Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Ελληνο-Αυστραλιανή λογοτεχνία. Ένα ποίημα και ένα διήγημα του Γερ. Λυμπεράτου

ΕΠΑΙΝΟΣ
ΒΡΑΥΡΩΝΙΑ 2015.
Λογοτεχνικός διαγωνισμός ποίησης
Ομοσπονδίας Εκπολιτιστικών Συλλόγων ΣΠΑΤΩΝ.
ΚΕΝΤΡΙΣΜΑ
488112
Στα χέρια μου κρατώ λικνίζοντας
ένα λουλούδι.
Στα χέρια μου κρατώ την φροντίδα του.
Για να μη χάσει το χρώμα του
τ άρωμά του,
τη ζωντάνια του.
Για να μη χαθεί μαζί του κι η άνοιξη.
Το θρέφω στο φως.
Το ποτίζω αγάπη,
καλοσύνη,
τρυφερότητα.
Για να μη του λείψει ποτέ
η πρωινή δροσιά της αυγής,
Για να μπορεί να σκαρφαλώνει στον ήλιο
όποτε χρειαστεί,
να χαράζει δρόμους,
να αποσπερνά αγκάθια
και μέσα απ τους βόμβους της σιωπής
να μπορεί να στοχάζεται το μέλλον.
Στα χέρια μου κρατώ
ότι αιώνιο επιθυμώ να είναι.
Το κέντρισμα των κτύπων
της καρδιάς του παιδιού μου,
των παιδιών μας,
με την αέναη ροή της ανθρώπινης ζωής,
κρατώντας πάντα στα χέρια τους
πανέρια γιομάτα ελπίδες
κι ένα εξαίσιο αύριο να τα περιμένει!
Γεράσιμος Μ. Λυμπεράτος  Σύδνει
*********************************************************
ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΟΙ ΕΔΕΣΑΣ.
Λογοτεχνικός διαγωνισμός διηγήματος 2014 – 2015.
Ένα από τα καλλίτερα 30 διηγήματα
π
ου επελέγησαν για βράβευση και εν συνεχεία
συμπεριλήφθηκαν σε τόμο που εκδόθηκε πρόσφατα.
*****
**************
Ο ΓΕΡΟ ΚΟΤΣΙΚΑΣ
Σ’ ένα παλιό μικροκαμωμένο διώροφο σπίτι, σε μια φτωχική συνοικία του Σύδνεϋ, έμενε ο γερο-Κότσικας. Παρατημένος απ’ τη ζωή, ζούσε να πούμε μόνος, χωρίς γυναίκα και παιδιά, συγγενείς ή φίλους. Τα χρόνια της νιότης, της δουλειάς και της νοικοκυροσύνης, κύλησαν βιαστικά κι’ άχαρα και τη θέση τους πήραν τα γηρατειά, ανέλπιδα, στυγνά κι’ αδυσώπητα. Λένε πως ο θάνατος, μισητός και ζηλιάρης καθώς είναι, κυνηγάει συνήθως τους ανθρώπους αυτούς, που η φύση ή οι κοινωνικές καταστάσεις τους έχουν προικίσει μ’ ομορφιά, αρετές, δόξα, και πλούτη. Στη περίπτωση όμως του γέρο-Κότσικα ο θάνατος τον είχε ξεχάσει. Άλλωστε τι να ζηλέψεις απ’ αυτόν; Μια ζωή μίζερος, δύστροπος, και κακομοίρης ήταν. «΄Αστον, είπε!» Και τον άφησε εκεί στο ανώγειο πάτωμα του σπιτιού του, μέσα σ’ ένα γερασμένο υπνοδωμάτιο, με το μπαστούνι στο χέρι, κοντά στο παρεθύρι, να κοιτάζει τα μικρά σπουργίτια που χοροπηδούσαν στην χορταριασμένη αυλή.
Σ αυτό λοιπόν τ άχαρο δωμάτιο όπου τα καρφιά στο πάτωμα στρίγγλιζαν σε κάθε πατημασιά του γέρο-Κότσικα και που τα λιγοστά έπιπλα κι αντικείμενα του δωματίου ακρωτηριασμένα κι αυτά απ’ την πολυκαιρία -μόλις και μετά βίας- έπαιζαν το ρόλο τους, τον έβρισκαν κάθε τόσο κι οι κακιές θυγατέρες της ζωής, η αρρώστια, η θλίψη και προπαντός η μοναξιά. Ας ήταν καλά ο γείτονάς του ο Ιταλός που του έριχνε κάπου-κάπου καμιά ματιά, και τον εξυπηρετούσε όταν υπήρχε ανάγκη. Ε, ας ήταν καλά κι η κυρία κάποιας φιλανθρωπικής οργάνωσης που βιαστικά του έλεγε μια «καλημέρα» και τ άφηνε γλυκίσματα έτσι για το καλό. Αυτοί όλοι κι όλοι οι επισκέπτες του, ολιγόλεπτα διαλλείματα της μοναξιάς του, σημάδεψαν και το υπόλοιπο της ζωής του.
Ο καιρός περνούσε λοιπόν και καθώς τα όνειρα κι’ αναμνήσεις ακόμη, είχαν τελειώσει , καθώς το μόνο που θύμιζε την ίδια τη παρουσία του ήταν το στομάχι που ζητούσε το χαμόμηλό του, αφού κι’ αυτή η όρεξη είχε σχεδόν λιγοστέψει, κι’ όταν η γαλήνη ήταν η μόνη αξιόλογη συντροφιά του, αφού μπορούσες ν’ αφουγκράζεσαι την ανάσα σου, που πάλευε για λίγο ακόμα οξυγόνο, ακριβώς αυτές τις στιγμές ο Ιταλός του έριξε την ιδέα. «Σινιόρε,του λέει, γιατί δεν νοικιάζεις το δωμάτιο του ισογείου;»     
Στην αρχή ο γέρο –Κότσικας ούτε ν’ ακούσει ήθελε τέτοιο πράγμα. Είχε μάθει σ’ όλη του τη ζωή να ζει μόνος κι’ ας του ήταν μαρτύριο αυτό. Ποτέ του δεν είχε δοκιμάσει να βρει όπως όλοι κάποιο φίλο. Ίσως γιατί ο χαρακτήρας του –βαρύς κι’ οξύθυμος- δεν του επέτρεπε κάτι τέτοιο. Απομονώθηκε λοιπόν απ’ το φυσικό του περιβάλλον και για να μή μαλώνει, απόφευγε κάθε ανθρώπινη προσωπική ή κοινωνική σχέση. «Σινιόρε, όλα έχουν ακριβύνει, η σύνταξη δεν φθάνει» επέμενε ο Ιταλός που τελικά τον έπεισε να νοικιάσει το δωμάτιο…
Ήταν καλοκαίρι και Σαββατόβραδο όταν η αυλή του του γέρο-Κότσικα γέμισε κόσμο. Ποτέ δεν είχε δει τόσους ανθρώπους μαζεμένους στην αυλή του. Οι νοικάρηδές του, ένα νιόπαντρο ντόπιο ζευγάρι, γιόρταζαν την πρώτη επέτειο του γάμου τους. Είναι αλήθεια πως από τότε που νοικιάστηκε το δωμάτιο πολλά άλλαξαν στο σπίτι του γέρο Κότσικα. Το ισόγειο έγινε αγνώριστο. Βάφτηκαν οι τοίχοι, λαδώθηκαν οι πόρτες, καθαρίστηκε η αυλή. Η ζωή ξαναθυμήθηκε αυτό το μισο-εγκαταλειμμένο σπίτι. Ξανάνοιξαν τα παράθυρα, μπήκε καθαρός αέρας, έδιωξε την κλεισούρα, το δωμάτιο γέμισε φως. Κίνηση, μυρουδιές φαγητών, τηλεόραση, μουσική όλα σε καθημερινή βάση.
Τις πρώτες μέρες όλα αυτά εκνεύριζαν τον γέρο Κότσικα. Πολλές ήταν οι στιγμές που κτυπούσε το μπαστούνι του δυνατά στο πάτωμα για να επιβάλλει μ’ αυτόν τον τρόπο ησυχία. Σιγά- σιγά όμως συνήθισε κι’ η λίγη αυτή φασαρία όχι μόνο δεν τον ενοχλούσε, αλλά του έγινε απαραίτητη. Και να τώρα, γέμισε η αυλή χαρούμενες φωνές, μουσική και τραγούδια του καιρού μας. Ο γέρο-Κότσικας είπε να κατέβει κάτω. Πρόσκληση είχε, να πιεί κι’ αυτός μια κρύα μπύρα να… Δεν βρήκε το κουράγιο. Εκεί κάτω υπήρχαν νιάτα που ανάμεσά τους ο έρωτας τριγυρνούσε άδολος, ελεύθερος, φλογερός. Σημάδι της σύγχρονης εποχής μας. Τι δουλειά είχε αυτός εκεί;
Στρίμωξε την καρέκλα του κοντά στο παραθύρι και με πλάγιο τρόπο παρακολουθούσε το γλέντι. Πόσο αληθινά είχε ομορφήνει η μικρή του αυλή. Το χορτάρι κομμένο, με δυο γιρλάντες χρωματιστά φώτα, με μπαλόνια και σερπαντίνες να κρέμονται απ’ τη μια άκρη στην άλλη, με την ψησταριά να ψήνει το κρέας και τα λουκάνικα Είπε να κατέβει, μα πώς; Οι κοπέλες ξανθοί άγγελοι κι οι νιοι στιλάτα κυπαρίσσια, ζούσαν σ ένα άλλο κόσμο, μαγικό. Χορεύανε, γλεντούσαν, τραγουδούσαν κι αυτός ένας θλιβερός απόμαχος της ζωής, ένα μισοξεραμένο αγριόχορτο που ήθελε σώνει και καλά να αναρριχηθεί στις φυλλωσιές μιας λουλουδιασμένης αζαλέας
 Ξαφνικά θυμήθηκε το χωριό του, την Τασούλα. Ναι, την Τασούλα. Την κοπέλα που απ’ τα παιδικά του χρόνια αγαπούσε. Και που η αγάπη του δυνατή και μεγάλη, μα φυλακισμένη πίσω απ’ τα σίδερα της ίδιας του της καρδιάς, μ΄ένα κακό δεσμοφύλακα να την φυλάει μέρα-νύχτα μήπως και δραπετεύσει.
Ανάθεμα τα αίτια! Αυτός γιος « εθνικόφρονα» κι’ αυτή κόρη «κομμουνιστή». Κι’ όμως στα μαύρα μεγάλα μάτια της Τασούλας που φάνταζαν σαν δυο μεγάλα βουνά, διάκρινε όλο τον κόσμο, έτσι όπως κι’ η ίδια τον εξιστορούσε. Ειρηνικό, αγαπημένο, φιλικό. Κι’ όλα αυτά γραμμένα πάνω σε μια πελώρια κόκκινη σημαία όπου κάθε άνθρωπος πάνω στη γη θα γεννιόταν μ’ αυτή και μ’ αυτή θα πέθαινε. Ακόμη θυμήθηκε το πανηγύρι στο χωριό. Κάποτε είχαν βρεθεί στο χορό ο ένας πλάι στον άλλο. Πόσο ευτυχισμένοι ένιωθαν κι’ οι δυό! Μα ήρθε ο πατέρας του και τον πήρε. Τι δουλειά είχε ο γιός του να χορεύει με την κόρη του «συμμορίτη;»
Ανάθεμα τα αίτια! Ήρθαν οι Ιταλο-γερμανοί, φέρανε πόλεμο και καταστροφή. Βγήκε ο κόσμος στα βουνά ν’ αντισταθεί κι’ όταν νικήθηκε ο εχθρός ήρθαν οι Άγγλοι και φέραν τον  εμφύλιο πόλεμο. Χύθηκε αίμα! Οι καρδιές των ανθρώπων σκλήρυναν, έπαψαν ν’ αγαπούν. Κι΄ όταν όλα τελείωσαν, είχαν παραμείνει μεσ’ τις καρδιές τους οι κακοί δεσμοφύλακες «τα μίση και τα πάθη». Κι’ έτσι κάποια μέρα του ’53 Ο Φώτης Κότσικας πήρε το σάκο με τα πιο αναγκαία ρούχα του κι’άφησε το χωριό, μπαρκάροντας σ’ ένα καράβι όπου αργότερα τον έριξε στην Αυστραλία.
Η ανάμνηση αυτών των στιγμών του έφεραν δάκρυα στα μάτια. Λίγο πριν αφήσει το χωριό είχε φροντίσει ν’ ανταμώσει την Τασούλα. Την βρήκε να κάθεται στα σκαλοπάτια του σπιτιού της. Ο πρωινός ήλιος της έκρυβε τις κακουχίες της κατοχής που ήταν σημαδεμένες στο πρόσωπό της. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Τώρα ήταν δυο εχθρικές οικογένειες, τους χώριζαν αίμα. Η Τασούλα όμως κατάλαβε. –Καλή τύχη ,του είπε ξερά. Κι’ αυτός πήρε το σάκο κι’ άρχισε να τρέχει για να μη προλάβει να τον δει δακρυσμένο. Μετά ήρθαν οι πόνοι και τα βάσανα της ξενιτιάς, τα καθημερινά προβλήματα. Όλα αυτά επέδρασαν αρνητικά πάνω του. Γέμισε ελαττώματα… Απομονώθηκε από γνωστούς και φίλους. Ζούσε μόνος, μόνος.
Ο γέρο-Κότσικας σηκώθηκε απότομα απ’ την καρέκλα. Ανάμικτα συναισθήματα τον είχαν κυριεύσει. Η καρδιά του κτυπούσε δυνατά και τι παράξενο! Κάθε κτύπος αυτή την φορά ήταν κι’ ένα θανάσιμο πλήγμα για τον κακό δεσμοφύλακα που χρόνια αμέτρητα είχε φωλιάσει μέσα του.   Πήρε το μπαστούνι του, κι’ άρχισε ν’ αφήνει με αποφασιστικότητα το υπνοδωμάτιο. Κατέβηκε την ξύλινη σκάλα κι έφθασε στην αυλή. Έριξε μια ματιά τριγύρω κι’ ύστερα σήκωσε τα μάτια του ψηλά. Ο ουρανός γεμάτος αστέρια και το φεγγάρι ολόγιομο σκορπούσε χρυσαφένιο φως. Τον υποδέχτηκαν οι νοικάρηδές του. Του πρόσφεραν φαγητό και μπύρα που ο γέρο-Κότσικας την κατέβασε μονορούφι κι’ ύστερα κι άλλη-κι’ άλλη. Μπήκε στο κέφι. Τίποτα πλέον δεν τον συγκρατούσε. Σαν νιός πλέον, πέταξε το μπαστούνι και μπήκε στο χορό. Βιαζόταν ίσως ν’ αποτελειώσει κάποιο χορό που του τον κόψανε στη μέση. Άρχισε λοιπόν να χορεύει έτσι όπως χορεύει κι’ η αρκούδα στο ντέφι του αρκουδιάρη. Το θέαμα πραγματικά προκαλούσε γέλιο. Όλοι τώρα έκαναν «πλάκα» με το γέρο. Μαζεύτηκαν γύρω του κι’ άρχισαν να κτυπούν ρυθμικά παλαμάκια. Κανείς δεν αντιλήφθηκε τον ιδρώτα που άρχισε να κυλάει στο πρόσωπό του. Ούτε τις ακαταλαβίστικες λέξεις που κάθε τόσο έβγαιναν απ’ το στόμα του. Μα αυτός χόρευε ασταμάτητα. Και φαινόταν τόσο ευτυχισμένος, λες και χόρευε με την Τασούλα…
Όταν σωριάστηκε νεκρός, πάνω στο χορτάρι της αυλής όλα σωπάσανε. Μόνο το υστερικό κλάμα μιας ευαίσθητης κοπέλας ακούστηκε, το γαύγισμα ενός αδέσποτου τετράποδου και το τραγούδι που μη νιώθοντας τι συνέβει συνέχιζε να παίζει το χαρούμενο σκοπό του «…την ζωή αξίζει κανείς να την βρεί, έστω και λίγο πριν το θάνατο. Αξίζει». Ήταν καλοκαίρι και ξημέρωνε Κυριακή!
Γεράσιμος Μ. Λυμπεράτος 
Σύδνεϋ

https://vrysoulesgnosis.wordpress.com/ 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου