Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

«ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ…»της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

 

Διδαχή των δώδεκα αποστόλων (Αρχαίο κείμενο) Στη Δημοτική | alalum 

 ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ…

 

ο Δάσκαλος ήταν άριστα εκπαιδευμένος για τα δύσκολα. Άοκνα προσπαθούσε την διαπαιδαγώγηση μου. Χαμίνι, εγώ, αδέσμευτο, ζηλωτής της άναρχης ζούγκλας,    φυσούσα βούκινο ν’ ακούσουν   οι πιθηκάνθρωποι  τις γητείες μου.

«Μη τη διαβολοστέλνεις  τη ζωή… σκοτώνεις το Θεό, μέσα σου!» μου υπενθύμιζε συνεχώς.

Τον θαύμαζα, αλλά και τον ζήλευα, πολύ! «Κακό σκουλήκι σε τρώει… Δε σε αφήνει να δεις ξεκάθαρα τα πράγματα… Άντε, ανέβα στο μονότροχο μου για να σου κάνω μιαν ακόμη ξενάγηση! Ρόδα η ζωή που κυλάει... Πρέπει να έχει καλόν   αναβάτη για να την πάει εκεί που της αξίζει» έβγαινε πάντα  βροντερή η φωνή από τα εσώψυχα του ανεμίζοντας τα δασιά γένια του.

Εκείνος, μπροστά εγώ, πίσω ανεβασμένοι στο μονότροχο, να με διδάσκει της ζωής τα ανεμόδαρτα παιχνίδια.

Πιάσαμε την ισάδα. Κήποι  ολάνθιστοι, πεδιάδες απέραντες και γάργαρα νερά ως εκεί που έφταναν   τα μάτια μας.

«Εδώ όλα κυλάνε σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Ανίδρωτη, ευχάριστη διαδρομή. Χάρμα ψυχής. Θεού πανδαισία! Άμα πιάσουμε κατηφόρα: χτύπα ανάποδο πετάλι να βρούμε την ισορροπία μας. Πάνω μου, κουβαλώ, διπλό φορτίο. Διπλές  δυνάμεις ταλαντεύουν τα σαρκία μας. Αν  γλιστρήσουμε στους φαγωμένους χωματόδρομους, θα τσακιστούμε και οι τρεις! Κι άντε να βρούμε πόδια για ανάβαση...»

Μέσα μου, με έτρωγε οργιώδης  αγωνία. Ζήλευα το ζύγιασμα της φωνής του, την άπλετη σοφία του που μες την ιλαρότητα του προσώπου του έπαιρνε διαστάσεις θεϊκές. Μαζί του  θα πήγαινα και στην κόλαση…

«Δάσκαλε, μου αρέσουν τα δύσκολα»,  αναθάρρεψα  και άρχισα δειλά δειλά να παίρνω θέση στα πεντάλ του μονότροχου.

«Είσαι ατίθασο χαμίνι! Θα μας γκρεμοτσακίσεις στο ίσωμα» ομολόγησε αυστηρά. «Ο δρόμος είναι μακρύς… εκτός κι αν θες να τον κοντύνεις! Εξασκήσου, εδώ, στο ίσωμα, πριν μας  πιάσει ο ανηφοροκατήφορος. Εγώ δεν έχω άλογο να του φορέσω γκέμια, μήτε μουλάρι να του  φορτώσω τον ανήφορο! Χτύπα πεντάλ με ρέγουλο. Πόντο-πόντο!»

Κόλλησα το κορμί μου, πάνω του. Σειρά είχαν τα άκρα μου. Με το χέρι μου ακούμπησα  το δεξί του άκρο επάνω στο τιμόνι και με το ένα μου ποδάρι έσμιξα με το δικό του στο πεντάλ.

«Μεγάλο βάσανο με βρήκε... Είσαι  ανεκπαίδευτος! Θα σε χτυπήσουνε πολλές κοτρώνες στην ισάδα μέχρι να μάθεις να ξεφεύγεις των βράχων τα γκρεμοτσακίσματα…»  συνοφρυώθηκε ο δάσκαλος.

Τα πόδια μου: κρεμάστηκαν! Τα χέρια μου: λύθηκαν! Ελεύθερος, αιωρούμενος στη ρόδα της ζωής αφέθηκα να με πηγαίνει ο οδηγός μου εκεί που εκείνος ονειρεύεται. «Τώρα θα κάνουμε μια στάση να πάρουμε μιαν ανάσα! Πρέπει να γεμίσουμε τα πνευμόνια μας. Θα μας χρειαστεί αργότερα… Σαν θα πιάσουμε κατηφόρα, δε θα ‘χουμε ρουθούνια ν’ ανασάνουμε» ξεστόμισε και το μάτι του φουρτούνιασε όπως το μάτι του Κυκλώνα.

Γαλάζιο, άστραφτε αγριεμένο το μάτι του. «Εκεί, στο βάθος του ορίζοντα, κατακρημνίζονται βιαστικοί, σπασμένα τροχοπέδια και βιαστές  ζωής. Γίνε τιμονιέρης και πενταλιστής  να εξερευνήσεις την οντότητα μέσα σου. Οι δαίμονες είναι πολλοί! Ή θα σε τρελάνουν ή θα σε λογικέψουν... Άλλη οδός δεν υπάρχει!» συμβούλεψε κι άραξε το μονότροχο στην άκρη του δρόμου. «Εγώ θα κλείσω τα βλέφαρά μου κάτω από τούτο το αρτόδεντρο. Το λατομείο απέχει δυο ζωές από δω… Αν προλάβεις στην πρώτη ν’ αγοράσεις ξυλεία να φτιάξεις δικό σου τροχοφόρο, καλώς, διαφορετικά αποχωρώ απ’ οδηγός σου και πιάνεις δουλειά δίχως τιμόνι και πεντάλι!   Διάλεξε και πάρε… Με ένα «ΝΑΙ» ή με ένα «ΟΧΙ» παίρνονται οι μεγαλύτερες αποφάσεις της ζωής.»

«Θα προχωρήσουμε, μαζί! Φοβούμαι,  μονάχος! Μεγάλη απάντηση το «Ναι», μεγαλύτερη το «Όχι». Αδυνατώ να πω «ΟΧΙ» σε πατρική συντροφιά και ιερή σοφία», ανταπάντησα.

Το μάτι του λωτού πάνω απ’ το μέτωπό του με κοιτούσε  αυστηρό. «Τίποτα    δεν χαρίζεται ! Μασημένη τροφή, δεν καταπίνεται ευχάριστα. Αρκετά ως εδώ… Στην επομένη στροφή φτάνουμε στο σταυροδρόμι των τεσσάρων οριζόντων. Διάλεξε και πάρε! Η απόφαση είναι δική σου. Εγώ θα σ’  αφήσω  ελεύθερο ν’ ακολουθήσεις τον ορίζοντά σου δίχως μονότροχο, δίχως τιμόνι, δίχως πεντάλ. Εγώ σε οδήγησα στο ξέφωτο. Κάναμε τόση διαδρομή… Μπορούσες να συλλέξεις τα κομμάτια σου: Μοναδικά πετράδια και ρουμπίνια ν’ αστράφτει οχυρωμένο το σαρκίο  σου στο μάτι του Κυκλώνα‧ να φοβηθούν της φύσης τα στοιχειά, να ξεστρατίσουν απ’ τη στράτα σου. Τώρα, προχώρα μονάχος σου!» είπε, αφήνοντας με   στη μέση του πουθενά. Σε τόπο άγνωρο. Απάτητο. Προκλητικά ανεξερεύνητο, να τσουρουφλίζομαι  στη γη μέσα στο σύρσιμό μου.

Το πρόσωπό μου, χλόμιασε. Η αλήθεια ήταν πικρή. Ειπώθηκε  αφτιασίδωτη. Ατόφια. Μου  κόπηκε η ανάσα όταν  την άκουσα. «Καλώς! θα προχωρήσω μονάχος μου, δίχως Δάσκαλο Οδηγητή » συλλογίστηκα κι άστραψε ο κακός δαίμονας μέσα μου. Ο Δάσκαλος, αναπαυόταν κάτω απ’ την ευεργετική σκιάδα του αρτόδεντρου. Είχε ολοκληρώσει το καθήκον του. Η κατήχησή του δεν μπορούσε να διαρκέσει  αιώνια κι η διαδρομή μέχρι το λατομείο απείχε δύο ζωές… κι ήταν αδύνατο να μου χαρίσει το μονότροχο του.

 Πίστευα πως ήμουν εκπαιδευμένος να προχωρήσω. Ν’ αλλάξω διαδρομή, να ανέβω τους ανηφοροκατήφορους  της παραδεισένιας φαντασίωσης μου. Να προλάβω στην πρώτη  ζωή να χτίσω ένα σκαρί, να πλεύσω στην απέναντι όχθη…  

Μέσα μου, άοκνος εργάτης το λεγόμενο «κακό σκουλίκι» του ευεργέτη διδασκάλου μου, τρόχιζε τα μαχαίρια μου. «Η μάχη  τώρα αρχίζει» με συμβούλεψε κι εξαφανίστηκα με το μονότροχο του δασκάλου -εν ριπή οφθαλμού, αφήνοντάς τον ν’ απολαμβάνει  νήνεμο ύπνο εντός καθαρής συνειδήσεως κάτω από το άγρυπνο μάτι τ’ ουρανού.

Αυτή η κούρσα ήταν τρελή. Το τροχοφόρο είχε αλλάξει τιμονιέρη. Άπραγα τα  πέλματα μου, κρεμασμένα κάτω απ’ το τιμόνι της ζωής, παχύσαρκα και παχύδερμα, αδυνατούσαν να κατευθύνουν το κλεμμένο  μονότροχο, να γυρίσουν τα πεντάλ να σπρώξω τη ρόδα να τσουλήσει να μπει η ρότα μου στην αυλακιά που άνοιξε ο Πρωτομάστορας της Ζωής.

Ο ήλιος μεσουρανούσε. Κάτω απ’ τη σκιά του προσώπου μου άρχισαν να πιάνουν χορό οι ανικανοποίητοι δαίμονες μου. Στρίγγλιζε μέσα μου η ψυχή κι άρχισε τις βλασφημίες. Ηλεκτροφόρα καλώδια και συρματοπλέγματα παντού. Εγκλωβισμένος στην κόλασή μου με τον Κακοδαίμονα να κάνει ηλεκτροσόκ    στο κορμί μου για  να συνέλθει.

«Εδώ, δεν είναι παίξε γέλασε!» χαχάνισε ξεδοντιασμένο το Χαμίνι του χώνοντας στο κουφάρι μου πυρωμένο σίδερο. «Οι μάχες δεν κερδίζονται αναίμακτα! Κόβεις μια φλέβα και δίνεις στη  ζωή για να βυζάξει! Αν ξεματώσει η ζωή: τι χρησιμεύουν τα νυχτοκάματα; Άντε,   κουνήσου!» αναχάραξε, δίνοντας μου μια σπρωξιά τρίζοντας τις σιαγόνες του, κατακρημνίζοντας με   στο ηλεκτροφόρο καζάνι διαμελίζοντας το κορμί μου…

«Άχρηστος, είσαι! Με κλεμμένο πατίνι, ανεπιτήδευτος μαθήσεως, ανισόρροπος, ανυπάκουος, ήρθες  να ταράξεις τον παράδεισο μας… Κάθαρμα!» ούρλιαξε, ταράζοντας τον αιώνιο ύπνο μου.

 

Τετάρτη, 7 Οκτωβρίου 2020

 

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη

 

            

2 σχόλια:

  1. Επιτηδευμένη γλώσσα. Πολλά λογοτεχνικά στοιχεία. Φαντασία, σκέψεις, ζητήματα. Πολλά τα θέματα και τέλος ανατρεπτικό.
    Πολύ ωραίο Μαρία. Ο καλολογικός οίστρος σου είναι εμφανής.
    Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αγαπητέ Κύριε Γιάννη,σας ευχαριστώ πολύ για την επίσκεψη και τα τιμητικά σας λόγια.
    Εύχομαι να είστε γερός και δυνατός!
    Καλή συνέχεια σε ό,τι όμορφο κάνετε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή