Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

«Ο ΦΟΒΟΣ» της Αλεξάνδρας Παυλίδου Θωμά.

Ο φόβος, μου είπε φίλος γιατρός, είναι οι αλυσίδα που μας κρατάει δεμένους στο άρμα της εξάρτησης, στους δανειστές.
Χρόνια παρακολουθώ μου είπε, τους νέους και τις νέες, χρόνια τους βλέπω με ένα φραπέ και ένα ποτό, ρούχα άντε να μη πω... και κενά ιδανικών, τελειώνουν σχολές, και δεν καταδέχονται καμιά εργασία. Θέλουν το επάγγελμά τους, και ας μην υπάρχει στην πατρίδα μας.
Τι φοβούνται μου είπε ο φίλος μου; Φοβούνται τη φτώχεια; όμως υπάρχει μεγαλύτερη από αυτή που ζούμε σήμερα. Τι κάνεις παιδί μου για τούτο το πρόβλημα;
Βλέπεις να είναι οι νέοι στις πόλεις χωρίς εργασία και να πίνουν καφέ σε κάποιες καφετέριες μιλώντας για την κατάντια μας.

Νεαρός γύρω στα τριάντα καθισμένος σε μια καφετέρια και έχει ένα σκυλί και ένα φραπέ:
Έλα του είπα να καθαρίσεις τις αυλές πόσο μεροκάματο θες;
Εγώ είμαι…….. μου απάντησε δεν μπορώ να κάνω αυτή την εργασία.

Τον κοίταξα με οίκτο, εγώ σπούδασα καθαρίζοντας χωράφια σκάβοντας κήπους και μεταφέροντας πράγματα.
Δεν ντράπηκα ποτέ, έπρεπε να βγάλω το ψωμί μου και να βοηθήσω και την οικογένειά μου.
Δεν τα παράτησα, τον ρώτησα γιατί δεν εργάζεται τα κτήματα του πατέρα του;
Απάντησε πως δεν γνωρίζει από αυτές τις εργασίες.

Έλα να σε μάθω εγώ, που από τα δέκα μου χρόνια ήμουν στην πόλη και οι σπουδές μου ήταν μακροχρόνιες.
Τον πήγα στον κήπο μου, στις κότες μου, σε αυτά που μου δίνουν τη σωστή τροφή κι αυτό όχι γιατί δεν μπορώ να αγοράσω ότι θέλω αλλά γιατί δεν θα αγοράσω το υγιεινό, το βιολογικό το οικολογικό.
Χαμογέλασε και με κοίταξε με συγκατάβαση, σαν να μου είπε: φουκαρά δεν ξέρεις να φας αυτά που έχεις. Φουκαρά αν τα είχα εγώ να δεις πως θα ζούσα…..
Τι θέλω να πω: Στα χωριά μας δεν λείπει τίποτε, και σε ένα στρέμμα γη που μπορεί να σου δώσει ένας χωριανός μπορείς να έχεις όλα σου τα τρόφιμα από τη γη, και κότες και κουνέλια και μελίσσια και μια κατσικούλα. Δεν θα νοιώθεις άχρηστος, θα έχεις ότι χρειάζεσαι και αυτά που δίνει το κράτος για τον άνεργο θα τα έχεις και συ.

Νέος, μόνο 28, ναι, είκοσι οκτώ χρονών, είναι στο χωριό από τα είκοσι πέντε του και έχει βρει τρόπο με καλλιέργειες με βότανα και κάποια μεροκάματα να είναι κύριος και να τον ζηλεύουν οι τεμπέληδες.
Τι να έκανα στην Αθήνα θεία, αφού εργασία δεν έβρισκα, ήρθα και να που βρήκα όχι μόνο τρόπο να ζήσω, αλλά και κουτσομπολιά γιατί έφυγα από την Αθήνα γιατί αφού μπορούσα… Εδώ, δεν μου λείπει η ζέστη, έχω τα ξύλα τζάμπα, έχω το νερό μόνο με τριάντα ευρώ το χρόνο. Έχω κέφι και έχω δουλειά, και όταν έρχονται οι δικοί μου χαίρονται τη ζωή στο σπίτι μας που το βρίσκουν καθαρό τους κήπους μας που είναι πλούσιοι κλπ.
Το μέλι από τα μελίσσια μου πέντε όλα κι όλα όμως θα τα κάνω περισσότερα. Ακόμη και οι ελιές που ήταν μες τα βάτα από τον καιρό που τις καθάρισα μου δίνουν λίγο καρπό όμως αν τους ρίξω κοπριά αν τις σκάψω καλά θα μου δώσουν περισσότερο.
Δεν έχεις πρόβλημα αγόρι μου;

Ένα, πως η κοπέλα μου μένει το μισό χρόνο στην πόλη, όμως αν ό,τι καλλιεργείς το αφήσεις, τότε το έχασες.
Αυτές είναι λίγες σκέψεις κλεμμένες από τους φίλους μου, που οδηγούν στη αξιοπρέπεια και στην αυτάρκεια.

Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου