μη βραχούμε. Τα καλοκαίρια με τις μεγάλες ζέστες βουτούσαμε μες στα νερά και φτάναμε ως τις πεζούλες. Γονατίζαμε και βουτούσαμε με το κεφάλι στη γούρνα. Δροσιζόμαστε στο νερό και καθρεφτιζόμασταν στους καθρέφτες της.

Πάνω στα πλατάνια έπαιζε η ορχήστρα της φύσης με τα τζιτζίκια αρχιμουσικούς. Στην στέρνα τα βατράχια έκαναν πανηγύρι. Με τα κλαδιά τους αδελφωμένα έριχναν ίσκιο παχύ κι από κάτω εμείς τα παιδιά παίζαμε στούμπακα με τα πλατανόμηλα. Οι ρίζες τους χοντρές, άλλες βαθιά ριζωμένες στο χώμα κι άλλες ξεφεύγοντας από την φυσική τους πορεία, σχημάτιζαν καμάρες.

Αρχίζαμε το παιχνίδι στις καμάρες, ανεβαίναμε στα δέντρα πιάνοντας τζιτζίκια, ρίχναμε σκοινί για κούνια, κάναμε τραμπάλα, ακροβατικά και μονόζυγο στις ρίζες και στα κλαδιά. Ξεχνιόμασταν στο παιχνίδι κι η μάνα έβαζε τις φωνές για να γυρίσουμε σπίτι.

Φορτωμένα τις ξύλινες βαρέλες, με παγούρια στα χέρια, ξυπόλυτα μέσα στη λάβα του καλοκαιριού κι άλλες φορές με ραμμένα παπούτσια, τρέχαμε να γεμίσουμε νερό, να φέρουμε στη μάνα για να μαγειρέψει και να πλύνει τα πιατικά.

Έταζε πως θα έδινε κάτι για να μην αργήσουμε κι άλλες φορές έλεγε πως θα μετρούσε ως το εκατό κι αν γυρνούσαμε γρηγορότερα θα μας  έδινε μια κουταλιά ζάχαρη.

Γυρνούσαμε λαχανιασμένα περιμένοντας το τάξιμο. Η μάνα έλεγε πως μέτρησε ως το διακόσια, πως αργήσαμε και κάθε φορά ερχόμαστε γρηγορότερα για να πάρουμε το κέρασμα.

Το παιχνίδι, για την μάνα και τον πατέρα, ήταν χάσιμο χρόνου, αλλά εμείς πάντα βρίσκαμε χρόνο γι’ αυτό. Κρυφά, όταν έλειπαν στα χωράφια και στα ζωντανά ή όταν ξάπλωναν τα μεσημέρια για να ξεκουραστούν, ξεπορτίζαμε μουλωχτά για το στέκι μας.

Το στέκι μας… Ποιό νομίζετε πως ήταν το στέκι μας; Εμείς δεν είχαμε παιδικές χαρές και λούνα παρκ. Είχαμε τον κόσμο ολάκαιρο!

Στην στέρνα μαζευόμασταν αδέλφια και πρωτοξάδελφα πιάνοντας παιχνίδι. Τη γλίνα από την στέρνα μαζεύαμε, με τρύπια παντοφλίνια μαζεύαμε το μπουχό από τις στράτες και τον κουβαλούσαμε, τον κρησαρίζαμε πάνω στη λάσπη, τον ζυμώναμε με τα πόδια μας πλάθοντας τα όνειρα της ζωής. Πλενόμασταν γρήγορα – γρήγορα στο τρεχούμενο νερό, γινόμασταν μούσκεμα και λασπωμένα γυρνούσαμε στο σπίτι και τρώγαμε της χρονιάς μας το ξύλο.

Τα βατράχια κυνηγούσαμε και τα καβούρια βγάζαμε από τις καβουρότρυπες. Ένα βούρλο βάζαμε στην άκρη της τρύπας για να τα ξεγελάσουμε, να το δαγκώσουν και να τα τραβήξουμε έξω. Άλλες φορές τα χέρια μας χώναμε μέσα στις τρύπες και βγάζαμε νερόφιδα.

Αγριοσέληνα μαζεύαμε μέσα στο βούρκο, τα πλέναμε και τα τρώγαμε ξεγελώντας την πείνα μας.

Χαράκια κάναμε στη νοτισμένη πλευρά της στέρνας και παίζαμε κουτσό κάτω απ’ την σκιά μέχρι να φύγει η κάψα του μεσημεριού και να ‘ρθει η ώρα να σκαρίσουμε τα ζωντανά από το στάλο.

Σημάδι μαθαίναμε πάνω στις καρυδιές και τις αμυγδαλιές. Ρίχναμε τις πετριές μας και κατεβάζαμε κάτω τους καρπούς. Σπάζαμε τα καρύδια κι έβαφαν τα χέρια μας. Στην πλάκα της βρύσης τα τρίβαμε να φύγει από πάνω τους η μαυρίλα.

Στις συκιές σκαρφαλώναμε φτάνοντας στην κορυφή. Με την τσατάλα πιάναμε τα γούρμα στην άκρη του φύλλου. Τις τσαπέλες στο μαντήλι μας και ανεβαίναμε στις στέγες για να λιάσουμε στην κάψα του ήλιου.

Στα αμπέλια τριγυρνούσαμε και διαλέγαμε ρώγες ροδαλές. Τους βλαστούς τρυγούσαμε και τους γευόμασταν. Αγκινάρες και ζοχούς μαζεύαμε στα λιβάδια, με στάχυα του καλοκαιριού φορούσαμε στεφάνια στα μαλλιά. Μαργαρίτες και αγριολούλουδα μαζεύαμε, φτιάχνοντας χαϊμαλιά.

Όταν δυνάμωσαν λιγάκι τα κορμιά μας, από νωρίς ξυπνούσαμε, με την πούλια και τον Αυγερινό μεσούρανα. Όταν δεν είχαμε σχολείο, μαζί τους μας έπαιρναν οι γονείς στις δουλειές. Στο όργωμα, στο σκάλισμα, στο κόψιμο και στο μάζωμα του σανού, στους θέρους, στις χεριές, στο δεμάτιασμα, στο κουβάλημα και στο αλώνι, στο μπάλιασμα του άχυρου, στον τρύγο, στο μάζωμα της ελιάς και στο λιοτρίβι.

Το κοπάδι βγάζαμε για βοσκή με το σκάσιμο του ήλιου. Πρωί βλέπαμε τον ήλιο ν’ ανεβαίνει στον Ερύμανθο. Αγνός, κατακόκκινος και μας χαμογελούσε.

Μας έπιανε νύστα και κοιμόμασταν πάνω στα χόρτα και στα λιθάρια ακούγοντας τα κουδουνίσματα των προβάτων. Άλλες φορές του ήλιου το χάδι μας αποκοίμιζε βαθιά κι ονειρευόμασταν.  Έφευγαν τα ζωντανά στα ξένα κτήματα…

Απ’ την απέναντι ράχη ο δραγάτης σφύριζε με τη σφυρίχτρα του. Σαν σαΐτες πεταγόμασταν από κάτω καρδιοχτυπώντας να προλάβουμε τη ζημιά. Άντε να βγάλεις ολόκληρο κοπάδι μέσα από θημωνιές και γεννήματα μήνα Θεριστή. Τα οδηγούσε η μυρωδιά της φύσης, η γεύση του καρπού. Δεν μπορούσες να τα κρατήσεις. Βελάζοντας έτρεχαν να γευτούν τους καρπούς ποδοπατώντας τα στάχυα. Πλήρωνε ο ταλαίπωρος πατέρας τον ύπνο το δικό μας!..

Μας άρεσε το παιχνίδι. Κρυφά ξεκλέβαμε χρόνο για να παίξουμε. Για τους γονείς μας ήμασταν πάντοτε  μεγάλα και το παιχνίδι ήταν απαγορευμένη απασχόληση. Είχαμε χρόνο μόνο για δουλειές… Μας έλειψε το παιχνίδι. Δεν το χορτάσαμε..! Καμιά φορά ανεβαίναμε στις κοτρώνες και γινόμασταν μηχανοδηγοί τρένων. «Τσαφ τσουφ, τσαφ τσουφ οι μηχανές..!» μου έχουν μείνει τα λόγια. Πιάναμε τα κριάρια απ’ τα κέρατα, καβαλούσαμε τη ράχη τους κι έτρεχαν σαν δαιμονισμένα. Ιππεύαμε τα άλογα ξέστρωτα, πηγαίνοντας καλπάζοντας για πότισμα. Πιάναμε ακρίδες, τις χειρουργούσαμε, κάναμε την ταφή τους ξεστομίζοντας μεταθανάτιες δεήσεις. Στις μυρμηγκοφωλιές χαζεύαμε τους μικρούς κουβαλητές. Τα κολοκύθια κάναμε κούκλες και τους φορούσαμε τα τούλια από τους γάμους για φορέματα. Πάντα παίζαμε με το φόβο μη μας δουν οι γονείς μας…

Με ένα κομμάτι ψωμί, τυρί κι ελιές λημεριάζαμε στα κτήματα. Βόσκαμε το κοπάδι, γράφαμε και διαβάζαμε ξαπλωμένα στη γη. Πάνω στη σκληράδα και στην ομορφιά της. Μόνα μας μιλούσαμε πιάνοντας κουβέντα με τον εαυτό μας. Μετά από ώρες κουραζόμασταν και πιάναμε το τραγούδι για να διώξουμε τη μοναξιά μας.

Τα μεσημέρια στις στρούγκες γυρνούσαμε το κοπάδι, τα αρμέγαμε στο καρδάρι περνώντας ένα – ένα μπροστά απ’ την ποριά κι έπειτα τα πηγαίναμε για πότισμα στη στέρνα και για στάλο στη Μεγάλη Αγραπιδιά.

Κι εμείς ποτέ δεν υπήρξαμε παιδιά και τα παιχνίδια μας γινήκαν στα κρυφά. Η αγάπη μας για τη φύση και το δέσιμό μας με αυτή ήταν αυτό που μας έκανε να ζούμε ξεχωριστά.

 

 

2 σχόλια:

  1. Μονάχα εκείνοι που ένιωσαν τον ήλιο και τον άνεμο στο πετσί τους μπορούν να νιώσουν τέτοια συγκίνηση. Όχημα έγιναν οι λέξεις και με πήγαν εξήντα χρόνια και….πίσω στο χρόνο, στον καιρό της σκανταλιάς και της αθωότητας εκεί που έτρεχες να προλάβεις το όνειρο, εκεί που ζούσες το όνειρο.
    Όλα τα γυρίσματα του χρόνου είναι εδώ, σε τούτο το απόσπασμα Μαρία μου.
    Με δέος ξαναζώ μια-μια τις στιγμές. Και το θέρο, τ’ αλώνια, τα τσαλαβουτήματα στο ρέμα, τα άγουρα ροδάκινα που κρύβαμε στον κόρφο και μας τρέλαινε η φαγούρα, το τρεχαλητό στις ανηφοριές κι ύστερα ξέπνοοι καθισμένοι στην πεζούλα, τάχα να ξαποστάσουμε, μα στην πραγματικότητα ήταν η αφορμή να καθίσουμε ο ένας δίπλα στον άλλο χωρίς να βγάζουμε άχνα, μας έφτανε που οι καρδιές τα λεγαν όλα.
    Αχ Μαρία! Μαρία! Με τι όμορφο τρόπο μου θύμησες πως κάποτε οι άνθρωποι ζούσαμε τις εποχές σε όλο τους το μεγαλείο. Μοιραζόμασταν λύπες και χαρές, μαθαίναμε τη ζωή και ωριμάζαμε.
    Υπέροχος ο λόγος σου με συγκίνησε.
    Σ΄ευχαριστώ Μαρία!
    Καλό βράδυ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αγαπητή μου Αννίκα,

    Σε ευχαριστώ από καρδιάς για την επίσκεψη στο ηλεκτρονικό μου σπιτικό και για τα συγκινητικά σου λόγια. Χαίρομαι που οι λέξεις είχαν τη δύναμη και σε μετέφεραν πίσω στα χρόνια της αθωότητας, εκεί που ρίζωνε το όνειρο και τράνευαν τα οράματά μας για μια καλύτερη ζωή.
    Θέλω να ξέρεις, καλή μου φίλη, πως θαυμάζω την πηγαία δύναμη του λόγου σας ισόποσα με τα καλλιτεχνικά δημιουργήματά σας! Τακτικός επισκέπτης της δική σας Γωνιάς
    είμαι!"Η γωνιά της Αννίκας" με ταξιδεύει και με εμπνέει αδιάκοπα! Σου καταθέτω την ηλεκτρονική μου διεύθυνση maria.kol321@gmail.com για αμεσότερη επικοινωνία. (Δεν είμαι τόσο fan των δημοσίων σχολίων... )Συγχωρέστε με!

    Καλό χειμώνα!
    Καλή συνέχεια σε ό,τι όμορφο κάνετε!

    Με όλη μου την εκτίμηση

    Μαρία

    ΑπάντησηΔιαγραφή