Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

«Μυρμιδόνος Περιπλάνηση» από τη Μαρία Κολοβού-Ρουμελιώτη


 ΜΥΡΜΙΔΟΝΟΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ 

Το σκοτάδι είχε απλώσει από νωρίς το πέπλο του πάνω από το κάστρο της κοιμούμενης πολιτείας. Μόνο λίγα άστρα τρεμόπαιζαν το λιγοστό φως τους πίσω απ’ τα τρεχάτα σύννεφα του ουρανού. Το φεγγάρι διστακτικά προσπαθούσε να κρύψει το χλωμό πρόσωπό του κάτω από το αραχνοΰφαντο σάλι της νύχτας κι αφέθηκε γι απόψε στην θαλπωρή της, βολεμένο στην αγκαλιά της μέχρι να ξημερώσει, αφήνοντας σε άλλους την ένταση της αγρύπνιας.
Μια παγερή νηνεμία κάλυπτε την μυρμιδόνος πολιτεία. Νωρίς το απόγευμα η δούλα είχε ανάψει την φωτιά στην εστία και είχε ετοιμάσει το βραδινό δείπνο για την βασιλική οικογένεια. Όμως, κανείς τους απόψε δεν μπόρεσε να δειπνίσει με όρεξη. Ο άρτος και τα κουκιά παρέμεναν κρεμασμένα στο καλάθι δίπλα στο μεγάλο  φεγγίτη. Ο Αχιλλέας είχε αναχωρήσει  νωρίς για την κάμαρα αφού πρώτα είχε ανταλλάξει  δυο λόγια με τον γέρο Πηλέα.
Ο γέρος βασιλιάς είχε απομείνει μόνος στο μεγάλο δωμάτιο να συνδαυλίζει την φωτιά κι αφού πρώτα έδιωξε τους υπηρέτες  για ύπνο, για μια ακόμη φορά  αναλωνόταν  αποκλεισμένος σε  σκέψεις  που τον ταλανίζουν σαν φύλλο στο ανεμόβροχο.
Είχε μέρες που βασανιζόταν. Η  γκριζογάλανη θωριά του είχε γίνει σκοτεινή και θλιμμένη. Η μοίρα των περιστάσεων ήταν προκαθορισμένη από τους αθανάτους κι αυτό το γνώριζε εξ αρχής. Μάταια προσπαθούσε να βάλει τις έγνοιες του σε τάξη εκείνη την παγερή νύχτα. Όλα τα συμβάντα και οι πληροφορίες των θεοπρόπων του είχαν προξενήσει ανίκητη  ταραχή.  
 Μόλις  είχε  βγάλει  τη  χλαίνη και  την  είχε ακουμπήσει  πάνω στο δρύινο ανάκλιντρο που βρισκόταν  πλάι στο παραγώνι. Ο άλικος χιτώνας του έπεφτε ανάλαφρος στο  γεροδεμένο κορμί του αφήνοντας να  φαίνεται η  ουλή  στο μυώδες αριστερό μπράτσο του. Όσο για το αργυρόλευκο πανωφόρι του που τύλιγε το κορμί του τις βαριές κρεατερές μέρες φορώντας το με την κουκούλα ως  και την λεπτότερη τρίχα της κεφαλή του, το είχε κρεμασμένο στην ξύλινη εγκοπή  του τοίχου,  ακριβώς πάνω απ’  το δεξιό  πεζουλάκι  της εστίας. Το  είχε ξεχασμένο  στο ίδιο σημείο εδώ κι αρκετό καιρό. Τελευταία  φορά που το είχε φορεμένο, ήταν τότε  που  συνόδεψε τον γιο του Αχιλλέα στην κατοικία  του Κένταυρου Χείρωνα πάνω στα σκληροτράχηλα  βουνά του Πηλίου.  
Όσο πλησίαζε η μέρα του αποχωρισμού δεν του έκανε καθόλου κέφι να περιποιηθεί λιγάκι την  ασημοφορεμένη γενειάδα του. Την είχε παραμελήσει και παρηγορούνταν πως το μεταξένιο χάδι της μαλάκωνε λιγάκι τις αυλακώσεις του γνωστικού προσώπου του. Είχε μακρύνει αρκετά πλαισιώνοντας έτσι το οβάλ πηγούνι του, ενώ τα χιονόλευκα μαλλιά του μπλεγμένα γύρω απ’ τον αυχένα συγκρατούνταν με μια λεπτή χρυσοκέντητη ταινία για να μην μπερδεύονται και τον ενέχουν.
Πέρασαν κείνα τα χρόνια, που παλικάρι καθώς ήταν, λαχταρούσε να φορέσει την βαριά πανοπλία, να βάλει στο κεφάλι του εκείνη την πλουμιστή περικεφαλαία που για καιρό αναπαύεται στην γωνία. Είχε έρθει η ώρα  του αρεστού, του αξίου και τολμηρού γιού του Αχιλλέα, να φορέσει την αρματωσιά και να δέσει το σφηκωτήρα στα πυρόξανθα μαλλιά του δείχνοντας στο εχθρικό στρατόπεδο την δύναμή του, υπερασπιζόμενος την τιμή και τις αξίες της πατρίδας.        
«Ta νιάτα δεν λυγίζουν. Πάνε μπροστά!...» αφέθηκε ο νους να σκεφτεί κι έπειτα άρχισε να στριφογυρίζει σαν σβούρα κάνοντας το βλέμμα του να φαίνεται απόκοσμα μακρινό.
Έκανε μερικούς μικρούς βηματισμούς ως τον ξενώνα, διασχίζοντας την κυρία οικεία κι έπειτα πήγε  ξανά για λίγο στην φωτιά. Έξυσε αμήχανα την κεφαλή του, λύγισε τα γόνατά του και κάθισε στο ολόμαλλο χαλί  από τρίχα κατσίκας, ακουμπώντας την πλάτη του στον τοίχο δίπλα στο παραγώνι.
Πύρωσε για μερικά δευτερόλεπτα τα δάχτυλά του κι άρχισε να χαϊδεύει την μακριά γενειάδα του.
Εκείνο  το βράδυ, τα βλέφαρά του δεν έλεγαν να κλείσουν. Τα μάτια του καρφώνονταν στο καντηλέρι που έφεγγε στον τοίχο. Η δούλα είχε γεμίσει την λυχνία με αρκετό λάδι από νωρίς, λες και γνώριζε πως το αποψινό βράδυ δεν θα ξημέρωνε στην ώρα του για τον καλόγνωμο αφέντη της.
Μια νωθρή χαρακιά έσκισε το πρόσωπό του, ένα αχνό σημάδι γέλιου ζωγραφίστηκε στα σχιστά γέρικα χείλη του. Οι φλόγες της φωτιάς, μα και το φως του φαναριού, του ξύπνησαν μνήμες: Τα παιχνίδια της Θέτιδας, που με το φλόγινο κορμί της του έκανε  ναζιάρικα καμώματα μην μπορώντας να την αγγίξει.
Την ξεγέλασε … Την έκανε δική του! Καταφέρνοντας για λίγο να την  κάνει γήινη, συντρόφισσα στο βασιλικό  του παλάτι, αφού πρώτα έδωσε την εγγύησή του στον πεθερό και  πατέρα της νύφης.
Ήρθαν  μπροστά του οι εικόνες του γάμου τους με τις λαμπαδηφορίες να ξεκινούν απ’ το θαλασσινό παλάτι του Νηρέα, οδεύοντας την ναϊάδα γυναίκα του στο στεριανό παλάτι του χτισμένο με στεριανά υλικά.
Θυμήθηκε τους δίσκους με τα πλούσια εδέσματα, τους αρωματισμένους  άρτους με ανθόγαλα  και αμβροσία που ετοίμασε ο πεθερός  και πατέρας της νύμφης στο μεγαλόπρεπο γαμήλιο συμπόσιο στο βαθυγάλαζο παλάτι του ωκεανού.
Έπειτα  είχαν ζέψει οι υπηρέτες τα άλογα του Ποσειδώνα (δώρο στους νεόνυμφους) στην χρυσή άμαξα, και μια πομπή νεαρών  κοριτσιών και αγοριών που με τη συνοδεία αυλών στολισμένους με φίλντισι, ακουαμαρίνες  και μάργαρο  διαλεγμένα απ’ τα λιβάδια του Ωκεανού, λίκνιζαν τα αέρινα κορμιά τους συνοδεύοντας όλο το ασκέρι ως την προκυμαία.
Kι εκεί στην προκυμαία, ο Χείρωνας, μαζί με θεούς και θνητούς περίμεναν τον Ξάνθο και τον Βαλίο, όπου μαζί είχαν συνοδεύσει το βασιλικό ζεύγος ως τα ανάκτορα με τρικούβερτο γλέντι. Ένα γλέντι που δεν ξεχάστηκε  ποτέ!
Κι η Θέτιδα αγνοώντας τα έθιμα των ανθρώπων, αψήφησε να κρατήσει στα χέρια της κόσκινο και τηγάνι, να δείξει την γονιμότητά της  και την νοικοκυροσύνη της. Τούτα της ήταν άγνωστα στο θαλασσινό παλάτι του Νηρέα.
Μα ούτε και στις πύλες του παλατιού τούς περίμενε η πεθερά με στεφανωμένη την πόρτα του σπιτιού για να  μελώσει τα χείλη της νύφης, να τους κεράσει σουσάμι με μέλ, και με αναμμένες δάδες να ανοίξει τον δρόμο στην γαμήλια συνοδεία οδηγώντας  τους προσκεκλημένους  στο  μεγάλο κουρμπέτι. Εξόριστος ήταν ο Πηλέας από την Αίγινα και βρέθηκε  σε ξένο τόπο. Η Μοίρες του είχαν φυλαγμένο να παντρευτεί, να γίνει βασιλιάς στη Φθία, κι έπειτα από χρόνια να νυμφευτεί την αγαπημένη του Θέτιδα. Ο Χείρωνας είχε πρωτοστατήσει να τον  βοηθήσει κι έτσι κατάφερε να  φέρει στο πλάι του την όμορφη Νηρηίδα στο Πήλιο. Οι υπήκοοι τους έριξαν πολυσπόρια, ξερά σύκα, καρύδια και αμύγδαλα για να τους ευλογήσουν, να φέρουν πλούτο στο βασίλειο και να ‘χουν ευτυχισμένη ζωή.
Εκεί να ήμασταν  να βλέπαμε  το γλέντι που επακολούθησε σαν έφτασε ολόκληρη η συνοδεία με τους  προσκεκλημένους και τα νιογάμπρια !!!
 Μπόλικο κρέας αρωματισμένο με ρίγανη και θυμάρι, ψημένα κυδώνια, σύκα και ρόδια! Κι ένας επιπλέον δίσκος μπροστά στους νεόνυμφους γεμάτος με καταχύσματα ραντισμένα με μέλι.
 Η νύφη είχε στο πρόσωπο ριγμένο το θέριστρο, εκείνο το πέπλο το υφαντό με τις αρατές ραφές. Το φορούσε όλο το βράδυ καθισμένη στην τάβλα πλάι στον Πηλέα μέχρι που άκουσε τους νέους και τις νέες να τους ψάλλουν τον Υμέναιο. Τότε, και μόνο τότε, άφησε να φανούν τα κάλλη της μπροστά του υποχωρώντας μαζί του για την νυφική κάμαρα κι αφού πρώτα γεύτηκαν τα ολόγλυκα κυδώνια.
Σαν απόφαγαν και σκούπισαν τα χείλη τους σε ολοκέντητα πεσκίρια,  γευτήκαν όλοι τους για μια ακόμα φορά το θείο ποτό με άνθη λεμονιάς και θαλασσινό νερό που το ‘χαν κουβαλήσει ως εκεί οι δούλοι από το μακρινό και βαθυγάλαζο παλάτι του Νηρέα.
Τότε γεροδεμένοι νέοι άρχισαν πρώτοι να δίνουν ρεσιτάλ χορού με τις πολεμικές τους φιγούρες  πάνω στην έκσταση του ποτού. Τραβώντας τα σπαθιά τους  που ήταν ζωσμένα στο ζωνάρι τους άρχισαν τις εφορμήσεις και την άμυνα, τους  ελιγμούς και τις  συγκρούσεις, κάνοντας τις κορασιές να θαυμάζουν έκθαμβες τα λυγερόκορμα νιάτα τους.
«Τα νιάτα θαμπώνουν τα μάτια της λογικής!» μονολογούσε μες σε βαθύ πόνο και κουνώντας το κεφάλι του άρχισε πάλι την περιπλάνηση της σκέψης.
Θαρρετά κορίτσια πιάνονταν κύκλο και με αέρινες κινήσεις λικνίζονταν στους σκοπούς της φόρμιγγας και της άρπας. Φαίνεται πως τον Έγκυκλο τον είχαν στο αίμα τους από τότε που οι παραμάνες τις ντάντευαν στα γόνατά τους λέγοντάς τους τραγούδια του γάμου. Ίσως και  να έμαθαν χορό, αγναντεύοντας στα κρυφά τους παιδοτρίβεις στα γυμνάσια των αγοριών, την ώρα που τους μάθαιναν τους βηματισμούς των ρυθμών∙ έτσι, ευθετώντας κατάλληλα τις κινήσεις τους  γοήτευαν με τα νάζια και τις φιγούρες τους  τον αντρικό πληθυσμό που βρίσκονταν σε ηλικία γάμου.
Τρεις μέρες κράτησε κείνο το γλέντι και άλλες τόσες πριν την μεγάλη μέρα.
 Έκαναν κι δυο τους θυσίες στους θεούς να ευλογήσουν το νυφιάτικο τους κρεβάτι. Είχαν πάει και στην ιερή πηγή της θεάς με την συνοδεία παρθένων, ακολουθώντας οι νεανίσκοι με αναμμένες δάδες παίζοντας τους αυλούς. Κι η νύφη έδωσε χάρισμα στην Άρτεμις τις όμορφες πλεξούδες των μαλλιών της…και οι παρθένες άφησαν την ζώνη τους πάνω στο μεγάλο βωμό της Αθηνάς!
Τίποτα δεν υπήρχε που να μην το είχαν κάνει όπως έμελλε, και κανείς δεν έλειπε από εκείνο το γλέντι! Μόνο η Έριδα, που από την ζήλια της έριξε το φαρμάκι της τη μέρα του γάμου  και ξεσηκώθηκαν δύο λαοί σε  δεκάχρονο πόλεμο. Τώρα πια είχε φτάσει η ώρα του μεγάλου αποχωρισμού...
Όχι! Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να κλείσει μάτι ο γέρο Πηλέας. Ακόμη κι όταν αποφάσισε να γείρει  για λίγο το κορμί του πάνω στις προβιές που ήταν στρωμένες στις κλίνες δίπλα στην φωτιά, τα βλέφαρά του δεν έλεγαν να κλείσουν. Κοιτούσε τον Αχιλλέα που ήρεμος κοιμόταν για τελευταία φορά στο πατρογονικό του.
Δεκαπεντάχρονο παλικάρι, σχεδόν άντρας!
Τα πυρόξανθα μαλλιά του χύνονταν λυτά πάνω στα στρωσίδια σαν πέπλο νύμφης. Δεν τα είχε  κόψει από τότε  που η μάνα του η Θέτιδα για να τον προστατέψει τον είχε στείλει στη Σκύρο, στο παλάτι του έμπιστου φίλου και  βασιλιά Λυκομήδη, να ζήσει μαζί με τις κόρες του. Εκεί κρυμμένος στον γυναικωνίτη φορώντας φορέματα, έφτιαχνε περίτεχνα χτενίσματα τα μαλλιά του ζώντας πραγματικά ως  θηλυκό.  Τον είχε φέρει πίσω ο πολυμήχανος  Οδυσσέας να τον δει για λίγο ο πατέρας του, ο γέρο Πηλέας, πριν φύγουν τα καράβια απ’ την Αυλίδα. 
Έριξε μία επίμονα σχολαστική  ματιά λες κι ήθελε να του φωνάξει να ξυπνήσει, να σηκωθεί ολόρθος, να τον χαρεί για όσο χρόνο απόμενε και βρίσκονταν κοντά του. Το θεϊκό του παράστημα σκέπαζε ολόκληρη την επιφάνεια του στρώματος ως και  την άκρη. Αντικρίζοντας όμως το παίξιμο των βλεφάρων του αναρίγησε για μια στιγμή και ούτε που κατάφερε να τον αγγίξει. Τότε θυμήθηκε τα λόγια της Θέτιδας: «Όταν οι θεοί δείχνουν το δρόμο  στους ανθρώπους, οι άνθρωποι βλέπουν και με κλειστά μάτια !» κι άφησε το γιό του να χαρεί το όνειρο μήπως: κάποιος απ’ τους θεούς του έδειχνε το δρόμο που θα ακολουθούσε το αμέσως επόμενο πρωινό.
    Δίπλα του άστραφτε η πανοπλία, ο θώρακας και η ασπίδα. Αυτά τα πολύτιμα δώρα φτιαγμένα από τον ίδιο τον Ήφαιστο, σκαλισμένα με μεράκι και θεϊκή μαεστρία, ήταν  χαρισμένα ως γαμήλιο δώρο απ’ τον πατέρα των θεών. Κοιτάζει με τι τέχνη και τι μεράκι  ήτανε σκαλισμένα!
Κι ο Μεγάλος Αυτός τεχνίτης, Αυτός ο Μεγάλος  υπηρέτης της Τέχνης που δινόταν  να γαληνεύει αλλά  και να προβληματίζει θεούς κι ανθρώπους με την τέχνη του, είχε δουλέψει τη στρογγυλή ασπίδα με μοναδικό τρόπο. Πάνω της είχε σκαλίσει ολόκληρο το σύμπαν: Τη γη, τη θάλασσα, τον ουρανό με τον ήλιο, το φεγγάρι κι όλα τα άστρα. Ακόμη  είχε σχεδιάσει δυο πολιτείες τη μία πλάι στην άλλη. Στη μια πολιτεία οι άνθρωποι είχαν ειρήνη. Πάντρευαν τα παιδιά τους με γλέντια και χαρές κι έλυναν ειρηνικά σε κριτές τις διαφορές τους. Στην άλλη πολιτεία οι άνθρωποι είχαν πόλεμο. Οι γυναίκες με  τα παιδιά και τους γέροντες είχαν εγκλειστεί  στο κάστρο της πόλης, ενώ έξω από τα  τείχη  δυο στρατοί είχαν πιαστεί σε μάχη. Λαβωμένοι κι νεκροί κείτονταν ολόγυρα… Στην κάτω πλευρά  της ασπίδας είχε βάλει γεωργούς να οργώνουν τα χωράφια τους, εργάτες να θερίζουν με τα δρεπάνια τους. Είχε βάλει αμπέλια φορτωμένα με σταφύλια, τρυγητές να μαζεύουν τους καρπούς τραγουδώντας, και βοσκούς να βόσκουν τα κοπάδια τους σε καρπερά λιβάδια. Είχε  σκαλίσει κορασιές και νιους να χορεύουν σε αλώνια με άνθη στα μαλλιά τους και γύρω τους είχε βάλει τον απέραντο Ωκεανό να αστράφτει γελαστός! Αν οι άνθρωποι  μπορούσαν να ερμηνεύσουν τους συμβολισμούς της ασπίδας, δεν θα ήθελαν ποτέ να πολεμούν. Θα ήθελαν να ζουν ειρηνικά, να τρυγούν τα αμπέλια τους, να οργώνουν τα χωράφια τους, να θερίζουν τα σιτάρια τους να βόσκουν τα κοπάδια τους σε ασυννέφιαστους ουρανούς μακριά απ’ τους καπνούς του πολέμου. Κι ήταν αυτή η ασπίδα: το πρώτο και μοναδικό όπλο που προσκαλούσε σε ειρήνη και όχι σε πόλεμο. Tο ξημέρωμα θα πήγαινε στα χέρια του Αχιλλέα μαζί με τη συμβουλή του Πηλέα: Αιέν αριστεύειν... « Να είσαι πάντα πρώτος κι όλους να τους ξεπερνάς  στη μάχη».
Βλέποντας το ξύλινο κοντάρι στη γωνία του τοίχου θυμήθηκε τότε που  είχαν ανέβει οι δυο τους τα βουνά του Πηλίου να συναντήσουν τον Κένταυρο Χείρωνα για να αναλάβει την ανατροφή του μικρού Αχιλλέα. Θυμήθηκε την Φιλύρα καθισμένη στο σκαμνί να ετοιμάζει το δείπνο, τη Χαρικλώ να τους καλωσορίζει ρωτώντας τους για το σκοπό της επίσκεψης. Στα χέρια τους είχε εναποθέσει  τις ελπίδες του και την ανατροφή του γιού του. Στο τέλος ο μεγάλος δάσκαλος τού  είχε χαρίσει  εκείνο  το κοντάρι, το βαρύ κι ασήκωτο για τα δικά του  χέρια, το σκαλισμένο σε ξύλο μελιάς. Ο Χείρωνας γνώριζε από γιατρικά και βοτάνια και καθώς οδοιπορούσε στις απόκρημνες βουνοπλαγιές, τα μάζευε και γιάτρευε με αυτά κάθε λογίς πληγές. Την επομένη, ο Αχιλλέας θα κρατούσε στα χέρια του αυτό το ξεχωριστό κοντάρι  έχοντας  συνοδό, συμβουλάτορα και καθοδηγητή τον Φοίνικα.
Ήταν γέρος πια. Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν να φτάσει ως την Τροία κι ας ήτανε στα νιάτα του ανίκητος, κι ας ήτανε στην πάλη παλικάρι. Τώρα είχε να δώσει την μεγαλύτερη πάλη της ζωής του: Τη μάχη με της Μοίρας το γραμμένο. Έτσι, το προηγούμενο βράδυ  είχε κάνει  ολονύκτιο τάμα στον Σπερχειό: Να γυρίσει το παιδί του ζωντανό από τον πόλεμο και θα πρόσφερε στον βωμό του τα πυρόξανθα μαλλιά του. Ακόμα πενήντα θρεμμένα κι αμουνούχιστα κριάρια θα θυσίαζε, κι η τσίκνα από τα σπλάχνα τους θα ανέβαινε ως τους ουρανούς.
Έπειτα  πήγε και χτύπησε την πόρτα του καρδιακού  κι έμπιστου φίλου του Φοίνικα, να  αναλάβει το παλικάρι του και να το οδηγήσει σαν πατέρας ως την Τροία. Ως και γι αυτό είχε μεριμνήσει!  « Να είσαι ικανός στα λόγια κι άξιος στις πράξεις», τον  είχε συμβουλέψει ο μεγάλος δάσκαλος την αμέσως επόμενη στιγμή της συνάντησης τους. Mια σοφή συμβουλή που ο Αχιλλέας δεν έπρεπε να ξεχάσει ποτέ.
Ναι! Τον φοβόταν αυτόν τον αποχαιρετισμό ο γέρο-βασιλιάς.
Στο μυαλό του συνεχώς γυρνούσε η εικόνα της Θέτιδας, που άλειβε το σώμα του μικρού Αχιλλέα με αμβροσία και το περνούσε πάνω από τις φλόγες της φωτιάς κι αυτός φοβισμένος την έδιωξε να πάει στον πατέρα της  γιατί την θεώρησε επικίνδυνη μάνα.
Ναι! Η Θέτιδα πάσχιζε να τον κάνει αθάνατο! Μέχρι και στα νερά του Σπερχειού τον είχε εμβαπτισει κρατώντας τον από το ένα του ποδάρι, κι αυτός ο αθεόφοβος φοβήθηκε μήπως η μάνα πνίξει το παιδί της…Τώρα, μόνος του μάχεται με τις σκέψεις.  Αν ήταν κι Αυτή μαζί του… ίσως ο πόνος του αποχωρισμού να ήταν μικρότερος και για τους δυο τους. Ίσως και να μπορούσε η Θέτιδα να αλλάξει τη μοίρα του πολέμου ή ακόμη και την  ερμηνεία των χρησμών…
Όμως, ατέλειωτη η νύχτα κάτω απ’ του πόνου το πέπλο…


 Μαρία Κολοβού-Ρουμελιώτη
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου